Ο αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Ουόλτσερ μίλησε στις 16 Οκτωβρίου 2009 στο Τορίνο, σε θεωρητικό συμπόσιο αφιερωμένο στον ιταλό φιλόσοφο Νορμπέρτο Μπόμπιο (1909-2004). Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα της ομιλίας του:
Υπάρχουν σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές επιδιώξεις. Αυτό που διακρίνει, όμως, τους αριστερούς από όλους τους άλλους δεν είναι μόνον αυτές οι επιδιώξεις, αλλά και -ίσως κυρίως- ο τρόπος υλοποίησής τους.
Ας θυμηθούμε το παλιό απόφθεγμα της αριστεράς: «Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι έργο της ίδιας της εργατικής τάξης». Αν η απελευθέρωση δεν είναι αυτοαπελευθέρωση, δεν έχει αξία. Το σημαντικό επομένως δεν είναι η τελική υλοποίηση των σοσιαλιστικών στόχων, αλλά η διαδικασία μέσα από την οποία θα υλοποιηθούν.
Προτίθεμαι να υιοθετήσω εδώ την οπτική του μεγάλου αναθεωρητή Εντουαρντ Μπερνστάιν. Σκεφτόμαστε τον σοσιαλισμό σαν έναν αθέατο σκοπό, αλλά αυτό στο οποίο συγκεντρώνουμε τις δυνάμεις μας και για το οποίο ενεργοποιούμαστε αληθινά είναι τα μέσα για την επίτευξή του.
Εδώ βρίσκεται η βαθύτερη και πραγματική φιλοδοξία μας. Για να είμαστε ειλικρινείς, τα πρόσωπα που θα θέλαμε περισσότερο να είμαστε δεν είναι οι πολίτες ενός μελλοντικού σοσιαλιστικού κράτους, αλλά οι ακτιβιστές και οι αγωνιστές που παλεύουν για την υλοποίησή του. Ετσι το ερώτημα «ποιος σοσιαλισμός;» πρέπει να γίνεται αντιληπτό με χρονικούς όρους: σοσιαλισμός στην πορεία της υλοποίησης ή υλοποιημένος σοσιαλισμός;
Πρέπει να επιλέξουμε σοσιαλισμό στην πορεία της υλοποίησης, για να δείξουμε ότι έχουμε κατανοήσει πως μπορεί να μη δούμε ποτέ την υλοποίησή του.
Ο δικός μας είναι ένας «συμμετοχικός» σοσιαλισμός και αυτό που έχουμε να πούμε αφορά κόμματα, συνδικάτα, κινήματα και οργανώσεις διάφορων τύπων και τους ακτιβιστές και αγωνιστές τους, που είναι πολιτικά στρατευμένοι στην αριστερά. Αλλά αφορά και τον πολιτικό κόσμο στον οποίο είμαστε ενταγμένοι. Σήμερα στη Δύση η δημοκρατία και το κράτος πρόνοιας είναι ο κανόνας. Αυτό σημαίνει όμως και ότι υποβάλλονται σε μια μορφή αντίθετης πίεσης, πράγμα που είναι ένα «φυσικό» γεγονός. Σε κάθε πολιτική οργάνωση, σε κάθε κράτος, σε κάθε κοινωνία, υπάρχει μια συνεχής τάση προς τον αυταρχισμό και προς την ιεραρχία. Οταν απουσιάζουν αντίρροπες δυνάμεις, ο ισχυρός γίνεται πιο ισχυρός, ο πλούσιος πιο πλούσιος. Αυτό συμβαίνει παντού και πάντοτε. Η εξήγηση αυτής της «φυσικής» τάσης εύκολα μπορεί να γίνει κατανοητή: όποιος κατέχει πλούτο και εξουσία κατέχει και τα μέσα για να τα υπερασπίζεται και να τα αυξάνει.
Η θέση μου απαιτεί όμως μια πιο γενική εξήγηση της «φυσικής» τάσης. Ας εξετάσουμε την πιο κοινή της μορφή: την πολιτική εξουσία. Εκείνοι που την κατέχουν τη χρησιμοποιούν για να ενισχύουν τη θέση τους και την ευημερία φίλων και συμμάχων, καταπιέζοντας και αποκλείοντας ομάδες που θα μπορούσαν να προσφέρουν κοινωνική βάση για την αντιπολίτευση -θρησκευτικές ή εθνικές μειονότητες, αδύναμες ομάδες κάθε τύπου, εργαζόμενους, γυναίκες, μετανάστες- και υποχρεώνοντας τη διανόηση να συμμορφωθεί ή περιθωριοποιώντας την. Για να ασκούν τον έλεγχό τους, προσπαθούν να συσσωρεύουν «εξουσία πάνω στην εξουσία», όπως έγραφε ο Χομπς, ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία, δυναμώνοντας τον στρατό, δημιουργώντας μια μυστική αστυνομία, διαφθείροντας τη δημόσια διοίκηση, θέτοντας φραγμούς στην ελευθερία του τύπου.
Και το να αντιτάσσεται κανείς σε αυτή την τάση είναι φυσικό, αλλά, ενώ η τάση είναι συνεχής, η αντιπολίτευση είναι σποραδική. Μπορούμε να σκεφτούμε τη δραστηριότητα αγωνιστών ενάντια στην εξουσία και την ιεραρχία σαν «μόνιμη εργασία», αλλά η εργασία αυτή λειτουργεί μόνον όταν παράγει αναλαμπές μαζικής αγωνιστικής δραστηριότητας (κινητοποιήσεις, ξεσηκωμούς, εξεγέρσεις). Η αύξηση της εξουσίας και του πλούτου μπορεί να αναχαιτιστεί ή, πιο ρεαλιστικά, να διακοπεί και εν μέρει να ανατραπεί μόνον με μια μαζική αντιπολίτευση. Οι δημοκρατικές νίκες είναι δυνατές, αλλά πρέπει να επαναλαμβάνονται, επειδή η αύξηση εξουσίας και πλούτου είναι συνεχής.
Η θέση μου βρίσκει αντιστοιχίες με εκείνη των επαναστατών του 18ου αιώνα, που έγραφαν: «Το τίμημα της ελευθερίας είναι η διαρκής επαγρύπνηση». Εγώ όμως λέω: «Το τίμημα της ισότητας είναι η επαναλαμβανόμενη εξέγερση».
Χρησιμοποιώ τον όρο «εξέγερση» για να περιγράψω πράγματα όπως το εργατικό κίνημα της δεκαετίας του 1930, που αντιπάλευε την εξουσία του κεφαλαίου, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1960, που αμφισβητούσε τη φυλετική ιεραρχία, και τον φεμινισμό της δεκαετίας του 1970, που αμφισβητούσε την ιεραρχία των φύλων. Αυτά τα κινήματα, παρ' όλο που δεν υλοποίησαν μέχρι το τέλος τις υψηλές βλέψεις των αγωνιστών τους, κατόρθωσαν ωστόσο να αλλάξουν την κατανομή της εξουσίας και του πλούτου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντιτάχθηκαν στην τάση για «εξουσία πάνω στην εξουσία» και μετατόπισαν την ισορροπία των δυνάμεων με μικρούς αλλά σημαντικούς τρόπους.
Σε μια καπιταλιστική κοινωνία οι ανισότητες της φυλής και του φύλου πιθανότατα δεν είναι αναγκαίες για την ύπαρξη μιας ιεραρχικής τάξης, αλλά σίγουρα είναι αναγκαία η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία. Γι' αυτό και αυτή η κυριαρχία επαναβεβαιώθηκε σαφώς στις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Επομένως αυτό που ίσχυε στη δεκαετία του 1930 ισχύει και πάλι σήμερα: οι ανισότητες της αμερικανικής κοινωνίας δεν θα θεραπευθούν χωρίς μια νέα εξέγερση.
Αυτή η θεμελιώδης αλήθεια φανερώθηκε ήδη στην αβέβαιη μάχη της κυβέρνησης Ομπάμα για την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και για το σταμάτημα της πορείας προς όλο και μεγαλύτερη ανισότητα. Χωρίς ένα λαϊκό κίνημα που θα υποστηρίζει αυτούς τους στόχους, υπάρχουν μεγάλα όρια σε αυτό που ο πρόεδρος και οι σύμβουλοί του μπορούν να υλοποιήσουν. *
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου