Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλιοκριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλιοκριτική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Η καταραμένη αυλή


alt
Του Νίκου Ξένιου

Το βιβλίο του Ίβο Άντριτς είναι μαγικό: εγκλείει τη μια αφήγηση μες στην άλλη κι ακινητοποιεί τον αναγνώστη με καταιγισμό συναισθημάτων, καθώς την απόλυτη μελαγχολία διαδέχεται ο θυμός, την αγανάκτηση η φιλοσοφική ενατένιση των ανθρωπίνων: κι όλα αυτά μέσα από απανωτές, πτυσσόμενες κι αλληλοπερικλειόμενες εξιστορήσεις. Ο Άντριτς ζητά την κατανόηση του αναγνώστη, του ζητά ν’ αφουγκρασθεί τις ιστορίες του, γιατί «ποιος ξέρει πώς θα μαθαίναμε για όλα αυτά τα πράγματα αν δεν υπήρχαν οι κουραστικοί ετούτοι που μας λένε ιστορίες...»
Ο βασικός αφηγητής είναι ένας Βόσνιος μοναχός ο οποίος άκουσε από τον γεροκαλόγερο Πέταρ -που μόλις πέθανε- την ιστορία της συμπτωματικής του φυλάκισης σε μια μεγάλη φυλακή της Κωνσταντινούπολης, εκείνη που φέρει το παρατσούκλι «η Καταραμένη Αυλή». Ο (σκάρτος) ένας χρόνος παραμονής του φρα Πέταρ στη φυλακή αρκεί ώστε οι εξιστορήσεις να συναντήσουν η μια την άλλη. Μια αλάνα γεμάτη σκόνη, εκτεθειμένη στους νοσηρούς νοτιάδες που επηρεάζουν τις συνειδήσεις και σκορπίζουν ολόγυρα την απελπισία. Σ’ αυτό το χωνευτήρι συναθροίζονται οι απόκληροι της τουρκικής κοινωνίας: από βαριά καταδικασμένους και σεσημασμένους δολοφόνους μέχρι κλεφτοκοτάδες και φουκαριάρηδες που η λαβίδα της Άδικης Δικαιοσύνης «τσίμπησε» σε μιαν ασύλληπτη στιγμή. Όλοι βράζουν στο ίδιο ζουμί, σ’ ένα είδος πολυεθνικού Καθαρτηρίου, όπου τον κύριο λόγο έχει ο «Καραγκιόζης»: αυτός είναι ένα κάθαρμα, ένα κοινωνικό απόβρασμα, ένα απόλυτα αμοραλιστικό παχύδερμο που πέρασε, ως είθισται, από την παρανομία στην άσκηση του Νόμου.
Φυλακή, μεγάλο χωνευτήρι και μήτρα παραλογισμού 
Η κοινωνική καταγγελία της στρατευμένης λογοτεχνίας του Άντριτς στοχεύει το σαθρό μουσουλμανικό δίκαιο. Στη μεθόριο τριών κόσμων και τριών φανατικών θρησκειών, ο συγγραφέας αναζητά την οικουμενική θεώρηση, τη γεφύρωση των διαφορών. Κι επιλέγει ως σκηνικό της μυθοπλασίας του το καζάνι της μεγάλης φυλακής, που αυτόματα μετατρέπεται σε αλληγορία της αυθαιρεσίας με την οποία απονέμεται το Δίκαιο στον κόσμο ετούτο. Δεν επιλέγει το πρώτο πρόσωπο για την αφήγησή του, γιατί, όπως εξηγείται ο ίδιος απευθυνόμενος στον αναγνώστη, «το Εγώ είναι μια λέξη φοβερή, που μας υποχρεώνει για πάντα, μας δένει με όσα σκεφτήκαμε και είπαμε, αλλά και με όλα εκείνα που ποτέ δεν πέρασε από τον νου μας να ταυτιστούμε μαζί τους».
Με την αστική του κατοικία να συνορεύει προκλητικά με το κολαστήριο του οποίου προΐσταται, ο σχεδόν μονόφθαλμος «Καραγκιόζης» συγκεφαλαιώνει τα γνωρίσματα του μόνωπος, μισαλλόδοξου υπηρέτη της εξουσίας, σαν γρύπας μυθικός ή σαν Κέρβερος που δεν ξέρεις ποιο μάτι του κοιμάται και ποιο καιροφυλακτεί. Καιροσκόπος που επιβιώνει γδέρνοντας κυριολεκτικά τους γύρω του, είναι ταυτόχρονα η ενσάρκωση και ο σφετεριστής της κυκλώπειας Εξουσίας, την οποία υποστηρίζει και αναθεμελιώνει πάνω στη βάση του παραλογισμού: ανηλεής στη συνάφειά του προς τους φυλακισμένους, σαρκαστικός και αήθης, αποκτηνωμένος και δημαγωγός, ο δεσμοφύλακας ορίζει τα υπαρξιακά πλαίσια της απελπισίας όποιου πέσει στη λαβίδα ενός τέτοιου Νόμου. Και, βέβαια, ενώ δεν είναι ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, στην ουσία οριοθετεί το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η άτυχη ιστορία του νεαρού Κιαμίλ.
Ο πρίγκιπας, ο παραμυθάς και η Ιστορία 
Με τη λιτή, καλογερική αφηγηματική του ματιά ο φρα Πέταρ σκιαγραφεί τον Κιαμίλ, στον αντίποδα της βαρβαρότητας του Καραγκιόζη: η απόλυτα μελαγχολική, αριστοκρατική φυσιογνωμία του Κιαμίλ βρίσκεται στο μεταίχμιο της οριστικής αποποίησης της πραγματικότητας, σαν να πλαισιώνεται από ένα φωτοστέφανο ποιητικότητας ή και τρέλας. Η ιστορία του είναι προσχηματική κι έρχεται, με τη σειρά της, να εγκιβωτισθεί στην «ιστορία της ιστορίας» που αφηγείται η νουβέλα. Μια σειρά λεκτικών παρεξηγήσεων και παρερμηνειών μιας καλλιεργημένης συνείδησης κι ενός προχωρημένου βαθμού αυτογνωσίας ρίχνουν τον νεαρό Τούρκο στα νύχια της εξουσίας. Αληθοφανής ή μη, η παρεξήγηση συνοψίζει την έχθροτητα του ακατέργαστου ανθρώπινου τέρατος προς ό,τι μετωνυμικό. Με άλλα λόγια: ο Κιαμήλ παραλληλίζει την προσωπική του ιστορία με την ιστορία του Τζιεμ, του ιστορικού αδελφού του άγριου σουλτάνου Βαγιαζήτ του Δεύτερου. Αυτή η –πρώτη- μετωνυμία παραφράζεται ως ταύτισή του με τον τρέχοντα Σουλτάνο (σαν να λέμε: ο Ιησούς και η Βασιλεία των Ουρανών για την αντίληψη του Πόντιου Πιλάτου). Η εσφαλμένη κατανόηση της εξιστόρησης τον εμπλέκει στα πλοκάμια της έρευνας που διενεργεί ο ενεργός Σουλτάνος για συνωμοσίες. Και βρίσκεται υπόδικος, αυτός, ο πρίγκιπας, με όλα αυτά τα κοινωνικά αποβράσματα, στην ίδια, τεράστια, αποτρόπαια, σκονισμένη «Καταραμένη Αυλή». Ώστε να συναντηθεί με τον αφηγητή της ενδιάμεσης αφήγησης.
Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο πρόσωπο στην ιστορία του Άντριτς, που κλείνει τον κύκλο της διαλεκτικής: ο παραμυθάς, φαφλατάς Χαΐμ. Ο ντοστογιεφσκικός Χαΐμ που, θαρρείς βγαλμένος από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ», έρχεται να εξισορροπήσει τις αλληλοσυγκρουόμενες αφηγήσεις. Ν’ αποκαταστήσει την αρμονία στο φανταστικό τοπίο της νουβέλας. Να παρηγορήσει, να καταπραϋνει την οργή, τη μελαγχολία, τα θεμελιώδη συναισθήματα του αναγνώστη. Στους διαλόγους με τον μισό Έλληνα-μισό Τούρκο Χαϊμ –πράγμα που εν μέρει οφείλεται στην όμορφη μετάφραση του Χρήστου Γκούβη- γεννιούνται συνειρμοί της κοινωνιστικής λογοτεχνίας του Θεοτόκη. Το ταξίδι στη φυλακή επισπεύδεται και τα πρώτα συμπεράσματα συνάγονται, μ’ έναν κάπως πεπαλαιωμένο, αλλά πάντα αγαπητό τρόπο: υπάρχει, λέει ο Άντριτς, πάντα ένας Κάιν κι ένας Άβελ, ένας κακός κι ένας καλός αδελφός. Το πάθος της εξουσίας θα συγκρουστεί αναπόφευκτα με το πάθος για την αλήθεια. Μα, κυρίως, ένα ιδεώδες θα έλθει να κατασιγάσει τα πάθη: το φάσμα της συναδέλφωσης των αντίθετων πολιτιστικών κλιμάτων, των παραπληρωματικών χαρακτήρων, των αντίπαλων θρησκειών. Στο άδειο κελλί του αποβιώσαντος αφηγητή τα εργαλεία του συσσωρεύονται το ένα πάνω στ’ άλλο σαν αλληγορία των λογοτεχνικών εργαλείων του συγγραφέα: «χους εί και εις χουν απελεύσει». Με στόχο την καταγγελία της μονολιθικότητας και του δογματισμού, με τη σοφή ματιά του σφαιρικού ανθρωπιστή και με τη μαγική πέννα του αθεράπευτα ρομαντικού παραμυθά, ο Ίβο Άντριτς γράφει τον επικήδειο του συμπατριώτη του γεροκαλόγερου διαπιστώνοντας ότι όλο αυτό το σύννεφο από χρώματα, ήχους, συναισθήματα χαράς, οδύνης, μίσους, όλα αυτά τα επάλληλα ψυχικά τοπία, όλα θα ξαναγυρίσουν στο απόλυτο λευκό του χιονιού και στην αταραξία της στάχτης.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το βιβλίο παραπέμπει στο σινεμά του Εμίρ Κουστουρίτσα, που στις συνεντεύξεις του υμνεί τον δημιουργό της αριστουργηματικής τριλογίας «Το γεφύρι του Δρίνου», «Χρονικό του Τράβνικ» και «Η δεσποινίς». Η νουβέλα «Καταραμένη αυλή» του Ίβο Άντριτς πρωτομεταφράστηκε στην Ελλάδα για λογαριασμό των εκδόσεων Λιβάνη και τώρα επανεκδίδεται στην πλήρη σειρά των έργων του από τον Καστανιώτη. Το 1961 ο συγγραφέας βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την επική δύναμη των λογοτεχνικών του θεμάτων και τον τρόπο που απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αντλώντας υλικό από την ιστορία της πατρίδας του».

alt
Η καταραμένη αυλή
 Ίβο Άντριτς
Μτφρ: Χρήστος Γκούβης
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013
σελ. 136.




Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Το χαστουκόδεντρο


hastoukodendro_240

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Το κέντρο ενός μετεμφυλιακού κολλάζ
Η σύζυγος του Αντώνη Αμπατιέλου, αριστερού συνδικαλιστή, ο οποίος συνελήφθη και παρέμεινε ως πολιτικός κρατούμενος στις φυλακές μέχρι το 1964, Μπέτι Μπάρτλετ αναλαμβάνει σθεναρά έναν αγώνα για την απελευθέρωσή του.
Στο πλαίσιο αυτής της κινητοποίησης δραστηριοποιήθηκε στη γενέτειρά της Βρετανία και μάλιστα το 1963 ζήτησε να δει τη βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία επισκεπτόταν το Λονδίνο, εκείνη αρνήθηκε και, όταν η Μπέτι τη συνάντησε στον δρόμο, τη χαστούκισε. Ακόμα κι αν αυτό το χαστούκι ήταν ένας μύθος, το ιδεολόγημα που στηρίζεται σ’ αυτό, η συμβολική κίνηση δηλαδή που ήθελε να δει ο λαός, ήταν ένα διεγερτικό ερέθισμα για τον Άρη Μαραγκόπουλο να απλώσει σε τετρακόσιες σελίδες τη μυθιστορία του και να αναδείξει τη μεταπολεμική περίοδο ως τυφώνα εξελίξεων και σαρωτικών αναταράξεων.
Ο συγγραφέας συνεχίζει ένα είδος μυθιστορήματος στο οποίο έχει ασκηθεί και παλιότερα, αυτό του αποσπασματικού και παραθεματικού λόγου (θυμίζω ενδεικτικά τις Ωραίες ημέρες τού Βενιαμίν Σανιδόπουλου (1998) και το Αγάπη, κήποι, αχαριστία(2002)). Το προκείμενο έργο είναι ένα υβριδικό είδος το οποίο κινείται ανάμεσα στη βιογραφία, το μυθιστόρημα ντοκουμέντο, όπου παρουσιάζονται πειστήρια (έγγραφα, επιστολές κ.λπ.), τα οποία είναι ή φαίνονται αυθεντικά, και το μυθιστόρημα εποχής. Η ζωή τού ναυτικού συνδικαλιστή Αντώνη Αμπατιέλου στα χρόνια τού πολέμου και μετά, στις εμφυλιακές και μετεμφυλιακές συγκρούσεις, αποδίδεται με μια non fiction αισθητική, η οποία τονίζει τα πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, ενώ αφήνει πολύ λίγα στη μυθοπλαστική φαντασία, πέρα φυσικά από την αφηγηματικότητα με την οποία ντύνεται το όλο εγχείρημα.
Μυθιστόρημα - ντοκιμαντέρ με πολλές αναγνώσεις
Η ζωή τού Αντώνη Αμπατιέλου δεν γίνεται αντικείμενο μιας γραμμικής αφήγησης, αλλά μιας εκτεταμένης μονταζιακής γραφής που συναιρεί σε ένα φυγόκεντρο όλον τα περιστατικά τής ζωής του σε συνδυασμό με τον κοινωνικό και πολιτικό βίο, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και της διεθνούς σκηνής μεταξύ 1941 και 1968. Ένα πλήθος πραγματολογικού υλικού παρατίθεται με μια αλλόκοτη εκ πρώτης όψεως σύνδεση, ναι μεν βασισμένη στη χρονική σειρά, αλλά συνάμα υφασμένη με συνάψεις που ξεφεύγουν από την αυστηρότητα του χρονικού άξονα. Το μυθιστόρημα-ντοκιμαντέρ μοιάζει με τους κύβους των οποίων οι πλευρές είναι ζωγραφισμένες με διαφορετικό σχέδιο κι, ανάλογα με το πώς θα τοποθετηθούν, αναδεικνύουν και άλλο πίνακα.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Άρης Μαραγκόπουλος δεν εστιάζει απλώς στον ελλαδικό χώρο και στα παρεπόμενα του αδελφοκτόνου εμφύλιου πολέμου, αλλά ανοίγει τον φακό του σε μια πανοραμική απόδοση του διεθνούς σκηνικού στο πλαίσιο τού ψυχρού πολέμου που μαινόταν παγκοσμίως. Έτσι, δίπλα στην ατμόσφαιρα του ελληνικού εμφυλίου, που συνεχίστηκε και μετά την επίσημη λήξη του, βλέπουμε την παρέμβαση των διεθνών παραγόντων στην ελλαδική σκηνή, από τους έλληνες εφοπλιστές και το συνδικάτο ναυτικών στο Κάρντιφ μέχρι τους Άγγλους πράκτορες και την πολιτική τού Τσόρτσιλ στην Αθήνα, από τη δολοφονία τού Πολκ και την ταινία “Στέλλα” έως τον Μάη του ’68 και τη διεθνή κάλυψη της χούντας των συνταγματαρχών. Το κάδρο δείχνει καθαρά τον ξένο δάκτυλο που, αφού εξασφάλισε με τη Γιάλτα τη δυτική επιρροή στην Ελλάδα, συμμαχεί παρασκηνιακά με τις ντόπιες αρχές και υποβάλλει σε διώξεις τούς αριστερούς, που δεν ξέρουν ή δεν θέλουν να αποδεχτούν ότι η Σοβιετική Ένωση έχει αφήσει τη χώρα εκτός του κομμουνιστικού μανδύα.
Το χαστουκόδεντρο σαφώς είναι πολιτικό έργο, μολονότι περιλαμβάνει έναν ανθεκτικό έρωτα που τρέφεται και μεγαλώνει από την πολιτική. Είναι μυθιστόρημα τεκμηρίων, αν και η αφηγηματικότητα δεν περιθωριοποιείται τόσο από τον φόρτο των ντοκουμέντων που παρελαύνουν αθρόα. Η μόνη ένσταση θα μπορούσε να είναι ότι αυτή ακριβώς η συσσώρευση στραγγίζει κάθε συναίσθημα και αφήνει την εγκεφαλική πλευρά τής μυθιστορίας να πλήξει τον αναγνώστη. Ο τελευταίος βουτά στη θάλασσα των πραγματολογικών στοιχείων, των ιστορικών γεγονότων και των πολιτικών εξελίξεων, και δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα μέσω των συναισθημάτων που πνίγονται εν τη γενέσει τους. Στα πολιτικά θέματα δεν χωράνε συναισθηματισμοί…

hastoukodendro_exofylloΤο χαστουκόδεντρο
Άρης Μαραγκόπουλος
Εκδόσεις Τόπος, 2012
σελ. 444




Εθνικοσοσιαλισμός και αρχαιότητα


nazi250-bΤου Γ. Ν. Περαντωνάκη
Το ότι η ιστορία είναι αφηγηματική κατασκευή και ιδεολογική ιεράρχηση γεγονότων είναι πλέον μια επιστημονική θέση.
Με άλλα λόγια δεν υπάρχουν αντικειμενικά δεδομένα, αλλά κάθε ιστορικό υποκείμενο -αναπόφευκτα- κατασκευάζει ιδεολογήματα που προσπαθούν να εξηγήσουν το παρελθόν και να διαμορφώσουν το παρόν. 
Αυτή η επιστημονική παραδοχή φαίνεται ακόμα πιο ξεκάθαρα όταν η ιστορία γράφεται με προπαγανδιστικούς όρους, όταν δηλαδή μια πολιτική εξουσία δρομολογεί τον τρόπο με τον οποίο θα οργανωθούν τα συμβάντα και οι εκφάνσεις του παρελθόντος ώστε να υπηρετήσουν μια ιδεολογική αρχή. Οι Ναζί της δεκαετίας του ’30 και του ’40 κατά βάση προώθησαν μια Geschichtewissenschaft, μια επιστήμη δηλαδή της ιστορίας, που στηριγμένη στη φυλετολογία και στην αξιολόγηση βάσει του αίματος επιχείρησε να δει αναθεωρητικά το παγκόσμιο ανθρώπινο γίγνεσθαι με άξονα τη φυλή.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, υιοθετούν με γερμανοκεντρικό τρόπο τη θεωρία περί ινδοευρωπαίων, τους οποίους όμως ονομάζουν ινδογερμανούς. Αυτή η ανώτερη φυλή, οι επονομαζόμενοι Άριοι, ξεκίνησαν από τη βόρεια Ευρώπη (κάπου στη Γερμανία ή στη Σκανδιναβία) και μετακινούμενοι προς τον νότο και την ανατολή δημιούργησαν τους μεγάλους πολιτισμούς της Ινδίας, της Περσίας, της Ελλάδας και της Ρώμης. Επομένως, η αγάπη των γερμανών εθνικοσοσιαλιστών για την αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα πηγάζει από την πεποίθηση ότι πρόκειται για αδελφούς πολιτισμούς, κομμάτι μιας υπερεθνικής φυλής που περιελάμβανε και τους Γερμανούς του Τάκιτου, οι οποίοι ωστόσο δεν μπόρεσαν να αναπτύξουν πολιτισμό εξαιτίας του αντίξοου κλίματος.
Έτσι, επιλέγουν ιδεολογικά ό,τι από την αρχαιότητα ταιριάζει με τη ρατσιστική τους κοσμοθεωρία και το ενσωματώνουν στη σύγχρονή τους ιστορία. Επιλέγουν τον Πλάτωνα και όχι τον Αριστοτέλη, καθώς ο πρώτος εκφράζει μια αριστοκρατική αντίληψη για την κοινωνία, το απολλώνιο στοιχείο, θεϊκό και ανώτερο, που μάχεται το ανατολίζον διονυσιακό, την αρτιότητα του politischer Mensch, τη σπαρτιατική αριστεία και την πολεμική αρετή, τη λατρεία του σώματος που χαρακτηρίζεται από άρια τελειότητα, τους Ολυμπιακούς αγώνες ως το απαύγασμα της ένωσης ρωμαλέου πνεύματος και σφριγηλού σώματος, το ρωμαϊκό δίκαιο και την ανάλογη υποταγή στον νόμο, την επιβλητική αρχιτεκτονική, το πρότυπο του ηγέτη κ.ά.
Όλα αυτά τα ερμηνεύουν κατά το δοκούν, ή μάλλον κατά το προπαγανδιζόμενον, ώστε να μπορέσουν να πείσουν όχι μόνο το γερμανικό λαό αλλά και τα άλλα έθνη ότι η επέκταση του τρίτου ράιχ είναι επιβεβλημένο από τη φυλετική ανωτερότητά του. Διαμορφώνουν λοιπόν ένα εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο τα νεαρά άτομα μαθαίνουν την κατευθυνόμενη γνώση της αρχαιολατρίας και της φυλετικής υπερηφάνειας, έχουν μπροστά τους το πρότυπο του τέλειου ανθρώπου, δηλαδή του αμιγούς Άριου, και συνάμα στοχοποιούν ως κατώτερο τον Εβραίο και γενικότερα τον Ανατολικό, ο οποίος σαν άλλος έχθιστος Καρχηδόνιος απειλεί φυλετικά και πολιτισμικά την ευρωπαϊκή κουλτούρα. Έτσι, παρόλο που ο Χριστός είναι Άριος, όπως και ο Κομφούκιος, ο χριστιανισμός λόγω του επάρατου Παύλου είναι η θρησκεία που αλλοιώνει τα ευγενή πιστεύω της γερμανικότητας.
Το βιβλίο του J. Chapoutot είναι πολύ ενδιαφέρον όχι μόνο επειδή αναδεικνύει τη σύληση της ιστορίας από τη ναζιστική προπαγάνδα. Είναι πιο σημαντικό επειδή δείχνει ότι η ιστορία δεν είναι μια πάγια πραγματικότητα, ανεπηρέαστη από τη ματιά του όποιου παρόντος, αλλά αποτελεί ένα κατασκευάσιμο προϊόν, το οποίο ο εκάστοτε ισχυρός μπορεί να το πλάσει ανάλογα με τις ιδεολογικές του επιδιώξεις.
nazi-exofJohann Chapoutot
Ο Εθνικοσοσιαλισμός και η αρχαιότηταΜτφ. Γ. Καράμπελας
Eκδόσεις Πόλις 2012





Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

H Πληροφορία


information

Του Γιώργου Λαμπράκου
«Αυτός ο κόσμος έχει ανάγκη τα πάντα, εκτός από επιπλέον πληροφορίες.» Μισέλ Ουελμπέκ, Η επέκταση του πεδίου της πάλης 
Στον χώρο των κλασικών ανθρωπιστικών επιστημών, οι θεωρίες των μέσων, της επικοινωνίας και της πληροφορίας δεν χαίρουν συχνά ιδιαίτερης εκτίμησης. Παρότι διεθνώς (και ιδίως στις ΗΠΑ) οι ραγδαίες εξελίξεις στα τεχνικά μέσα επικοινωνίας γίνονται αμέσως αντικείμενο θεωρητικού στοχασμού, στη χώρα μας, παρότι διαθέτουμε και χρησιμοποιούμε καθημερινά τα ίδια αυτά μέσα, οι ανάλογες μελέτες είναι δυστυχώς λίγες. 
Αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν δεν ήταν λίγες και οι ανάλογες μεταφράσεις έργων που έχουν γραφτεί στις χώρες όπου παράγονται, και από όπου εισάγονται, αυτές οι νέες τεχνολογίες. Πέρασαν πάνω από 25 χρόνια ώσπου να μεταφραστεί η Βίβλος των Μέσων (Μάρσαλ Μακλούαν, Understanding Media, πρώτη έκδοση: 1964), μια μετάφραση που μάλλον πέρασε απαρατήρητη, εκτός ίσως από κάποια πανεπιστημιακά τμήματα. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σημαντική εκδοτική προσπάθεια κάλυψης αυτού του κενού, κυρίως με βιβλία του Βίλεμ Φλούσερ, του Φρίντριχ Κίτλερ, του Πολ Βιριλιό, του Χιούμπερτ Ντρέιφους, του Νόρμπερτ Μπολτς, και, last but not least, του Ζαν Μποντριγιάρ.
Ωστόσο, ο φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στα τεχνικά μέσα και την επίδραση αυτών στη ζωή μας δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του δίχως γνώση της ιστορίας τους. Από αυτή την άποψη ο Τζέιμς Γκλέικ, γνωστός (και μαζί μάλλον άγνωστος) στην Ελλάδα για τα βιβλία του Χάος: μια νέα επιστήμη (μτφρ. Μανώλης Κωνσταντινίδης, Κάτοπτρο, 1990) και Faster: η επιτάχυνση όλων των πραγμάτων(μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, Ελληνικά Γράμματα, 2004), είναι μια σημαντική περίπτωση εκλαϊκευτή των επιστημών. Ο ίδιος ούτε είναι ούτε δηλώνει επιστήμονας, αλλά ένας δημοσιογράφος και συγγραφέας που εξιστορεί κορυφαία επιστημονικά επιτεύγματα. Βιογράφος του Ισαάκ Νεύτωνα και του Ρίτσαρντ Φάινμαν, ο Γκλέικ δημοσίευσε το 2011 κατόπιν επταετούς έρευνας το ογκώδες βιβλίο με τον τίτλο Η Πληροφορία: η ιστορία, η θεωρία, ο χείμαρρος, που έγινε μπεστ-σέλερ στις ΗΠΑ και αμέσως εκδόθηκε εξαιρετικά φροντισμένο στα ελληνικά από έναν συνήθη ύποπτο σε τέτοια εγχειρήματα, τις εκδόσεις Τραυλός, σε μετάφραση Γιώργου Κυριακόπουλου και επιστημονική επιμέλεια Θεοφάνη Γραμμένου.
sanonΑπό πού να ξεκινήσει κανείς για να μιλήσει για το πιο συνηθισμένο γεγονός της καθημερινής μας ζωής, την πληροφορία; Για τον Γκλέικ, το έτος που σημαδεύει τις εξελίξεις για τις οποίες θα μιλήσει είναι το 1948: αφενός είναι η χρονιά που ανακοινώνεται η εφεύρεση του «τρανζίστορ», του μικροσκοπικού ηλεκτρονικού ημιαγωγού που θα φέρει επανάσταση σε όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που έκτοτε χρησιμοποιούμε (οι εφευρέτες του θα πάρουν το Νόμπελ Φυσικής). Αφετέρου, είναι η χρονιά που ο Κλοντ Σάνον, ένας ιδιοφυής αμερικανός μαθηματικός και εφευρέτης, θα οριστικοποιήσει τη θεωρία με την οποία η έννοια της «πληροφορίας» εισέρχεται επισήμως στο πεδίο των επιστημών. Ο Σάνον θα δημοσιεύσει τη Μαθηματική θεωρία της επικοινωνίας και θα επινοήσει τη λέξη bit (binary digit, δυαδικό ψηφίο), μια νέα μονάδα μέτρησης που θα αλλάξει ριζικά τον κόσμο μας. Τι μετράει το bit; Την πληροφορία μέσα σε ένα οποιοδήποτε πλαίσιο επικοινωνίας. «Αρχικά», μας λέει ο Γκλέικ, «η θεωρία της πληροφορίας εμφανίστηκε σαν μια γέφυρα από τα μαθηματικά στην ηλεκτρολογία, και από εκεί στους υπολογιστές». Στη συνέχεια, ωστόσο, θα βρει εφαρμογή σε πολλούς επιστημονικούς και τεχνικούς κλάδους, από τη φυσική και τη βιολογία μέχρι φυσικά την κατασκευή ηλεκτρονικών μηχανών.
Το βιβλίο του Γκλέικ θα εξιστορήσει λοιπόν την επώδυνη γέννηση και την πολυδιάστατη αξιοποίηση της έννοιας και της θεωρίας της πληροφορίας. Ο Γκλέικ μάς εκπλήσσει και μας εξάπτει εξαρχής τη φαντασία: μας μιλά για τα αφρικανικά τύμπανα, τα οποία είναι η πρώτη νεότερη «τεχνολογία» για την ταχεία μετάδοση μηνυμάτων. Οι Αφρικανοί κατάφερναν με τον ήχο των τυμπάνων να κωδικοποιούν διάφορα μηνύματα και να τα στέλνουν γρήγορα σε μεγάλες αποστάσεις, όταν οι Ευρωπαίοι είχαν ακόμα αγγελιοφόρους με άλογα. Και το κατάφερναν επειδή οι αφρικανικές γλώσσες είναι «τονικές», δηλαδή το ύψος του τόνου καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το νόημα. Προς τιμήν του, πάντως, ο Γκλέικ δεν παραλείπει να αναφέρει τη μετάδοση του μάλλον πρώτου σημαντικού μηνύματος στην ιστορία της Δύσης: την πτώση της Τροίας, η είδηση της οποίας πιθανόν μαθεύτηκε την ίδια κιόλας νύχτα στις Μυκήνες. «Και ποιος θα έφερνε τόσο γρήγορα το μήνυμα εδώ;» ρωτά αρκετούς αιώνες μετά ο ευλόγως φιλοπερίεργος Χορός στον αισχύλειο Αγαμέμνονα, για να πάρει απάντηση από την ίδια την Κλυταιμνήστρα, που λέει ότι οι φρυκτοί, δηλαδή οι πυρσοί, μετέφεραν την είδηση διαμέσου των βουνών (φρυκτωρία: η επικοινωνία μέσω πυρσών τοποθετημένων ψηλά). Το δε νόημα του μηνύματος ήταν αναγκαστικά μια δυαδική επιλογή («κάτι» ή «τίποτα»), δηλαδή μια επιλογή εκπεφρασμένη σε ένα bit. Αυτό το «κάτι» που στάλθηκε ήταν το μήνυμα: «η Τροία έπεσε».
Το να μιλήσει κανείς για την επικοινωνία και τις πληροφορίες που αυτή μεταφέρει προϋποθέτει ότι θα μιλήσει για τη γλώσσα και τη γραφή. Σύμφωνα με τον Γκλέικ η γραφή, η «πρώτη από όλες τις τεχνολογίες», χρειάστηκε χιλιετίες μέχρι να γίνει η δεύτερη φύση μας. Απεναντίας, υποστηρίζει πως η γλώσσα δεν είναι κάτι ξεχωριστό από τη νόηση ώστε να θεωρηθεί «τεχνολογία»: γλώσσα είναι ακριβώς «αυτό που κάνει η νόηση». Μα και η εξέλιξη της ιδιαίτερης αυτής τεχνολογίας που ονομάζεται «γραφή» πέρασε από διάφορα στάδια: «από το εικονόγραμμα –τη γραφή της εικόνας– στο ιδεόγραμμα –τη γραφή της ιδέας– και κατόπιν στο λογόγραμμα – τη γραφή της λέξης». Ωστόσο, με τη γραφή που χρησιμοποιούσε αλφάβητο μπόρεσε κυρίως να αναπτυχθεί ο λόγος «με θέμα τον ίδιο τον λόγο», συνεπώς ο έλλογος στοχασμός, η «πραγματική αρχή της συνείδησης», και ασφαλώς μπόρεσε να σταθεροποιηθεί η μνήμη ανθρώπων και λαών. Τέλος, η γραφή γέννησε και τα μαθηματικά, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο σε τούτο το βιβλίο και στα θέματα με τα οποία καταπιάνεται.
artΈνα από τα συναρπαστικότερα κεφάλαια της Πληροφορίας περιγράφει τις θεμελιώδεις τεχνολογικές ιδέες του Τσαρλς Μπάμπατζ (εφευρέτη και επίτιμου καθηγητή μαθηματικών στην έδρα που κατείχε ο Νεύτωνας στο Κέμπριτζ) κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και την υποστήριξή τους από την αυτοδίδακτη μαθηματική ιδιοφυία Άντα Λάβλεϊς, που προτού παντρευτεί ονομαζόταν Άντα Μπάιρον (ναι, ήταν κόρη του γνωστού μας λόρδου…). Ο πανεπιστήμων Μπάμπατζ συνέλαβε για πρώτη φορά την ιδέα μιας μηχανής που, όπως γράφει ο Γκλέικ, «ήταν σχεδιασμένη για την παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων ενός συγκεκριμένου αντικειμένου. Το αντικείμενό της ήταν οι αριθμοί» (είχε προηγηθεί η «Πασκαλίνα» του Πασκάλ, που έκανε απλούς υπολογισμούς). Ήταν η Διαφορική Μηχανή, που «άνοιγε έναν δίαυλο από τον χειροποίητο κόσμο της ύλης σε έναν κόσμο αμιγώς αφαιρετικό». Ωστόσο, ο πρωθυπουργός διέκοψε τη χρηματοδότηση (με το σκεπτικό ότι είναι ένα «πανάκριβο παιχνίδι») κι έτσι η κατασκευή της έμεινε ανολοκλήρωτη, όπως και η επακόλουθη εφεύρεση του Μπάμπατζ, η Αναλυτική Μηχανή, μια μηχανή με αντικείμενο κάτι που δεν υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή, παρά μόνο στο προφητικό μυαλό του: «την πληροφορία: τη μεταβίβαση μηνυμάτων, την κωδικοποίηση, την επεξεργασία».
Ο Μπάμπατζ είχε λοιπόν κατορθώσει να επινοήσει μια «λογική μηχανή», έναν «κόμβο μεταξύ δύο δρόμων – του μηχανισμού και της σκέψης», αλλά αυτοί οι «υπολογιστές» ήταν ακόμα τρομερά πρώιμοι (δεν υπήρχαν καν οι αντίστοιχες λέξεις). Σχεδόν ένας αιώνας χρειάστηκε, τονίζει ο Γκλέικ, «ώσπου να διαμορφωθεί το απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο» για την κατασκευή τους, ωστόσο το όραμα του Μπάμπατζ ήταν μεγαλειώδες και, όπως αποδείχτηκε, εφικτό. Η Άντα Μπάιρον τον συνέδραμε, επινοώντας διάφορους υπολογιστικούς αλγορίθμους και γράφοντας σε ανθρωπομορφικό τόνο ότι οι μηχανές του Μπάμπατζ δεν θα εκτελούσαν απλώς υπολογισμούς, αλλά «λειτουργίες». Αυτό το αντιλήφθηκαν και πολλοί σύγχρονοί του συγγραφείς, μεταξύ αυτών ο Ντίκενς, ο Έμερσον και ο Πόε, που αναφέρονταν με θαυμασμό στις υπολογιστικές μηχανές του Μπάμπατζ. Από την άλλη, εμφανίστηκαν κριτικοί που αναφέρονταν σε αυτές με τρόμο: «Ένα τέρας του Φράνκενσταϊν, ένα πράγμα χωρίς εγκέφαλο και χωρίς καρδιά, πολύ ανόητο για να κάνει ένα λάθος». Όπως και να το κάνουμε, είχε δίκιο: τα λάθη είναι ανθρώπινα, με την έννοια ότι τα κάνουν οι «έξυπνοι» άνθρωποι και όχι οι «ανόητες» μηχανές.
US-bookΣτη συνέχεια του βιβλίου ο Γκλέικ, αφού εξετάσει το πρώτο λεξικό της αγγλικής γλώσσας (του Ρόμπερτ Κόντρεϊ, 1604), αλλά και μεταγενέστερα λεξικά προκειμένου να δείξει τη σημασία της κωδικοποίησης και της ορθογραφίας των λέξεων (που μέχρι τότε γράφονταν ποικιλοτρόπως), αξιοποιεί τις επιστημονικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου για να δείξει πώς άλλαξαν τα επικοινωνιακά δεδομένα στον ευρωπαϊκό χώρο των Νέων Χρόνων. Αρχικά εμφανίστηκαν οι οπτικοί τηλέγραφοι των αδερφών Σαπ στη μετεπαναστατική Γαλλία, μια εφεύρεση που για τους αδερφούς είχε ως στόχο την ενίσχυση της κρατικής ισχύος και όχι το ίδιον οικονομικό όφελος. Λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, με την εντεινόμενη χρήση του ηλεκτρισμού ο αμερικανός εφευρέτης Σάμιουελ Μορς και ο προστατευόμενός του Άλφρεντ Βάιλ θεμελιώνουν την εφεύρεση του ηλεκτρικού τηλέγραφου κατορθώνοντας να κωδικοποιήσουν το αλφάβητο «χρησιμοποιώντας σήματα ως υποκατάστατα των γραμμάτων», με τον Μορς να μένει στην ιστορία για τον περίφημο «κώδικά» του (αν και ο ίδιος, ζωγράφος ήθελε να γίνει…) Αξίζει να σημειωθεί το ιστορικό περιστατικό ότι ο Μορς, όταν πρότεινε το 1838 στους Γάλλους τον δικό του εξελιγμένο τηλέγραφο, εκείνοι τον απέρριψαν περιφρονώντας τα «ευτελή καλώδια»: σε αντίθεση με τους Αγγλοαμερικάνους, οι Γάλλοι δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι τα καλώδια έμελλε να κυριαρχήσουν στο μέλλον του κόσμου.
Ο Γκλέικ περιγράφει γλαφυρά τις επαναστάσεις της περιόδου, από την επινόηση της ηλεκτρομαγνητικής βελόνας μέχρι τις ανακαλύψεις του Φάραντεϊ, του Μπουλ, του Μάξουελ και του Ομ (Ohm Sweet Ohm, για να θυμηθούμε τους Kraftwerk), δείχνοντας πώς επιλύθηκε το μεγάλο πρόβλημα, η εύρεση «του σημείου τομής μεταξύ του ηλεκτρισμού και της γλώσσας – και το σημείο επαφής μεταξύ της μηχανής και του ανθρώπου». Ο τηλέγραφος άλλαξε ριζικά τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, οριστικοποιώντας τον ταυτοχρονισμό: τα μηνύματα με τις πληροφορίες τους μεταδίδονταν πλέον (σχεδόν) «παντού» και (σχεδόν) «τώρα», συνεπώς τα γεγονότα γίνονταν πλέον αισθητά ως ταυτόχρονα. Άλλες κομβικές έννοιες εμφανίστηκαν επίσης την ίδια εποχή, όπως το δίκτυο και η κωδικοποίηση. Μετά το 1870, η εφεύρεση του τηλεφώνου από τον Αλεξάντερ Μπελ θα εκτοξεύσει ακόμα πιο μακριά την αίσθηση και την ιδέα του ταυτοχρονισμού, επιταχύνοντας δραματικά όλες τις εμπορικές συναλλαγές και ωθώντας ακόμα περισσότερο τη βιομηχανική επανάσταση. Ο Γκλέικ εξηγεί χωρίς αναχρονισμούς την εμφάνιση των εφευρέσεων, δείχνοντας αφενός ότι πολλές εφευρέσεις προηγούνταν κατά πολύ των αντίστοιχων εννοιών που τις θεμελίωναν, αφετέρου την αγωνία των επιστημόνων να ονοματίσουν σωστά και έτσι να κατοχυρώσουν την εκάστοτε εφεύρεσή τους. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλαγή λέξεων και εννοιών: η λέξη information άρχισε να αντικαθιστά τη λέξη intelligence στη δεκαετία του 1920 ως η νέα λέξη που σηματοδοτεί την πληροφορία, ενώ και η λέξη computer, μέχρι την εμφάνιση των υπολογιστών, σήμαινε τους ανθρώπους που έκαναν υπολογισμούς στο χέρι.
Πώς φτάσαμε όμως στους υπολογιστές; Ο Γκλέικ τοποθετεί στο επίκεντρο τις εργασίες του Σάνον σχετικά με τη δυαδική αριθμητική (0 και 1) και τον ηλεκτρονόμο (το γνωστό «ρελέ»). Το μηδέν του ηλεκτρονόμου αναπαριστά ένα κλειστό κύκλωμα, ενώ το ένα αναπαριστά ένα ανοιχτό. Αυτό ήταν ένα «λογικό κύκλωμα», η προσπάθεια να συνδυαστεί η μαθηματική λογική με τον ηλεκτρισμό: ο Σάνον είχε ήδη εργαστεί πλάι στον Βάνεβαρ Μπους, τον κατασκευαστή ενός πρωτοϋπολογιστή, μιας (όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες) «σκεπτόμενης μηχανής» εκατό τόνων στο ΜΙΤ. Αλλά τα προβλήματα, εκτός από μηχανικά-ηλεκτρολογικά, ήταν και λογικά-μαθηματικά. Ο Γκλέικ ανασυγκροτεί την ιστορία της μαθηματικής λογικής στον 20ό αιώνα: από την απόπειρα των Ράσελ και Γουάιτχεντ, μα και άλλων μαθηματικών, να τυποποιήσουν οριστικά τη μαθηματική και τυπική λογική, μέχρι την ταφόπλακα που έβαλε ο Γκέντελ τη δεκαετία του 1930 σε κάθε παρόμοια επιδίωξη για ένα πλήρες και συνεπές σύστημα. Παράλληλα με τις εργασίες του Σάνον, η κορυφαία μορφή του Άλαν Τούρινγκ δεσπόζει στις διανοητικές προσπάθειες για την κατασκευή των πρώτων υπολογιστών (ο Γκλέικ αναφέρει λιγότερο τον άλλο πρωτεργάτη των υπολογιστών, Τζον φον Νόιμαν). Ο Τούρινγκ «όρισε τον υπολογισμό ως μια μηχανική διαδικασία, έναν αλγόριθμο», εξαλείφοντας τη διάκριση «ανάμεσα στα δεδομένα και στις οδηγίες: τελικά, όλα ήταν αριθμοί». Πολλά χρόνια αργότερα, η ανθρωπότητα θα μάθαινε πως ο Τούρινγκ ήταν αυτός που έσπασε στην Αγγλία τον γερμανικό πολεμικό κώδικα Enigma και έτσι έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Συμμάχων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Τούρινγκ και ο Σάνον εργάζονταν την ίδια περίοδο (το 1943, μεσούντος του πολέμου) στα Εργαστήρια Μπελ, αλλά σε διαφορετικά πρότζεκτ, και μάλιστα απόρρητα. Και οι δύο πάντως ασχολούνταν κυρίως με την κρυπτογραφία και την κωδικοποίηση: για τον Γκλέικ, ο Σάνον «θεμελίωσε τις επιστημονικές αρχές της κρυπτογραφίας». Ο Σάνον φιλοδοξούσε να διατυπώσει μαθηματικά το πρόβλημα της μετάδοσης της πληροφορίας, δηλαδή «της αναπαραγωγής σε κάποιο σημείο –είτε ακριβώς είτε κατά προσέγγιση- ενός μηνύματος που έχει επιλεγεί σε ένα άλλο σημείο» δίχως καμία αναφορά στο «νόημα». Σύμφωνα με την χαρακτηριστική δήλωσή του, την οποία αρκετοί εκπρόσωποι των ανθρωπιστικών επιστημών ευλόγως αρνούνταν να δεχτούν: «Το “νόημα” ενός μηνύματος είναι γενικά άσχετο». Τα εμπόδια που αντιμετώπιζε ο Σάνον στην προσπάθεια για θεμελίωση της θεωρίας της πληροφορίας ήταν λοιπόν λογικά και μηχανικά, όχι ψυχολογικά και ανθρωπιστικά. Συνάμα, βασικό διακύβευμα του Σάνον ήταν η επίλυση παρεμβολών και διαστρεβλώσεων (όπως ο «θόρυβος», η «εντροπία», κ.α.) ώστε να επιτυγχάνεται η άψογη μετάδοση των μηνυμάτων, ό,τι «νόημα» κι αν αυτά εντέλει εμπεριείχαν. Απεναντίας, οι περισσότεροι φιλόσοφοι, αλλά και πανεπιστήμονες όπως π.χ. ο επινοητής της κυβερνητικής Νόρμπερτ Γουίνερ, δεν διανοούνταν να σκεφτούν την πληροφορία χωρίς το εκάστοτε νόημά της, δηλαδή να θεωρήσουν τρόπον τινά ότι ένα μπιτ είναι ένα μπιτ είναι ένα μπιτ... Τη μεταπολεμική περίοδο αρχίζει να εντείνεται και η όλη συζήτηση για τη σύγκριση/ αναλογία/ ταύτιση του ανθρώπινου εγκεφάλου με την υπολογιστική μηχανή, μια συζήτηση με τρομερό πάθος και επιχειρήματα από όλες τις πλευρές, η οποία κορυφώνεται στις μέρες μας (πρόσφατα ανακοινώθηκε η κατασκευή του Spaun, που είναι ένα από τα πρώτα επιτυχή λογισμικά μοντέλα προσομοίωσης του εγκεφάλου). Εδώ στο επίκεντρο βρίσκονται τα θεμελιώδη ερωτήματα που έθετε ο Τούρινγκ μέχρι τον τραγικό θάνατό του το 1954.
DNA_informationΗ θεωρία της πληροφορίας επέδρασε σημαντικά στους κλάδους της μοριακής βιολογίας και της γενετικής, που μεταπολεμικά γνώρισαν τρομακτική άνθηση. Οι έννοιες του κώδικα και της πληροφορίας, όπως χρησιμοποιούνταν από τον Τζέιμς Γουάτσον και τον Φράνσις Κρικ, που το 1953 ανακάλυψαν το DNA, δεν χρησιμοποιούνταν συμβολικά, αλλά απολύτως κυριολεκτικά. Όπως σημειώνει ο Γκλέικ: «Η αντιγραφή του DNA είναι μια αντιγραφή πληροφορίας. Η κατασκευή των πρωτεϊνών είναι μια μεταβίβαση πληροφορίας: η αποστολή ενός μηνύματος». Και αμέσως παρακάτω: «Το γονίδιο δεν είναι ένα μακρομόριο που μεταφέρει πληροφορία. Το γονίδιο είναι η πληροφορία […] τα ίδια τα γονίδια είναι φτιαγμένα από bits». Τη θεωρία αυτή υιοθέτησε και ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, όχι μόνο για τα γονίδια, αλλά για τα πολύ πιο επισφαλή μιμίδια. Συνάμα, η θεωρία της πληροφορίας βρήκε εφαρμογή και στη φυσική, π.χ. στο έργο του Τζον Άρτσιμπαλντ Γουίλερ, μαθητή του Μπορ και δασκάλου του Φάινμαν, που εισήγαγε τις «μαύρες τρύπες» και πρότεινε την ιδέα του “It from Bit”, δηλαδή ότι η πληροφορία προηγείται κάθε φυσικής διεργασίας.
Τελειώνοντας το βιβλίο του, κι έχοντας αναλύσει επισταμένα την ιστορία και θεωρία της πληροφορίας (όχι μόνο του Σάνον, αλλά και άλλες θεωρίες, όπως π.χ. του Σολομόνοφ, του Κολμογκόροφ και του Τσέιτιν, που εδώ είναι αδύνατον να τις συνοψίσουμε) ο Γκλέικ σχολιάζει την τρίτη λέξη του υπότιτλου του βιβλίου του, τον «χείμαρρο». Αναφέρεται στον κυβερνοχώρο και στον χείμαρρο της πληροφορίας που διαχέεται εκεί και από τη μία μας βοηθά με τον πλούτο του, από την άλλη μας πνίγει με την ορμητικότητά του. Ο Γκλέικ αναγνωρίζει κάπως τους κινδύνους των ανεξέλεγκτων πληροφοριών στο Διαδίκτυο (όταν γράφει π.χ. ότι «όταν η πληροφορία είναι φτηνή, η προσοχή είναι ακριβή», και πράγματι η αυτοσυγκέντρωση είναι το μεγάλο θύμα του ονλάιν σέρφινγκ, καθώς η πληροφορία δεν είναι απλώς φτηνή, είναι δωρεάν, τα πάντα free…), αλλά δεν κινδυνολογεί. Βλέπει στις νέες τεχνολογίες έναν πρωτόφαντο τόπο στον οποίον πρέπει μάλλον να μάθουμε να ζούμε και, αν όχι να τον απολαμβάνουμε, τουλάχιστον να τον αξιοποιούμε προς όφελός μας. Το γεγονός ότι «η θεωρία της πληροφορίας γεννήθηκε μαζί με την άσπλαχνη θυσία του νοήματος – της ποιότητας που δίνει στην πληροφορία την αξία της και τον σκοπό της» δεν τον ανησυχεί (όσο θα έπρεπε), καθώς πιστεύει πως οι επιστήμονες της επικοινωνίας και της πληροφορίας του 20ού αιώνα μάς απελευθέρωσαν μια και καλή από την αυταπάτη για την υποτιθέμενη τελειότητα της φυσικής γλώσσας και, συνακόλουθα, του άψογου νοήματος. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, λέει ο Γκλέικ: το αληθές και το ψευδές θα εξακολουθήσουν να συνυπάρχουν και εναπόκειται στο «γνωσιακό υποκείμενο» να κάνει την επιλογή του. Όπως θα γράψει διορατικά ο Μακλούαν το 1967: «Ο τροφοσυλλέκτης άνθρωπος, με έναν αλλόκοτο τρόπο, επανεμφανίζεται ως συλλέκτης πληροφορίας […] Σ’ αυτόν τον ρόλο, ο “ηλεκτρονικός” άνθρωπος δεν είναι λιγότερο νομάς απ’ ό,τι οι παλαιολιθικοί πρόγονοί του».
Αν το βιβλίο του Γκλέικ περιοριζόταν στις εμπεριστατωμένες αναλύσεις κάποιων επιστημονικών επιτευγμάτων, τότε θα ήταν μάλλον κουραστικό για τον αναγνώστη. Ωστόσο ο Γκλέικ, σε κάθε κεφάλαιο και σε κάθε ανάλυσή του, μεταβαίνει από το κατεξοχήν τεχνικό τμήμα μιας εφεύρεσης στην επίδρασή της στη ζωή μας. Παράλληλα, διανθίζει την ιστοριογραφική του αφήγηση με πολλά εύστοχα σχόλια από τον χώρο της λογοτεχνίας, καθώς ορθά θεωρεί ότι οι συγγραφείς είναι συχνά ευαίσθητοι δέκτες των τεχνικών και επιστημονικών διεργασιών. Παραπέμπει στον κορυφαίο βικτοριανό στοχαστή και λογοτέχνη Σάμιουελ Μπάτλερ, στον Ε. Α. Πόε και την εμμονή του με την κρυπτογραφία, στους περίφημους στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ που εκφράζουν την αγωνία του για έναν κόσμο έμπλεο πληροφορίας και (ως εκ τούτου) κενό σε σοφία, στον φόβο του ποιητή του 18ου αιώνα Αλεξάντερ Πόουπ ότι «ένας χείμαρρος από Συγγραφείς σάρωσε τη γη» (πού να ήξερε…), στον Τσαρλς Ντίκενς που παίρνει χαρακτηρολογικά στοιχεία από τον Μπάμπατζ για να χτίσει έναν ήρωά του, στον Χ. Τζ. Γουέλς και στην πρόβλεψή του για τον επερχόμενο «παγκόσμιο εγκέφαλο» των δικτύων, στον Χ. Λ. Μπόρχες και τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ ως μεταφορά της Wikipedia, στον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και στη θέση του για τον Απόλυτο Θόρυβο, στη Μάργκαρετ Άτγουντ και την πρόθυμη εμπλοκή της στον κόσμο του Twitter, στον Γουίλιαμ Γκίμπσον που επινόησε την έννοια του κυβερνοχώρου (ο Γκίμπσον που, αναφερόμενος δικαίως στην ανισότητα που γεννιέται (και) με την τεχνική, είπε: «το μέλλον είναι ήδη εδώ, απλώς δεν είναι και τόσο ομαλά κατανεμημένο»). Και σε πολλούς άλλους.
H_PLIROFORIAΗ Πληροφορία του Γκλέικ προσφέρει στο έπακρο όλα όσα υπόσχεται, με συστηματική δομή και χωρίς να αραδιάζει εύκολες πληροφορίες: περιγράφει την τεχνολογική ιστορία της επικοινωνίας, αναλύει τη μαθηματική θεωρία της πληροφορίας και χαρτογραφεί τον χειμαρρώδη ψηφιακό κόσμο του 21ου αιώνα. Ας τονίσουμε, ωστόσο, ότι προκειμένου να εμβαθύνουμε την κατανόησή μας ως προς όλες αυτές τις τεχνολογίες που μας συναρπάζουν και (θα έπρεπε συνάμα να) μας προβληματίζουν, απαραίτητη προϋπόθεση είναι μια φιλοσοφία της επικοινωνίας και του νοήματος, σε ατομική και συλλογική βάση. Επομένως, το εμβριθές ιστορικό και θεωρητικό πόνημα του Γκλέικ αξίζει να συμβαδίζει με μια ευρύτερη στοχαστική αντίληψη για το πώς αλλάζει η συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου καθώς παλεύει να κολυμπήσει μες στον χείμαρρο των πληροφοριών, μια αντίληψη που θα περιλαμβάνει και τις κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις αυτής της αλλαγής (μερικούς στοχαστές που προσφέρουν κάτι τέτοιο αναφέραμε στην αρχή). Ο κόσμος μας είναι εν πολλοίς ο κόσμος της επιστήμης: καλώς ή κακώς, από αρχαιοτάτων χρόνων ο επιστήμονας έκανε τις εφευρέσεις του απτόητος, δίχως να συλλαμβάνει επακριβώς τις συνέπειές τους. Αυτό δεν συνέβαινε επειδή ήταν κατ’ ανάγκην αφελής ή αδιάφορος, αλλά διότι το κύμα των αλλαγών που επιφέρει μια τεχνική εφεύρεση είναι εν πολλοίς απρόβλεπτο. Από την άλλη, χωρίς στοχασμό πάνω στην επίδραση των τεχνολογιών στον ψυχισμό μας, θα καταντήσουμε (αν δεν είμαστε ήδη) έρμαια της πληροφορίας και μαριονέτες της επικοινωνίας, πληροφοριακά υπερφορτωμένοι έως καμένοι. Και ο στοχασμός προϋποθέτει αυτό το ωραίο και κοπιαστικό πράγμα που λέγεται διάβασμα, αυτό που ο Νικόλας Νεγροπόντης στονΨηφιακό κόσμο του παραδέχεται με μια μάλλον ανεξήγητη υπερηφάνεια ότι δεν του αρέσει να κάνει…
Στις μέρες μας γίνεται ήδη λόγος για την επερχόμενη Τρίτη Μεγάλη Οικονομική Επανάσταση, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα και την Πληροφορική Επανάσταση του 20ού αιώνα: πρόκειται για την επερχόμενη δημιουργία του λεγόμενου Βιομηχανικού Διαδικτύου, που θα συνενώνει ηλεκτρονικά και σε παγκόσμιο επίπεδο τον κόσμο της βιομηχανικής παραγωγής με τον κόσμο της ψηφιακής επικοινωνίας. Είναι μια ενδεχόμενη εξέλιξη που, είτε μας αρέσει και θέλουμε να την ενστερνιστούμε είτε μας τρομάζει και θέλουμε να την καταπολεμήσουμε, θα πρέπει αν μη τι άλλο πρώτα να την κατανοήσουμε. Και για να κατανοήσουμε τι θέλουμε και τι όχι, τι αξίζει να αγκαλιάσουμε και τι να αγνοήσουμε, τι είναι ποιοτικό και τι είναι σκουπίδι, θα πρέπει να κάνουμε κάποιες επιλογές, όσες εν πάση περιπτώσει είναι στο χέρι μας, στο μυαλό μας, στην πολιτισμική και οικονομική θέση μας. Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι η ποιότητα μπορεί να βρεθεί ακόμα και σε έναν άνισο κόσμο, όπως επίσης μπορούμε να αξιολογούμε όχι τόσο το πώςστέλνεται κάτι, όσο το τι σημασία έχει: το γεγονός ότι ένα οποιοδήποτε βίντεο κλιπ στο You Τube ενέχει περισσότερα bits από τα ηλεκτρονικά Άπαντα του Σέξπιρ δεν λέει προφανώς τίποτα. Για να κλείσουμε με τον Boss, αφεντικό στα παιδικά μας ροκ ακούσματα: «A message came back from the great beyond/ There's fifty-seven channels and nothin' on».

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2012

Κρυμμένο στο Αιγαίο


  Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
 
krymmeno_aigeo  Μυθιστορηματική βιογραφία ενός πατριώτη από το πάνθεο των αφανών

Το βιβλίο της Σοφίας Παπαϊωάννου «Κρυμμένο στο Αιγαίο» αναφέρεται σε μιαν αληθινή ιστορία για έναν σπουδαίο Έλληνα από την Κάσο, τον Μιχάλη Κουτλάκη.
Είναι η μυθιστορηματική βιογραφία ενός νέου που γεννήθηκε το 1922 στην ιταλοκρατούμενη Κάσο και η αγάπη του για την πατρίδα, ο πόθος του για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου, η δίψα του για το δίκιο και την ελευθερία τον οδήγησε στο αλβανικό μέτωπο κι αργότερα στην Εθνική Αντίσταση, στον ΕΛΑΣ, κι άφησε τα κόκαλά του στη Γκιώνα, σε ηλικία 22 ετών.
Το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η αφήγηση, όσον αφορά στα Δωδεκάνησα, θεωρώ απαραίτητο να το θυμηθούμε, προκειμένου να αντιληφθούμε εκείνο που αγνοεί ο καθένας μας όταν επισκέπτεται σήμερα για αναψυχή τόπους που μέχρι πριν λίγες δεκαετίες δεν αποτελούσαν μέρος του ελληνικού κράτους, ότι δηλαδή η ροή του ιστορικού χρόνου και ό,τι στη διαδρομή του έχει συντελεστεί στους τόπους και στους ανθρώπους που έζησαν εκεί, πόλεμοι, κατακτητές, διώσεις, προδοσίες, σκλαβιά, θάνατοι, και άλλα δεινά, απωθούνται από το θυμικό του επισκέπτη και δεν συνειδητοποιείται εύκολα το βάρος της ιστορίας και το αποτύπωμά της στην ίδια μας τη ζωή και στην προοπτική μας.
Το ιστορικό πλαίσιο, λοιπόν, έχει ως εξής:
1832:             Πρωτόκολλο Λονδίνου –τα Δωδεκάνησα μένουν εκτός νέου ελληνικού κράτους
1912:             Ιταλο-τουρκικός πόλεμος και ιταλική κατοχή
4/6/1912:       Πανδωδεκανησιακό  Συνέδριο Πάτμου – κήρυξη αυτόνομης «Πολιτείας Αιγαίου»
16/7/1919:     Συμφωνία Τιτόνι (Υπ. Εξ.) – Βενιζέλου στο Παρίσι – η Ιταλία παραχωρεί τα νησιά εκτός της Ρόδου που θα την κρατήσει για 5 ακόμη χρόνια και οι κάτοικοί της θ’ αποφασίσουν με δημοψήφισμα.
10/2/1920:     Συνθήκη Σεβρών – η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας και η  Ιταλία υπέρ της Ελλάδος.
1922:             Με αφορμή τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ιταλία κηρύσσει έκπτωτες όλες τις ειδικές συμφωνίες υπέρ Ελλάδος.
6/8/1923:       Η Ιταλία προσαρτά τα νησιά επισήμως.
8/5/1945:       Οι Γερμανοί παραδίδουν τα νησιά στους Βρετανούς.
10/2/1947:     Συνθήκη των Παρισίων – η Ιταλία εκχωρεί την κυριαρχία στην Ελλάδα.
7/3/1948:       Τα Δωδεκάνησα ενσωματώνονται στην Ελλάδα.
Η γραφή του βιβλίου είναι πολυεπίπεδη. Παρουσιάζεται η Κάσος από την εποχή της Τουρκοκρατίας (1840) μέχρι το τέλος, σχεδόν, του πρώτου μισού στον 20ο αιώνα, αλλά και εν πολλοίς στο σήμερα: οι άνθρωποί της, οι σχέσεις τους, η καθημερινότητα της ζωής τους, οι μικροχαρές και οι πίκρες τους, η ταξική τους διάρθρωση, η ζωή τους κάτω από την ιταλική διοίκηση και Κατοχή, οι ξενιτεμένοι της, οι τόποι της, η Μπούκα, το Φρυ, η χώρα και η ενδοχώρα, η πανίδα και η χλωρίδα της, οι ήχοι των τραγουδιών της, οι ευωδιές της.
Γέμει το βιβλίο αρχειακών τεκμηρίων: φωτογραφίες εποχής, έγγραφα από τα αρχεία της ιταλικής κατοχής στα Δωδεκάνησα, αφηγήσεις και συνεντεύξεις.
Έτσι δομείται η αναδιήγηση στιγμών και περιόδων της ζωής πολλών ανθρώπων, με κέντρο τα μέλη της οικογένειας Μανώλη Κουτλάκη, δεκάδων Κασιωτών που οι περισσότεροι αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονοματεπώνυμα, δεκάδων άλλων που συναντήθηκαν με τον ήρωα του βιβλίου στη διάρκεια της διαδρομής του στην ελληνική ενδοχώρα και παρουσίαση του σύντομου, μα τόσο μεστού σε εμπειρίες και δράσεις, βίου του Μιχάλη Κουτλάκη, ενός νέου ανθρώπου που γεννιέται στην ιταλοκρατούμενη Κάσο το 1922 και ώσπου ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή στη Γκιώνα, στα 22 του χρόνια, κάνει πράγματα για τρεις ζωές, τόσα που ούτε το υποπολλαπλάσιό τους δεν κατορθώνει να πραγματοποιήσει όποιος μένει στην ακινησία της βόλεψής του και του έχτισα ένα μικρό σπιτάκι, καλά είμ’ εδώ, για να θυμηθώ τον πρώτο στίχο από το εμβληματικό ποίημα «Αντισταθείτε» του Μιχάλη Κατσαρού.
Ποια φλόγα ανάβει, ποιας ποιότητας χημεία ενεργοποιείται στον νου και στην ψυχή εκείνων που οι καρδιές τους δεν βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο; για να μνημονεύσω και τη «Ρωμιοσύνη» του Γιάννη Ρίτσου.
koutlakis250Αν ο Μιχάλης Κουτλάκης, καθόταν στ’ αυγά του, αν αποφάσιζε να έχει μια ήρεμη ζωή απολαμβάνοντας τις δυνατότητες που του παρείχε η αστική του καταγωγή και η πατρική περιουσία, θα ήταν σήμερα 90 χρονών και πάντως, όπως και να έχει, θα ζούσε περισσότερο απ’ όσο έζησε. Όμως σκοτώθηκε, στις 5/1/194, μαζί μ’ άλλους 32 συμμαχητές του, σε ενέδρα των Γερμανών στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) της Γκιώνας, όντας ενταγμένος στον ΕΛΑΣ. Θάφτηκε μαζί με τους υπόλοιπους σε τάφο ομαδικό από τους χωριανούς  της Κουκουβίστας κι έμειναν ξεχασμένοι οι νεκροί κι από το μετεμφυλιακό Κράτος και τις Δημόσιες Αρχές αλλά, δυστυχώς, κι από την εκκλησία, αφού ο περιώνυμος μητροπολίτης Άμφισσας Αθανάσιος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Παρίσης, (πέθανε τον Δεκέμβριο του 1967 κι έχω προσωπική γνώμη για την πολιτεία του, αφού κατά τα έτη 1963-1966 φοιτούσα στο Δελμούζιο Γυμνάσιο Αμφίσσης) όταν εκλήθη από πολίτες και συγγενείς, το 1964, να αναπέμπψει μιαν ευχή για τους νεκρούς, αρνήθηκε λέγοντας: εγώ κομμουνιστάς δεν διαβάζω! (την πληροφορία χρωστώ στον ιστορικό / συγγραφέα Ιάσονα Χανδρινό).
Και βέβαια διάβασε τους νεκρούς ιερωμένος δυο χρόνια αργότερα, με την έγκριση του μητροπολίτη, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο, αφού, δυστυχώς, προηγήθηκαν τα τραγικά γεγονότα της γιορτής στον Γοργοπόταμο, με την έκρηξη της νάρκης και τους νέους νεκρούς που προστέθηκαν στη μακρά σειρά της νεοελληνικής πολιτικής τυφλότητας.
Αλλά σε ποιους κομμουνιστάς αναφερόταν ο κακός ιεράρχης; σε τι χαρακτηρισμούς και ανίερες για νεκρούς αποφάσεις τον οδήγησε η μισαλλοδοξία και ο πολιτικός αμοραλισμός της εποχής; πότε πρόλαβε να γίνει κομμουνιστής ο Μιχάλης Κουτλάκης; αυτός ήταν ένας πατριώτης, ένας ιδεαλιστής, αυτόν τον έκαιγε μονάχα η φωτιά της λευτεριάς και της δικαιοσύνης κι ούτε τον ένοιαξε η πολιτική στόχευση του χώρου που του έδωσε τη δυνατότητα να πολεμήσει τον κατακτητή.
Κι αν οι υπόλοιποι νεκροί συμμαχητές του έμειναν παραμερισμένοι από το κρατική εξουσία, τουλάχιστον ήταν γνωστή η ταυτότητά τους, τους νοιάστηκαν οι δικοί τους. Τον Μιχάλη Κουτλάκη όμως που πολέμησε, σκοτώθηκε και θάφτηκε με το ψευδώνυμο Μιχάλης Νησιώτης από την Κω, δεν θα τον ταυτοποιήσει κανένας για πάνω από 40 χρόνια, οι δικοί του θα πάνε με τον καημό του χαμένου από προσώπου γης παιδιού τους. Ουσιαστικά με τούτο το βιβλίο βρέθηκε ο Μιχάλης Κουτλάκης. Στην άγραφη εισαγωγή του τον ανακάλυψε η μικρανεψιά του Σοφία Μόσχου - Μαστοράκου και είναι εκείνη που έστρωσε το στημόνι της αφήγησης για να την υφάνει η άλλη Σοφία.
Όμως πώς είναι αλήθεια να κόβετ’ η ζωή σου στα 22 σου χρόνια; Πώς είναι να σκοτώνεσαι για ιδανικά χωρίς να ξέρεις αν η θυσία σου θα πιάσει τόπο; Πώς είναι να πεθαίνεις για την πατρίδα, να δίνεις τα νιάτα σου, το ανεκτίμητο κι ανεπανάληπτο δώρο της ζωής χωρίς να ξέρεις στο μέλλον, μιαν εποχή σαν αυτή που ζούμε, αν η ψυχή σου που φτερουγίζει πάνω από τις παρελάσεις των εθνικών επετείων δεν απαιτήσει πίσω το κορμί της, γιατί ίσως δεν άξιζε τέτοια θυσία για τέτοιους ανυπόληπτους και επιλήσμονες απογόνους.
Ας είναι… ο Μιχάλης Κουτλάκης γεννήθηκε ιταλός υπήκοος και πέθανε ιταλός υπήκοος, παρ’ ότι έθεσε τη σύντομη ζωή του στην υπηρέτηση του ιδανικού απελευθέρωσης της γης που γεννήθηκε και ενσωμάτωσής της στη μητέρα πατρίδα.
Το βιβλίο αυτό, προϊόν υποδειγματικής έρευνας και αριστοτεχνικής αφήγησης, δομημένο σε πολλά μικρά κεφάλαια και διανθισμένο με οπτικά τεκμήρια, ώστε να ανασαίνει ο αναγνώστης, βιβλίο που μέσα από τη ψηλάφηση της ζωής των αφανών και ανωνύμων της μικροϊστορίας φωτίζει σκοτεινές γωνιές της μακροϊστορίας.
Μια ιδιαίτερης μορφής νουβέλα που μας προτείνει έναν χαρακτήρα θετικής σκέψης, αποφασιστικότητας και δράσης, πρότυπο για το ζοφερό σήμερα της ελληνικής πραγματικότητας.

krimenoaigaioΚρυμμένο στο Αιγαίο
Σοφία Παπαϊωάννου
Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2011
σελ. 300




Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Η Καινούρια διαθήκη του Σμου


Smou1Του Δημήτρη Αργασταρά



Είναι πραγματικά πολύ ελπιδοφόρο, μέσα στην σημερινή συνθήκη της μελαγχολίας και της κατάπτωσης, που μας περιβάλλει όλους σαν αναπόδραστη ομίχλη, να συναντάς βιβλία που αποπνέουν μια άλλη ποιότητα, έναν αέρα αισιοδοξίας και δημιουργικότητας διαφορετικό, βιβλία όπου ο συγγραφέας τους πετυχαίνει μια ευτυχή καλλιτεχνική ανάπλαση της πραγματικότητας και ταυτόχρονα προτείνει μια καινούρια ματιά πάνω σε αυτήν. Ως έναν τέτοιο βιβλίο είδα και το εξαιρετικό πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Τυρίκου-Εργά ''Η καινούρια διαθήκη του Σμου''.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κάλυμνο, διδάκτορας λαογραφίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων όπου μελετά τις στοιχειωμένες ιστορίες (τα ‘‘γουλιάσματα’’ όπως είναι γνωστά στην λαϊκή παράδοση του νησιού του), έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί στα νησιά του ΝΑ Αιγαίου, ο Τυρίκος-Εργάς επινοεί ένα φανταστικό νησί, τον Σβίγγο, και το απομονωμένο από τον άλλο κόσμο ψαροχώρι του, το περίφημο Σμου. Παρόλο που το Σμου δεν διαφέρει πολύ από ένα τυπικό ψαροχώρι του Αιγαίου, με τους ψαράδες κατοίκους του και την απλή, τυποποιημένη καθημερινότητά τους, συνιστά ταυτόχρονα ένα μέρος όπου η λαϊκή μαγεία είναι πραγματική, ακόμη και θεσμοθετημένη, οι θρύλοι είναι ζωντανοί, τα ζώα έχουν την δική τους λαλιά και τον δικό τους χαρακτήρα. Έτσι, στο μυθιστόρημα αυτό, που στην ορολογία των ειδών κατατάσσεται στην λογοτεχνία του φανταστικού, η αφήγηση βυθίζεται στην περιοχή του μυθικού, πλάθοντας την ατμόσφαιρα μιας φανταστικής πολιτείας που ζει έξω από τα όρια του δεδομένου και του γνώριμου, με ταυτόχρονες όμως ρίζες στην διαχρονική πραγματικότητα της προφορικής παράδοσης όπου συναντούμε ονόματα και ήθη γνωστά της ελληνικής επαρχίας.
Αυτό που κινητοποιεί την υπόθεση είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός: φαίνεται πως η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, το Τέλος του Κόσμου επέρχεται, μια πελώρια σκάλα εμφανίζεται στον ουρανό, και Άγγελοι και Δαίμονες ξεχύνονται φτιάχνοντας τα δικά τους στρατόπεδα για την τελική αναμέτρηση. Τώρα ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και να δείξει πού ανήκει…
Τα πρόσωπα του έργου είναι πολλά. Καταρχήν, η πιο διάσημη ατραξιόν του Σμου, ο... παμφάγος γλάρος Ιωνάς, ένα πουλί με χαρακτήρα και ανθρώπινη λαλιά. Ο γλάρος Ιωνάς θα διακρίνει πρώτος τις κοσμοϊστορικές απειλητικές αλλαγές που θα αρχίσουν να συμβαίνουν στο νησί, και μαζί με τις περίφημες κουρούνες του Εμπορικού Συλλόγου Κουρούνων Κόλπου Καλαμοχέρας (πτηνά που επίσης ομιλούν και διαθέτουν έντονο... εμπορικό δαιμόνιο) θα επιχειρήσουν πρώτοι να αναγνωρίσουν την απειλή και να διαπιστώσουν τα τρωτά της σημεία (αφού οποιαδήποτε εμπορική συνδιαλλαγή μαζί της θα αποδειχθεί καταδικασμένη). Έπειτα, με πολύ ενδιαφέρον τρόπο σκιαγραφείται το πρόσωπο του Σεβάσμιου, που είναι ο επίσημος Μάγος του Σμου, κάτι σαν την πολιτική αρχή στο νησί, κατά βάθος όμως ένας γερο-κατεργάρης καλοπερασάκιας. Ο Σεβάσμιος θα πρέπει τώρα να δραστηριοποιηθεί για να δει τι συμβαίνει και όλα έρχονται άνω-κάτω στο νησί τους. Μαζί με τον στοχαστικό Επίσκοπο, που δεν εγκαταλείπει το μοναστήρι της Παναγιάς της Σαρανταποδαρούσας, και τον πολέμαρχο Χαρκούτσο, τον αρχηγό των ξεπεσμένων πια Δραγουμάνων του Νόμου, αποτελούν τις επίσημες αρχές του Σμου. Επίσης, ρόλο κεντρικής ηρωίδας κατέχει η Ισιδώρα, μια νεαρή έφηβη με ιδιαίτερες ικανότητες και ταλέντο στην μαγεία, που θα βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης Αγγέλων και Δαιμόνων. Η Ισιδώρα θέλει να είναι ελεύθερη, μακριά από απαρχαιωμένες υπαγορεύσεις και δεσμεύσεις, ικανή να ορίζει μόνη της την μοίρα της, αλλά σύντομα θα διαπιστώσει πόσο πολύ δύσκολο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Τους βασικούς χαρακτήρες πλαισιώνουν ακόμη αρκετοί άλλοι, ο παπα-Γιάννης, ο επιστάτης Νικόδημος, ο μετεωρολόγος Τραμουντάνης, η κυρά-Φουκάινα, ο Λάζαρος το Μουλάρι, ο μαστρο-Φίλιππας, ο Τυφλός Κίμωνας, κ.α.
Έτσι, στην ''Καινούρια Διαθήκη του Σμου'', μέσω μιας κεφάτης και οιστρηλατημένης φαντασίας, αναπλάθεται δημιουργικά η κοινότητα ενός μικρού ψαράδικου χωριού, με τους απλούς παραδοσιακούς τρόπους και τις παραξενιές του, και με την επιβλητική παρέλαση μιας πλειάδας από συμπαθητικές μορφές γερόντων, κυράδων, πολεμάρχων και παιδιών. Τα πρόσωπα του βιβλίου κινούνται ταυτόχρονα σε δύο αντίθετους κόσμους : στον κόσμο της καθημερινότητας και της πεζής εκδίπλωσης της ζωής, αλλά και στον κόσμο του απίθανου και του μαγικού. Και αυτό δίνει στον συγγραφέα την ευχέρεια να συνδυάσει το δραματικό με το ευτράπελο, το μυστηριακό με το χαριτωμένο, το βαθύ με το ελαφρύ, το μυθικό και το ψυχικό με το υλικό και το πραγματικό.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι πως ο Τυρίκος-Εργάς δείχνει να κατέχει τον τρόπο άλλοτε ν’ απεικονίζει ηρωικές διαθέσεις και καταστάσεις, άλλοτε να παίζει με το ανέμελο και το πρόσχαρο, και άλλοτε να δημιουργεί μια κατανυκτική υποβολή με προεκτάσεις στοχαστικές. Διαθέτει την ικανότητα να κινείται άνετα από την παιχνιδιάρικη διάθεση της φυγής προς την φαντασία ως την μυστική προέκταση της ζωής μπροστά στον θάνατο και την οριστική υποχώρηση της ηρεμίας μπροστά στην καταστροφή.
Όπως αναφέραμε, η ηθογραφική πλαισίωση της ιστορίας βασίζεται στην ζωή και στις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, έτσι ώστε η πραγματικότητα συμπλέκεται αξεδιάλυτα με τον θρύλο και η αλήθεια με το παραμύθι. Ο διάλογος είναι φυσικός, ζωντανός και άνετος, και όπου πρέπει στοχαστικός και εμπνευσμένος. Ο Τυρίκος-Εργάς αφηγείται την ιστορία του με κέφι, παρουσιάζει πολλά επιτυχημένα ευρήματα (πραγματικά μοιάζει να διαθέτει αμέτρητα στις αποσκευές του), και βρίσκει πολλές αφορμές για ειρωνεία και σαρκασμό.
Τελικά, με την χαριτωμένη διαγραφή των προσώπων, που γίνονται συμπαθητικά και ευχάριστα, τον έξυπνο και στοχαστικό διάλογο, και την ελεύθερη και απρόσκοπτη αφήγηση, η ''Καινούρια Διαθήκη του Σμου'' δίνει ένα ευτυχές αισθητικό αποτέλεσμα και αρκετές υποσχέσεις για το μέλλον ενός νέου και ταλαντούχου πεζογράφου.
SmouΗ Καινούρια διαθήκη του Σμου
Γιώργος Τυρίκος-Εργάς
εκδόσεις Πατάκης, 2011
σελ. 626




Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Μια έντιμη φιλοσοφική βιογραφία


Didier Eribon, "Μισέλ Φουκώ. Φιλόσοφος, δανδής και ταραξίας"
μτφρ.: Νίκος Σταμπάκης, επιμ.: Ελευθερία Ζέη, εκδόσεις Lector, σ. 511
Ο Μισέλ Φουκώ (1926-1984) δεν είναι μόνον ένας στοχαστής μεγάλου βεληνεκούς, από εκείνους που σφράγισαν το πνεύμα των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα· είναι επίσης μια ιδιόμορφη και συναρπαστική προσωπικότητα, που προσφέρεται εξόχως για μυθιστορηματικές βιογραφικές εξιστορήσεις. Εδώ ακριβώς αναφύεται ο μεγάλος κίνδυνος της σκανδαλοθηρίας, που χρωματίζει συχνά το ενδιαφέρον ενός ευρύτερου, μη φιλοσοφικού κοινού για τους βίους ορισμένων φιλοσόφων (ο Νίτσε, ο Χάιντεγκερ, ο Βιτγκενστάιν, ας πούμε, έχουν υπάρξει κατά καιρούς θύματα ενός τέτοιου «ενδιαφέροντος»). Γράφτηκαν άλλωστε ήδη βιογραφίες του Φουκώ, που άξονας περιφοράς τους ήταν τα σεξουαλικά του γούστα ή οι εμπειρίες του από τα σ/μ γκέι κλαμπ του Σαν Φραντσίσκο... Πρέπει εξαρχής να ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, ότι το βιβλίο του Didier Eribon δεν είναι κάτι τέτοιο. Πρόκειται για το καλύτερο είδος φιλοσοφικής βιογραφίας -όπως το βιβλίο του Ray Monk για τον Βιτγκενστάιν1 ή της Elisabeth Roudinesco για τον Λακάν2, για ν' αναφέρω δύο έργα διαθέσιμα στα ελληνικά-, όπου, χωρίς να συγκαλύπτονται τα βασικά γεγονότα της προσωπικής ζωής, γίνεται απόπειρα να φωτιστεί η παραγωγή των ιδεών μέσα από αυτές ακριβώς τις εμπειρίες ζωής και σε συνεχή αλληλοδιαμόρφωση μαζί τους. Αναδεικνύεται επίσης ένα ορισμένο πνευματικό περιβάλλον, ένα δίκτυο πυκνών διανοητικών και επιστημονικών ανταλλαγών μέσα από το οποίο παράγεται εντέλει το έργο ως συλλογικό, σε τελευταία ανάλυση, μόρφωμα ενδεικτικό μιας ιστορικής εποχής έξω από την οποία θα ήταν αδύνατο να συλληφθεί και να ερμηνευθεί. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δευτεραγωνιστές της εξιστόρησης δεν είναι διόλου κομπάρσοι αλλά ενδιαφέρουν αυτοτελώς, όσο και ο ίδιος ο βιογραφούμενος συγγραφέας, τον μελετητή των ιδεών, ο οποίος έχει στα χέρια του έτσι ένα μοναδικής σπουδαιότητας ντοκουμέντο.
Ο Didier Eribon (γενν. 1953), αξιόλογος διανοούμενος της γενιάς του, με φιλοσοφικές καταβολές ο ίδιος, μας είναι γνωστός ιδίως από τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις που είχε εκδώσει παλαιότερα, σε αντίστοιχους τόμους, με τον Ζορζ Ντιμεζίλ και με τον Κλοντ Λεβί-Στρος. Αρθρογραφεί χρόνια στη Liberation και στον Nouvel Observateur, σε ένα φάσμα θεμάτων που κυμαίνεται από την κριτική λογοτεχνίας μέχρι ζητήματα φιλοσοφίας και επιστημών του ανθρώπου. Γνώρισε προσωπικά τον Φουκώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του (1979-84) και αμέσως μετά τον θάνατό του συνέλαβε την ιδέα να γράψει μια βιογραφία του. Το έργο εκδόθηκε εντέλει το 1989, αφού είχαν μεσολαβήσει χρόνια εντατικής έρευνας, που έφεραν τον συγγραφέα του σε όλους τους τόπους-σταθμούς τής τεθλασμένης ζωής τού Φουκώ: Πουατιέ, Λιλ, Κλερμόν Φεράν, Ουψάλα, Βαρσοβία, Τύνιδα, Σαν Φραντσίσκο... Ακόμα σημαντικότερο, συναντήθηκε και συνομίλησε με ανθρώπους-κλειδιά, όχι μόνο στην προσωπική ζωή του Φουκώ αλλά και στο ευρύτερο πνευματικό περιβάλλον του Παρισιού εκείνες τις γόνιμες δεκαετίες του '50, του '60 και του '70: ο Ζορζ Κανγκιλέμ, ο Λουί Αλτουσέρ, ο Ζ.Τ. Ντεσαντί, ο Μισέλ Σερ, ο Ζιλ Ντελέζ, ο Ζακ Ντεριντά, ο Ζορζ Ντιμεζίλ και ο Κλοντ Λεβί-Στρος, ο Πιερ Μπουρντιέ, ο Κλοντ Πασερόν και άλλοι, ζώντες κατά ευτυχή συγκυρία την εποχή του θανάτου τού Φουκώ, συναντήθηκαν επανειλημμένως μαζί του και του εμπιστεύτηκαν μαρτυρίες, αφηγήσεις, πληροφορίες και πολύτιμα ντοκουμέντα. Πολλές φορές ο φακός εστιάζει πάνω τους, παρακολουθώντας τους επί μακρόν, στη δική τους κίνηση, καθώς οι τροχιές τους διασταυρώνονται καθοριστικά σε πολλά σημεία, σε θεωρητικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο, μ' εκείνη την ιδιάζουσα και ποτέ προκαθορισμένη πορεία που διαμόρφωσε τον φιλόσοφο Μισέλ Φουκώ. Ετσι, μπορεί να πει κανείς, η εξιστόρηση γίνεται κάτι περισσότερο από μιαν απλή βιογραφία: αποκτά τις διαστάσεις χρονικού, στις σελίδες του οποίου εκτίθενται η ανθρωπογεωγραφία και ο χάρτης των ιδεών μιας ορισμένης -συγκαιρινής μας- εποχής του στοχασμού.
Η βιογραφική ανασύσταση μιας πληθωρικής υποκειμενικότητας, κατάφορτης με προθέσεις, αποβλέψεις και επιθυμίες, έρχεται σε παράδοξη αντίφαση με τις διακηρυγμένες απόψεις του ίδιου του Φουκώ, ιδίως στην πρώιμη περίοδο του έργου του, περί «θανάτου του συγγραφέα», «τέλους του υποκειμένου» και περί του «ανθρώπου» ως κειμενικής κατασκευής - αντίφαση που βεβαίως δεν διαφεύγει από τον συγγραφέα αυτής της βιογραφίας. Γράφει, ας πούμε: «Ο αιώνας: με άλλα λόγια ο κόσμος μας, στον οποίον η εικόνα του Φουκώ φαίνεται πως είναι και παραμένει για πολύ καιρό χαραγμένη και αρνείται να σβηστεί, όπως τα σχέδια στην άμμο που εκείνος αναφέρει στο τέλος του βιβλίου Οι λέξεις και τα πράγματα, αυτά που συνήθως εξαφανίζονται στη φουσκονεριά» (σελ. 20). Ο Ζορζ Ντιμεζίλ ωστόσο, ο άνθρωπος που τον γνώριζε ίσως καλύτερα από κάθε άλλον και ο οποίος στάθηκε από πολλές απόψεις ο καλός άγγελος της ζωής του, περισσότερο και από τους προσφιλείς δασκάλους που ο ίδιος ο Φουκώ μνημονεύει στο εναρκτήριο μάθημά του στο College de France, τους Ζαν Ιπολίτ και Ζορζ Κανγκιλέμ, έλεγε γι' αυτόν: «Φορούσε μάσκες, και τις άλλαζε διαρκώς [...] Υπάρχουν χίλιοι Φουκώ» (σελ. 13). Οι ίδιες οι ιλιγγιώδεις καμπές της βιογραφίας του, από τον απελπισμένο και αυτοκαταστροφικό έφηβο στον άψογο και μάλλον υπηρεσιακό πολιτιστικό ακόλουθο, και από τον επιφυλακτικό ακαδημαϊκό που συμμετέχει σε γκολικές επιτροπές για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση μέχρι τον ακτιβιστή που συγκρούεται με την αστυνομία για τα δικαιώματα των φυλακισμένων, αποδεικνύουν το εύστοχο αυτής της ρήσης· ωστόσο και μόνον ο κειμενικά εξοικειωμένος με το έργο του Φουκώ είναι σε θέση ν' αναγνωρίσει τις εξοντωτικά αντιφατικές συνιστώσες που συνθέτουν αυτό το έργο, κάτω από την υπερβολικά φροντισμένη ρητορική του επιφάνεια: η μετατόπιση από μια υπαρξιακά-φαινομενολογικά προσανατολισμένη ψυχολογία τύπου Biswanger στον αντι-ψυχολογισμό (και αντι-ουμανισμό) των νεοφορμαλιστικών δομικών αναλύσεων, που κορυφώνονται στο Οι λέξεις και τα πράγματα· ο συνδυασμός μιας θετικιστικής σχολαστικότητας όσον αφορά την ιστορική και αρχειακή τεκμηρίωση με την υπονόμευση των ίδιων των αξιώσεων του λόγου που υπορρέει κάθε επιστημονική μεθοδολογία και αγόρευση, ιδίως στην Ιστορία της τρέλας κατά την κλασική εποχή· η συνύπαρξη μιας μεθοδευμένης καταγγελίας των θεσμικών εξουσιών, από τη Γέννηση της κλινικής ώς το Επιτήρηση και τιμωρία, με μιαν υπόρρητη ανθρωπολογία που αντιμετωπίζει την εξουσία (pouvoir είναι ο όρος που χρησιμοποιεί κατά κόρον και αδιαφοροποίητα ο Φουκώ) ως πανταχού παρούσα και ανυπέρβατη σχεσιακή συνθήκη· η μετάβαση από μιαν αντίληψη του υποκειμένου ως παθητικής διαμόρφωσης εκ μέρους συνδυασμένων και πανίσχυρων λογικοθεσμικών πρακτικών, στο πρώιμο έργο του, στην απεριόριστη αυτοκατασκευαστικότητα του εαυτού, την οποία διεκδικεί στην ύστερη Ιστορία της σεξουαλικότητας, παράγουν εκρηκτικά αντινομικές οπτικές που δύσκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί πώς στεγάζονται στην ίδια σκέψη.
Μία από τις υπηρεσίες που προσφέρει αυτή η βιογραφία του Eribon είναι ότι αναδεικνύει την αλληλουχία των αντιφάσεων που διαποτίζουν τη ζωή και το έργο, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια τεχνητής ομογενοποίησης που χαρακτηρίζει συνήθως τις φιλοσοφικές επιτομές. Περιστασιακά, κάποιες ελάσσονες παρατηρήσεις αποδεικνύονται απροσδόκητα πολύτιμες για να καταλάβουμε την κρυφή λογική που συνέχει, από ψυχολογική άποψη, τέτοιες φαινομενικές ανακολουθίες - όπως ας πούμε ότι ο Φουκώ έδειχνε πάντοτε μια εντυπωσιακή αδιαφορία, αν όχι εχθρότητα, προς τη φύση... Κυρίως, όμως, επαναφέρει το πρόσωπο και το έργο στις πραγματικές του διαστάσεις, διαλύοντας ορισμένους διαδεδομένους μύθους. Οπως το θέτει στην Εισαγωγή: «Ο Φουκώ βρέθηκε στο προσκήνιο το 1966, όταν εκδόθηκαν Οι λέξεις και τα πράγματα, αλλά πολύ σύντομα η φήμη του ταυτίστηκε με την πολιτική του δραστηριότητα κατά τη δεκαετία του '70. Και πολύ συχνά ό,τι γράφεται στο εξής γι' αυτόν φέρει το σημάδι τής όψιμα κατασκευασμένης εικόνας του "στρατευμένου φιλοσόφου" που μοιάζει να μετέβαλε εκ των υστέρων όλα όσα υπήρξε πρωτύτερα ο Φουκώ» (σελ. 14). Αν κάτι δείχνει αφθόνως αυτή η βιογραφία, είναι το πόσο βαθιά πανεπιστημιακό, για να μην πούμε υπηρεσιακό, είδος διανοουμένου υπήρξε ο Μισέλ Φουκώ. Η αντιπάθειά του προς τον μαρξισμό, δίχως λεπτότερες διακρίσεις, ήταν σταθερή από την αρχή ώς το τέλος της σταδιοδρομίας του. Πριν από τον Μάη του '68 είχε φήμη γκολικού, συμμετείχε με ζήλο σε ανώτατα κλιμάκια για την εφαρμογή κυβερνητικών πολιτικών και η τυχόν ριζοσπαστικότητά του ήταν αυστηρά μεθοδολογική, αρθρωμένη μέσα στο σχολαστικό πρωτόκολλο των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Πίσω από αντιπαραθέσεις του με στοχαστές, όπως ο Σαρτρ, διαφαίνεται όχι μόνο μια θεωρητική έριδα για τη διαλεκτική, αλλά και η σοβούσα εχθρότητα ανάμεσα στο πανεπιστήμιο και τους ελεύθερους διανοούμενους. Ο ανεμοστρόβιλος των γεγονότων που τον κατέβασε στους δρόμους τα χρόνια του '70, η αθέλητη σύνδεσή του με το αντιψυχιατρικό κίνημα στη Βρετανία, η ειλικρινής κινητοποίησή του για τους ποινικούς κρατούμενους, που πάντα του ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη, ακόμα και η αμφιλεγόμενη εμπλοκή του με πρόσωπα και διαδικασίες που προετοίμασαν την ιρανική επανάσταση, και η απερίφραστη στήριξη που της έδωσε στα πρώτα βήματα, θα μπορούσαν όλα να διαβαστούν ως εκρήξεις μιας προσωπικότητας που ασφυκτιούσε μέσα στους θεσμικούς και κοινωνικούς της ρόλους - τις «μάσκες» της· η πραγματική ριζοσπαστικότητα όμως είναι άλλη υπόθεση, και μπορεί να διακριβωθεί μόνο μέσα στις αρθρώσεις του ίδιου τού έργου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ray Monk, Λούτβιχ Βιτγκενστάιν. Το χρέος της μεγαλοφυΐας, μτφρ.: Γρηγόρης Κονδύλης, επιμ.: Κωστής Κωβαίος (Scripta, Αθήνα 1998).
2. Elisabeth Roudinesco, Ζακ Λακάν. Σχεδίασμα μιας ζωής, ιστορία ενός συστήματος σκέψης, μτφρ.: Νίκος Ηλιάδης (Ινδικτος, Αθήνα 2007).
Δεν θα ήταν σωστό αν έλεγα ότι ήταν όμορφος. Στην οικογένεια Μπαχ λίγοι ήταν οι ωραίοι άντρες. Ολη, όμως, η θέληση του πνεύματός του καθρεφτιζόταν στα χαρακτηριστικά του. Η δύναμη του μετώπου του ήταν εντυπωσιακή και τα πυκνά του φρύδια, σουφρωμένα από την αδιάκοπη συγκέντρωση, έδιναν στα μάτια του ένα βάθος μοναδικό. Οταν τον γνώρισα τα μάτια του ήταν μεγάλα, αλλά στα τελευταία χρόνια της ζωής του τα βλέφαρα είχαν βαρύνει από την καταπόνηση και τις ταλαιπωρίες και τα μάτια είχαν χάσει πια τη λάμψη τους. Το έντονο βλέμμα του έμοιαζε στραμμένο προς τα μέσα, πράγμα που δημιουργούσε μεγάλη εντύπωση.
Αννα Μαγκνταλένα Μπαχ
«Το μικρό χρονικό της Αννας Μαγκνταλένα Μπαχ», μτφρ. Τατιάννα Κωνσταντινίδη © Εκδόσεις Νεφέλη 
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Μια αποδομητική ανάγνωση


Νίκος Κούνδουρος

Νίκος Κούνδουρος, "Ονειρεύτηκα πως πέθανα",Εκδόσεις Ικαρος, σ. 206 

Στο Μουσείο Μπενάκη, στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, σ' ένα πάνελ (Ζουράρις, Γιανναράς, Βέλτσος) που παρέπεμπε στο «λυκόφως των ειδώλων» (από την αρχαιότητα έως τη νεο-ορθοδοξία - και πέραν), με την τόλμη που ο Μάνος Χατζιδάκις, στην ιστορική ομιλία του '49, καταξίωσε το ρεμπέτικο, καταξίωσα κι εγώ την αποδόμηση (το «πέραν»), μιλώντας για την αυτοβιογραφία του Κούνδουρου (Ικαρος, 2009), ενώπιον ενός «ιστορικού» ακροατηρίου, ανάμεσα σε σπασμένα αγάλματα και το περιπλανώμενο πνεύμα του στρατηγού Μακρυγιάννη.
Γιατί να μην υποστηρίξω ότι μέσα στην αυτοβιογραφία του Νίκου Κούνδουρου, στα ειπωμένα και στα μη ειπωμένα, βασιλεύει η παρακαταθήκη της καταγωγής; Και γιατί να χρειαστεί να αναζητήσω αλλού, και όχι μέσα στο ίδιο το κείμενο, στις λέξεις ως γραφές αλλά και ως διαγραφές του νοήματος, όλα όσα έχουν συμβεί στην πολυτάραχη ζωή του;
Επικίνδυνη, πράγματι, δοκιμασία για τον αναγνώστη, να υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει το εκτός κειμένου» και, συγχρόνως, να μη δέχεται ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο, διότι το κείμενο υποδεικνύει το αδιανόητο και συνάμα το υποχρεωτικό: τον «εκ-κειμενισμό» του νοήματος, δηλαδή την αναγωγή του νοήματος (των βιωμάτων) σε κειμενικά ίχνη, εξαιτίας των οποίων, με έναν τρόπο πρωθύστερο, τα βιώματα είναι βιώματα και η Ιστορία -ή η αυτοβιογραφία- ελέγχεται από ερωτήματα, όπως «πώς γράφουμε» (την Ιστορία, την αυτοβιογραφία), «τι επιλέγουμε να πούμε» και «σε τι ανάγνωση οφείλουμε να αποβλέπουμε» - αν όχι «σε μιαν ορισμένη, αθέατη για τον συγγραφέα σχέση ανάμεσα σε ό,τι κατευθύνει και σε ό,τι δεν κατευθύνει τα σχήματα της γλώσσας την οποία χρησιμοποιεί» (Ζακ Ντεριντά, Περί γραμματολογίας, Αθήνα, Γνώση, 1990, σ. 273).
Και παρότι δεν μπορούμε να υπερβούμε το κείμενο, να το τραβήξουμε προς ένα σημαινόμενο εκτός κειμένου, που υποτίθεται ότι βρίσκεται εκτός γλώσσας και εκτός γραφής (το βίωμα, ο θάνατος), την ίδια στιγμή, απ' όπου κι αν είμαστε, το «εκτός κειμένου» είναι πάλι η γραφή, το άλλο όνομα της συγκρότησης των υποκειμένων, η είσοδος στο εσωτερικό αυτού του άλλου, αλλά και η έξοδος απ' αυτό· του άλλου ή -όπως το αποκάλεσα στο κείμενό μου για τον Αρανίτση στη Βιβλιοθήκη της 31ης Ιουλίου 2009- αυτού που είναι μη παριστώμενο και, εντούτοις, ζητά να παρασταθεί, του αχρονολόγητου, που όμως, με την ημερομηνία του παρόντος, εγγράφεται στην Ιστορία και χρονολογείται. Μιλώ για μιαν «αρχι-γραφή» που αποτελεί προϋπόθεση της ομιλίας, διπλή γραφή που αντιστρέφει τις αντιθέσεις, οδηγώντας ομολογουμένως σε επικίνδυνες διευρύνσεις, συχνά χωρίς γνωστική αξία, όχι όμως και χωρίς ηθική προαίρεση. Αναγνωρίζω τον κίνδυνο της αποτυχίας μιας τέτοιας «ανάγνωσης», αλλά πρέπει κι εγώ να την επιτελέσω ξανά κατά τη δική μου ανάγνωση, αποδεικνύοντας πως, εάν έχουν νόημα οι βιβλιοπαρουσιάσεις, τούτο συμβαίνει διότι δεν είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε αν επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν.
Μιλώ για τη γραφή ως χώρο καταγωγικό, ως καταγωγικό συμπλήρωμα, αν με την παράλογη αυτή έκφραση μπορούμε να αποτολμήσουμε την εξαγγελία -όσο αδιανόητη κι αν φαίνεται μέσα στο πλαίσιο της λογικής- της πρωτοκαθεδρίας της γραφής έναντι της ζωής, της γραφής ως έξεργου στα έργα του βίου· έξεργου, όμως, που ακόμα δεν υπάρχει, όπως γράφει ο Ντεριντά, κλείνοντας το δικό του έξεργο, στο Περί γραμματολογίας (σ. 17): «Γι' αυτόν τον επερχόμενο κόσμο και για κείνον που θα του κλονίσει τις σημειολογικές αξίες, την ομιλία και τη γραφή, για κείνον που καθοδηγεί εδώ τον τετελεσμένο μέλλοντά μας, δεν υπάρχει ακόμα έξεργο».
Δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα μότο του Ντεριντά στο Περί γραμματολογίας είναι η φράση του Νίτσε: «Σωκράτης, αυτός που δεν γράφει». Το βιβλίο του Κούνδουρου, όπως μας ειδοποιεί στο έξεργο η Αννα Βοργία, που χρεώθηκε να καταγράψει τη ζωή του, είναι ένα βιβλίο που δεν έγραψε αυτός, αλλά που ωστόσο το «έγραψε», διότι η γραφή προϋπήρχε της εντολής του Ικαρου προς τη Βοργία και της εσκεμμένης «αγραμματοσύνης» του Κούνδουρου.
Ο Κούνδουρος έγραψε όπως γράφει ο Σωκράτης καθ' υπαγόρευση του Πλάτωνα, στην περίφημη κάρτα της Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης, υποδεικνύοντας μιαν ανατρέψιμη σειρά, όπου αρχίζουμε «να μην καταλαβαίνουμε πια τι σημαίνει έρχομαι, προηγούμαι, έπομαι, προειδοποιώ, επανέρχομαι, τι σημαίνει η διαφορά των γενεών, καθώς και κληρονομώ, γράφω τη διαθήκη μου, υπαγορεύω, ομιλώ, γράφω καθ' υπαγόρευση κ.λπ....» (Jacques Derrida, La Carte postale, Παρίσι, Flammarion, 1980, σ. 26).
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Ονειρεύτηκε ποιος; Ο Κούνδουρος; Το αγόρι που είναι ο Κούνδουρος μέσα στο όνειρο της πρώτης σελίδας; Τι είναι το όνειρο εκτός από «άρρωστο πράγμα»; Το όνειρο -από τη μια, ικανό να γεννήσει παραλογισμούς που ξεπερνούν την τρέλα και, από την άλλη, οικείο και προσιτό- συνιστά άραγε μιαν εμπειρία λιγότερο επώδυνη από την εμπειρία της τρέλας; Ή μήπως ο κοιμώμενος που ονειρεύεται είναι πιο τρελός απ' τον τρελό;
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Σαν να λέει ο Κούνδουρος: «Το ονειρεύτηκα μόνο και μόνο γιατί είμαι τρελός και πιστεύω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ». Ή σαν να λέει: «Το σώμα του σώματός μου είναι καταδικασμένο σε θάνατο, αλλά η δύναμη της τέχνης μου δεν πεθαίνει ποτέ». Ή: «Σώμα θνητό - έργο αθάνατο». Ή πάλι: «Ενώπιον του θανάτου ο δημιουργός είναι αθάνατος. Όπως το φροϋδικό ασυνείδητο, δεν τον αναγνωρίζει». Ή έστω: «Εάν θα έπρεπε να εικοτολογήσουμε περί του πέραν της αρχής της ηδονής, δεν θα μπορούσαμε να εκφέρουμε το δίπολο ζωή-θάνατος παρά μονολεκτικά: ζωηθάνατος, αποφαινόμενοι γι' αυτό το πέραν μέσω μιας άλλης εικοτολογίας. Δι' αυτής της μετέωρης διακύμανσης, πάντα προσωρινής και πάντα ήδη εικοτολογικής, δεν μας μένει τίποτε άλλο απ' το να γράψουμε».
Το «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» δείχνει το τελευταίο εμπόδιο προ της διαφάνειας του εξομολογείσθαι. Είναι αυτό που επιτρέπει την εξομολόγηση και, συγχρόνως, την εμποδίζει: η γραφή. Και τούτο, παρότι η προσδοκία του γράφοντος διαψεύδεται και ο γράφων, «παίρνοντας τον αντίθετο δρόμο, αποδέχεται -και προκαλεί- το εμπόδιο, το οποίο του επιτρέπει να αναδιπλωθεί μέσα στην παθητική παραίτηση και στη βεβαιότητα για την αθωότητά του» (Jean Starobinski, Ζαν-Ζακ Ρουσώ. Η διαφάνεια και το εμπόδιο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 10).
Ε, λοιπόν, το τελευταίο εμπόδιο του Κούνδουρου -ή έστω το πρώτο- είναι η γραφή. Ομως, η γραφή, για κάποιον που έτσι κι αλλιώς «γράφει» στο πανί της ζωής, τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά την εισβολή στο χαρτί αυτού του «επικίνδυνου συμπληρώματος» -που ο Ρουσσώ το αποκαλεί και «ολέθριο πλεονέκτημα»-, επικίνδυνου όπως κάθε τι που αποπλανά και παραπλανά; Όταν ο αυτοβιογραφούμενος γράφει, αποπλανά και παραπλανά εμάς και τον εαυτό του. Γράφει κάτι άλλο απ' αυτό που θα ήθελε να γράψει, με συνέπεια ο αναγνώστης να διαβάζει κάτι άλλο απ' αυτό που θα ήθελε να διαβάσει και να αναδιπλασιάζει το κείμενο, υπερβαίνοντάς το προς ένα σημαινόμενο εκτός κειμένου. Υποστηρίζω ότι το σημαινόμενο αυτό είναι ο θάνατος, οπότε η αυτοβιογραφία καθίσταται επικήδειος του εαυτού εν ζωή. Μια αλλο-θανατο-γραφία κατά την οποία «γράφω» σημαίνει ότι παράγω ένα στίγμα που θα αποτελέσει το σήμα της μελλοντικής εξαφάνισής μου.
Επομένως, εάν η έννοια της αυτοβιογραφίας προϋποθέτει τον θάνατο του συγγραφέα, κατά βάθος προϋποθέτει και τον θάνατο ή την απουσία του αναγνώστη, διαμορφώνοντας και για τους δύο μια ζωή πέραν της ζωής ή παραπάνω από τη ζωή, μιαν επιζωή, όπου οι επιζώντες δεν είναι απλώς αυτοί που απέμειναν, αλλά αυτοί που ζουν εντονότερα τη ζωή. Τότε, η ζωή δεν είναι εξωτερική προς τον θάνατο ούτε ο θάνατος προς τη ζωή, αλλά «σε τούτη τη μη συμπλεκτική, μη αντιπαραθετική, μη διαζευκτική σχέση τον δεσπόζοντα τόνο τον δίνει η οικονομία του θανάτου» (Βαγγέλης Μπιτσώρης, Ζακ Ντεριντά. Ζωή, θάνατος, επιβίωση, Αθήνα, Νεφέλη, 2006, σ. 20), η οποία πουθενά αλλού δεν λειτουργεί καλύτερα όσο στη γραφή ως «διαχώρηση», ως γίγνεσθαι-απών του υποκειμένου. Παραδόξως, αυτή η οικονομία του θανάτου είναι περισσότερο επιβεβαίωση της ζωής παρά μελέτη θανάτου - ή, κατά τον Ανδρέα Εμπειρίκο, είναι το ένα μέσα στο άλλο.
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Διαβάζω: «Ονειρεύτηκα πως έγραψα». Και έγραψα όχι για τον φιλόλογο, αλλά για τον φίλο ο οποίος διαβάζοντας σχετίζεται μαζί μου, με την ιδιότητα εκείνη των ποιητών που ο Ντερριντά αποκαλεί «ύφος της ακυρολεξίας», εκεί στον Νότο της γλώσσας, όπου οι παθιασμένοι άνθρωποι εμπλεκόμαστε με τη μεταφορά και, παρ' όλα αυτά, κυριολεκτούμε.
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Μήπως, όμως, ο νεαρός νεκρός του εναρκτήριου ονείρου είναι ο ζωντανός που, όχι με μια «γρήγορη αρρώστια», αλλά με τη βραδεία αρρώστια του γήρατος, επιζεί έχοντας ξεκαθαρίσει μια κι έξω -αντίθετα με τον νεαρό νεκρό του ονείρου, που δεν πρόφτασε να το κάνει- τη σχέση του με τον κόσμο που αγάπησε; «Ετσι νόμιζε», λέει για τον νεαρό ο Κούνδουρος.
«Είμαι ακόμα σε κάποια αρχή ή στο τέλος του ταξιδιού μου; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα». Στη σπαρακτική αυτή κατακλείδα του βιβλίου αντιτείνω -για να δοκιμάσω τη φωνή μου- τα παρακάτω:
Ησουν πάντοτε στην αρχή, Νίκο, όπως ήσουν και στο τέλος. Και έφτιαξες, και με τούτο το συναξάρι, μια δική σου ιστορία, που είναι δική μας και τη συνεχίζουμε. Δεν καταφεύγεις στα εύκολα. Εύκολα τα φαντάσματα; Τα κόκαλα της Αλίκης, της μάνας του Μάνου; Η νεκρολογία του Ρούσσου; Το γράμμα του Μάνου; Το χάρτινο κουτί με τα σκόρπια κομμάτια της ζωής σου; Τα σπαράγματα; Τα σπασμένα κτερίσματα με τον κωδικό αριθμό σε άσπρο χαρτάκι; Το άσπρο καρτελάκι στο δάχτυλο του νεκρού στο νεκροτομείο; Το αρχείο; Η οικονομία ανάμεσα στην ενόρμηση θανάτου και την αρχή της ηδονής; Το Μπορντέλο του Αδη; Τον έρωτα, ωστόσο, που λείπει από τούτα τα χαρτιά, χωρίς να λείπει, και που δεν χρειάζεται να τον φυλάξεις μόνο για σένα, τη μυστική εκείνη αγιοσύνη που ορίζει το σμίξιμο του αρσενικού και του θηλυκού, σε μια μυστική συμφωνία που έτσι ορίστηκε να είναι μυστική, αυτόν, γιατί δεν τον μακαρίζεις;
Με την αναγνωστική αυτή χειρονομία μου, ό,τι ανακόπτεται δεν είναι το θεωρητικό σχόλιο, αλλά εκείνη η θεωρία στην οποία παραδόθηκε η ποίησή μου - δηλαδή εκείνη η θεωρία που μίλησε εν ονόματι της ποιήσεως, παρασύροντας την ποίηση στη δούλεψή της: η αποδόμηση. Της ξέφυγα και βιογραφούμαι κι εγώ. Αυτοβιογραφούμαι μ' εκείνο το εναρκτήριο κείμενο που εκδόθηκε στον Ικαρο, το 1979, με τίτλο Το έργο ανεβάζεται σ' ολόκληρη την πόλη, και που άνοιξε τον δρόμο για την ποίησή μου.
«Πώς μπορεί, όμως, να βασίζεται κανείς σ' αυτό που αποδομεί»; Την απάντηση έχει δώσει προ πολλών ετών στον Ζ.-Π. Σαρτρ ο Κ. Λεβί-Στρως: «Η Ιστορία οδηγεί παντού, φτάνει κανείς να βγαίνει από αυτήν». 
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ