Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ethnoscapes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ethnoscapes. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

Στην Παναφρικανική γιορτή της Αθήνας Μια Κυριακή γεμάτη χρώματα, χορούς και καλό, εξωτικό φαγητό

 Φωτό: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO
Από την ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ, Πηγή: www.lifo.gr

Ο ζεστός - σχεδόν καλοκαιρινός - καιρός της Κυριακής ήταν ιδανικός για βόλτες έξω και έτσι κάναμε μια στάση στον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων στο Θησείο για να παρακολουθήσουμε από κοντά το Παν-Αφρικανικό Φεστιβάλ που διεξαγόταν εκεί. Μια μικρή πολυ-πολιτισμική γιορτή που έγινε μεγάλη με την εντυπωσιακή προσέλευση του κόσμου.  Μπορούσες να δοκιμάσεις φαγητά από την Σενεγάλη, τη Νότιο Αφρική, την Μαδαγασκάρη, την Τανζανία, τον Αιθιοπικό καφέ και τα υπέροχα χρωματιστά ρύζια της Ζιμπάμπουε – ο πιο όμορφος πάγκος της ημέρας -  να σε βάψουν με τον αφρικανικό παραδοσιακό τρόπο και να δεις και να αγοράσεις πανέμορφα κοσμήματα και ρούχα με έντονους χρωματισμούς και σχέδια.   «Δεν είναι η πρώτη φορά που κάνουμε ένα παρόμοιο φεστιβάλ», μου λέει, ο Zouhri Abdrrahim,  ο πρόεδρος της Watoto Africa,  της ομάδας που βρίσκεται πίσω από την διοργάνωση του. Ο κ. Abdrrahim είναι από το Μαρόκο και βρίσκεται εδώ και 30 χρόνια στην Ελλάδα με την οικογένεια του.   «Το προηγούμενο ήταν ένα Carnival Festival για τις απόκριες που έγινε στις 14 Φεβρουαρίου. Δεν ήταν έξω αλλά στον μέσα χώρο, με τον ίδιο σύλλογο που μας φιλοξένησε με την καλοσύνη του και μας δίνουν τον χώρο. Ο στόχος του φεστιβάλ είναι να αναπτυχθεί μια καλή σχέση ανάμεσα στα Αφρικανικά παιδιά και τους Έλληνες. Να γνωρίσουν οι Έλληνες την κουλτούρα της Αφρικής, τα φαγητά της, τα ενδύματα της και τους χορούς της.   Δεν περίμενα τόσο κόσμο προσωπικά και μακάρι να συμβεί και τις επόμενες φορές κάτι ανάλογο σαν το σημερινό. Θα θέλαμε να γίνεται κάθε δυο μήνες. Η Watoto Africa έχει να κάνει με άτομα από διαφορετικές χώρες. Έχουμε κόσμο από την Νότιο Αφρική, από Σεϊχέλες, Μοζαμβίκη, Μαυρίκιο, Σενεγάλη, Τανζανία, Τυνησία, Μαρόκο, Καμερούν και ελπίζω να μην έχω ξεχάσει καμία επειδή είναι αρκετές χώρες που αντιπροσωπεύει. Θα θέλαμε ο κόσμος να μας γνωρίσει. Είμαστε μια νόμιμη οργάνωση από το 2013. Ακόμη δεν έχουμε χώρο δικό μας και κάνουμε τέτοια events για να μαζέψουμε κάποια χρήματα για να βρούμε μια στέγη αλλά και για να βρισκόμαστε σε επαφή και με τους Έλληνες».   Την ημέρα φυσικά έκλεψε ο χορός και τα κρουστά. Την αρχή έκανε η ομάδα Gadala με τον αιγυπτιακό χορό της κοιλιάς  ενώ αργότερα όλη η αυλή γέμισε χορευτές που προσπαθούσαν να μάθουν ένα παραδοσιακό Νοτιοαφρικάνικο χορό. Η βραδιά συνεχίστηκε παρά την ολιγόλεπτη βροχή χωρίς με τους πάγκους με τα φαγητά αλλά με την ίδια αστείρευτη διάθεση.   














































Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Από το 1952 γνώριζαν τι θα συμβεί στην Ελλάδα!

Το βιβλίο είναι δυναμίτης, αφού περιέχει μερικά από τα πιο πρωτοποριακά μοντέλα οικονομικής πρόβλεψης...
Διαβάσαμε ένα άρθρο και μας έκανε τεράστια εντύπωση.Το τελευταίο καιρό πολλοί ανακαλύπτουν τη διαχρονική γραφή ποιημάτων και άρθρων, όμως όταν έπεσε το συγκεκριμένο στην αντίληψή μας δε το πιστεύαμε το πόσο «μέσα» έπεσε στις προβλέψεις του ένας άνθρωπος ΤΟ 1952…
Κατά πάγια πολιτική μας θα εξακριβώσουμε την αλήθεια του κειμένου και τις επόμενες μέρες θα σας παρουσιάσουμε και που μπορείτε να βρείτε και εσείς οι ίδιοι το αναφερθέν βιβλίο… Διαβάστε:
Ήταν Γενάρης του 1952, όταν ο Ισίδωρος Πόσδαγλης ολοκλήρωνε το πόνημά του «Πατριωτική Οικονομική Πολιτική», ένα μικρό βιβλιαράκι που «κάποιοι» φρόντισαν να εξαφανιστεί. Αντίτυπά του μοιράζονταν από χέρι σε χέρι μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1980, περίπου τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη του έκδοση από τις οικονομικές εκδόσεις «Μπιστιρλή», το γνωστό στους μυημένους εξειδικευμένο εκδοτικό οίκο που από τις αρχές του αιώνα εξέδιδε τα πλέον προχωρημένα επιστημονικά συγγράμματα για λίγους και εκλεκτούς.
Ποιος ήταν ο Ισίδωρος Πόσδαγλης;
Γεννήθηκε στη Λαμία το 1907. Εντάχθηκε από πολύ νωρίς, ήδη από το 1922 στην ηλικία των 15 χρονών, στον «Όμιλο Ελεύθερης Σκέψης» κι άρχισε να διαμορφώνει την πατριωτική του οικονομική θεωρία.
Μετά, έφυγε για τη Σοβιετική Ένωση όπου σπούδασε οικονομικά στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας -το γνωστό μετονομασθέν σε Λομονόσοφ – και στη συνέχεια εργάστηκε μαζί με μερικά από τα πιο κορυφαία μυαλά της εποχής του σε ορισμένα από τα πιο προχωρημένα και άκρως απόρρητα οικονομικά προγράμματα της τότε Σοβιετίας.Το 1940 επιστρέφει στην Ελλάδα, εντάσσεται στην Αντίσταση και με το τέλος του πολέμου συλλαμβάνεται από τους Άγγλους και παραδίδεται στη Χωροφυλακή. Μένει φυλακισμένος, «ξεχασμένος» για χρόνια. Στο κρατητήριο ολοκληρώνει το βιβλίο «Πατριωτική Οικονομική Πολιτική» που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον εκδοτικό οίκο «Μπιστιρλή», ο οποίος και το εκδίδει.
Το βιβλίο είναι δυναμίτης, αφού περιέχει μερικά από τα πιο πρωτοποριακά μοντέλα οικονομικής πρόβλεψης που έχουν κατασκευαστεί ποτέ. Επιπλέον, προβάλλει το πατριωτικό μοντέλο της οικονομίας και προκαλεί πάταγο στους τότε διεθνείς οικονομικούς κύκλους και σε πρόσωπα που διαμόρφωναν τη διεθνή οικονομική πολιτική.
Αυτά για την ιστορία. Απλά να προσθέσουμε ότι αρκετοί Έλληνες που εργάζονται σε μεγάλους διεθνείς Οίκους – που σήμερα κάποιοι εξ΄αυτών των Οίκων μας ταλανίζουν – έχουν δει στις βιβλιοθήκες Διευθυνόντων Συμβούλων και άλλων κορυφαίων στελεχών το βιβλιαράκι του Ισίδωρου Πόσδαγλη. Του μεγάλου Αγωνιστή και Οικονομολόγου. Ίσως κάποια στιγμή αξίζει να ασχοληθούμε και να αναφέρουμε πολύ περισσότερα για ένα από τα μεγαλύτερα οικονομικά μυαλά που γέννησε αυτός ο τόπος.
Τι έγραφε στο βιβλίο του ο Πόσδαγλης και γιατί δεν θέλουν να το ξέρουμε;
Μερικές μόνο αναφορές από το βιβλίο του Πόσδαγλη – το οποίο θυμίζουμε γράφτηκε στα 1952 – είναι ικανές να ανατρέψουν, κυριολεκτικά να τινάξουν στον αέρα το σάπιο οικοδόμημα της αδιέξοδης οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται. Διαβάστε:
Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Εθνικό Χρέος και Εθνικό Έλλειμμα» σημειώνει ο Πόσδαγλης, στις σελίδα 17:
«Όταν τα δανεισμένα κεφάλαια του διεθνούς καπιταλισμού βρεθούν στο όριο της απόδοσής τους τότε ακολουθεί μια απομείωση του Εθνικού Χρέους, που επιβάλλουν δια της βίας. Τότε θα επικαλεστούν την ανάγκη πλέριας συμμετοχής όλων των δανειστών, εννοώντας μ΄ αυτά τα λόγια ότι πρέπει να πληρώσουν οι αποταμιεύσεις των εργατών, των αγροτών και του λαού. Κυλάνε έτσι το χρέος τους από το Κράτος που στέρεψε από απόδοση στο γόνιμο χωράφι του αγρότη για να πάρουν κι από εκεί κέρδη».
Και συνεχίζει ο Πόσδαγλης πιο κάτω, στη σελίδα 22 στο ίδιο κεφάλαιο:
«Όταν η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο θα φτιάσει το Νόμισμα για να απορροφήσει τα λαϊκά κεφάλαια, τότες θα στραφούν προς την Ελλάδα να της κόψουν το Χρέος που θα της έχουν φορτώσει, με σκοπό να τραβήξουν από τους εργαζόμενους και τους αγρότες ότι θα έχουν μαζέψει από το τέλος του Πολέμου και μετά».
Αν βρίσκετε εντυπωσιακό να προβλέψει κανείς το κοινό νόμισμα από ένα κρατητήριο στα 1952 περιμένετε να δείτε παρακάτω:
«Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία θα γίνουν στόχος του διεθνούς κεφαλαίου μόλις φτιάσουνε το Νόμισμα. Το άθροισμα των δικών τους χρεών – που με τέχνη και κόπο θα τους έχουν φορτώσει – θα ισορροπεί, θα αντιπροσωπεύει το Χρέος μιας ψευτο-ένωσης, ώστε να ισοφαρίζει τα κέρδη των Γερμανο-Γάλλων και των ιμπεριαλιστών συμμάχων τους.»
Σελίδα 24!
Αυτά γράφει ο Πόσδαγλης, με στοιχεία, αριθμούς και διαγράμματα, είπαμε από το 1952!
Στο τέταρτο κεφάλαιο «Τα Κόμματα» γράφει ο Πόσδαγλης στη σελίδα 121:
«Όταν ο λαός πρέπει να καθοδηγηθεί προς την απομείωση του Χρέους τότε χρειάζεται μια γενικής φύσης Κυβέρνηση (Σ.Σ.: Ο Πόσδαγλης μάλλον εννοεί μια Κυβέρνηση συνεργασίας), που θα αντιπαλεύει τα λαϊκά συμφέροντα σ’ όλο το πλάτος της ιδεολογικής αντιπάλης. Ο διεθνής παράγοντας του καπιταλισμού θα φροντίσει ώστε να μην υπάρχουν δυνατότητες άλλες απ΄αυτές που θα λέει η γενικής φύσης Κυβέρνηση».
Μήπως σας θυμίζει κάτι;
Γιατί όμως στην Ελλάδα; Τα εξηγεί όλα ο Πόσδαγλης:
«Αμερικανοί και Γερμανοί δεν μπορούν να ζήσουν πιο πέρα απ΄ το τέλος του αιώνα γιατί θαναι τόση η ανάγκη τους για κεφάλαια, όπως βλέπουμε ακριβώς στον πίνακα πιο πάνω, που θα πρέπει να βγάλουν τα πετρέλαια για τα οποία οι ίδιοι οι Γερμανοί ήρθαν να κάνουν Κατοχή στην Πατρίδα μας. Θα δείτε να ξαναβρίσκονται Σύμμαχοι, να συγκεντρώνουν και πάλι τις δυνάμεις τους και να ασχολούνται με το χάρτη που ξέρουν όλοι τους και τον έχουν κλεισμένο στα συρτάρια τους.Και οι ξένοι και οι ντόπιοι συνεργάτες τους».
Σε ποιο χάρτη αναφέρεται αυτός ο μεγάλος και ξεχασμένος αγωνιστής;…

Πηγή: "Ο Τύπος"  Εφημερίδα της Αττικής

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Τρεις μύθοι για την ψηφιακή δημοσιογραφία: Το Αφγανιστάν στο WikiLeaks

Η δημοσιοποίηση των ημερολογίων του αφγανικού πολέμου στο WikiLeaks(1), με άρθρα που δημοσιεύθηκαν στον «Guardian», τους «New York Times» και το «Spiegel» κατόπιν συμφωνίας με το WikiLeaks, έγινε είδηση σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η «Monde Diplomatique», σε συνεργασία με τις ιστοσελίδες Owni και Slate.fr, διέθεσε επίσης τα έγγραφα διαδικτυακά μέσω ενός ειδικού ιστότοπου. Εύλογα, οι συνέπειες ως προς το θέμα της ασφάλειας θα συζητούνται για χρόνια. Η αποκάλυψη περισσότερων από 90.000 εγγράφων ανοίγει, όμως, και τον δημόσιο διάλογο πάνω στην αυξανόμενη ισχύ της ψηφιακής δημοσιογραφίας και των κοινωνικών δικτύων(2). Πολλές από αυτές τις συζητήσεις έχουν τις ρίζες τους σε αυτό που αποκαλώ διαδικτυακούς ή ψηφιακούς μύθους -μύθους που πηγάζουν από ρομαντικές, ντετερμινιστικές αντιλήψεις περί τεχνολογίας.
Μύθος πρώτος: Η δύναμη των κοινωνικών δικτύων
Οι ειδικοί και οι σχολιαστές των ΜΜΕ συχνά ερωτώνται για το τι μας αποκαλύπτει η υπόθεση των WikiLeaks σχετικά με τη δύναμη των κοινωνικών δικτύων, και ιδιαιτέρως σχετικά με την ειδησεογραφική κάλυψη των πολέμων. Δεν υπάρχει κάτι λανθασμένο σε αυτή την ερώτηση, όμως καταδεικνύει σαφώς μια ανησυχητική τάση να τοποθετούνται όλες οι μορφές των κοινωνικών δικτύων (ιστολόγια, Twitter, Facebook, YouTube, WikiLeaks) κάτω από την ίδια υπερμεγέθη ομπρέλα. Ο μύθος λέει πως όλα τα κοινωνικά δίκτυα είναι ομοιογενή, καθώς βασίζονται σε παρόμοιες τεχνολογίες. Το WikiLeaks, όμως, δεν έχει καμία σχέση με το Twitter ή το YouTube. Εκείνο που το διακρίνει είναι η διαδικασία επαλήθευσης από την οποία πρέπει να περάσει το υλικό που υποβάλλεται προκειμένου να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα. Αυτό μπορεί να μοιάζει με λεπτομέρεια, αλλά πλήττει καίρια τις «τεχνο-ουτοπικές» αντιλήψεις περί «κοινόχρηστων υλικών», ιστοσελίδων όπου οποιοσδήποτε μπορεί να αναρτήσει (σχεδόν) οτιδήποτε, το οποίο όλοι μπορούν να διαβάσουν, να ακούσουν και να δουν.
Η πραγματική δύναμη του WikiLeaks δεν έγκειται τόσο πολύ στην τεχνολογία -βεβαίως και βοηθάει, υπάρχουν όμως εκατομμύρια ιστοσελίδες στον κυβερνοχώρο- όσο στην εμπιστοσύνη που έχουν οι αναγνώστες στην αυθεντικότητα αυτού που διαβάζουν· πιστεύουν πως εκείνοι που εργάζονται στο WikiLeaks διασφαλίζουν την ακρίβεια του υλικού. Υπάρχουν κυριολεκτικά εκατοντάδες βίντεο από το Ιράκ και το Αφγανιστάν στο YouTube που δείχνουν τις συμμαχικές δυνάμεις να εμπλέκονται σε αμφισβητήσιμες -και σε μερικές περιπτώσεις εμφανώς παράνομες- επιθετικές πράξεις.
Κι όμως, κανένα από αυτά τα κλιπ δεν είχε ούτε κατά διάνοια τον αντίκτυπο ενός και μόνο βίντεο που αναρτήθηκε στο WikiLeaks και παρουσίαζε πλήθος αμάχων (ανάμεσά τους και δύο δημοσιογράφους του Ρόιτερς) να πλήττονται θανάσιμα από μεγάλης ισχύος αεροπορικά πυροβόλα σε προάστιο της Βαγδάτης. Γιατί; Διότι, αν και ένα ολοκληρωτικά ανοιχτό σύστημα μπορεί να φαίνεται ελκυστικό στη θεωρία, το πόσο πολύτιμη είναι μια πληροφορία εξαρτάται από τον βαθμό αξιοπιστίας της. Και το WikiLeaks έχει εγκαταστήσει έναν μηχανισμό εξακρίβωσης που το Twitter, το Facebook, το YouTube και τα περισσότερα ιστολόγια δεν διαθέτουν.
Μύθος δεύτερος: Το έθνος-κράτος πεθαίνει
Αν η υπόθεση του WikiLeaks μάς δίδαξε κάτι, είναι πως το έθνος-κράτος δεν βρίσκεται σε αποσύνθεση. Μεγάλο μέρος του λόγου περί του Διαδικτύου -και των κοινωνικών δικτύων ειδικότερα- περιστρέφεται γύρω από την υπόθεση πως ζούμε πλέον σε μια ψηφιακή κοινωνία δίχως σύνορα.
Η αντίληψη πως το έθνος-κράτος βρίσκεται σε μαρασμό είχε μεγάλη πέραση σε συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς κύκλους για αρκετά χρόνια, όμως τα γεγονότα των τελευταίων μηνών μας προκαλούν αμφιβολίες. Οι επικεφαλής του WikiLeaks αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα τον ζωτικό ρόλο του έθνους-κράτους, ιδιαιτέρως σε ό,τι έχει να κάνει με τον νόμο. Παρά τον ισχυρισμό του Τζέι Ρόζεν, καθηγητή δημοσιογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, πως «είναι ο πρώτος στον κόσμο ειδησεογραφικός οργανισμός χωρίς πατρίδα», το WikiLeaks έχει σαφή «σύνορα».
Ημιεπισήμως η βάση του βρίσκεται στη Σουηδία, όπου χαίρει της προστασίας που παρέχεται από τον σουηδικό νόμο σε καταμηνυτές εταιρικών και άλλων ατασθαλιών, όπως και των εγγυήσεων που αφορούν την ανωνυμία των πηγών (αν και έχουν εγερθεί ορισμένες αμφιβολίες για το αν ο σουηδικός νόμος όντως παρέχει προστασία στο WikiLeaks)(3). Οπως ανέφερε το New Yorker τον Ιούνιο του 2010, το WikiLeaks φιλοξενείται σε σουηδικό διαδικτυακό πάροχο που ονομάζεται PRQ. Οποιο υλικό υποβάλλεται στο WikiLeaks διέρχεται από το PRQ και καταλήγει σε διακομιστές δικτύου που εδρεύουν στο Βέλγιο. Γιατί στο Βέλγιο, θα αναρωτηθείτε. Επειδή το Βέλγιο έχει τους δεύτερους πιο ισχυρούς νόμους για την προστασία των πηγών. Επιπλέον, ο ιδρυτής του WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, επέλεξε την Ισλανδία ως την τοποθεσία για την αποκρυπτογράφηση του από αέρος βίντεο των φόνων στη Βαγδάτη. Η Ισλανδία πρόσφατα ενέκρινε την Icelandic Modern Media Initiative (Ισλανδική Πρωτοβουλία Σύγχρονων ΜΜΕ), σχεδιασμένη για να μετατρέψει τη χώρα σε παγκόσμιο καταφύγιο για καταμηνυτές ατασθαλιών, για άσκηση ερευνητικής δημοσιογραφίας και ελευθερίας του λόγου.
Πέρα από το WikiLeaks, υπάρχουν και άλλα παραδείγματα της σημασίας που έχουν τα κράτη και οι νόμοι στον ρευστό ψηφιακό κόσμο. Οπως οι πρόσφατες αποφάσεις των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Σαουδικής Αραβίας να προωθήσουν απαγορεύσεις στη δικτυακή ανταλλαγή μηνυμάτων με τις συσκευές BlackBerry ή η κατά τα φαινόμενα ατελείωτη νομική διαμάχη για την απαγόρευση του YouTube στην Τουρκία. Αν και είναι αληθές πως η δομή του WikiLeaks παρακάμπτει τους νόμους κάποιων κρατών (κάτι που γίνεται εφικτό μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας), ταυτόχρονα κάνει χρήση του νομικού πλαισίου άλλων χωρών. Το WikiLeaks δεν λειτουργεί εκτός των πλαισίων του νόμου -απλώς μετακινεί ολόκληρο το παιχνίδι σε μέρη όπου οι κανόνες είναι διαφορετικοί.
Μύθος τρίτος: Η δημοσιογραφία πέθανε
Τα ρεπορτάζ για τον θάνατο της δημοσιογραφίας είναι σαφώς παραφουσκωμένα (για να παραφράσουμε τον Μαρκ Τουέιν). Η περίπτωση του WikiLeaks είναι ενδεικτική της δύναμης που έχει η τεχνολογία να μας κάνει να ξανασκεφθούμε τι εννοούμε με τον όρο «δημοσιογραφία» στις αρχές του 21ου αιώνα. Ταυτόχρονα, όμως, ισχυροποιεί τη θέση της κυρίαρχης δημοσιογραφικής τάσης στον σύγχρονο πολιτισμό. Το WikiLeaks αποφάσισε να δημοσιοποιήσει τα έγγραφα από το Αφγανιστάν στον «Guardian», τους «New York Times» και το «Spiegel» εβδομάδες πριν δημοσιοποιηθούν διαδικτυακά -σε φορείς κυρίαρχων επικοινωνιακών ομίλων και όχι σε «εναλλακτικές» (και πιθανώς πιο συμπαθητικές) εκδόσεις, όπως το «Nation», το «Ζ Magazine» ή το «IndyMedia». Ο λόγος είναι ασφαλώς πως αυτοί οι τρεις ειδησεογραφικοί φορείς είναι κορυφαίοι διεθνώς ανάμεσα σε αυτούς που ορίζουν τα θέματα της επικαιρότητας. Λίγα μέσα -αφήνοντας κατά μέρος τηλεοπτικά δίκτυα όπως το BBC και το CNN- έχουν τόσο μεγάλη επιρροή όσο οι «New York Times» και ο «Guardian» -και η δημοσίευση των ντοκουμέντων στην αγγλική γλώσσα βοηθάει στη μεγαλύτερη διάδοσή τους. Οι άνθρωποι του WikiLeaks ήταν αρκετά υποψιασμένοι, ώστε να συνειδητοποιήσουν πως οποιαδήποτε δημοσιοποίηση των εγγράφων μέσω Διαδικτύου χωρίς προηγούμενη επαφή με επιλεγμένα ΜΜΕ θα οδηγούσε σε ένα χαοτικό ξέσπασμα άρθρων, μη επικεντρωμένων στην ουσία, σε ολόκληρο τον κόσμο.
Αυτό που συνέβη ήταν πως η προσοχή στράφηκε απευθείας στα τρία εν λόγω έντυπα, στα οποία είχε ήδη συνοψισθεί και αναλυθεί μεγάλος αριθμός εγγράφων. Και ο ρόλος που είχε να επιτελέσει το WikiLeaks δεν χάθηκε σε έναν ανεμοστρόβιλο πληροφοριών. Στην υπόθεση περί θανάτου της δημοσιογραφίας (όπως και σε αυτήν περί θανάτου του έθνους-κράτους), η αλλαγή εκλαμβάνεται λανθασμένα ως εξάλειψη. Η δημοσιοποίηση των αφγανικών ημερολογίων δείχνει πως η κυρίαρχη μορφή δημοσιογραφίας ακόμη κατέχει μεγάλη δύναμη, όμως η φύση αυτής της δύναμης έχει μεταλλαχθεί (συγκρινόμενη με 20 ή 30 χρόνια πριν). Ενα παράδειγμα είναι η εξιστόρηση της συνάντησης μεταξύ των στελεχών των «New York Times» και του Λευκού Οίκου που ακολούθησε τη δημοσιοποίηση των εγγράφων, από τον διευθυντή της εφημερίδας Μπιλ Κέλερ:
«Η κυβέρνηση, αν και καταδίκαζε σφόδρα το WikiLeaks για τη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων, δεν υπαινίχθηκε πως οι "Times"δεν έπρεπε να γράψουν για αυτά. Αντιθέτως, στις συζητήσεις μας πριν από τη δημοσίευση των άρθρων, αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου, αν και αντέκρουαν κάποια από τα συμπεράσματα που εξάγαμε από το υλικό, μας ευχαρίστησαν που χειριστήκαμε προσεκτικά τα έγγραφα και μας ζήτησαν να προσπαθήσουμε να πείσουμε το WikiLeaks να αποσιωπήσει πληροφορίες που θα μπορούσαν να κοστίσουν ζωές. Αυτό το μήνυμα το περάσαμε εκεί που έπρεπε».
Είναι εκπληκτική αυτή η παραδοχή εκ μέρους του διευθυντή της πιο έγκριτης εφημερίδας των ΗΠΑ. Για δύο λόγους: Η περιγραφή της συνάντησης με τον Λευκό Οίκο αφήνει να φανεί μια κάποια υπερηφάνεια στο εγκώμιο του Λευκού Οίκου, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές αντιλήψεις του τύπου ως επιτηρητή εκείνων που βρίσκονται στην εξουσία. Δεύτερον, ο ρόλος των «New York Times» ως μεσάζοντα μεταξύ της κυβέρνησης των ΗΠΑ και του WikiLeaks καταδεικνύει μια ενδιαφέρουσα νέα δυναμική στον τομέα των ειδήσεων και της ενημέρωσης στις ΗΠΑ.
Στην καρδιά του μύθου περί θανάτου της δημοσιογραφίας (και περί του ρόλου των κοινωνικών δικτύων) βρίσκεται η υπόθεση μιας αιτιακής σχέσης ανάμεσα στην πρόσβαση στην πληροφόρηση και στη δημοκρατική αλλαγή. Η ιδέα πως η πρόσβαση και μόνο στην ανεπεξέργαστη πληροφορία οδηγεί ντε φάκτο στην αλλαγή (ριζική ή όποια άλλη) είναι τόσο ρομαντική, όσο η αντίληψη πως η πρόσβαση και μόνο στην τεχνολογία μπορεί να πετύχει το ίδιο πράγμα. Η πληροφορία, ακριβώς όπως και η τεχνολογία, είναι ωφέλιμη μόνο αν υφίστανται οι γνώσεις και οι δεξιότητες που απαιτούνται για να ενεργοποιηθεί αυτή η πληροφορία. Το WikiLeaks επέλεξε τα τρία συγκεκριμένα έντυπα όχι επειδή κατ' ανάγκην αποτελούσαν αδελφές ψυχές από ιδεολογική σκοπιά για τον Τζούλιαν Ασάνζ και τους συναδέλφους του, αλλά επειδή ήταν προετοιμασμένα σε επαγγελματικό, οργανωτικό και οικονομικό επίπεδο για το έργο της αποκρυπτογράφησης και της διακίνησης του υλικού που τους παρασχέθηκε.
(1) Σ.τ.Μ.: Στις 26 Ιουλίου του τρέχοντος έτους, ο δικτυακός τόπος WikiLeaks.org δημοσιοποίησε 92.000 εμπιστευτικά έγγραφα του αμερικανικού στρατού, τα οποία ουσιαστικά συνθέτουν το ημερολόγιο του πολέμου που ξεκίνησε το 2001 και της κατοχής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
(2) Σ.τ.Μ.: Κοινωνικά δίκτυα (στα αγγλικά: social media, όρος ο οποίος εμπεριέχει και τη διάσταση των ΜΜΕ) είναι μια ομάδα διαδικτυακών εφαρμογών που έχουν δομηθεί πάνω στα ιδεολογικά και τεχνολογικά θεμέλια του Web 2.0 (δηλαδή της τρέχουσας, διαδραστικής φάσης του Διαδικτύου), επιτρέποντας τη δημιουργία και ανταλλαγή περιεχομένου μεταξύ των χρηστών αντί για την προγενέστερη ροή της πληροφορίας από τον πομπό προς τον δέκτη. Δημοφιλέστερα παραδείγματα: ιστολόγια (blogs), Facebook, YouTube, Twitter.
(3) Σ.τ.Ε.: Πρόσφατα, η σουηδική Δικαιοσύνη άνοιξε ξανά την έρευνα για τις κατηγορίες κατά του Τζούλιαν Ασάνζ για βιασμό, γεγονός που ο ιδρυτής του WiliLeaks αποδίδει σε δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του.
*Αναπληρωτής καθηγητής Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Τμήματος Πληροφορικής και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου της Ουψάλας στη Σουηδία.

Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η άλλη πλευρά του «κέλτικου τίγρη» Οι τέσσερις ζωές του «ιρλανδικού μοντέλου» «Αναγέννηση» μέσα από τη λιτότητα - Από τον ενθουσιασμό των ΜΜΕ στην κοινωνική απόγνωση

Η πραγματικότητα της ιρλανδικής οικονομίας επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους: το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έχει εκτοξευθεί στο 32% του ΑΕΠ! Την ίδια στιγμή, το Δουβλίνο διαπιστώνει ότι το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζει για να καθησυχάσει τους επενδυτές επιδεινώνει την ύφεση και... προκαλεί την ανησυχία των αγορών. Διόλου απίθανο, λοιπόν, ο κέλτης «καλός μαθητής» να βρεθεί στη γωνία των αφερέγγυων, μαζί με τον έλληνα «σκράπα».
Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου, αυτή τη φορά λιγότερο αξιοθαύμαστη από τις προηγούμενες.
«Οταν ο υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Κολομβίας επισκέφθηκε, πριν από μερικές εβδομάδες, την αίθουσα σύνταξης της "Wall Street Journal", η Ιρλανδία ήταν το τελευταίο θέμα στο οποίο θα περίμενα να αναφερθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι πρώτες του κουβέντες ήταν για την Ιρλανδία». Ετσι, στις αρχές Μαρτίου του 2008, η Μαίρη Αναστάζια Ο' Γκράντι συμπεραίνει κατάπληκτη: «Η Μπογοτά ενδιαφέρεται έντονα για το ιρλανδικό μοντέλο» («Wall Street Journal», 25 Μαρτίου 2008). Ομως, δεν επρόκειτο για κάποια περίεργη, ξαφνική μανία της κολομβιανής κυβέρνησης.
«Στο ιρλανδικό μοντέλο βλέπω μονάχα πλεονεκτήματα· αυτό το success story στέλνει ένα μήνυμα στη Γαλλία», δήλωνε ενθουσιασμένος ο (συντηρητικός) γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιέρ Ραφαρέν (Δουβλίνο, 24 Μαΐου 2004). Εναν χρόνο αργότερα, σε επίσημη ανακοίνωση της λιθουανικής κυβέρνησης αναφερόταν ότι στόχος της χώρας είναι η «αναπαραγωγή του ιρλανδικού σεναρίου οικονομικής ανάπτυξης(1)». Πολύ σύντομα, το Συντηρητικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας στέλνει στο νησί στελέχη του για να «παρατηρήσουν και να μάθουν τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη». Την ίδια εποχή, οι εργοδότες στην Τζαμάικα αναρωτιούνταν: «Ποια διδάγματα μπορούμε να αποκομίσουμε από την πρωτοφανή επιτυχία της Ιρλανδίας;» Ο προβληματισμός των ομολόγων τους στο Κεμπέκ, τη γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά, πηγαίνει ακόμα πιο μακριά: «Χωρίς αμφιβολία, η Ιρλανδία αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο(2)» -για την επαρχία τους. Παντού, από τη δεξιά της Λετονίας έως το Εθνικό Συμβούλιο της Εργοδοσίας στην Ονδούρα και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών έως το Αμερικανο-Ουρουγουανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: «Το ιρλανδικό μοντέλο είναι μια στρατηγική η οποία μπορεί να λειτουργήσει και σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από την εποχή ή τη γεωγραφική ζώνη(3)».
Ολα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν, ξαφνικά, η ιρλανδική οικονομία απογειώθηκε: μεταξύ 1994 και 2004, ο μέσος ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έφτασε το 7%, μια επίδοση διπλάσια από την αντίστοιχη των Ηνωμένων Πολιτειών και τριπλάσια εκείνης της ζώνης του ευρώ.
Το «σμαραγδένιο νησί»
Στα μέσα ενημέρωσης δεν διέφυγε της προσοχής κανενός ότι το «θαύμα» συνέβη μετά τη δρομολόγηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Μέσα σε λιγότερα από δέκα χρόνια, ο «Economist» αναθεωρεί την κριτική που είχε ασκήσει στη χώρα, ότι «βαδίζει προς την καταστροφή» (16 Ιανουαρίου 1988): «Η Ιρλανδία αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι εάν μια χώρα αγκαλιάσει την "παγκοσμιοποίηση", θα βρει την πλέον σύντομη οδό για την αφθονία» (15 Μαΐου 1997).
Το γεγονός ότι όλοι -από τους «New York Times» ώς τη «Figaro» κι από τη «Wall Street Journal» ώς την (κεντροαριστερή) «Liberation» - έχουν καταγοητευθεί από το «Σμαραγδένιο νησί» και συμφωνούν ότι το «ιρλανδικό θαύμα» συνίσταται ουσιαστικά στο «θαύμα του νεοφιλελευθερισμού». Συνεπώς, υπάρχει φυσικότερο πράγμα από το να καλέσεις και τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα; Ετσι δημιουργήθηκε το ιρλανδικό μοντέλο.
Τον Δεκέμβριο του 1995, ολόκληρη η Γαλλία είχε κατέβει στους δρόμους(4). Το γαλλικό οικονομικό περιοδικό «Capital» εξηγεί στους απεργούς ότι στο Δουβλίνο «οι κοινωνικοί εταίροι έπαιξαν το παιχνίδι» και «έδωσαν μια ανάσα οξυγόνου στις επιχειρήσεις». Πράγματι, από το 1987, το κράτος, η εργοδοσία και τα συνδικάτα έχουν συμφωνήσει σε μια «κοινωνική συνεργασία», της οποίας ο κυριότερος στόχος είναι η «μισθολογική αυτοσυγκράτηση». Αποτέλεσμα: «Το χαμηλό μισθολογικό κόστος και τα μετριοπαθή συνδικάτα επέτρεψαν να αλλάξει εντελώς η εικόνα που υπήρχε ανέκαθεν γι' αυτή τη χώρα: αγροτική και νωχελική» («Le Point», 6 Απριλίου 1996).
Ομως, οι προσπάθειες της Ιρλανδίας δεν περιορίστηκαν σε αυτή τη συνδικαλιστική μετριοπάθεια. Το περιοδικό «Le Point» χαιρετίζει επίσης «την τολμηρή οικονομική πολιτική, η οποία κατόρθωσε να προσελκύσει ξένες εταιρείες». Με ποιον τρόπο; Κατεβάζοντας τη φορολογία των εταιρικών κερδών στο 10%(5), στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφαρμόζει «τιμές μεταφοράς των κερδών», οι οποίες επιτρέπουν στις πολυεθνικές να δηλώνουν τα κέρδη τους στη χώρα, απολαμβάνοντας το πλέον ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Σε αυτόν τον τομέα, η Ιρλανδία είναι ασυναγώνιστη: οι αρχές της επέλεξαν να «απενεργοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς τους(6)».
Φορολογικός παράδεισος
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρόμοια ευρηματικότητα θα άγγιζε τα όρια της παρανομίας. Ωστόσο, προκαλεί τον θαυμασμό της «Brussels Journal», «της φωνής των συντηρητικών στην Ευρώπη». Κι όπως επαναλαμβάνει εδώ και πολύ καιρό αυτή η εφημερίδα, «η οικονομική ανάπτυξη τονώνεται με τη μείωση της φορολογίας και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας: Η Ιρλανδία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν και μας δείχνει τον τρόπο για να το επιτύχουμε» (25 Νοεμβρίου 2005).
Οι πολυεθνικές σπεύδουν. Η Ιρλανδία ανεβαίνει στο βάθρο του πρώτου φορολογικού παραδείσου στον κόσμο, χάρη στον επαναπατρισμό των κερδών στις χώρες απ' όπου προέρχονται οι πολυεθνικές (μπροστά κι από τις Βερμούδες): Αυτά τα κέρδη φτάνουν το 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Οι εξελίξεις ωθούν τους οικονομολόγους να μετρούν στο εξής τη δραστηριότητα της ιρλανδικής οικονομίας με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι πλέον το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(7). Γιατί, παρά το μικρό μέγεθός της (1% του ευρωπαϊκού πληθυσμού), η Ιρλανδία προσελκύει το ένα τέταρτο των αμερικανικών επενδύσεων που προορίζονται για τη δημιουργία νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων.
Τους αμερικανούς επενδυτές ακολουθούν και μερικοί Γάλλοι. Στις 22 Ιουνίου του 2005, το τηλεοπτικό δελτίο του (δημόσιου γαλλικού) καναλιού France 2 τους αφιερώνει ένα ρεπορτάζ: Ενας εκπατρισμένος «δημιουργός πλούτου» αναφέρεται στη Γαλλία: «Οι εργοδοτικές εισφορές είναι υπερβολικά υψηλές! Μα απίστευτα υψηλές!» Ενας δημοσιογράφος περιγράφει τη χώρα στην οποία βρίσκονται: «Η Ιρλανδία, με τους πολύ χαμηλούς φόρους της και την ιδιαίτερα ευέλικτη κοινωνική νομοθεσία της»...
Ομως, η «ιρλανδική συνταγή» δεν έχει τίποτε το πραγματικό εξαιρετικό. Σε γενικές γραμμές, επιβλήθηκε -με την ονομασία «προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών»- σε πολλές άλλες χώρες, στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα. Πώς εξηγείται τότε το γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν δημιούργησε κι εκεί αντίστοιχα θαύματα; Ισως επειδή, σε τελική ανάλυση, η απογείωση της ιρλανδικής οικονομίας δεν είχε μεγάλη σχέση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των ιρλανδών ιθυνόντων που λάτρευαν την «ελευθερία των ανταλλαγών».
Ορισμένοι άλλοι παράγοντες φωτίζουν καλύτερα την κατάσταση. Κατ'αρχάς, η σταδιακή χειραφέτηση των γυναικών. Το 1992, η νομιμοποίηση των αντισυλληπτικών οδηγεί σε σημαντική μείωση της γεννητικότητας. Οι Ιρλανδέζες εισέρχονται μαζικά στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το οποίο μέχρι τότε ήταν ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.
Συνεπώς, το «θαύμα» εξηγείται επίσης και με την κάλυψη της υστέρησης που χαρακτήριζε μια καθυστερημένη οικονομία. Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία ωφελήθηκε λιγότερο από το ξένο κεφάλαιο που φιλοξενούσε, απ' όσο ωφελήθηκε το ξένο κεφάλαιο από το εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που του προσφερόταν σε χαμηλή τιμή. Ομως, με αυτόν τον τρόπο, η Ιρλανδική Δημοκρατία ήταν εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υποστεί τις συνέπειες ακόμα και της παραμικρής επιβράδυνσης της δραστηριότητας των ξένων επιχειρήσεων που φιλοξενούσε. Κι όταν από το 2000 η αμερικανική οικονομία μπαίνει σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, ο «Κέλτικος Τίγρης» άρχισε να μουδιάζει.
«Υγιείς» πολιτικές
Ομως, για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μια υποδειγματική λύση: η ιρλανδική οικονομία κατόρθωσε να ξαναπάρει ανάσα και να ξαναρχίσει μια δεύτερη ζωή. Οπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι κι εδώ το κράτος ευνόησε την πιστωτική επέκταση, την «επινοητικότητα» των τραπεζών και κυρίως την κερδοσκοπία στην κτηματαγορά. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ρυθμό τριπλάσιο από εκείνον που παρατηρείται στη Γαλλία, κι ο ρυθμός της έκδοσης οικοδομικών αδειών επιταχύνεται έντονα, χωρίς την παραμικρή σχέση με τη ζήτηση. Πολύ σύντομα, το 17% των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους φόρους που καταβάλλει ο κατασκευαστικός τομέας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ανησυχεί. Το 2004, οι εκτελεστικοί διευθυντές του χαιρετίζουν «τις πάντα αξιοθαύμαστες επιδόσεις της ιρλανδικής οικονομίας, οι οποίες στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές πολιτικές και προσφέρουν ένα χρήσιμο μάθημα στις υπόλοιπες χώρες(8)». Τι κι αν το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία μειώνεται πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία; Πρόκειται για κάτι εντελώς αδιάφορο. Ο Τόμας Φρίντμαν, ο ανεκδιήγητος αρθρογράφος που γράφει το κύριο άρθρο των «New York Times», συνοψίζει το δίλημμα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες η Γερμανία και η Γαλλία: «Να μετατραπούν σε Ιρλανδία ή να μετατραπούν σε μουσείο» (1η Ιουλίου 2005).
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ολόκληρος ο πλανήτης βυθίζεται σιγά σιγά στην οικονομική κρίση, η ιρλανδική οικονομία παίρνει τον κατήφορο, το Χρηματιστήριο του Δουβλίνου καταρρέει. Το 2008, η ανεργία πραγματοποιεί ένα άλμα 85% -πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη- και τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώνονται κατά 13%. Η Ιρλανδία είναι η πρώτη χώρα που βουλιάζει στην ύφεση. Υπάρχουν «μοντέλα» που χάθηκαν στη λήθη για λιγότερο σημαντικούς λόγους.
Μοντέλο προς μίμηση
Ομως, όπως ο νεοφιλελεύθερος φοίνικας ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του για να επιβάλει λύσεις στα προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε, έτσι και το ιρλανδικό μοντέλο ανασταίνεται άλλη μια φορά και συνεχίζει να μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το δρόμο της λιτότητας, αυτή τη φορά.
Το Δουβλίνο ανάγει την κοινωνική βαναυσότητα σε πραγματική αρετή. Κι εύκολα μαντεύει κανείς, μια κι έχει μετατραπεί πλέον σε συνήθεια, ότι η αυστηρότητα που επιδεικνύει το Δουβλίνο εισάγει «ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να μιμηθούν οι υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ» («Financial Times», 21 Ιουλίου 2010): μείωση του μισθού των δημόσιων υπαλλήλων (έως και 20%), περικοπή των οικογενειακών επιδομάτων κατά 10%, αντίστοιχη μείωση όλων των κοινωνικών παροχών. Κι όταν τον Φεβρουάριο του 2010 η Ευρώπη θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει «να προχωρήσει ακόμα πιο μακριά» στον δημοσιονομικό ασκητισμό, τι της προτείνει η Γερμανία; Μα, φυσικά, «να μιμηθεί την Ιρλανδία» (Reuters, 16 Φεβρουαρίου 2010).
Τον Απρίλιο, η Ιρλανδία δέχεται -άλλη μια φορά- τα συγχαρητήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το πρότυπο της λιτότητας ανακηρύσσεται σε υπόδειγμα «κοινωνικής συνοχής».
Αν και οι Ιρλανδοί είναι όντως πολύ θυμωμένοι, αυτός ο θυμός δύσκολα εκφράζεται. Η ταυτότητα των δύο μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών (του Fianna F―il και του Fine Gael) οικοδομήθηκε γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτησίας από την αγγλική κυριαρχία, για το οποίο είχαν αντίθετες απόψεις(9). Εντούτοις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ενώνει τα δύο κόμματα. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα συνδικάτα έχουν εμπεδώσει τις αρετές του «κοινωνικού διαλόγου». Κι ο πληθυσμός παραμένει σε τόσο μεγάλο βαθμό απορροφημένος από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία, που καταλήγει, μερικές φορές, να αδιαφορεί για τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Τέλος, καθώς ξαναρχίζει η μετανάστευση(10), και μάλιστα με έντονους ρυθμούς(11), προσφέρεται στους πλέον δυσαρεστημένους η ελπίδα ότι κάπου αλλού τα πράγματα θα είναι καλύτερα γι' αυτούς.
Συνταγή Δουβλίνου
Ηδη από τον Απρίλιο του 2009, ο Μπράιαν Λένιχαν, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, εξέφραζε την ικανοποίησή του επειδή «οι εταίροι μας στην Ευρώπη είναι ενθουσιασμένοι από την ικανότητά μας να υπομένουμε τον πόνο. Εάν δοκίμαζαν κάτι τέτοιο στη Γαλλία, θα είχαν εξεγέρσεις». Εναν χρόνο αργότερα, λίγο πριν δώσουν στη δημοσιότητα τον δικό τους προϋπολογισμό λιτότητας, οι βρετανοί Συντηρητικοί -οι οποίοι βρίσκονται πλέον στην εξουσία μαζί με τους φιλελεύθερους συμμάχους τους- έστρεψαν το βλέμμα τους προς την απέναντι όχθη της Θάλασσας της Ιρλανδίας: «Εκπρόσωποι του υπουργείου Οικονομικών πέρασαν πολύ χρόνο σε τηλεφωνικές επαφές με τους ομολόγους τους στο Δουβλίνο για να (...) κατανοήσουν πώς η ιρλανδική κυβέρνηση συνασπισμού κατόρθωσε να πετσοκόψει τις δαπάνες χωρίς να προκληθεί κοινωνικός αναβρασμός παρόμοιος με εκείνον που παρατηρείται στην Ελλάδα» («Financial Times», 23 Μαΐου 2010).
Ομως, η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του ιρλανδικού μοντέλου -η τέταρτη ζωή του- προκαλεί πολύ λιγότερο θαυμασμό(12).
«Εάν η Ιρλανδία δεν είχε ενεργήσει με τον τρόπο που το έκανε, θα μπορούσε να είχε καταλήξει όπως η Ελλάδα», διαβεβαίωναν οι «Financial Times» στις 10 Μαΐου του 2010. Τρεις μήνες αργότερα, στην Αθήνα δικαιούνται να χαμογελούν ειρωνικά. Ακόμα κι η «Wall Street Journal» αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις απόψεις της: «Μέχρι πρόσφατα, πιστεύαμε ότι η Ιρλανδία θα κατόρθωνε να επιλύσει τα οικονομικά της προβλήματα χάρη σε ένα επιθετικό πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο που εφαρμόστηκε στη ζώνη του ευρώ. Ομως, καθώς τα προβλήματα της Ιρλανδίας συνεχίζουν να υφίστανται, οι επενδυτές θεωρούν ότι η αξιοπιστία της μειώνεται» (9 Σεπτεμβρίου 2010). Στο εξής, οι επενδυτές φοβούνται την επανάληψη του «ελληνικού σεναρίου», εξαιτίας των οικονομικών καταστροφών που έχει προκαλέσει η λιτότητα στην Ιρλανδία.
Σήμερα, κανένας πλέον δεν μιλάει για θαύμα. Ωστόσο, από την εμπειρία της Ιρλανδίας μπορούμε να αποκομίσουμε πλήθος διδαγμάτων. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας.
Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 15% το 2008 και κατά 30% το 2009. Κάτω από την πίεση των δημοσιονομικών περικοπών, των μισθολογικών περιορισμών και της συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, η κατανάλωση καταποντίστηκε ακόμα περισσότερο, κατά 7% το 2009. Με λίγα λόγια, η οικονομική δραστηριότητα έχει γνωρίσει και πολύ καλύτερες εποχές: το 2008, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 3%, ενώ το 2009 έκανε μια βουτιά 11%. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's, ο «πίθος των Δαναΐδων» της διάσωσης του τραπεζικού τομέα έχει αυξήσει σημαντικά το δημόσιο χρέος. Ενώ το 2001 αντιστοιχούσε στο 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2012 ενδέχεται να ξεπεράσει το 110%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αντιστοιχεί, το 2010, στο... 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 23% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Πρόκειται για πραγματικά ασυνήθιστες εξελίξεις.
Τελευταία πράξη
Μέχρι χθες, οι υπέρμαχοι της λιτότητας συμμερίζονταν τη γνώμη του διευθυντή της σκοτσέζικης εφημερίδας «The Scotsman» και διακήρυσσαν ότι «η ιρλανδική εμπειρία διαψεύδει την κεϊνσιανή κριτική, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιονομικές περικοπές είναι αντιπαραγωγικές γιατί βυθίζουν την οικονομία ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ύφεση» (5 Ιουλίου 2010). Μήπως αυτή η τελευταία μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου πρέπει να τους κάνει να αναθεωρήσουν κάπως τις απόψεις τους;
Πάντως, όσον αφορά το ΔΝΤ, αποκλείεται παρόμοιο ενδεχόμενο. Τον Αύγουστο του 2010, χωρίς να παρεκκλίνει στο παραμικρό από την έως τώρα στάση του, κάλεσε το Δουβλίνο να «προχωρήσει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών» («Financial Times», 26 Αυγούστου 2010).
(1) Αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole στο «Ship of Fools. How Stupidity and Corruption Sank the Celtic Tiger, Faber and Faber», Λονδίνο 2010.
(2) Perspectives, Μόντρεαλ, 30 Απριλίου 2008.
(3) Συμπεράσματα μιας διάσκεψης που οργανώθηκε από τη The Americas Society, τον Αύγουστο του 2007.
(4) (ΣτΜ) Οταν η συντηρητική κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ επιχείρησε να ξηλώσει το ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο και στο μετρό ξεκίνησαν απεργία πολλών εβδομάδων, καταλαμβάνοντας τα αμαξοστάσια, με αποτέλεσμα η χώρα να παραλύσει εντελώς. Καθώς μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συντάχθηκε με το μέρος των απεργών -παρά την ταλαιπωρία- η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
(5) 12,5% από το 2003.
(6) Κυβερνητικό φυλλάδιο το οποίο αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole, ό.π.
(7) Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μετράει τη συνολική αξία της παραγωγής μιας χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εθνικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μετράει τον πλούτο που παράγεται από τους κατοίκους μιας χώρας, στην εγχώρια αγορά ή αλλού. Συνεπώς, δεν συμπεριλαμβάνει τα κέρδη που εισάγουν στη χώρα από το εξωτερικό οι ξένες πολυεθνικές που την επιλέγουν ως έδρα τους.
(8) Αναφέρεται από τον Jim Ο'Leary στο «External surveillance of Irish fiscal policy during the boom», μπλογκ The Irish Economy, Ιούλιος 2010.
(9) (ΣΤΜ) Το πρώτο ήταν περισσότερο εθνικιστικό και ριζοσπαστικό, ενώ το δεύτερο προτιμούσε να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς και συμβιβαζόταν με μικρότερες, σταδιακές κατακτήσεις. Να σημειωθεί ότι, την περίοδο 1922-1923, ξέσπασε ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ρεύματα.
(10) (ΣτΜ) Η Ιρλανδία ήταν, μέχρι τη δεκαετία του 1980, σημαντική χώρα εξαγωγής μεταναστών και η μετανάστευση είναι βαθιά ριζωμένη στην ιρλανδική κουλτούρα. Μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα, πλήθος Ιρλανδών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει (κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες), όταν οι Αγγλοι άποικοι κατάσχεσαν τη γη του.
(11) Το 2009, στην Ιρλανδία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (9 στους 1.000 κατοίκους), με τη Λιθουανία να βρίσκεται στη δεύτερη θέση αυτής της κατάταξης (4,6 στους 1.000).
(12) (ΣτΕ) Διαβάστε επίσης, «Κ.Ε.»- «Le Monde Diplomatique., «Μύθοι και αλήθειες της Ιρλανδίας», 22/08/2010 και στο Ιντερνετ «Le "miracle" irlandais ne seduit plus les medias» (http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2010-10-01-miracle-irlandais)
*Δημοσιογράφος «Le Monde diplomatique».

Ο αντικατοπτρισμός των μεσαίων τάξεων στην Αφρική

Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, που διεξήχθη τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στη Νότια Αφρική, έδωσε το έναυσμα για πληθώρα άρθρων που εξυμνούσαν τη Μαύρη Ηπειρο ως το νέο Ελντοράντο των δυτικών εταιρειών που βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση αγορών. Ομως, προσοχή στις ψευδαισθήσεις: σε πολλές αφρικανικές χώρες, η αύξηση των ανισοτήτων υποδηλώνει ότι η σταθερότητα δεν θα επιτευχθεί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη.
Μέσα σε μία δεκαετία, η ρητορική των οικονομικών εφημερίδων για τους Αφρικανούς άλλαξε τελείως. Ορισμένα έντυπα, μάλιστα, πέρασαν από την αφρο-απαισιοδοξία του τέλους του αιώνα σε μια μακάρια αφρο-αισιοδοξία. Στην αρχή, η ανακάλυψη μιας «κρυφής αγοράς» στην Αφρική αποτέλεσε, γύρω στο 2000, το αντικείμενο του ενδιαφέροντος εξειδικευμένων οικονομικών περιοδικών. Την περίοδο που η Κίνα άρχισε να διεισδύει στις σφαίρες επιρροής των παραδοσιακών αποικιοκρατικών δυνάμεων (και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούσαν ένα νέο σαφάρι στην Αφρική), ο αγγλοσαξονικός τύπος ακολούθησε το ρεύμα.
Από το 2008 και τις πρώτες εκδηλώσεις της κρίσης στις παραδοσιακές αγορές τους, οι γαλλικοί επιχειρηματικοί κύκλοι, με τη συνοδεία των φερεφώνων τους στο χώρο της ενημέρωσης, ξεχύθηκαν, με τη σειρά τους, στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής που δεν ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της «γαλλικής Αφρικής» (Francafrique -έκφραση που υποδηλώνει τα δίκτυα επιρροής της Γαλλίας στις αφρικανικές πρώην αποικίες της): Κένυα, Γκάνα, Νότια Αφρική, Νιγηρία, Μοζαμβίκη, Ανγκόλα...
Στους κόλπους ενός παλαιού κόσμου που βρίσκεται σε κρίση, έστω και μια μικρή υποσαχάρια πελατεία θεωρείται πλέον «μοχλός ανάπτυξης» από τις δυτικές πολυεθνικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, των τηλεπικοινωνιών, της αγοράς ακινήτων, των ειδών πολυτελείας ή των συμβούλων μάρκετινγκ. Τα αφρικανικά χρηματιστήρια δίνουν το μέτρο των εμπορικών συμφερόντων που διακυβεύονται σήμερα. Ετσι, «εάν είχατε τοποθετήσει 1.000 δολάρια στο χρηματιστήριο του Λάγκος ή του Ναϊρόμπι στις αρχές του 2010, σήμερα θα είχατε κερδίσει επιπλέον 150 δολάρια. Εάν είχατε επενδύσει το ίδιο ποσό στον αμερικανικό S&Ρ 500 (1), θα είχατε ζημιές», σημειώνει ο Μάθιου Τόστεβιν (2), υπεύθυνος του γραφείου Αφρικής στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς. «Παλαιότερα, θεωρούσα ότι αναλαμβάνω μεγάλο ρίσκο επενδύοντας στην Αφρική. Αλλά, με τον ερχομό της χρηματοπιστωτικής κρίσης, θεωρώ πλέον ότι οι επενδύσεις μας έχουν μικρότερο ρίσκο από τις επενδύσεις ορισμένων δυτικών ομίλων στις αναπτυγμένες χώρες», σχολίαζε στη «Γιαουντέ» [Καμερούν], στις 10 Μαΐου, ο Ντομινίκ Λαφόν, επικεφαλής του τμήματος Αφρικής του ομίλου Μπολορέ (3).
Για τους επιχειρηματίες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, «η αναδυόμενη αφρικανική αγορά είναι έτοιμη να σκοράρει», διαλαλούσε το ειδικό αφιέρωμα των «Financial Times». Η Αφρική φέρνει κέρδη -οι καλύτερες αποδόσεις επένδυσης στον πλανήτη- και μπορεί να φέρει πολύ περισσότερα (4). Μελέτη που δημοσιεύτηκε στα μέσα Ιουνίου από το McKinsey Global Institute εκτιμά ότι «οι άμεσες πωλήσεις, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, ο γεωργικός τομέας και οι υποδομές θα μπορούσαν να αποδίδουν μαζί έσοδα μέχρι και 2,6 τρισ. δολάρια ετησίως από το 2020, δηλαδή 1 τρισ. δολάρια περισσότερα από ό,τι σήμερα». Η έκθεση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η Αφρική πηγαίνει πολύ καλύτερα απ' ό,τι νομίζουμε και ο επιχειρηματικός κόσμος δεν θα έχει την πολυτέλεια να την αγνοεί για πολύ καιρό (5)».
Η «δεύτερη Αφρική»
Η Αφρική που «πηγαίνει καλύτερα» για τους αναλυτές είναι, πρώτα απ' όλα, η δυνητική αγορά των τριακοσίων εκατομμυρίων καταναλωτών «πάνω από το όριο της φτώχειας» -σε σύνολο ενός δισεκατομμυρίου κατοίκων: αυτά τα τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι, η λεγόμενη «δεύτερη Αφρική», που πορεύονται ανάμεσα στη μεγάλη πλειοψηφία της «τρίτης Αφρικής», η οποία ζει με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, και τις ελίτ της «πρώτης Αφρικής» (6). Η «νέα» αφρικανική μεσαία τάξη θα μπορούσε να αριθμεί 43 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2030, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Θα επρόκειτο για μια «μικρή» μεσαία τάξη, η οποία «έχει επενδύσει σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεών της σε μια κατοικία στα προάστια κάποιας μεγάλης αφρικανικής πόλης και έχει να χάσει πολλά από την πολιτική αστάθεια, την ανασφάλεια, την κακή δημοσιονομική διαχείριση ή τον πληθωρισμό (7)».
Αυτή η αστική πληθυσμιακή ομάδα, που εργάζεται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα -ορισμένες φορές, στα απομεινάρια των κλάδων που ερειπώθηκαν από τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής της δεκαετίας του 1980, όπως η πάλαι ποτέ δημόσια υγεία ή η δημόσια εκπαίδευση-, αποδεικνύεται «πολύ επιρρεπής στα επώνυμα προϊόντα», διευκρινίζει ο Πατρίκ Ντιπού, αναπληρωτής διευθυντής του ομίλου Boston Consulting Group στην Καζαμπλάνκα. «Το άτομο μετατρέπεται σε σημαντικό πελάτη», υπερθεματίζει ο Μπερτράν Τιμπό, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της εταιρείας CFAO Automotive, θυγατρικής ενός από τους ιστορικούς επιχειρηματικούς ομίλους της «γαλλικής Αφρικής». «Προσαρμοζόμαστε στα νέα αυτά δεδομένα, διευρύνοντας την γκάμα των προϊόντων μας και τις μεθόδους μάρκετινγκ που ακολουθούμε (8)».
Ο Αφρικανός, «που δεν εισήλθε αρκετά στη σκηνή της Ιστορίας», σύμφωνα με τη διατύπωση του Νικολά Σαρκοζί, στο λόγο που εκφώνησε στο Ντακάρ, στις 26 Ιουλίου 2007, που είχε πάρει κακό δρόμο γιατί τον συμβούλεψαν άσχημα οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, βρίσκεται σήμερα, σύμφωνα με τους ίδιους οργανισμούς, σε καλύτερη θέση. Οι οικονομικοί αναλυτές, με τον ίδιο τρόπο που συνέχιζαν να πιστεύουν στις αρετές αυτορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενώ το οικοδόμημα είχε ήδη παραδοθεί στις φλόγες, έτσι εκτιμούν σήμερα ότι οι νέοι αφρικανοί καταναλωτές έχουν συγκεντρώσει την κρίσιμη μάζα που τους επιτρέπει να παίξουν σταθεροποιητικό ρόλο.
Στα τέλη 2007-αρχές 2008, όμως, σε μια άλλη χώρα-έμβλημα αυτών των frontier markets (αναδυόμενων αγορών), προς τις οποίες έχουν εφορμήσει οι επιχειρηματικοί όμιλοι, την Κένυα, αυτές οι μεσαίες τάξεις παρακολούθησαν, ανήμπορες, την έκρηξη βίας που πυροδότησε η νοθεία στις προεδρικές εκλογές, με αντιπάλους τον τότε πρόεδρο Μουάι Κιμπάκι και τον Ράιλα Οντίνγκα. Ορισμένοι δημοσιογράφοι στο Ναϊρόμπι έφθασαν, τότε, μέχρι του σημείου να κάνουν λόγο για αποτυχία που έπρεπε να αποδοθεί ευθέως στους άνδρες και τις γυναίκες της μεσαίας τάξης, οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ατομικές ελευθερίες παρά για το κοινό καλό. Ετσι, εκείνη την περίοδο, ο δημοσιογράφος Τομ Μσίντι εκτιμούσε ότι τα τσιτάχ (τοπικό παρατσούκλι για τις μεσαίες τάξεις) είχαν αποτύχει να βγάλουν τη χώρα από την κρίση: «Η μεσαία τάξη, παρ' ότι διέθετε τα μεγαλύτερα κοινωνικά και πνευματικά εφόδια, ήταν μορφωμένη, είχε ιδιοκτησία και είχε αποκοπεί από τις παραδόσεις των φυλών, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα πάθη και τη φωτιά που άναψε (9)».
Αλλο στερεότυπο που διακινείται από τον οικονομικό τύπο: Η άποψη ότι η δειλά εμφανιζόμενη οικονομική ευημερία που μεταμόρφωνε σταδιακά τη Μαύρη Ηπειρο, θα αφορούσε όλους τους κατοίκους της. Και, επομένως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πισωγύρισμα. Στην Κένυα και πάλι, όπως επισημαίνει η εφημερίδα Business Daily, έρευνα της εταιρείας Target Group Index (TGI) αποκάλυψε πρόσφατα ότι «η κατηγορία των χαμηλών και μικρομεσαίων εισοδημάτων περιλαμβάνει σήμερα το 80% των νοικοκυριών, έναντι 73% πριν από πέντε χρόνια, γεγονός που μειώνει το ποσοστό του πληθυσμού που απολαμβάνει το μέσο εισόδημα σε 18%, από 27% το 2005 (...) Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών έχει διευρυνθεί (10)». Και δεν πρόκειται για εξαίρεση: πράγματι, στις χώρες που φημίζονται για τις μεγαλύτερες ανισότητες στην αφρικανική ήπειρο -από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κένυα-, παρατηρείται η ανάπτυξη μιας μικρής πληθυσμιακής κατηγορίας φερέγγυων και καταναλωτικών πελατών, προσδεδεμένων στην παγκοσμιοποίηση, και, ταυτόχρονα, η διολίσθηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού στη φτώχεια. Το φαινόμενο αυτό, που αφορούσε, στην αρχή, το αγγλόφωνο τμήμα της ηπείρου, επεκτείνεται πλέον στο σύνολο της αστικής Αφρικής.
Το νέο οικονομικό ον
Ο Τζον Σάμιουελ, διευθυντής του διεθνούς τμήματος της Action Aid, αναδεικνύει καίρια ορισμένες πτυχές του καταναλωτικού πυρετού που έχει καταλάβει μια μικρή ομάδα Αφρικανών: «Η οικονομική ανάπτυξη και η εξέλιξη των τεχνολογικών εργαλείων μπορούν να φέρουν πιο κοντά τις ανέσεις. Μπορούν, όμως, επίσης, μετατρέποντας τον άνθρωπο από κοινωνικό σε οικονομικό ον, που οδηγείται από παρορμητικές οικονομικές πρακτικές, να γεννήσουν φαινόμενα ατομικισμού, κοινωνικής αποσύνθεσης, παράνοιας, με τις συνέπειες που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει στο χρόνο που αφιερώνει κανείς στην ποίηση, την πολιτική, τα συναισθήματα, τη φιλία, την κοινότητα. Αυτή η παράνοια, η συναισθηματική ανασφάλεια και η απώλεια της αίσθησης του συλλογικού ανοίγουν την πόρτα σε καινούριες αγορές, προσανατολισμένες στην πνευματικότητα, και σε θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες απαντούν στις νέες προσδοκίες. Νεοεμφανιζόμενοι γκουρού εκμεταλλεύονται την κοινωνική ανασφάλεια που πλήττει όσους αποτελούν τους φορείς και, ταυτόχρονα, τα θύματα των νέων δυνάμεων της αγοράς (11)».
Οι νοτιοαφρικανοί ανθρωπολόγοι Τζιν και Τζον Κόμαροφ καλούν, από την πλευρά τους, να επιδείξουμε περισσότερο από ποτέ «κριτική δυσπιστία» απέναντι στον σημερινό καταιγισμό των καθησυχαστικών άρθρων για την Αφρική. Στο βιβλίο τους «Zombies et frontieres a l' ere neoliberale», υπογραμμίζουν: «Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του απαρτχάιντ έβαλε φωτιά στην ουτοπιστική φαντασία. Αλλά η απελευθέρωση κάτω από την αιγίδα του νεοφιλελευθερισμού συνοδεύτηκε από ανησυχητική ανάδυση της βίας, της εγκληματικότητας και των φαινομένων κατάλυσης της τάξης. Το όραμα της δημοκρατίας, ο σεβασμός στους νόμους, η ευημερία και τα πολιτικά δικαιώματα κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε συγκρούσεις και διεκδικήσεις και, μάλιστα, να οδηγήσουν σε πολιτικό χάος, εν μέσω υπονομευτικών μηνυμάτων, σύμφωνα με τα οποία "ο φτωχός δεν τρέφεται με ψηφοδέλτια και δεν μπορεί να ζήσει μόνο με ένα καλό σύνταγμα". (...) Οι πολυάριθμοι πολίτες που αισθάνονται παγιδευμένοι στο ακυβέρνητο καράβι που λέγεται "Κράτος", προσπαθούν να ανέβουν στο καράβι "Επιχείρηση". Με τον τρόπο αυτό, όμως, εκτίθενται στα πανίσχυρα ρεύματα της νέας παγκόσμιας τάξης που μετατοπίζουν τους θαλάσσιους δρόμους και εξουδετερώνουν τους συνηθισμένους ελιγμούς (12)».
Ενας δημοσιογράφος της εφημερίδας «La Tribune de Madagascar» επισημαίνει, από την πλευρά του, ότι η ανάδυση αυτών «των νέων μεσαίων τάξεων που σκοτώνουν τη δημοκρατία» μπορεί να είναι το προανάκρουσμα της επανεμφάνισης της πάλης των τάξεων στην αφρικανική ήπειρο. «Οποιοι και να είναι οι λόγοι, τα πλήγματα που καταφέρουν στη δημοκρατία οι μεσαίες τάξεις έχουν την ανεπιθύμητη συνέπεια να γκρεμίζουν τους ηθικούς φραγμούς άλλων κοινωνικών στρωμάτων. (...) Στις Φιλιππίνες, από τα κατώτερα στρώματα προέρχεται ο κορμός του οργισμένου πλήθους που ζητά την επιστροφή ενός Τζόζεφ Εστράντα και την οποία εμποδίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Στη Νότια Αμερική, συναντάμε το ίδιο άρωμα της πάλης των τάξεων στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Εβο Μοράλες ή του Ούγο Τσάβες (13)».
Στο μεταξύ, η Νότια Αφρική, ο «αδύναμος κρίκος του ιμπεριαλισμού», για να θυμηθούμε την ορολογία του Λένιν, έχει μετατραπεί σε φυσικό εργαστήριο των βιαιοτήτων που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη εμπειρία. Θα γίνει, άραγε, η πρώτη αφρικανική χώρα που θα χαράξει έναν άλλο δρόμο; Η διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια μαρτυρά ότι καλλιεργείται κάποιας μορφής συνειδητοποίηση. Περιμένοντας την εκδήλωσή της, οι Τζιν και Τζον Κόμαροφ, σε πρόσφατο βιβλίο τους (14), μας καλούν να αντλήσουμε ένα τελευταίο δίδαγμα, πολύτιμο για όλους. Με ό,τι συμβαίνει στο έδαφός της -αποπολιτικοποιημένες μεσαίες τάξεις, αύξηση των ανισοτήτων, αχαλίνωτος καταναλωτισμός, προσωπική αναδίπλωση- η Αφρική μοιάζει με προνομιακό εργαστήριο ανάλυσης αυτού που ήδη είναι (ή ετοιμάζονται να γίνουν) οι ήπειροι του Βορρά, και ιδιαίτερα η Ευρώπη και η Αμερική.
(1) Χρηματιστηριακός δείκτης που απαρτίζεται από τις μετοχές πεντακοσίων εισηγμένων στο αμερικανικό χρηματιστήριο μετοχών και εποπτεύεται από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's.
(2) «New Africa about much more than football», Africa News Blog, www.reuters.com, 11 Ιουνίου 2010.
(3) «Pourquoi l'Afrique resiste a la crise», Challenges, Παρίσι, 19 Μαΐου 2010.
(4) William Wallis, «Africa's frontier market ready to score», αφιέρωμα «Emerging Africa», «Financial Times», Λονδίνο, 1η Ιουνίου 2010.
(5) «Lions on the move : the progress and potential of African economies», www.mckinsey.com, Ιούνιος 2010.
(6) Βλ. Vijay Mahajan, «Africa Rising. How 900 Million African Consumers Offer More Than You Think», Wharton School Publishing, Φιλαδέλφεια, 2008.
(7) «L'Afrique riche de ses nouveaux consommateurs», www.lexpansion.com, 3 Ιουνίου 2010.
(8) Οπ. προηγ.
(9) Tom Mshindi, «The middle-class has failed to steer Kenya out of crisis», Daily Nation, Ναϊρόμπι, 2 Φεβρουαρίου 2008.
(10) Mwaura Kimani, «Stalled wages, inflation leave Kenya's middle class poorer», «Business Daily», Ναϊρόμπι, 6 Απριλίου 2010.
(11) John Samuel, «Unhappy highways : Economic growth, technology and alienation», www.pambazuka.org, 19 Μαρτίου 2008.
(12) Jean et John Comaroff, «Zombies et frontieres a l' ere neoliberale», Les Prairies ordinaires, Παρίσι, 2010.
(13) «Ces classes moyennes qui tuent la democratie», «La Tribune de Madagascar», 31 Μαρτίου 2010.
(14) Jean and John Comaroff, «Theory from the South. Or, How Euro-America Is Evolving Toward Africa», Paradigm Publishers, Μπόλντερ, 2010.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Afrique du Sud. Un siecle de resistance. 1910-2010», Consart, Λοζάνη, 2010.