Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

40 βουρδουλιές για ένα παντελόνι


«Προκαλώ τους μουσουλμάνους να μου δείξουν ένα θρησκευτικό κείμενο που απαγορεύει να φορούν οι γυναίκες παντελόνια ή να λέει πως πρέπει να καλύπτονται με μαντίλα» Με το παντελόνι της κατάφερε να στρέψει την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στο Σουδάν. Η Λούμπνα Αχμάντ Αλ-Χουσεΐν, Σουδανή δημοσιογράφος σε προοδευτική εφημερίδα του Χαρτούμ, αλλά και υπάλληλος του ΟΗΕ, συνελήφθη τον περασμένο Αύγουστο μαζί με άλλες δεκατρείς γυναίκες, έπειτα από ένα γεύμα τους σε εστιατόριο, μόνο και μόνο επειδή φορούσε παντελόνι. Η κατηγορία που της απαγγέλθηκε ήταν προσβολή δημοσίας αιδούς βάσει του άρθρου 152 του ποινικού κώδικα του 1991, το οποίο αναφέρεται σε ενδύματα «που θα μπορούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση». Υποκειμενική ωστόσο έννοια, όπου κάθε αστυνομικός μπορεί να ερμηνεύσει κατά το δοκούν.
   Αποτέλεσμα αυτής της δυσάρεστης εμπειρίας για τη Λούμπνα ήταν, εκτός της αφύπνισης για τα δικαιώματα των γυναικών στο Σουδάν, οι οποίες υφίστανται και το βασανιστήριο της κλειτοριδεκτομής, η συγγραφή του βιβλίου «Σαράντα ραβδισμοί για ένα παντελόνι», τίτλος εμπνευσμένος από την ποινή στην οποία καταδικάστηκε και που ωστόσο δεν της επιβλήθηκε, καθώς συνάδελφοί της δημοσιογράφοι πλήρωσαν το πρόστιμο στο οποίο αντιστοιχούσε η ποινή, γύρω στα 280 ευρώ, χωρίς η ίδια να το γνωρίζει.
Αυτές τις ημέρες βρίσκεται στο Παρίσι -ντυμένη με παντελόνια- και δίνει συνεντεύξεις στα ΜΜΕ με αφορμή την έκδοση του βιβλίου της. Εκεί έγινε δεκτή από τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών, ενώ πριν από την επίσκεψή της στη γαλλική πρωτεύουσα, περνώντας από το Κάιρο, τιμήθηκε με δύο βραβεία από ΜΚΟ για τα δικαιώματα των γυναικών.
Σε συνεντεύξεις στις εφημερίδες «Λε Μοντ» και «Λε Φιγκαρό», η Λούμπνα μιλά για τη  χώρα της, τις συνθήκες διαβίωσης, τη δημοσιογραφία και φυσικά την εμπειρία της από την υπόθεση του παντελονιού.
«Ούτε ο Αλλάχ ούτε η Αμερική ούτε ολόκληρος ο κόσμος μπορεί να μας βοηθήσουν να αλλάξουμε, αν δεν έχουμε τη θέληση να το κάνουμε εμείς οι ίδιοι», λέει η Λούμπνα, η οποία ισχυρίζεται πως δεν την ενδιαφέρει η πολιτική, παρά μόνο η αλλαγή της κοινωνίας, που είναι ένα όνειρο που της έχει γίνει πραγματική εμμονή. Στα εφτά της χρόνια υπέστη και αυτή όπως οι περισσότερες γυναίκες στη χώρα της το μαρτύριο της κλειτοριδεκτομής και παρατηρεί το εξής φαινόμενο: «Υπάρχει σήμερα ένα παράδοξο στη σουδανική κοινωνία: γυναίκες ταπεινής καταγωγής, με λιγότερα πνευματικά και οικονομικά εφόδια προσπαθούν να αντισταθούν στο έθιμο της κλειτοριδεκτομής, ενώ μορφωμένες γυναίκες εξακολουθούν να το στηρίζουν. Είναι ένα μυστήριο που δεν μπορώ να εξηγήσω. Αντιλαμβάνεται κανείς πως το να είναι κάποιος μορφωμένος δεν αρκεί για να αντιμετωπίσει σωστά αυτό το θέμα. Ωστόσο όταν έχεις πονέσει τόσο πολύ εσύ η ίδια κάποια στιγμή στην παιδική σου ηλικία πώς είναι δυνατόν να θέλεις να υποστεί τον ίδιο πόνο και η κόρη σου; Ενα κίνημα γυναικών στο Σουδάν αγωνίζεται κατά της κλειτοριδεκτομής και απαιτεί την κατάργησή της, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τώρα. Ομως υπάρχουν και άλλα κινήματα που μάχονται για τη διατήρησή του».
Το πρόβλημά της δεν είναι να αντιταχθεί στη θρησκεία, αλλά σε μια συγκεκριμένη πολιτική: «Προκαλώ τους μουσουλμάνους να μου δείξουν ένα θρησκευτικό κείμενο που απαγορεύει να φορούν οι γυναίκες παντελόνια ή να λέει πως πρέπει να καλύπτονται με μαντίλα». Το παντελόνι απαγορεύτηκε στο Σουδάν με το πραξικόπημα το 1989 από μια μειονότητα που προσδιορίζεται ως «αραβική». Η Λούμπνα το θύμισε στον αστυνομικό που την ανέκρινε: «Φίλε μου, ίσως ήσουν εδώ και πριν από το 1989. Οι γυναίκες συνάδελφοί σου φορούσαν τα ίδια παντελόνια με τα δικά σου...». Ωστόσο, χάρη στο μακρύ πέπλο που φορούσε κατάφερε να φύγει από τη χώρα μετά την περιπέτειά της, αφού οι Αρχές τής είχαν απαγορεύσει την έξοδο από τη χώρα, και βέβαια με κάποια επί πλέον βοήθεια από ομοϊδεάτες: «Δεν μπορώ να πω πότε ακριβώς έφυγα από τη χώρα μου, γιατί έτσι θα μπορούσαν να εντοπιστούν όσοι με βοήθησαν εντός και εκτός αεροδρομίου». Στο Σουδάν δεν υποστηρίζουν όλοι την εξτρεμιστική στάση της κυβέρνησης. «Το προεδρικό κόμμα και ο πρόεδρος Μπεσίρ με καταδιώκουν, ενώ το κόμμα της αντιπολίτευσης με υποστηρίζει».
Γεννημένη σε μια οικογένεια εμπόρων και εργολάβων, «ένα χαρούμενο μίγμα φυλών και χρωμάτων, Μαύρων και Αράβων», αραβόφωνη όπως η πλειονότητα των Σουδανών, στιγματισμένη στην παιδική της ηλικία από τις εντυπωσιακές γιορτές των σούφι, τη μυστικιστική τάση του Ισλάμ, η δημοσιογράφος ειρωνεύεται τους ισχυρισμούς της ομάδας που βρίσκεται στην εξουσία, η οποία δηλώνει αμιγώς «αραβική». Από τη στήλη της στην εφημερίδα «Αλ Σαχάφα» παίρνει θέση κατά του πολέμου στο Νταρφούρ, ο οποίος παρουσιάζεται από την κυβέρνηση σαν μια σύγκρουση μεταξύ «Μαύρων» και «Αράβων».
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά σε ό,τι αφορά τη σύλληψη της Σουδανής δημοσιογράφου λόγω προσβολής της δημοσίας αιδούς. Να τι λέει για το θέμα του παντελονιού, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου για το αν ήταν η πρώτη φορά που φορούσε παντελόνι:
«Η γκαρνταρόμπα μου περιλαμβάνει πολλά είδη: παντελόνια, φορέματα, παραδοσιακές φορεσιές... Δεν περιορίζομαι από τον έναν ή τον άλλο τύπο ενδυμασίας. Ομως στο Σουδάν, στο πανεπιστήμιο και σε όλα τα δημόσια ιδρύματα απαγορεύεται να φοράς παντελόνι. Απαγορεύεται και στην αγορά ή σε εστιατόρια. Συνήθως χρησιμοποιώ το αυτοκίνητό μου για τις μετακινήσεις μου - οι γυναίκες από παλιά είχαν το δικαίωμα να οδηγούν, αφού όταν το αυτοκίνητο εμφανίστηκε στο Σουδάν η χώρα ήταν υπό βρετανική διακυβέρνηση- επομένως είτε φορούσα παντελόνι είτε όχι, δεν φαινόταν. Το παράδοξο είναι πως κάποια μουσουλμανικά κράτη, αντίθετα, επιβάλλουν στις γυναίκες να φορούν παντελόνι ώστε να καλύπτεται το κάτω μέρος του σώματός τους. Ομως, διαβάζοντας το Κοράνι δεν υπάρχει κάτι πάνω σε αυτό το θέμα, επομένως οι ερμηνείες είναι διάφορες. Αυτό που λένε όλες οι θρησκείες είναι πως πρέπει να ντυνόμαστε ευπρεπώς, άντρες και γυναίκες.
Τελικά αποφύγατε τη μαστίγωση, η οποία μετατράπηκε σε κάποιο χρηματικό πρόστιμο, χάρη στη συμπαράσταση ορισμένων προσώπων κύρους;
«Οχι, γιατί ο δικαστής άκουσε μόνο τους μάρτυρες κατηγορίας και αρνήθηκε να ακούσει τους μάρτυρες υπεράσπισης. Ημασταν δεκατρείς γυναίκες που συνελήφθησαν την ίδια στιγμή, στο ίδιο σημείο και δικάστηκαν την ίδια χρονική στιγμή. Ολες οι άλλες καταδικάστηκαν σε μαστιγώσεις αλλά εγώ τη γλίτωσα, προφανώς επειδή είμαι κάπως γνωστή και έξω από τη χώρα μου. Θεωρώ σκανδαλώδη αυτή τη συμπεριφορά, γιατί όχι μόνο εδώ υπάρχει αδικία, αλλά και παραβίαση του νόμου, δηλαδή μια επιβεβαίωση πως δεν υπάρχει ισονομία. Αρνήθηκα λοιπόν να έχω μια ιδιαίτερη μεταχείριση, αλλά ο δικαστής δεν θέλησε να αναθεωρήσει την απόφασή του. Ετσι αρνήθηκα να πληρώσω το πρόστιμο προκειμένου να αποφύγω τη φυλάκιση. Πριν ακόμη από τη δίκη μου, ο πρόεδρος του Σωματείου των Σουδανών Δημοσιογράφων μού πρότεινε να δεσμευτώ γραπτώς πως δεν θα ξαναφορέσω παντελόνια προκειμένου να αποφύγω την ποινή. Αρνήθηκα. Στο μεταξύ έμαθα από τον Τύπο πως ο πρόεδρος της χώρας μού χορήγησε αμνηστία, την οποία και αυτήν την αρνήθηκα. Ενδεχομένως να την είχα δεχτεί αν αυτό μπορούσε να αποτελέσει ένα πρώτο βήμα για να αλλάξει ο νόμος, αλλά δεν υπήρχε τέτοια περίπτωση. Δεν ήθελα η δική μου περίπτωση να γίνει μια προσωπική υπόθεση και μια εξαίρεση στον κανόνα, για να με κάνουν να σωπάσω, ενώ χιλιάδες Σουδανές να καταδικάζονται σε μαστιγώσεις. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την ασυλία την οποία απολαμβάνω ως υπάλληλος των Ηνωμένων Εθνών, αλλά ήθελα, αντίθετα με αυτό που επιθυμούσαν οι Αρχές, να αντιμετωπιστώ όπως όλος ο κόσμος, να φτάσω στα άκρα της διαδικασίας.
Πώς σας συμπεριφέρθηκαν στη φυλακή;
«Στην αρχή, όπως σε όλους. Εψαξαν τα πράγματά μου, πήραν το κινητό μου κ.λπ. Παρ' όλα αυτά και ενώ ήμουν μέσα στη φυλακή, έδωσα κάποιες συνεντεύξεις στον Τύπο. Οι φύλακες είχαν εκπλαγεί. Τους είπα πως η τεχνολογία επιτρέπει πια να γίνονται διάφορα πράγματα, αλλά δεν τους αποκάλυψα με ποιο τρόπο έδρασα και δεν θέλω να δημοσιοποιήσω τι συνέβη γιατί μπορεί να ξαναχρειαστεί στο μέλλον να προσφύγω στα ίδια μέσα. Η παρουσία μου στη φυλακή τούς ενοχλούσε γιατί γνώριζαν πως θα ήθελα να συγκεντρώσω υλικό από τις αφηγήσεις των άλλων κρατούμενων γυναικών. Γι' αυτό με άφησαν να φύγω έπειτα από μια νύχτα στη φυλακή. Ωστόσο δεν πλήρωσα το πρόστιμο. Εμαθα εκ των υστέρων ότι το ποσό καταβλήθηκε από το Σωματείο των Δημοσιογράφων, προσκείμενο στον Σουδανό πρόεδρο, και αποδοκίμασα την πράξη τους». *

Λογόκριναν ακόμα και συνταγή μαγειρικής... 

Η Λούμπνα έκανε σπουδές Αγρονομίας μόνο και μόνο επειδή σε αυτή τη σχολή είχε θέσεις για να παρακολουθήσει μαθήματα. Ωστόσο, από μικρή τής άρεσε να γράφει και η δημοσιογραφία την έλκυε, χωρίς ωστόσο να πιστεύει ότι κάποτε θα κατόρθωνε να ασκήσει αυτό το επάγγελμα. Στην αρχή της δημοσιογραφικής καριέρας της υπήρχε στη χώρα μια κάποια ελευθερία, αλλά σύντομα η λογοκρισία εξαπλώθηκε σε όλον τον Τύπο. Στο βιβλίο της αφηγείται πως εκτός εαυτού μια μέρα αντέγραψε στη στήλη της μια συνταγή μαγειρικής, αλλά ακόμη και αυτό το κείμενο λογοκρίθηκε....

«Οι δημοσιογράφοι είχαν την τάση να αυτολογοκρίνονται. Εγώ προσπάθησα να μην το κάνω. Μεταξύ 1989 και 1998, ο Αλ- Μπασίρ κυβέρνησε χωρίς Σύνταγμα, γεγονός που φαίνεται αδιανόητο σε έναν Δυτικό. Στο πλαίσιο του νέου Συντάγματος, η κυβέρνηση προσπάθησε να αποδείξει πως υπήρχε ένας χώρος ελευθερίας στη χώρα. Ωστόσο σε αυτήν την υποτιθέμενη περίοδο ελευθερίας στη χώρα, η κυβέρνηση έκλεισε μια εφημερίδα. Ολα επομένως ήταν παροδικά και κυρίως ουτοπικά. Και η λογοκρισία εγκαταστάθηκε για τα καλά. Πράκτορες ασφαλείας του κράτους έρχονταν στην εφημερίδα κάθε βράδυ, γύρω στις 6 μ.μ., διάβαζαν τα άρθρα και πετούσαν ό,τι θεωρούσαν ακατάλληλο για τους αναγνώστες. Για κάποιο διάστημα σταμάτησαν να έρχονται, αλλά από το 2006 και μετά έρχονται σχεδόν καθημερινά. Προσπαθούμε φυσικά να τους παρακάμψουμε και γι' αυτό έφτασα στο σημείο να γράψω αυτή τη συνταγή μαγειρικής, αλλά ως καλοί γραφειοκράτες βρήκαν τρόπο να παρέμβουν στο κείμενό μου».
Στο βιβλίο της αναφέρεται και σε άλλες καταστάσεις που βιώνουν οι γυναίκες στο Σουδάν. Η ίδια, χήρα σε νεαρή ηλικία, ένιωσε αυτό που όπως λέει ισχύει στη χώρα της: να αντιμετωπίζονται οι χήρες σαν εγκληματίες...
«Ιδού ακόμη μια πρακτική που αδίκως αποδίδουν στη θρησκεία. Οι χήρες υποχρεώνονται να μένουν έγκλειστες στο σπίτι τους κατά τη διάρκεια της περιόδου του πένθους. Δεν μπορούν ούτε καν να μετακινηθούν μέσα στο σπίτι. Πρέπει να μένουν στο κρεβάτι και να μη σηκώνονται παρά μόνο για να πάνε στην τουαλέτα ή να προσευχηθούν. Είμαι μουσουλμάνα, αλλά αρνούμαι αυτούς τους αρχαϊσμούς, που δεν έχουν να κάνουν τίποτε με το Ισλάμ. Οπως και η μαντίλα. Πάντα επαναλαμβάνω πως στη Μέκκα οι γυναίκες δεν πρέπει να έχουν σκεπασμένο το κεφάλι τους. Πώς λοιπόν επιβάλλεται αλλού;
Είναι επικίνδυνο σήμερα να επιστρέψει στο Σουδάν;
«Είχα δεχτεί απειλές πριν ακόμη φύγω από τη χώρα μου, ακόμη και πριν από τη δίκη. Ωστόσο, θέλω να ξαναγυρίσω στην πατρίδα μου, αλλά πρέπει να πάρω σοβαρά υπόψη μου αυτές τις απειλές. Ενας συνάδελφός μου δημοσιογράφος που τις αγνόησε, δολοφονήθηκε».
Προς το παρόν, η Λούμπνα έχει τουλάχιστον κερδίσει κάτι. Οι οικογένειες των γυναικών που καταδικάστηκαν σε μαστίγωμα δέχονται από παντού μηνύματα αλληλεγγύης και έπαψαν να ντρέπονται. Η ίδια η Λούμπνα, θυμίζοντας την Σιμόν ντε Μποβουάρ, λέει: «Την ημέρα που οι γυναίκες θα έχουν αποκτήσει την οικονομική τους ανεξαρτησία, θα τους είναι πιο εύκολο να εγκαταλείψουν τη συζυγική τους εστία και ό,τι τους καταπιέζει»
Πηγή:  Εφημερίιδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: