Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

Μια αποδομητική ανάγνωση


Νίκος Κούνδουρος

Νίκος Κούνδουρος, "Ονειρεύτηκα πως πέθανα",Εκδόσεις Ικαρος, σ. 206 

Στο Μουσείο Μπενάκη, στις 23 Σεπτεμβρίου 2009, σ' ένα πάνελ (Ζουράρις, Γιανναράς, Βέλτσος) που παρέπεμπε στο «λυκόφως των ειδώλων» (από την αρχαιότητα έως τη νεο-ορθοδοξία - και πέραν), με την τόλμη που ο Μάνος Χατζιδάκις, στην ιστορική ομιλία του '49, καταξίωσε το ρεμπέτικο, καταξίωσα κι εγώ την αποδόμηση (το «πέραν»), μιλώντας για την αυτοβιογραφία του Κούνδουρου (Ικαρος, 2009), ενώπιον ενός «ιστορικού» ακροατηρίου, ανάμεσα σε σπασμένα αγάλματα και το περιπλανώμενο πνεύμα του στρατηγού Μακρυγιάννη.
Γιατί να μην υποστηρίξω ότι μέσα στην αυτοβιογραφία του Νίκου Κούνδουρου, στα ειπωμένα και στα μη ειπωμένα, βασιλεύει η παρακαταθήκη της καταγωγής; Και γιατί να χρειαστεί να αναζητήσω αλλού, και όχι μέσα στο ίδιο το κείμενο, στις λέξεις ως γραφές αλλά και ως διαγραφές του νοήματος, όλα όσα έχουν συμβεί στην πολυτάραχη ζωή του;
Επικίνδυνη, πράγματι, δοκιμασία για τον αναγνώστη, να υποστηρίζει ότι «δεν υπάρχει το εκτός κειμένου» και, συγχρόνως, να μη δέχεται ότι δεν υπάρχει τίποτα έξω από το κείμενο, διότι το κείμενο υποδεικνύει το αδιανόητο και συνάμα το υποχρεωτικό: τον «εκ-κειμενισμό» του νοήματος, δηλαδή την αναγωγή του νοήματος (των βιωμάτων) σε κειμενικά ίχνη, εξαιτίας των οποίων, με έναν τρόπο πρωθύστερο, τα βιώματα είναι βιώματα και η Ιστορία -ή η αυτοβιογραφία- ελέγχεται από ερωτήματα, όπως «πώς γράφουμε» (την Ιστορία, την αυτοβιογραφία), «τι επιλέγουμε να πούμε» και «σε τι ανάγνωση οφείλουμε να αποβλέπουμε» - αν όχι «σε μιαν ορισμένη, αθέατη για τον συγγραφέα σχέση ανάμεσα σε ό,τι κατευθύνει και σε ό,τι δεν κατευθύνει τα σχήματα της γλώσσας την οποία χρησιμοποιεί» (Ζακ Ντεριντά, Περί γραμματολογίας, Αθήνα, Γνώση, 1990, σ. 273).
Και παρότι δεν μπορούμε να υπερβούμε το κείμενο, να το τραβήξουμε προς ένα σημαινόμενο εκτός κειμένου, που υποτίθεται ότι βρίσκεται εκτός γλώσσας και εκτός γραφής (το βίωμα, ο θάνατος), την ίδια στιγμή, απ' όπου κι αν είμαστε, το «εκτός κειμένου» είναι πάλι η γραφή, το άλλο όνομα της συγκρότησης των υποκειμένων, η είσοδος στο εσωτερικό αυτού του άλλου, αλλά και η έξοδος απ' αυτό· του άλλου ή -όπως το αποκάλεσα στο κείμενό μου για τον Αρανίτση στη Βιβλιοθήκη της 31ης Ιουλίου 2009- αυτού που είναι μη παριστώμενο και, εντούτοις, ζητά να παρασταθεί, του αχρονολόγητου, που όμως, με την ημερομηνία του παρόντος, εγγράφεται στην Ιστορία και χρονολογείται. Μιλώ για μιαν «αρχι-γραφή» που αποτελεί προϋπόθεση της ομιλίας, διπλή γραφή που αντιστρέφει τις αντιθέσεις, οδηγώντας ομολογουμένως σε επικίνδυνες διευρύνσεις, συχνά χωρίς γνωστική αξία, όχι όμως και χωρίς ηθική προαίρεση. Αναγνωρίζω τον κίνδυνο της αποτυχίας μιας τέτοιας «ανάγνωσης», αλλά πρέπει κι εγώ να την επιτελέσω ξανά κατά τη δική μου ανάγνωση, αποδεικνύοντας πως, εάν έχουν νόημα οι βιβλιοπαρουσιάσεις, τούτο συμβαίνει διότι δεν είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε αν επιτυγχάνουν ή αποτυγχάνουν.
Μιλώ για τη γραφή ως χώρο καταγωγικό, ως καταγωγικό συμπλήρωμα, αν με την παράλογη αυτή έκφραση μπορούμε να αποτολμήσουμε την εξαγγελία -όσο αδιανόητη κι αν φαίνεται μέσα στο πλαίσιο της λογικής- της πρωτοκαθεδρίας της γραφής έναντι της ζωής, της γραφής ως έξεργου στα έργα του βίου· έξεργου, όμως, που ακόμα δεν υπάρχει, όπως γράφει ο Ντεριντά, κλείνοντας το δικό του έξεργο, στο Περί γραμματολογίας (σ. 17): «Γι' αυτόν τον επερχόμενο κόσμο και για κείνον που θα του κλονίσει τις σημειολογικές αξίες, την ομιλία και τη γραφή, για κείνον που καθοδηγεί εδώ τον τετελεσμένο μέλλοντά μας, δεν υπάρχει ακόμα έξεργο».
Δεν είναι τυχαίο πως ένα από τα μότο του Ντεριντά στο Περί γραμματολογίας είναι η φράση του Νίτσε: «Σωκράτης, αυτός που δεν γράφει». Το βιβλίο του Κούνδουρου, όπως μας ειδοποιεί στο έξεργο η Αννα Βοργία, που χρεώθηκε να καταγράψει τη ζωή του, είναι ένα βιβλίο που δεν έγραψε αυτός, αλλά που ωστόσο το «έγραψε», διότι η γραφή προϋπήρχε της εντολής του Ικαρου προς τη Βοργία και της εσκεμμένης «αγραμματοσύνης» του Κούνδουρου.
Ο Κούνδουρος έγραψε όπως γράφει ο Σωκράτης καθ' υπαγόρευση του Πλάτωνα, στην περίφημη κάρτα της Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης, υποδεικνύοντας μιαν ανατρέψιμη σειρά, όπου αρχίζουμε «να μην καταλαβαίνουμε πια τι σημαίνει έρχομαι, προηγούμαι, έπομαι, προειδοποιώ, επανέρχομαι, τι σημαίνει η διαφορά των γενεών, καθώς και κληρονομώ, γράφω τη διαθήκη μου, υπαγορεύω, ομιλώ, γράφω καθ' υπαγόρευση κ.λπ....» (Jacques Derrida, La Carte postale, Παρίσι, Flammarion, 1980, σ. 26).
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Ονειρεύτηκε ποιος; Ο Κούνδουρος; Το αγόρι που είναι ο Κούνδουρος μέσα στο όνειρο της πρώτης σελίδας; Τι είναι το όνειρο εκτός από «άρρωστο πράγμα»; Το όνειρο -από τη μια, ικανό να γεννήσει παραλογισμούς που ξεπερνούν την τρέλα και, από την άλλη, οικείο και προσιτό- συνιστά άραγε μιαν εμπειρία λιγότερο επώδυνη από την εμπειρία της τρέλας; Ή μήπως ο κοιμώμενος που ονειρεύεται είναι πιο τρελός απ' τον τρελό;
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Σαν να λέει ο Κούνδουρος: «Το ονειρεύτηκα μόνο και μόνο γιατί είμαι τρελός και πιστεύω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ». Ή σαν να λέει: «Το σώμα του σώματός μου είναι καταδικασμένο σε θάνατο, αλλά η δύναμη της τέχνης μου δεν πεθαίνει ποτέ». Ή: «Σώμα θνητό - έργο αθάνατο». Ή πάλι: «Ενώπιον του θανάτου ο δημιουργός είναι αθάνατος. Όπως το φροϋδικό ασυνείδητο, δεν τον αναγνωρίζει». Ή έστω: «Εάν θα έπρεπε να εικοτολογήσουμε περί του πέραν της αρχής της ηδονής, δεν θα μπορούσαμε να εκφέρουμε το δίπολο ζωή-θάνατος παρά μονολεκτικά: ζωηθάνατος, αποφαινόμενοι γι' αυτό το πέραν μέσω μιας άλλης εικοτολογίας. Δι' αυτής της μετέωρης διακύμανσης, πάντα προσωρινής και πάντα ήδη εικοτολογικής, δεν μας μένει τίποτε άλλο απ' το να γράψουμε».
Το «Ονειρεύτηκα πως πέθανα» δείχνει το τελευταίο εμπόδιο προ της διαφάνειας του εξομολογείσθαι. Είναι αυτό που επιτρέπει την εξομολόγηση και, συγχρόνως, την εμποδίζει: η γραφή. Και τούτο, παρότι η προσδοκία του γράφοντος διαψεύδεται και ο γράφων, «παίρνοντας τον αντίθετο δρόμο, αποδέχεται -και προκαλεί- το εμπόδιο, το οποίο του επιτρέπει να αναδιπλωθεί μέσα στην παθητική παραίτηση και στη βεβαιότητα για την αθωότητά του» (Jean Starobinski, Ζαν-Ζακ Ρουσώ. Η διαφάνεια και το εμπόδιο, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2005, σ. 10).
Ε, λοιπόν, το τελευταίο εμπόδιο του Κούνδουρου -ή έστω το πρώτο- είναι η γραφή. Ομως, η γραφή, για κάποιον που έτσι κι αλλιώς «γράφει» στο πανί της ζωής, τι άλλο μπορεί να σημαίνει παρά την εισβολή στο χαρτί αυτού του «επικίνδυνου συμπληρώματος» -που ο Ρουσσώ το αποκαλεί και «ολέθριο πλεονέκτημα»-, επικίνδυνου όπως κάθε τι που αποπλανά και παραπλανά; Όταν ο αυτοβιογραφούμενος γράφει, αποπλανά και παραπλανά εμάς και τον εαυτό του. Γράφει κάτι άλλο απ' αυτό που θα ήθελε να γράψει, με συνέπεια ο αναγνώστης να διαβάζει κάτι άλλο απ' αυτό που θα ήθελε να διαβάσει και να αναδιπλασιάζει το κείμενο, υπερβαίνοντάς το προς ένα σημαινόμενο εκτός κειμένου. Υποστηρίζω ότι το σημαινόμενο αυτό είναι ο θάνατος, οπότε η αυτοβιογραφία καθίσταται επικήδειος του εαυτού εν ζωή. Μια αλλο-θανατο-γραφία κατά την οποία «γράφω» σημαίνει ότι παράγω ένα στίγμα που θα αποτελέσει το σήμα της μελλοντικής εξαφάνισής μου.
Επομένως, εάν η έννοια της αυτοβιογραφίας προϋποθέτει τον θάνατο του συγγραφέα, κατά βάθος προϋποθέτει και τον θάνατο ή την απουσία του αναγνώστη, διαμορφώνοντας και για τους δύο μια ζωή πέραν της ζωής ή παραπάνω από τη ζωή, μιαν επιζωή, όπου οι επιζώντες δεν είναι απλώς αυτοί που απέμειναν, αλλά αυτοί που ζουν εντονότερα τη ζωή. Τότε, η ζωή δεν είναι εξωτερική προς τον θάνατο ούτε ο θάνατος προς τη ζωή, αλλά «σε τούτη τη μη συμπλεκτική, μη αντιπαραθετική, μη διαζευκτική σχέση τον δεσπόζοντα τόνο τον δίνει η οικονομία του θανάτου» (Βαγγέλης Μπιτσώρης, Ζακ Ντεριντά. Ζωή, θάνατος, επιβίωση, Αθήνα, Νεφέλη, 2006, σ. 20), η οποία πουθενά αλλού δεν λειτουργεί καλύτερα όσο στη γραφή ως «διαχώρηση», ως γίγνεσθαι-απών του υποκειμένου. Παραδόξως, αυτή η οικονομία του θανάτου είναι περισσότερο επιβεβαίωση της ζωής παρά μελέτη θανάτου - ή, κατά τον Ανδρέα Εμπειρίκο, είναι το ένα μέσα στο άλλο.
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Διαβάζω: «Ονειρεύτηκα πως έγραψα». Και έγραψα όχι για τον φιλόλογο, αλλά για τον φίλο ο οποίος διαβάζοντας σχετίζεται μαζί μου, με την ιδιότητα εκείνη των ποιητών που ο Ντερριντά αποκαλεί «ύφος της ακυρολεξίας», εκεί στον Νότο της γλώσσας, όπου οι παθιασμένοι άνθρωποι εμπλεκόμαστε με τη μεταφορά και, παρ' όλα αυτά, κυριολεκτούμε.
«Ονειρεύτηκα πως πέθανα». Μήπως, όμως, ο νεαρός νεκρός του εναρκτήριου ονείρου είναι ο ζωντανός που, όχι με μια «γρήγορη αρρώστια», αλλά με τη βραδεία αρρώστια του γήρατος, επιζεί έχοντας ξεκαθαρίσει μια κι έξω -αντίθετα με τον νεαρό νεκρό του ονείρου, που δεν πρόφτασε να το κάνει- τη σχέση του με τον κόσμο που αγάπησε; «Ετσι νόμιζε», λέει για τον νεαρό ο Κούνδουρος.
«Είμαι ακόμα σε κάποια αρχή ή στο τέλος του ταξιδιού μου; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα». Στη σπαρακτική αυτή κατακλείδα του βιβλίου αντιτείνω -για να δοκιμάσω τη φωνή μου- τα παρακάτω:
Ησουν πάντοτε στην αρχή, Νίκο, όπως ήσουν και στο τέλος. Και έφτιαξες, και με τούτο το συναξάρι, μια δική σου ιστορία, που είναι δική μας και τη συνεχίζουμε. Δεν καταφεύγεις στα εύκολα. Εύκολα τα φαντάσματα; Τα κόκαλα της Αλίκης, της μάνας του Μάνου; Η νεκρολογία του Ρούσσου; Το γράμμα του Μάνου; Το χάρτινο κουτί με τα σκόρπια κομμάτια της ζωής σου; Τα σπαράγματα; Τα σπασμένα κτερίσματα με τον κωδικό αριθμό σε άσπρο χαρτάκι; Το άσπρο καρτελάκι στο δάχτυλο του νεκρού στο νεκροτομείο; Το αρχείο; Η οικονομία ανάμεσα στην ενόρμηση θανάτου και την αρχή της ηδονής; Το Μπορντέλο του Αδη; Τον έρωτα, ωστόσο, που λείπει από τούτα τα χαρτιά, χωρίς να λείπει, και που δεν χρειάζεται να τον φυλάξεις μόνο για σένα, τη μυστική εκείνη αγιοσύνη που ορίζει το σμίξιμο του αρσενικού και του θηλυκού, σε μια μυστική συμφωνία που έτσι ορίστηκε να είναι μυστική, αυτόν, γιατί δεν τον μακαρίζεις;
Με την αναγνωστική αυτή χειρονομία μου, ό,τι ανακόπτεται δεν είναι το θεωρητικό σχόλιο, αλλά εκείνη η θεωρία στην οποία παραδόθηκε η ποίησή μου - δηλαδή εκείνη η θεωρία που μίλησε εν ονόματι της ποιήσεως, παρασύροντας την ποίηση στη δούλεψή της: η αποδόμηση. Της ξέφυγα και βιογραφούμαι κι εγώ. Αυτοβιογραφούμαι μ' εκείνο το εναρκτήριο κείμενο που εκδόθηκε στον Ικαρο, το 1979, με τίτλο Το έργο ανεβάζεται σ' ολόκληρη την πόλη, και που άνοιξε τον δρόμο για την ποίησή μου.
«Πώς μπορεί, όμως, να βασίζεται κανείς σ' αυτό που αποδομεί»; Την απάντηση έχει δώσει προ πολλών ετών στον Ζ.-Π. Σαρτρ ο Κ. Λεβί-Στρως: «Η Ιστορία οδηγεί παντού, φτάνει κανείς να βγαίνει από αυτήν». 
Πηγή: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: