Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2009

Ο κινηματογράφος από την ανθρωπολογική πλευρά: Ψυχή Βαθιά

Οι αναρτήσεις των κινηματογραφικών κριτικών - σχολίων από τα έντυπα ΜΜΕ θέλουν να παοτελέσουν αρχικό ερέθισμα για σκέψεις και προβληματισμούς πάνω στην ταινία αλλά και τις διαφορετικές οπτικές όπως αυτές παρουσιάζονται μέσα από τα άρθρα.

«Έξυσε παλιές πληγές το “Ψυχή Βαθιά”» 

Κάθονται στο ίδιο τραπέζι στο ΚΑΠΗ στα Γιάννενα, παίζουν τάβλι, συζητούν, θυμούνται τα γεγονότα μιας εποχής που έζησαν ως αντίπαλοι, αλλά εξακολουθούν να έχουν την ίδια- αναπάντητη- απορία: «Γιατί έγινε αυτός ο πόλεμος;» 

Ο 87χρονος  Λευτέρης (δεξιά)  από τα Άνω Πεδινά  Ιωαννίνων και ο  76χρονος Πέτρος  από τη Λευκοθέα  κάθονται στο ίδιο  τραπέζι στο ΚΑΠΗ  στα Γιάννενα,  παίζουν τάβλι,  συζητούν και  θυμούνται τα  γεγονότα μιας  εποχής που  έζησαν από  αντίπαλα  στρατόπεδα
«Τα λέμε σήμερα σε νεώτερους και δεν τα πιστεύουν. Λέτε ψέματα, μας απαντούν. Δεν μπορούν να φανταστούν τη φρίκη ενός εμφύλιου πολέμου, όπου αδελφός σκότωνε αδελφό. Ούτε η γυναίκα μου δεν με πίστευε. Προχθές που είδαμε την ταινία του Βούλγαρη, πείστηκε και θέλει να πάει να τη δει πάλι. Εγώ δεν αντέχω να ξαναπάω. Έκλαιγα όταν την έβλεπα».

Πριν από 63 χρόνια, βρίσκονταν σε αντίθετα χαρακώματα στον Γράμμο και το Βίτσι, στρέφοντας ο ένας το όπλο κατά του άλλου, στον Εμφύλιο που σπάραζε τότε την Ελλάδα. Δύο αντίπαλοι τότε είναι φίλοι σήμερα. Ο 87χρονος κ. Λευτέρης από τα Άνω Πεδινά Ιωαννίνων και ο 76χρονος κ. Πέτρος από τη Λευκοθέα κάθονται στο ίδιο τραπέζι στο ΚΑΠΗ στα Γιάννενα, παίζουν τάβλι, συζητούν και θυμούνται τα γεγονότα μιας εποχής που έζησαν από αντίπαλα στρατόπεδα. Ο κ. Λευτέρης υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στην 1η Μοίρα Καταδρομών του Στρατού. Η πρώτη τους παράκληση στη συζήτησή τους με «ΤΑ ΝΕΑ» ήταν να μην αναφερθούν τα επώνυμά τους. Γιατί το ζήτησαν δεν το εξήγησαν, λες και αισθάνονται ενοχές για τότε, για το γεγονός ότι χωρίς να καταλάβουν πώς, βρέθηκαν αντίπαλοι στον Εμφύλιο. Το βέβαιο είναι πως και οι δύο εξακολουθούν να έχουν την ίδια - αναπάντητη- απορία: «Γιατί έγινε αυτός ο πόλεμος;».
Ζωντάνεψε μνήμες. Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή Βαθιά» τους ζωντάνεψε μνήμες και, όπως λένε στα «ΝΕΑ» οι δύο άνθρωποι που θα μπορούσαν να ήταν πρωταγωνιστές της, «έξυσε σε μας τους επιζώντες παλιές πληγές, αν και πλέον δεν υπάρχει κανένα ίχνος εχθρότητας γι΄ αυτούς που είχαμε τότε απέναντί μας».
Ο κ. Πέτρος ήταν μόλις 14 χρόνων όταν στρατολογήθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό. «Δύο χρόνια πριν βρεθώ στο βουνό ασχολούμουν με τα πρόβατα της οικογένειάς μου. Με συνέλαβαν τα αποσπάσματα και με κατηγόρησαν ότι προωθούσα όπλα στους αντάρτες», περιγράφει. «Δεν είχα ιδέα από αυτά, παιδάκι ήμουν, αλλά με βασάνισαν άσχημα με φάλαγγα και ξυλοδαρμό. Με έπνιγε το δίκιο, γιατί με κατηγορούσαν άδικα. Όπως και άλλα παιδιά της ηλικίας μου, βρεθήκαμε στο βουνό. Χωρίς να το καταλάβουμε κρατούσαμε ένα όπλο στο χέρι. Από το τάγμα το δικό μου, ξεκινήσαμε 400 και απομείναμε μόνο 17... Έπειτα από 12 χρόνια γύρισα στο σπίτι μου, γιατί, μέσω Αλβανίας, μαζί με χιλιάδες άλλους βρέθηκα στην Τασκένδη». Σταματά για λίγο και συνεχίζει: «Μας έβαλαν σε καράβια- περίπου 5.000 άτομα σε κάθε καράβι- για να μας μεταφέρουν έπειτα από μεγάλη ταλαιπωρία στην Τασκένδη. Τρεις φορές τραυματίστηκα από θραύσματα όλμων. Μια φορά στο Γκάλο, μια στην Αμμούδα, στην Αλεβίτσα και την τρίτη φορά στην Οξυά. Πολλά από αυτά τα βλήματα είναι ακόμη στο κορμί μου...Θυμάμαι ότι κοντά στη Φλώρινα, σε μια μάχη είχαμε 850 νεκρούς. Κανείς τραυματίας. Όλοι νεκροί...». Γυρνώντας στον κ. Λευτέρη, ρωτά: «Εσύ, Λευτέρη, τραυματίστηκες καμιά φορά τότε;».
«Η μεγαλύτερη σφαγή». Εκείνος τραβάει μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και απαντά: «Όχι. Όσο σε ακούω, σκέφτομαι πώς γλίτωσα τότε. Άκουγα τις σφαίρες να σφυρίζουν δίπλα μου σαν αγριομέλισσες, αλλά καμιά δεν με πέτυχε. Αλλά πώς να ξεχάσω τη φρίκη να πέφτουν νεκροί δίπλα μου στρατιώτες και αξιωματικοί; Η μεγαλύτερη σφαγή έγινε κοντά στον Πύργο της Στράτσιανης, όπου σκοτώθηκαν δεκάδες στρατιώτες, όταν από λάθος ενός λοχία δόθηκαν λάθος συντεταγμένες στο Πυροβολικό και την Αεροπορία και μας πετσόκοψαν. Τι είδαν τα μάτια μας τότε, Πέτρο...».
Φονικές μάχες. Οι δύο ηλικιωμένοι φίλοι, βυθισμένοι στις σκέψεις τους, σταματούν για λίγο να μιλάνε. Φέρνουν με κινηματογραφική ταχύτητα στο μυαλό τους σκηνές από τότε. Προσπαθούν και οι δύο να εντοπίσουν τις μάχες που είχαν βρεθεί στα αντίπαλα αναχώματα, αναφέροντας τοποθεσίες μαχών.

-«Στον Πύργο ήσουν;».

- Στη Στράτσιανη, τη Γράμουστα, τη Γύφτισσα, τη Μουργκάνα, τον Τσάρνο, το Κάτω και Πάνω Νεστόριο, τα Μπρούσια, την Οξυά, το Μαλιμάτι, τη Νεροπηγή, την Κρυσταλοπηγή, το Κοτύλι, τη Χελώνα, την Αλεβίτσα, τα Πατώματα...».
Ατελείωτος αριθμός συμπλοκών. Θυμούνται όλες τις φονικές μάχες και βουρκώνουν όσο σκέφτονται ότι σήμερα θα μπορούσε ένας από τους δύο, ή και οι δύο, να μην ήταν στη ζωή από δικά τους βόλια... «Πολεμήσαμε το ΄40 όλοι μαζί ενωμένοι, πετάξαμε τους Ιταλούς στη θάλασσα και μετά χωριστήκαμε και ο ένας σκότωνε τον άλλο. Τι να κερδίσουμε; Τίποτε...», μονολογεί ο κ. Πέτρος.


«Πλέον δεν υπάρχει κανένα ίχνος εχθρότητας γι΄ αυτούς που είχαμε τότε απέναντί μας»
«Να μην ξαναδούμε στην Ελλάδα τέτοιες μέρες...»

Oι στρατιώτες τότε είχαν βγάλει και ένα τραγούδι, μέρος του οποίου θυμάται ο Λευτέρης: «Εσείς βουνά της Γράμουστας, Βίτσι και Μαλιμάδι/ Ποτέ μη λουλουδίσετε, χορτάρι μη φυτρώσει/ Για το κακό που έγινε, εδώ μέσα στην Ελλάδα/ Για να σκοτώνει πατέρας τα παιδιά και αδελφός τον αδελφό...».
«Το λέγαμε και κλαίγαμε», θυμάται ο 86χρονος.

«Κι εμείς είχαμε ένα τραγούδι» - παρεμβαίνει ο Πέτρος- «και το λέγαμε όταν πεζοπορούσαμε στα βουνά ή σταματούσαμε για λίγη ξεκούραση. Θυμάμαι μόνο λίγες λέξεις, που έλεγαν “...αδέλφια φαντάροι, είμαστε όλα παιδιά του Λαού...”. Κανένας δεν ήθελε εκείνο τον πόλεμο, αλλά έγινε...».
Και τους δύο είναι φανερό ότι τους ενοχλεί η αναπόληση αυτών των άσχημων στιγμών. Θέλουν να ξεχάσουν. Συμφωνούν και οι δύο: «Νερό κι αλάτι όλα.

Πάει, ξεχάστηκαν όλα. Κρίμα στα χιλιάδες παιδιά που σκοτώθηκαν τότε και τα κόκαλα των περισσοτέρων είναι ακόμη διασκορπισμένα στον Γράμμο και το Βίτσι». Και συμπληρώνουν: «Πήγαμε οι δυο μας πρόσφατα στον Γράμμο, είδαμε τοποθεσίες που πολεμήσαμε και συγκινηθήκαμε. Να μην ξαναδούμε στην Ελλάδα τέτοιες μέρες...».

 Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 

Το μίσος που γράφει Ιστορία

Σκέψεις με αφορμή τη «Βαθιά Ψυχή» του Παντελή Βούλγαρη, Του Βασίλη Καραποστόλη 
Με τον δικό της τρόπο μια ταινία- η «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη- ξαναφέρνει μπροστά μας αυτές τις μέρες ένα ερώτημα στο οποίο ποτέ δεν δόθηκε ικανοποιητική απάντηση: Γιατί άραγε στην Ελλάδα οι πολιτικές συγκρούσεις μοιάζουν από την πρώτη στιγμή να ωθούνται προς τα έσχατα; Γιατί αυτή η τάση προς το αμετάκλητο; Καθώς ξαναζωντανεύει στην οθόνη ο Εμφύλιος ο θεατής αναγνωρίζει σ΄ εκείνα τα τραχιά και τυραννισμένα πρόσωπα μιας περασμένης εποχής κάτι που δεν έπαψε να το ζει, σχεδόν καθημερινά, αν και όχι με το όπλο στο χέρι. Αναγνωρίζει ο καθένας ότι με τους όποιους αντιπάλους του δεν τον χωρίζει μεγάλη απόσταση. Κι αυτό ακριβώς καθορίζει τη σχέση τους. Οι Έλληνες βρίσκονται πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, γι΄ αυτό και συγκρούονται τόσο σφοδρά. Παράδοξο το φαινόμενο, όχι όμως και ακατανόητο. Μια σκηνή στην ταινία είναι σχετικά μ΄ αυτό αρκετά εύγλωττη. Παρουσιάζει μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού ταμπουρωμένους απέναντι σε φαντάρους των κυβερνητικών δυνάμεων. Δύο παρατάξεις, δύο στρατόπεδα κι ανάμεσά τους λίγα μέτρα ορεινής γης, μερικά κοτρώνια και θάμνοι που είναι τόσο οικεία στους αντιμαχόμενους όσο είναι και τα πρόσωπα των αντιπάλων τους. Πράγματι, από τις φραστικές βολές που εκτοξεύονται εκατέρωθεν αυτό που αποκαλύπτεται πρώτα απ΄ όλα είναι η οικειότητα ανάμεσα σε εμπόλεμους, η πληγωμένη και αθεράπευτη αλληλογνωριμία τους. Ανταλλάσσουν πειράγματα ανάκατα με βρισιές, προκαλούν και προσκαλούν ταυτόχρονα, φοβερίζουν και καυχώνται και οι καυχησιές τους δεν κάνουν άλλο από το να σκεπάζουν τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς τους. Να ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν. Ενώ διατηρείται στο βάθος η αμφιβολία, στην επιφάνεια κοχλάζει το μένος. Οι Έλληνες αμφιβάλλουν για το αν οι ενάντιοι άλλοι- οι ανταγωνιστές τους, οι αντίδικοι, οι αντιφρονούντες- είναι τόσο άχρηστοι ώστε να τους αξίζει η ολοκληρωτική εξαφάνιση, η εξολόθρευση. Αμφιβάλλουν επειδή ζυμώνονται μεταξύ τους, συγχρωτίζονται αδιάκοπα, στενοχωριούνται όταν επιστρέφουν στο σπίτι εγκαταλείποντας το καφενείο, την αγορά, τις συζητήσεις που ανάβουν τα αίματα. Δεν θέλουν να σκέπτονται τους άλλους μέσα από το ιδιωτικό τους καταφύγιο, προτιμούν να τους συναντούν, να τους περιεργάζονται, να τρίβονται ο ένας πάνω στον άλλο. Έτσι γνωρίζονται καλύτερα απ΄ την καλή κι απ΄ την ανάποδη. Είναι μια γνώση ποτισμένη από κάποια συγκατάβαση που έρχεται συχνά να την ανατρέψει η πολιτική αντιπαράθεση. Αυτό συνέβη και τότε. Απότομα και επιτακτικά η πολιτική έβαλε τους δικούς της όρους στην κοινωνική ζωή. Εμφάνισε τους γείτονες, τους συγχωριανούς, τους συντοπίτες σαν να ΄ταν άγνωστοι, σαν να έρχονταν από κάπου πολύ μακριά κουβαλώντας μόνο τις ιδέες τους, τις πεποιθήσεις τους, τις εμμονές τους. Αντίκρυ στους ζωντανούς ανθρώπους η πολιτική συγκυρία τοποθέτησε φαντάσματα. Ύστερα ακολούθησε το πρόσταγμα: «Πυρ!». Νιώθει κανείς πιο ελεύθερος να πυροβολήσει ένα είδωλο ανθρώπου που εμφανίζεται σαν εχθρός απ΄ ό,τι τον ίδιο τον άνθρωπο ολοζώντανο μπροστά του. Στην ταινία ένας ανθυπολοχαγός φτύνει μιαν αντάρτισσα που κείτεται μπρος του νεκρή. Τη μισεί γιατί τον ανάγκασε να βυθιστεί στο μίσος του, γιατί η σύρραξη τον έχει καταστήσει ανίκανο να κάνει οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Παρ΄ όλ΄ αυτά, πασχίζει να ξεφύγει, προσπαθεί να σώσει τη ζωή ενός αγοριού που βρέθηκε στις γραμμές του αντάρτικου στρατού. Αυτός είναι ο κόσμος μας, αυτοί είμαστε. Από τη μια η ανελέητη αδιαλλαξία, από την άλλη πότε πότε ένα εσωτερικό ρήγμα, μια συμπονετική χειρονομία. Ένας άνθρωπος όπως κι ένας λαός είναι δυνατόν να διχαστεί ηθικά και να θελήσει να ξεπεράσει τον διχασμό του με το να γίνει πολιτικά αδυσώπητος. Τέτοια ήταν η ελληνική περίπτωση. Ριγμένοι όλοι, αριστεροί, δεξιοί και ενδιάμεσοι στη δίνη του Εμφυλίου δοκίμασαν την πιο πικρή, την πιο απαξιωτική εμπειρία, που ήταν να μη μπορούν καν να επιχειρήσουν την αλλαγή στη στάση τους, στα αισθήματά τους. Έπρεπε οι ένοπλοι να σκοτώσουν ώστε να μη σκέφτονται ότι θα μπορούσαν να διαπραγματευτούν με τους ομοεθνείς αντιπάλους τους, να συμβιβαστούν μαζί τους, να συμφιλιωθούν. Η τραγωδία του ελληνικού Εμφυλίου έγκειται στο ότι αφαιρέθηκε από τους αντιμαχόμενους η δυνατότητα να εξετάσουν μόνοι τους όλα τα ενδεχόμενα. Δεν πλησίασαν ανιχνευτικά οι παρατάξεις η μία την άλλη, δεν διασταύρωσαν τα βλέμματά τους και δεν συνομίλησαν ποτέ ο ανθυπολοχαγός και η αντάρτισσα. Οι τρίτοι είχαν μπει στη μέση, κι όχι για να διαιτητεύσουν. Πρώτα οι Άγγλοι, μετά οι Αμερικανοί υποχρέωσαν τους ντόπιους να κοιτάζονται με τα κιάλια, να σημαδεύονται από μακριά, να μη μπορούν να δοκιμαστούν οι ίδιοι, αυτοπροσώπως, στο δύσκολο έργο μιας πιθανής ανακωχής για χάρη του κοινού οφέλους. Μισήθηκαν έτσι περισσότερο οι ντόπιοι επειδή ανομολόγητα ντράπηκαν που δεν είχαν την πρωτοβουλία, επειδή έπαιξαν σ΄ ένα παιχνίδι στο οποίο δεν είχαν τον έλεγχο κι αυτό το ήξεραν. Το αποτέλεσμα ήταν να θαφτεί μια ολόκληρη γενιά. 

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ: έγκειται στο ότι αφαιρέθηκε από τους αντιμαχόμενους η δυνατότητα να εξετάσουν μόνοι τους όλα τα ενδεχόμενα. Δεν πλησίασαν ανιχνευτικά οι παρατάξεις η μία την άλλη, δεν διασταύρωσαν τα βλέμματά τους και δεν συνομίλησαν ποτέ ο ανθυπολοχαγός και η αντάρτισσα 
Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών 



Οι Μύθοι Βρικόλακες

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

 





ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΞΕΝΙΤΙΑ, ΣΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ, ΟΠΟΥ ΘΥΜΩΜΕΝΟΣ, ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΣ ΕΙΧΕ ΚΑΤΑΦΥΓΕΙ, ΟΙ ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΙ (ΠΑΝΤΑ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΟΙ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ, ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ!) ΨΗΦΙΣΑΝ ΚΑΤΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΦΑΝΕΣ 
Τιμής ένεκεν και κατ΄ εξαίρεση, ο Αισχύλος μπορούσε δι΄ αντιπροσώπου να υποβάλει τα έργα του στον επώνυμο άρχοντα και ωσεί ζωντανός να μετάσχει στον διαγωνισμό των Μεγάλων Διονυσίων με μια τετραλογία του. Ο Αισχύλος πέθανε το 456 π.Χ. Περίπου σαράντα χρόνια μετά, και όταν η Αθήνα είχε υποστεί την εξευτελιστική και αρχή του τέλους ήττα στη Σικελία, βρέθηκε χορηγός στην Αθήνα και διδάχτηκε η «Ορέστεια», το έργο που δραματοποιούσε την τραγωδία της ενδοοικογενειακής έριδας και το αδιέξοδο, το ηθικό και το πολιτικό, της αυτοδικίας.
Η «Ορέστεια» το 415 π.Χ. «γέννησε» όλα τα ατρειδικά αλλά και τα θηβαϊκά εμφύλια τραγικά θέματα. Από τη μια Ιφιγένειες, Ελένες, Ανδρομάχες, Τρωάδες, Εκάβες και από την άλλη Φοίνισσες και Οιδίποδες στον Κολωνό. Γέμισαν οι τραγικές ορχήστρες με μητροκτόνους, εξόριστους, θυσιαζόμενες παρθένες, παρ΄ ολίγον αδελφοκτόνες, αιχμάλωτες και ταπεινωμένες γυναίκες, βασίλισσες και πληβείες, αδειανά πουκάμισα και αδελφοσφαγές και απελπισμένες μάνες και ζητιάνες περιπλανώμενες ανέστιες θυγατέρες. Φέτος έκλεισαν τον Σεπτέμβριο εξήντα χρόνια μετά το τέλος της εμφύλιας αλληλοσφαγής. Ευτυχώς χωρίς φανφάρες εκατέρωθεν, αλλά και με δειλά βήματα σε επιστημονικές αναλύσεις του τραγικού εσωτερικού τραύματος που έως πρόσφατα αιμορραγούσε. Το 1949, ακριβώς τον Σεπτέμβριο, το Εθνικό Θέατρο με διευθυντή και σκηνοθέτη τον Ροντήρη ανεβάζει την «Ορέστεια». Θυμίζω πως το 1903, έξι χρόνια μετά την εξευτελιστική ήττα της Ελλάδας του 1897, ο Θωμάς Οικονόμου ανεβάζει την αλήστου μνήμης «Ορέστειά» του που προκάλεσε τις ταραχές και τα θύματα των «Ορεστειακών». Εξάλλου και το 1932 στα εγκαίνια του Εθνικού, «Αγαμέμνονα» ανεβάζει ο Φώτος Πολίτης στο κτίριο που πριν ανακαινιστεί για να υποδεχτεί τον νέο θεσμό είχε καταληφθεί από πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο Μινωτής το 1958 ανεβάζει τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» που δίπλα στη μοίρα του τυφλού αθώου αμαρτωλού αναπτύσσεται και η αλληλοσφαγή των τέκνων του και το 1960 σκηνοθετεί τις «Φοίνισσες», όπου ο Ευριπίδης αφηγείται με τον ανεπανάληπτο μεικτό του τρόπο την αδελφοσφαγή, του Πολυνείκη και του Ετεοκλή. Βλέπετε οι μεγάλοι δάσκαλοι του θεάτρου μας, νιώθοντας ως δάσκαλοι του γένους δεν γνοιαζόντουσαν τόσο για φορμαλιστικά τερτίπια και αισθητική, αλλά χωρίς να αυθαδιάζουν τροφοδοτούσαν το έρμαιο από την εκπαίδευση κοινό με έργα και ερμηνείες μεγάλων ποιητών που φώτιζαν με το κύρος των αιώνων που δοκιμάστηκαν το τραγικό παρόν. Το 1960 ο Μινωτής ανέθεσε τη μουσική των «Φοινισσών» στον Μίκη Θεοδωράκη που ένα χρόνο πριν (1959) είχε τολμήσει να κάνει λαϊκό σουξέ τον «Επιτάφιο» του Ρίτσου. Σε μια εποχή που επωάζονταν η βία και η νοθεία, η δολοφονία του Λαμπράκη και η χούντα. Και ο Θεοδωράκης για πρώτη φορά μπήκε με την ιδιοφυΐα του στο μεγάλο πρόβλημα της ερμηνευτικής εποποιίας του αρχαίου δράματος. Άστραψε φως και γνώρισε σε βάθος χρόνου ό,τι είχε βιώσει στο πετσί του και το 1961 γράφει το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», κείμενο και μουσική, σε μορφή λαϊκής τραγωδίας με επεισόδια και χορικά. Και ποιο είναι το θέμα; Ο εμφύλιος και η αλληλοσφαγή δύο αδελφών που βρέθηκαν στα αντίπαλα στρατόπεδα. Και μια Μάνα-Ιοκάστη ανάμεσα να θρηνεί. Ο Θεοδωράκης τότε βρέθηκε στο κέντρο δύο ανελέητων επιθέσεων της Δεξιάς και της Αριστεράς. Έντεκα χρόνια μετά το 1949 ήταν νωπό ακόμη το αίμα, το μίσος, οι προκαταλήψεις. Είχαν τόσο όλοι τυφλωθεί ώστε κανένας δεν εντόπισε την ολοφάνερη και τολμηρή μεταφορά του Μίκη στα καθ΄ ημάς της πανάρχαιας εμφύλιας κατάρας των τέκνων του Οιδίποδα. Ο Παύλος και ο Νικολιός, οι δυο γιοι που είχε η μανούλα, είχαν έρθει από τον μύθο και στα σώματά τους είχε βρικολακιάσει ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Ο Θεοδωράκης τότε από σεμνότητα δεν επικαλέστηκε το δάνειο και τη νομιμότητά του. Και όποιος τολμούσε να αμφισβητήσει το δικαίωμα να αναδιπλώνεις αρχέτυπα και να τα φορτίζεις με νέο περιεχόμενο και με νέα ευαισθησία, όποιος γνωρίζει γράμματα, όταν η τυφλή μισαλλοδοξία ρητορεύει, αναφέρεται στους «Ληστές» του Σίλερ, τα δύο δίδυμα αδέλφια που το ένα είναι τύραννος, εκμεταλλευτής, φανατικός φεουδάρχης και αυταρχικός δογματικός και ο άλλος αντάρτης, φυγόδικος, υπερασπιστής των φτωχών και ενσαρκωτής των ιδεωδών της Γαλλικής Επανάστασης. Ο ίδιος ενημερωμένος και νηφάλιος αναλυτής παραπέμπει στους «Αδελφούς Κορσικανούς» του Αλεξάνδρου Δουμά, πατρός με ίδια με τα σιλερικά αντίθετα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα που οδηγούν στη σύγκρουση. Τι άλλο έκανε ο Παντελής Βούλγαρης από το να αντλήσει από την ίδια μεγάλη βρυσομάνα την αρχαία τραγωδία, τον επαναστατικό ρομαντισμό και τη λαϊκή αίσθηση του τραγικού. Είδα βλακώδεις αριστερές τάχα μου αναλύσεις που κακίζουν τον συναισθηματισμό, λέει, της ταινίας του Βούλγαρη. Και ως αγράμματοι, δεν διαβλέπουν πως όταν ο παππούς πάει να ζητήσει από τον αξιωματικό του Κρατικού Στρατού τη σορό του «αριστερού» νέου, το σενάριο αντλεί από το αρτεσιανό πηγάδι του Ομήρου, από το Ω της «Ιλιάδος», όταν ο Πρίαμος διασχίζει το στρατόπεδο των Ελλήνων και φτάνει στη σκηνή του Αχιλλέα και ζητάει τη σορό του Έκτορα.


«Πρέπει να κάνουμε τον Εμφύλιο μνήμη μας»
Του Παύλου Θ. Κάγιου


«Φωνή» σε 33 γυναίκες της Αντίστασης που κυνηγήθηκαν από το επίσημο κράτος δίνει η 76χρονη σκηνοθέτις Αλίντα Δημητρίου, στο ντοκιμαντέρ της «Η ζωή στους βράχους»
«Πάνω από όλα έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, δεν με πειράζει που δεν εντάχθηκα σε κυκλώματα κι έμεινα απ΄ έξω, σημασία έχει η αξιοπρέπεια», λέει με την μπάσα και στεντόρεια φωνή της η Αλίντα Δημητρίου. Μια γυναίκα με τέτοιο τσαγανό που σπάνια το συναντάς γύρω σου και που μετά το βραβείο Κοινού στο περσινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και άλλες πέντε βραβεύσεις για το 20ό φιλμ της, τρέχει ακούραστη. Πρωτοστατεί στο κίνημα «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» (στο Αντι-Φεστιβάλ προβλήθηκε η τανία της «Η ζωή στους βράχους»).
Βιάζεται να σκηνοθετήσει τις «Γυναίκες στη χούντα» και «τις Γυναίκες στη Μακρόνησο» και αναρωτιέται, εκπέμποντας το φως της δύναμής της: «Θα προλάβω;»  
Ύστερα από πολλά χρόνια, το ελληνικό σινεμά κοιτάζει με άλλο μάτι τα χρόνια του Εμφυλίου. Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» έχει ήδη κόψει πάνω από 160.000 εισιτήρια. Όμως υπάρχουν και τα ντοκιμαντέρ «Καπετάν Κεμάλ» του Φώτου Λαμπρινού, «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» του Σταύρου Ψυλλάκη, το ψηφιακό φιλμ «Φως πριν την αυγή» του 30χρονου Χρήστου Μεγαρχιώτη και «Η ζωή στους βράχους»... Τι έχει να πει σήμερα στον θεατή «Η ζωή στους βράχους»;
Την ιστορία που του έχουν αποκρύψει. Η ταινία αποκαλύπτει το βαρύ ιστορικό τραύμα που υπέστη η χώρα μας και που αποκρύβεται συστηματικά. Η προφορική ιστορία, που είναι μέρος της σύγχρονης ιστορικής έρευνας, στηρίζεται στις μαρτυρίες των αφανών και ανωνύμων. Εκείνων που τους ονομάζουμε «χωρίς φωνή» γιατί η επίσημη ιστορία επιδεικτικά τους αγνοεί. Όμως, πρόκειται για τις μαρτυρίες και τα βιώματα όλων αυτών που σήκωσαν το βάρος της ιστορίας και οι μαρτυρίες τους αποκαλύπτουν την ψυχική δύναμη η οποία τροφοδοτεί την ιστορική δυναμική. Η ταινία αρθρώνεται στις μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων.
Το ντοκιμαντέρ (φωτογραφία: Αλέξης Γρίβας, Αφροδίτη Νικολαΐδου) αναφέρεται στον Εμφύλιο, στις γυναίκες που πήγαν στο βουνό, στον Δημοκρατικό Στρατό, αλλά και στις εξορίες. Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας οργανώθηκαν οι παρακρατικοί, οι συνεργάτες των Γερμανών και άρχισε το κυνηγητό των αντιστασιακών. Από τις γυναίκες, άλλες πρόλαβαν και πήγαν στο βουνό και άλλες συνελήφθησαν. Όλες γιατί ήταν αντιστασιακές. Σε όσες από αυτές που συνέλαβαν, τα στρατοδικεία δεν μπόρεσαν να στοιχειοθετήσουν κατηγορία (σε ισόβια ή εκτέλεση), τις έστειλαν εξορία: Χίος- Τρίκερι- Μακρόνησος. Και στην ταινία, τριάντα τρεις γυναίκες καταθέτουν τη μαρτυρία τους για τις διώξεις που υπέστησαν αυτές και οι οικογένειές τους μετά την υπογραφή της Βάρκιζας, στις 12 Φεβρουαρίου 1945.
Γιατί πρέπει να μας απασχολεί και σήμερα ο εμφύλιος πόλεμος;
Η αποτίμηση του παρελθόντος είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να έχουμε μέλλον που να μας εκφράζει. Και μόνο η λέξη, η ονομασία «Εμφύλιος», αποκρύπτει την πολιτική και κοινωνική διάσταση των γεγονότων και συσκοτίζει τη βαθύτερη εικόνα της νεοελληνικής ιστορίας. Υπάρχει συσκότιση για τα γεγονότα της περιόδου αυτής- και τα οποία αγνοούνται παντελώς στη Δύση.
Τι έχουν να πουν στις σημερινές Ελληνίδες οι γυναίκες της ταινίας «Η ζωή στους βράχους»;
Μας ενισχύουν την αξιοπρέπεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τους ελεύθερους ανθρώπους. Το ήθος, την πίστη και την αντοχή. Την ανιδιοτέλεια: όλες αυτές δεν ζήτησαν ποτέ τίποτα. Θα ήθελα όμως να τονίσω ότι και οι σημερινές γυναίκες, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, θα πολεμούσαμε στο πλάι των ανδρών με την ίδια γενναιότητα και αυτοθυσία και ας ξοδεύαμε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας για τις αξίες που πιστεύαμε.
Τα ιδανικά για τα οποία αγωνίστηκαν οι ηρωίδες της ταινίας σας, λένε πολλοί, ότι έχουν πεθάνει...
Αφήστε τους να λένε. Μακάριοι οι αγνοούντες τη δυναμική της ιστορίας. Μακάριοι οι συναινούντες. Συναίνεση σημαίνει συνενοχή και η συνενοχή οδηγεί σε δρόμους χωρίς επιστροφή. Τα ιδανικά «των ηρωίδων μου» είναι ιδανικά με παγκόσμια εμβέλεια και μένουν άφθαρτα στην πορεία της ανθρωπότητας.
Πού βρίσκετε το κουράγιο και κάνετε ταινίες σε «προχωρημένη» ηλικία;
Εσύ πού βρίσκεις το κουράγιο να μου κάνεις τέτοιες ερωτήσεις; Ας το αντιπαρέλθουμε, γιατί θα οδηγηθούμε στον ρατσισμό των ηλικιών. Ο Ράσελ ήταν 94 χρονών όταν με τους μαθητές του πολεμούσε για την παγκόσμια ειρήνη. Το Κατινάκι, μία από τις μάρτυρες της ταινίας και 90 χρονών, ταξιδεύει μαζί με το Φόρουμ».

«Σ΄ ένα βράδυ μέσα μάς ρήμαξαν...»
Ύστερα από πολλά χρόνια, το ελληνικό σινεμά κοιτάζει με άλλο μάτι τα χρόνια του Εμφυλίου. Η ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» έχει ήδη κόψει πάνω από 160.000 εισιτήρια. Όμως υπάρχουν και τα ντοκιμαντέρ «Καπετάν Κεμάλ» του Φώτου Λαμπρινού, «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε» του Σταύρου Ψυλλάκη, το ψηφιακό φιλμ «Φως πριν την αυγή» του 30χρονου Χρήστου Μεγαρχιώτη και «Η ζωή στους βράχους»..


Ποια είναι η δική σας γνώμη για τον Εμφύλιο;
Όταν μιλάμε για Εμφύλιο- αν και ο όρος είναι λανθασμένος- πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε: ποιοι τον δημιούργησαν, τον ρόλο των συνεργατών των Γερμανών, ποιοι πήραν μέρος και γιατί, ποιοι υπέστησαν τις συνέπειες και σε ποια έκταση, τι καθόρισε αυτός ο πόλεμος στα χρόνια που ακολούθησαν, οι αντίπαλοι για ποιες αξίες αγωνίστηκαν, πολέμησαν; Μήπως αποκρύπτεται η πολιτική και η ταξική διάσταση των γεγονότων; Μια γυναίκα στην ταινία λέει «εμείς δεν θέλαμε αυτό τον πόλεμο, να φύγουμε από τα σπίτια μας... σ΄ ένα βράδυ μέσα μάς ρήμαξαν και χάσαμε τις φωτογραφίες μας, χάσαμε το παρελθόν μας».

Αυτοκριτική
Δεν πρέπει κάποτε όλες οι πλευρές να κάνουν την αυτοκριτική τους για τον Εμφύλιο;
Γι΄αυτό ακριβώς πρέπει να ερευνήσουμε και να αποτιμήσουμε ό,τι συνέβη. Με τι κριτήρια θα κοιτάξουμε μπροστά; Αυτό το «να κοιτάξουμε μπροστά»εμένα μου φαντάζει ύποπτο. Ποιοι είναι αυτοί που κόπτονται να φιμωθούν οι μαρτυρίες; Λαοί χωρίς μνήμη είναι λαοί χωρίς μέλλον.

Γυναίκες στον Δημοκρατικό Στρατό
●Γένους θηλυκού ήταν το 30% της δύναμης ●Πολέμησαν στην πρώτη γραμμή δίπλα στους άνδρες ●Δηλώνουν πως δεν το μετάνιωσαν ●Εξορίστηκαν κυρίως στη Χίο, το Τρίκερι και τη Μακρόνησο

Ατάκες
●«Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν ένας άθλος» ●«Έστελναν τα παιδιά μας σε στρατόπεδα αναμόρφωσης για να μη γίνουν Βούλγαροι» ●«Τα χρησιμοποιούσαν ως μέσον εκβιασμού για να υπογράψουμε δήλωση» ●«Έπρεπε να αντέξουμε τις κακές συνθήκες, τα ψυχολογικά μαρτύρια και το ξύλο γιατί εμείς είχαμε το δίκιο»  

Ψυχή βαθιά*
 
Από καιρό αναζητούσα τους στίχους που γράφτηκαν στο βουνό, με επαναλαμβανόμενη στροφή το «Ψυχή βαθιά», ως εγκαρτέρηση, λεβεντιά και συνέχεια των αγώνων του λαού μας. Η μνήμη δεν μπόρεσε να το επαναφέρει.
Ετσι, αναφερόμενος στην ψυχή του νοήματος, στο «εκ βαθέων», έγραψα τους στίχους που ακολουθούν με την ελπίδα ότι οι συναγωνιστές μας τις ΠΕΑΕΑ θα προσθέσουν...
του Γ.Κ.Τσαπόγα

ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ
 
Ψυχή βαθιά
γοργότερη
η λευτεριά
και φως
μέσ' το σκοτάδι.
*
Τριγύρω βρέχει
θάνατο,
φωτιά
και χαλασμό.
*
Δες το πουρνάρι
κόκκινο,
το θρούμπι
ματωμένο.
*
Στις βίγλες
και τα ξέφωτα
κράτα γερά,
κοίτα ψηλά.
*
Παγώσανε
οι ουρανοί,
βάστα καρδιά,
ψυχή βαθιά.
*
Θέλει ψυχή
η λευτεριά
φωνή λαού
και γδικιωμού.
*
Ψυχή βαθιά
σφιχτή γροθιά
συντρόφοι
του αγώνα.
*
Πάμε μαζί,
ψυχή βαθιά
πάμε μαζί,
κράτα καλά.
* Για όσους έφυγαν, για όλους που αγωνίζονται.
Πηγή: Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ


Ψυχή φραπέ
 
Αφορμή, η ταινία «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη
Του Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ

1. Ο σκηνοθέτης έπεσε, δυστυχώς, θύμα εκείνης της μεταφυσικής που σε κάνει να πιστέψεις πως μπορείς να γράψεις από την αρχή όποιο κομμάτι της Ιστορίας επιθυμείς: η αγάπη, η συμπόνια, η φιλευσπλαχνία, το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε και ότι κάποιος πρέπει να μπει στον κόπο ν' αποκαταστήσει εμάς και τα πάθη μας όπλισαν την κάμερα του Βούλγαρη για τα «βαθιά». Αντί όμως να «γυρίσει», φρόντισε να «χτυπήσει» σ' ένα σέικερ τα αντίπαλα στρατόπεδα του εμφυλίου με αποτέλεσμα, αντί για ψυχή βαθιά όπως επεδίωξε, η ταινία να καταλήξει σε ψυχή φραπέ. Βασανίζοντας τα αυτονόητα του τύπου αν ο πόλεμος είναι κακός ή ο εμφύλιος είναι τραγωδία, αφαίρεσε μ' έναν καθωσπρέπει τρόπο τις γενεσιουργές αιτίες της σύρραξης σκεπάζοντας με ό,τι βρήκε εύκολο το δικαίωμα της ιδέας για την οποία έπεσαν οι στρατιώτες του Δημοκρατικού Στρατού. Τους παρέδωσε στη Μοίρα με την εύνοια που της δίνουν αναιμικοί θεολόγοι. Από τη στιγμή που ο σκηνοθέτης δεν μπορούσε να πετάξει στο δικό τους ύψος, υποχρεώθηκε να ασχοληθεί με τη σκόνη τους και να πνιγεί σ' αυτήν.2. Μπαίνοντας σε μια Ιστορία που δε χωρούσε, με τη θολή ανάμνηση μιας Αριστεράς που κάποτε γνώρισε, κινούσε την κάμερά του με τον τρόπο των ευσεβών χριστιανών που γυρνούν με τα εικονίσματα στα νεκροταφεία προσπαθώντας να εξορκίσουν το κακό.
3. Δαιμονικό ερώτημα: Πώς ο σκηνοθέτης είναι τόσο σίγουρος πως αν ένας νεκρός αντάρτης ανασταινόταν δε θα έτρεχε πάλι στο Γράμμο;
4. Πρόκειται για ταινία επιτομή του μικροαστισμού. Ακόμα χειρότερο, γιατί αποκτά ιδεολόγημα ένας ολόκληρος συρφετός που, με καλές προθέσεις όπως πάντα, είναι στήριγμα και καμάρι όλων των κυβερνήσεων από τη μεταπολίτευση έως σήμερα.
5. Ψάχνοντας στα τυφλά πληγές, έπαψε να είναι κύριος του εαυτού του και παραδόθηκε σε μια ηθική που συναντάς σε αφθονία στις Αρσακειάδες, σε όσους ουδεμία σχέση έχουν με εμφυλίους ή με το αίμα. Ωστόσο, το αίμα εκείνο συνεχίζει και σήμερα αδιάκοπα τη ροή του - ο σκηνοθέτης είναι αυτός που έχει χάσει την ικανότητα να το παρακολουθεί.
6. Καμία απολύτως έκπληξη δε μου προκάλεσε η ταινία του Βούλγαρη. Με αφορμή όμως την προβολή της, κέρδισα χρόνο από το να κάνω βαρετούς κύκλους ρωτώντας τα άστρα αν έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε στο όνομα των νεκρών. Προσωπικά πιστεύω πως δεν είμαι πιο ζωντανός από έναν αντάρτη που έπεσε στο Γράμμο. Αυτό άραγε λέει κάτι στον σκηνοθέτη;

Πηγή: Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 
 
 
«Ψυχή βαθιά» στον «πόλεμο» που συνεχίζεται...
Της Ελένης Μηλιαρονικολάκη
Η Ε. Μηλιαρονιικολάκη είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ
 
Μαχητές και μαχήτριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας
«για του Ανθρώπου την πάλη την αιώνια
για λευτεριά και δικαιοσύνη,
για τ' αγαθά - πανανθρώπινο χτήμα -
για τη γη, το νερό, τον αγέρα,
Ψυχή βαθιά κι ευλογητός ο Αγώνας!»
Αιμ. Βεάκης

Στη συγκυρία της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής εκστρατείας για την «αναθεώρηση» της ιστορίας από τη σκοπιά των «νικητών» με παραποιήσεις και ψέματα, κάθε δημιουργός καλείται να αποφασίσει αν θα «παραδώσει τον άνθρωπο στις συγχύσεις και τις αυταπάτες, ή θα παραδώσει τον κόσμο στον άνθρωπο». Θα περίμενε κανείς ο Παντελής Βούλγαρης, ένας από τους σκηνοθέτες που άνοιξαν νέους θεματικούς και αισθητικούς ορίζοντες στον ελληνικό κινηματογράφο, να σηκώσει και πάλι το ανάστημά του απέναντι στη νέα και σφοδρότερη επίθεση των επικυρίαρχων κατά της ανθρωπότητας. Δυστυχώς με την τελευταία ταινία του «Ψυχή βαθιά», προσθέτει και τη δική του φωνή στα κηρύγματα της λαϊκής υποταγής και συμμόρφωσης.
Η ταινία «Ψυχή βαθιά» πραγματεύεται το τελευταίο διάστημα του εμφύλιου στις βουνοκορφές του Γράμμου το 1949. Οι ήρωες είναι δύο αδέλφια τσοπανόπουλα, ο Ανέστης, 17 χρονών και ο 15χρονος Βλάσης - σύμβολα ενός γενικά «τυχαίου» κατά το σκηνοθέτη διχασμού του ελληνικού λαού - που επειδή γνωρίζουν τα περάσματα, βρέθηκαν ο πρώτος στις γραμμές του Εθνικού στρατού και ο δεύτερος του Δημοκρατικού.
Μετά τις πρώτες σκηνές γίνεται φανερό ότι η ταινία παρακάμπτει το ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο των γεγονότων που εξιστορεί. Περιγράφεται ένας πόλεμος και μάλιστα με εξαντλητικές για τη βία του λεπτομέρειες: ποιες οι αιτίες του, ποιος ο χαρακτήρας και ο σκοπός του, ποια κοινωνικά συμφέροντα εκπροσωπούν οι αντιμαχόμενες πλευρές; Ο σκηνοθέτης δηλώνει ότι δεν τον ενδιαφέρουν τέτοιου είδους θέματα, καθώς αποτελούν αντικείμενο των πολιτικών. Τον ίδιον απασχολεί η ανθρώπινη πλευρά αυτής της αδελφοκτόνας αιματοχυσίας. Λες και αυτή είναι έξω και ανεξάρτητη από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Ωστόσο αναπότρεπτα το έργο κάνει πολιτική, εισχωρώντας μάλιστα στον ίδιο τον πυρήνα της: την ταξική πάλη. Το κεντρικό μήνυμα που από την αρχή ως το τέλος και με ομολογουμένως υψηλή αισθητική εκπέμπει σε διαφορετικές εντάσεις και αποχρώσεις, είναι το ανώφελο, ανέφικτο και ουτοπικό, αλλά συνάμα ζοφερό κι ολέθριο της κοινωνικής σύγκρουσης. Ακόμη κι αν αυτή, όπως στην περίπτωση του ένοπλου αγώνα του ΔΣΕ, είναι το αναπόφευκτο προϊόν της απροκάλυπτης βίας από το συνασπισμό της ντόπιας αστικής τάξης και των Αγγλοαμερικανών ιμπεριαλιστών κατά του ΕΑΜικού κινήματος για να εδραιώσουν την απειλούμενη εξουσία τους. «Ελληνες να σκοτώνουν Ελληνες;» αναφωνεί με ραγισμένη φωνή ο Θανάσης Βέγγος στο ρόλο ενός χωρικού που πηγαίνει στο αρχηγείο του τακτικού στρατού για να παραλάβει το σκοτωμένο στη μάχη από τους αντάρτες εγγονό του, σε μια από τις πιο χαρακτηριστικές για το ιδεολογικο-πολιτικό στίγμα της ταινίας σκηνή.
Στην κεντρική επιδίωξη της ταινίας να υποβάλει στο θεατή με συγκινησιακούς και συναισθηματικούς προπαντός όρους την ιδέα της «εθνικής ομοψυχίας», και την ανάγκη για «κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών», υποτάσσεται και η ιστορική αλήθεια. Στην όλη απλοϊκή και ευθύγραμμη αντιμετώπιση του θέματος, ως «κακοί» προβάλλονται μόνον οι ξένοι και όχι όλοι (ο αγγλικός παράγοντας αποσιωπάται): Από τη μια οι Αμερικανοί απαιτούν γρήγορο ξεκαθάρισμα και από την άλλη οι Σοβιετικοί αφήνουν αβοήθητους τους αντάρτες να περιμένουν μάταια τον Κόκκινο Στρατό, μια ευθεία παραπομπή στη θεωρία των υπερδυνάμεων, που αυτές τελικά και όχι η λαϊκή πάλη καθορίζουν τις τύχες του κόσμου. Αντίθετα όλοι οι Ελληνες, θύτες και θύματα εξισωμένοι, τόσο ο λαός (αντάρτες και φαντάροι) όσο και πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας, είναι «καλοί» και γεμάτοι ανθρωπιά. Η πολιτική ηγεσία του τόπου παρουσιάζεται αμήχανη και απρόθυμη να πάρει θέση (ας όψονται το αιματοκύλισμα του λαού το Δεκέμβρη του '44, οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπισμοί και οι στυγερές δολοφονίες των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και των μελών του ΚΚΕ). Η ηγεσία του κυβερνητικού στρατού εμφανίζεται να αποφεύγει την αποφασιστική αναμέτρηση και να εξαναγκάζεται από τους Αμερικανούς στην τελική αιματηρή σύγκρουση με τη χρήση των βομβών Ναπάλμ. Οι συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του ντόπιου πληθυσμού - μετά τη βίαιη εκκένωση των χωριών από τον τακτικό στρατό για να αποκοπούν οι αντάρτες από τα λαϊκά στηρίγματά τους - προβάλλονται ειδυλλιακές, με τη μάνα (Ελλάδα) να περιμένει τα δυο παιδιά της, τον Ανέστη και το Βλάση, ψήνοντας καλαμπόκι για τους φαντάρους.
Σ' αυτό το έδαφος ως αναμφισβήτητη αναδεικνύεται από την ταινία και η ηθική υπόσταση των ανταρτών με στοιχεία μάλιστα υπεροχής. Η αντάρτισσα Γιαννούλα αποστομώνει από το χωνί τον αξιωματικό του κυβερνητικού στρατού στο απέναντι χαράκωμα. Οι νεαροί μαχητές της ομάδας - που δεν πρόλαβαν να χαρούν τη ζωή - δε μετανιώνουν για την επιλογή τους μπροστά στους δικαστές και βαδίζουν περήφανα στο θάνατο. Οι κακουχίες δεν τους λυγίζουν, «τραγουδούν και πολεμούν» χωρίς τροφή, γιατρούς, υποδομές και κατορθώνουν όχι απλά να αντέχουν, αλλά και να νικούν, παρά τη συντριπτική υπεροπλία των αντιπάλων τους. Σ' αυτόν τον άνισο αγώνα ηττήθηκαν, σύμφωνα με την ταινία, μόνον μετά τη χρήση των τρομερών βομβών Ναπάλμ, που για πρώτη φορά δοκιμάστηκαν στα βουνά του Γράμμου.
Ποια δύναμη όμως όπλιζε τους αντάρτες με τέτοιον αφάνταστο ηρωισμό και αυτοθυσία, «τι φούντωνε τη θεϊκή ορμή τους;» όπως γράφει ο Αιμίλιος Βεάκης στο εξαίρετο ποίημά του με τον ομώνυμο τίτλο «Ψυχή βαθιά»; Να υποθέσουμε ότι είναι το παράτολμο της νιότης, το μίσος για τις βιαιότητες που διέπραξε και η αντίθετη πλευρά, το ξεμυάλισμα των ανήλικων χωριατόπαιδων από τους «αιθεροβάμονες ή τυχοδιώκτες» κομμουνιστές; Πληθώρα τέτοιων απαντήσεων μπορεί να αντλήσει κανείς μέσα από την ταινία. Η μόνη απάντηση που λείπει, είναι η αληθινή: Οτι δηλαδή οι αγωνιστές του ΔΣΕ έγραψαν αυτή την τρίχρονη εποποιία ψυχωμένοι από τη δύναμη της επαναστατικής τους ιδεολογίας, από το ιδανικό ενός καινούριου κόσμου, μιας ανώτερης ανθρώπινης κοινωνίας, χωρίς πολέμους, στερήσεις και εκμετάλλευση.
«Η αγάπη για την πατρίδα του λαού και όχι των αστών, για τόν ίδιο το Λαό, ο λαϊκοδημοκρατικός πατριωτισμός ήταν η ιδεολογία του ΔΣΕ, αντιιμπεριαλιστικός-διεθνιστικός, για τη λαϊκή εξουσία, ήταν ο χαρακτήρας της πάλης του. Τα στρατιωτικοπολεμικά κατορθώματά του προκαλούν μέχρι σήμερα το θαυμασμό ακόμη και αντιπάλων, γιατί ήταν ένας αληθινός λαϊκός επαναστατικός στρατός, από τους πιο δυναμικούς στον κόσμο, με στρατιωτική και πολιτική εκπαίδευση και οργάνωση και όχι ομάδες από γυναικόπαιδα, που συμπτωματικά βρέθηκαν στη φωτιά των χαρακωμάτων, όπως διαφαίνεται στην ταινία. Τα βήματα των μαχητών του καθοδηγούσαν οι μεγάλες αγωνιστικές παρακαταθήκες που άφησε η ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση στη συνείδηση του λαού, μαζί και των νέων ακόμη και των ανήλικων, αφού κι αυτοί μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ ήταν αξεχώριστο κομμάτι του αγώνα «για μια ζωή ελεύθερη κι ωραία». Αυτή τη νέα ζωή οι μαχητές του ΔΣΕ δεν την είχαν ζήσει μόνο στη φαντασία τους. Είχαν αγγίξει χειροπιαστά το όνειρό τους, την εξουσία του λαού, στην Ελεύθερη Ελλάδα. Γι' αυτό και γνώριζαν καλά για ποιο σκοπό πολεμούσαν. Ούτε μετάνιωσαν, ούτε τρελοί από τον πόνο ή τις τύψεις για το χαμό των συντρόφων τους παραδόθηκαν, όπως ο ήρωας της ταινίας Καπετάν Ντούρλας, σε μια από τις τελευταίες σκηνές της. Αντίθετα, προτιμούσαν το θάνατο από την αιχμαλωσία, όπως οι τρεις αντάρτες που έχοντας ξοδέψει στη μάχη και το τελευταίο τους βόλι, έπεσαν από την τρομερή κορυφή «Χάρος» στο ύψωμα Κοτύλι του Γράμμου. Αυτό το μεγαλείο της πάλης του ανθρώπου για την απελευθέρωσή του από κάθε είδους καταναγκασμό, που καμιά δύναμη, κανένας στρατός δεν μπορεί να την ανακόψει, αυτό που τελικά αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης υπόστασης, το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, παραλείπεται μεγαλόφωνα από μια ταινία που φιλοδοξεί να είναι «ανθρωποκεντρική». Με λίγα λόγια το περιεχόμενό της βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τον τίτλο της. Γιατί «βαθιά ψυχή» είναι η επαναστατική ψυχή.
Ομως πράγματι χρειάζεται πολύ θάρρος, χρειάζεται «ψυχή βαθιά» για να παραδεχτεί κανείς στις μέρες μας πως ο πόλεμος αυτός χάθηκε, όχι επειδή οι νικημένοι δεν είχαν το δίκιο με το μέρος τους, αλλά επειδή δεν ήταν έγκαιρα έτοιμοι για να νικήσουν. Και αν αυτή την ψυχή οι περισσότεροι από τους μεγάλους δημιουργούς μας την έχουν χάσει μέσα στο σημερινό συντριπτικό συσχετισμό δυνάμεων, θα τη φέρει και σ' αυτούς η λαϊκή πάλη, που με καινούριους μαχητές και μαχήτριες συνεχίζει την πορεία της, βέβαιη πως θα 'ρθει εκείνη η ώρα, που η ιστορία θα δικαιώσει τα ιδανικά, τους σκοπούς και τη θυσία των αγωνιστών του ΔΣΕ.

Πηγή: Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 
 
Ζωντανή η ψυχή, το μεγαλείο του ΔΣΕ
 
Του Μάκη ΜΑΪΛΗ
Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, για τον ένοπλο ταξικό αγώνα 1946 - 1949, συνεχίζεται και εντείνεται. Και μόνο αυτό το γεγονός υποδηλώνει την τεράστια σημασία που είχε η δημιουργία και η δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), τόσο για τα χρόνια εκείνα, όσο και για τον αντίκτυπό τους μέχρι σήμερα.
Βεβαίως, όπως είναι φυσικό, κάθε πλευρά αντικρίζει και αναλύει εκείνα τα γεγονότα από διαφορετική ταξική σκοπιά. Το σίγουρο είναι ότι από τη διαπάλη που ξετυλίγεται και που θα γίνει στην πορεία ακόμα πιο σκληρή, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει, είτε παίρνει το μέρος της μιας πλευράς, είτε της άλλης, είτε παριστάνει τον ουδέτερο ή και έτσι ενδεχομένως αισθάνεται.
Η πολιτική ωρίμανση της εργατικής συνείδησης συνδέεται άμεσα (μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων) και με τη θεώρηση του ΔΣΕ από την πρωτοποριακή τάξη, ως αυτού που ήταν: Η κορυφαία ώρα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες νιώθουμε τιμή και περηφάνια που το ΚΚΕ είχε μία τόσο μεγάλη προσφορά, τιμή και περηφάνια που το Κόμμα μας άφησε στις μετέπειτα γενιές μια τέτοια παρακαταθήκη. Η κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, για λάθη και παραλείψεις της σε αυτόν τον αγώνα (στρατηγική του ΚΚΕ κ.ά.), μόνο όταν ξεκινά από αυτή τη βάση, της προσφοράς του ΔΣΕ, μπορεί να αποκτήσει αντικειμενική υπόσταση.

Οι εξελίξεις στην καπιταλιστική Ευρώπη ενδεχομένως θα είχαν πάρει άλλη τροπή, αν και άλλα ΚΚ, τελειώνοντας ο πόλεμος, προσανατολίζονταν στη γραμμή της σύγκρουσης με την αστική τάξη των χωρών τους και όχι στη γραμμή της συναίνεσης μαζί της, όπως συνέβη σε μια σειρά περιπτώσεις. Ομως, η Ιστορία δε γράφεται με «αν». Γι' αυτό ας περιοριστούμε εδώ μόνο στο εξής: Το γεγονός ότι απ' όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μόνο στην Ελλάδα πήρε ο λαός τα όπλα και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί περγαμηνή και όχι ψόγο, όπως καταγγέλλει ο αστικός κόσμος και μαζί του ο οπορτουνισμός. Αυτοί πρέπει να βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος. Εξέφραζε ανεκπλήρωτα οράματα της εργατικής τάξης και της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού που μάτωσε επί τριάμισι χρόνια και βρέθηκε μετά την Κατοχή να κάθονται στο σβέρκο του οι αστοί πολιτικοί και οι Εγγλέζοι σύμμαχοί τους. Του λαού, που βρέθηκε κυνηγημένος και αιμόφυρτος ζητούσε στοιχειώδη δικαιοσύνη. Οι καταδιωκόμενοι ΕΑΜίτες - ΕΛΑΣιτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγούνε στα βουνά, από το να συγκροτήσουν τον ΔΣΕ. Κάθε άλλη επιλογή τους, κάθε άλλη επιλογή του ΚΚΕ, θα ήταν «σφάξε με αγά μ' ν' αγιάσω».
Και εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: Οτι το μένος της αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της οφειλόταν στην επιδίωξή τους να ανατραπεί ο συσχετισμός των δυνάμεων κατά τρόπο ριζικό. Ο συγκεκριμένος συσχετισμός δεν είχε ανατραπεί ούτε μετά το Δεκέμβρη του '44, ούτε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, παρότι είχε αισθητά αδυνατίσει σε σύγκριση με αυτόν των ημερών της απελευθέρωσης της Αθήνας. Γι' αυτόν το σκοπό η αστική τάξη οργάνωσε και καθοδήγησε εκατοντάδες συμμορίες από πρώην ταγματασφαλίτες, ανθρώπους του κοινού ποινικού δικαίου και πλήθος άλλων αποβρασμάτων, γι' αυτό διαμόρφωσε το πιο σκληρό νομικό πλαίσιο καταστολής και επιδόθηκε σε δολοφονίες, εκτελέσεις, εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων ΕΑΜιτών, εμπρησμούς, βιασμούς γυναικών, παιδομαζώματα, βίαιη εκκένωση χωριών.
Το δίκαιο ή όχι ενός αγώνα καθορίζεται από το ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τον διεξάγουν. Οι δυνάμεις που εκπροσωπούν το παλιό, το ιστορικά ξεπερασμένο, δηλαδή οι αστικές, δεν ήταν δυνατό να διεξάγουν και τότε δίκαιο αγώνα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που η αστική τάξη ήταν δύναμη ανερχόμενη, άρα προοδευτική.
Το δίκαιο ή όχι ενός αγώνα δεν καθορίζεται από το αν ο αγώνας αυτός είναι τελικά νικηφόρος. Στο αίμα πνίγηκε η Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Στο αίμα πνίγηκε η επανάσταση του 1905 - 1907 στη Ρωσία. Το ίδιο και η σοσιαλιστική επανάσταση στη Γερμανία το 1918 και ο ένοπλος ξεσηκωμός των λαϊκών δυνάμεων στην Ισπανία το 1936 - 1939. Το ίδιο και πολλοί άλλοι ξεσηκωμοί. Αλλά ήταν αγώνες δίκαιοι. Και τα διδάγματά τους παραμένουν επίκαιρα.
Στην ταινία του Π. Βούλγαρη Ψυχή βαθιά, αυτό το βασικότατο στοιχείο, όχι μόνο δεν φαίνεται, αλλά και ισοπεδώνεται. Η φράση του γέροντα, που υποδύεται ο Θ. Βέγγος, «Ντροπή! Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες!», τα λέει όλα. Οτι, δηλαδή, και οι δύο πλευρές που συγκρούστηκαν είχαν άδικο, αφού, σύμφωνα με την ταινία, επιδόθηκαν σε μία αλληλοσφαγή από όπου δεν υπήρξε νικητής και νικημένος, καθότι νικημένη ήταν τελικά η Ελλάδα! Το μετέωρο στην ταινία ερώτημα «ποιος νίκησε, τελικά;», είναι σαφές τι υπονοεί, έστω κι αν ο σκηνοθέτης εναποθέτει την απάντηση στον προβληματισμό των θεατών. Αυτό λέει, δίχως να το ομολογεί.
Το πέρασμα των δύο αδελφών σε αντίθετα μεταξύ τους στρατόπεδα δεν είναι πρωτοφανές, και δεν είναι φυσικά ελληνική πρωτοτυπία. Μια μόνο ματιά στη Γαλλική Επανάσταση και στις άλλες αστικές επαναστάσεις, μια μόνο ματιά στο 1821, στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης και σε πολλές άλλες, επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση.
Η ταινία, λοιπόν, βρίσκεται στον αέρα, αποκομμένη από την παγκόσμια και από την εγχώρια κοινωνικοπολιτική εξέλιξη. Προφανώς επειδή ο αντίπαλός της είναι η ταξική πάλη. Που χτυπιέται σήμερα, μέσω και του χτυπήματος κάθε τι σπουδαίου που έδωσε η ταξική πάλη κατά τον 20ό αιώνα. Διότι, βέβαια, είναι πολύ πιο απλό και ανώδυνο να σταθείς δίπλα στους φυλακισμένους των Πέτρινων χρόνων και να αναδείξεις τον ηρωισμό τους, από το να σταθείς δίπλα στον ΔΣΕ, για να αναδείξεις τη διαχρονικότητα της ταξικής πάλης.
Ο ταξικός αγώνας 1946 - 1949 ήταν πρώτα και κύρια γέννα της μεγάλης όξυνσης των εσωτερικών κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων. Δίπλα στην κάθε πλευρά βρέθηκαν οι σύμμαχοί της. Οι Εγγλέζοι αρχικά και κατόπιν οι Αμερικανοί στο πλευρό της αστικής τάξης και του συνασπισμένου αστικού πολιτικού κόσμου όλων των αποχρώσεων. Στο πλευρό του ΔΣΕ τα σοσιαλιστικά κράτη και ΚΚ καπιταλιστικών κρατών, σε όποιον βαθμό τους επέτρεπε ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, αλλά και με παλινωδίες, όπως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας που έκλεισε τα σύνορα αφήνοντας τον ΔΣΕ αποκλεισμένο και οξύνοντας έτσι το πρόβλημα των εφεδρειών του, που ο ίδιος δεν είχε φροντίσει να λυθεί.
Ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων καθόρισε και τη στάση της Σοβιετικής Ενωσης, την οποία η Ψυχή βαθιά παρουσιάζει να έχει εγκαταλείψει τον ΔΣΕ στην τύχη του. Πρόκειται για πομπώδη επανάληψη του γνωστού μύθου για το «μοίρασμα του κόσμου» στη Γιάλτα. Κι ας είναι βέβαιο ότι στην περίπτωση που ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε και στην Ελλάδα, πολλοί από εκείνους που αγανακτισμένοι(;) επικαλούνται το «μοίρασμα», θα καταδίκαζαν σήμερα τη Σοβιετική Ενωση...
Και δεν ισχύει βεβαίως εκείνο που γράφτηκε σε αστική εφημερίδα, ότι «την εθνική ομοψυχία των χρόνων της Κατοχής διαδέχθηκε η φαγωμάρα». Εθνική ομοψυχία δεν υπήρξε και τότε που το ΚΚΕ, η ΠΕΕΑ και το ΕΑΜ υπέγραψαν τη Συμφωνία του Λιβάνου, μπαίνοντας σε συνασπισμό με την αστική τάξη. Γιατί την ίδια ώρα, όπως και στα χρόνια που είχαν προηγηθεί, ήταν συνεχής η ένοπλη πάλη με τα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες παρόμοιες οργανώσεις, ενώ ήταν συχνές οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στο 5/42 Τάγμα του Δ. Ψαρρού κ.ά. Αλλά και μετά την Κατοχή ακολούθησαν οι μάχες των 33 ημερών, τον Δεκέμβρη του 1944.
Τόσο στα χρόνια της Κατοχής, όσο και μετά από αυτήν, η αστική τάξη της Ελλάδας συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που θα συμπεριφερόταν κάθε αστική τάξη στη θέση της. Με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε το λαό της χώρας της κάθε αστική τάξη στο παρελθόν. Με την ίδια αγριότητα που έδειξε κάθε κυρίαρχη τάξη πριν από την αστική. Καμία δεν παρέδωσε την εξουσία της. Αντίθετο ιστορικό προηγούμενο δεν υπήρξε. Ούτε θα υπάρξει. Το γεγονός ότι στην Ψυχή βαθιά οι αστοί πολιτικοί και κυβερνητικοί παράγοντες παρουσιάζονται από τον σκηνοθέτη ως φιλεύσπλαχνοι, ως θύματα των ΗΠΑ και ως συμφιλιωτικοί, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.
Σχετικά με τη στάση της αστικής τάξης είναι εξαιρετικά χρήσιμη η περιγραφή του Μαρξ για το τι ακολούθησε την Κομμούνα του Παρισιού. Εγραψε ο Μαρξ για το πώς αντιμετώπισε η αστική τάξη τους νικημένους κομμουνάρους:
«Πραγματικά δοξασμένος πολιτισμός, που το ζωτικό του πρόβλημα σήμερα είναι πώς θα ξεφορτωθεί τους σωρούς από τα πτώματα των ανθρώπων που δολοφόνησε όταν είχε τελειώσει πια η μάχη!
Για να βρούμε κάτι το αντίστοιχο με τη διαγωγή του Θιέρσου και των αιμοβόρων σκυλιών του πρέπει ν' ανατρέξουμε στην εποχή του Σύλλα και των δύο τριανδριών της Ρώμης. Η ίδια ψύχραιμη μαζική σφαγή, η ίδια περιφρόνηση της ηλικίας και του φύλου στη σφαγή, το ίδιο σύστημα βασανισμού των αιχμαλώτων, οι ίδιες προγραφές, μα τούτη τη φορά μιας ολόκληρης τάξης, ο ίδιος άγριος διωγμός ενάντια στους κρυμμένους ηγέτες, μην τυχόν και ξεφύγει κανένας, οι ίδιες καταγγελίες ενάντια σε πολιτικούς και προσωπικούς εχθρούς και η ίδια αδιαφορία μπροστά στη σφαγή ανθρώπων ολότελα ξένων προς τον αγώνα. Μόνο μια διαφορά υπάρχει, και η διαφορά αυτή είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν ακόμα πολυβόλα για να ξεκάνουν μαζικά τους προγραμμένους...» (Καρλ Μάρξ, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ, ΤΟΜΟΣ Α, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», σελ.642, ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ).
Η ταινία του Π. Βούλγαρη, αλλά και όσα ο ίδιος επεξηγηματικά μερίμνησε να προσφέρει αφειδώς με τις πολυάριθμες συνεντεύξεις του, φέρνουν στη θύμηση τον συγγραφέα Μπορίς Πάστερνακ και τον ήρωά του Δόκτορα Ζιβάγκο στο ομώνυμο έργο, η υπόθεση του οποίου ξετυλίγεται την περίοδο που στην επαναστατική Ρωσία μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος και η Σοβιετική εξουσία διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να ανατραπεί.
Για τον Πάστερνακ και τον ήρωά του, ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος έγραψε στην τσεκουράτη και καυστική κριτική του, ανάμεσα σε άλλα:
«Και τι έκανε αυτός ο Ζιβάγκο; Πονούσε για τα βάσανα και το χαμό και των δυο αντιπάλων. Κι αν θέλετε μάλιστα - κι αυτό δεν είναι διόλου σωστό - δε μεροληπτούσε. Πονούσε σα γιατρός και σαν ήσυχος άνθρωπος το ίδιο και για τους δυο αντίπαλους. Απαγωγή χρειάστηκε να του κάνουν οι επαναστάτες για να τους γιατρεύει. Εκανε τη δουλειά του. Μα στην πρώτη ευκαιρία παρατάει και πληγωμένους και νοσοκομεία και το σκάει. Δεν πάει στον αντίπαλό τους. Εχει κι αυτός πληγωμένους. Δεν τρέχει λοιπόν ούτε σ' αυτούς. (...) Ολα του φαίνονται μάταια. Και των επαναστατών οι επιδιώξεις και της αντεπανάστασης οι ιδέες. Μόνο αυτός αντιπροσωπεύει το γερό νόημα της ζωής. Κι αυτό είναι η αδράνεια.
(...) Την εποχή αυτή, ο Οστρόφσκη παίρνει μέρος, - 15 χρονώ παιδί, - ματώνεται, μάχεται, γίνεται ανάπηρος για την πίστη του. Αυτός ο τύπος λέγεται δραστήριος. Αλλά η επίθεση εναντίον της αναπηρίας λέγεται ηρωισμός.
(...) Τώρα, σου λένε, που 'γραψε το βιβλίο του (σ.σ. ο Πάστερνακ) που μιλάει γι' αυτή την πριν από σαράντα χρόνια περίοδο, τη φορτωμένη αίματα, αδικίες, εγκλήματα, πείνα, εξάρσεις, δαιμόνους κι αγίους. Μάλιστα, τώρα κέρδισε, λένε, τον τίτλο του τολμηρού, αναπλάσσοντας κείνη την εποχή, γιατί παίρνει το μέρος των ...νικημένων χωρίς να φοβάται τους νικητές που κυβερνάνε σήμερα κι αυτός ζει ανάμεσά τους. Το θαρρείς μικρό να βγει αυτός, ολομόναχος, και να βροντοφωνάξει στους αντιπάλους του πώς τον καιρό του εμφυλίου πολέμου γίνανε μόνο ασκήμιες, βαρβαρότητες και τίποτα άλλο;
Πραγματικά, στο βιβλίο του Πάστερνακ δε βρίσκει τίποτα γερό και σωστό σε κείνη την κολασμένη περίοδο που ζωγραφίζει. Μόνο κολασμένους, δαιμόνους, φλόγες και τον εαυτό του να λαχταράει τον παράδεισο της αδράνειας. Τίποτα το ωραίο, τίποτα το στέρεο που να επιτρέπει την ελπίδα πώς απάνω του μπορεί να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο μέλλον» (Θέμου Κορνάρου, «ΟΔΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣ», σελ. 116, 117, 118, 119, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΧΡΟΝΟΣ»).
Ο Ζιβάγκο, λοιπόν, από τη μια (δηλαδή ο Πάστερνακ) και ο Πάβελ Κορτσάγιν (δηλαδή ο Νικολάι Οστρόφσκι) από την άλλη.
Ο κομσομόλος Οστρόφσκι, που διαπαιδαγώγησε γενιές και γενιές νέων ανθρώπων όπου Γης. Αυτή είναι η προσφορά του επαναστάτη. Ηθικό μεγαλείο και ανάπλαση ψυχών. Αυτός είναι ο ανθρωπισμός, που συνδέεται άμεσα και εκφράζεται με την πάλη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής αδικίας.
Ποια είναι η προσφορά του τιμημένου με το βραβείο Νόμπελ Μπορίς Πάστερνακ; Είναι η προσφορά του στην αντεπανάσταση, όσο κι αν παρίστανε τον ουδέτερο και έκανε σημαία τον δήθεν ανθρωπισμό του. Στην ταξική πάλη, ιδιαίτερα στις κορυφαίες ώρες της, η λεγόμενη ουδετερότητα αποτελεί υπηρεσία στο παλιό, που επιδιώκει με κάθε μέσο να διαιωνίσει το καθεστώς της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, έτσι είναι τα πράγματα, έτσι είναι οι νόμοι της κοινωνικοπολιτικής πορείας.
Αλλά η ταινία του Π. Βούλγαρη θυμίζει κάτι και από το μυθιστόρημα του Αρη Αλεξάνδρου Το κιβώτιο, μνημειώδες για τα ελληνικά δεδομένα έργο του οπορτουνισμού στη λογοτεχνία, που έχει ως περιεχόμενο τον αγώνα του ΔΣΕ. Σε αυτό το βιβλίο η εποποιία του ΔΣΕ χλευάζεται, ενώ οι μαχητές του παρουσιάζονται από τον συγγραφέα ως θύματα απάτης, ξεγελασμένοι (!) από την κομματική καθοδήγηση. Γιατί, τελικά, το κιβώτιο που μετέφεραν ήταν άδειο, δίχως προορισμό και αξία! Καταθέτει ο ήρωας του Αλεξάνδρου:
«...Δεν είναι δυνατόν να ευθύνομαι ούτε στο ελάχιστο για όλη αυτήν την ιστορία, δεν φταίω εγώ που το κιβώτιο βρέθηκε άδειο, εγώ το πίστευα γεμάτο και γι' αυτό το έφερα στην πόλη Κ (...) γιατί μόνο ένας τρελός κουβαλάει εν γνώσει του ένα άδειο κιβώτιο, παίζοντας χίλιες φορές κορόνα γράμματα τη ζωή του (...) ήτανε όμως άδειο, για λόγους που δεν ξέρουμε ακόμα, αλλά εν πάση περιπτώσει λόγω δικής μας υπαιτιότητος...» (Αρη Αλεξάνδρου, «Το κιβώτιο», σελ. 341 - 342, εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»).
Ουτοπία αυτός ο αγώνας, είπε η Α. Παναγιωταρέα στην εκπομπή της, στη συζήτηση για την Ψυχή βαθιά και ο Π. Βούλγαρης συμφώνησε. Ουτοπία και ρομαντισμός! Ετσι αντιλήφθηκαν τη συγκρότηση των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ; `Η η πολιτική σκοπιμότητα τους οδηγεί σε ασέβεια και προσβολή της υπέρτατης θυσίας; Οπως και να 'ναι, γίνεται αντιληπτό το γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν (ο Π. Βούλγαρης είπε ότι ακόμα το ...ψάχνει) πώς συνέβαινε νέα παιδιά να διανύουν αποστάσεις ωρών στο Γράμμο και στο Βίτσι, για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, με ποια ψυχικά αποθέματα στέκονταν με περιφρόνηση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τους είναι δύσκολο να σκεφθούν ότι αυτά τα παιδιά είχαν πίσω τους τους ηρωικούς αγώνες της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ, των Αετόπουλων, ότι τελικά βρίσκονταν στις γραμμές του ΚΚΕ, ως μέλη ή οπαδοί του. Και ότι αυτό το Κόμμα, στα 30 χρόνια τής μέχρι τότε ύπαρξής του, είχε σημαδέψει ανεξίτηλα την ελληνική κοινωνία χύνοντας ποτάμια αίματος για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Στις συνθήκες του μαζικού ηρωισμού, τα παιδιά γίνονταν ώριμοι και πολύπειροι άντρες μέσα σε λίγες ημέρες. Αυτά τα παιδιά, καθώς και άλλα αργότερα που προσχώρησαν στον ΔΣΕ, γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν. Και το έκαναν με ψυχή βαθιά. Δεν ήταν χαϊβάνια, που η μοίρα τα 'σπρωξε στον πόλεμο, όπως εμφανίζει τα δύο αδέρφια ο σκηνοθέτης.
Κανένας αγώνας δεν πήγε χαμένος. Πολύ περισσότερο ο αγώνας του ΔΣΕ. Κι αυτό είναι που ενοχλεί πολλές πλευρές. Οταν εμφανίζεσαι κατά και των δύο πλευρών της τότε σύγκρουσης, είναι για να περάσει η λογική του νικητή και να περιφρουρηθεί η κυριαρχία του.
Η ταινία Ψυχή βαθιά φαίνεται ότι πήρε πολλά από την περιβόητη κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών που διαρκώς διατυμπάνιζε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Οι κεντρικές ιδέες της απευθύνονται και κολακεύουν ένα πελώριο οπορτουνιστικό ρεύμα που γιγαντώθηκε περισσότερο μετά την αντεπανάσταση του 1989 - 1991. Ενα ρεύμα συμβιβασμού, ενισχυμένο από την παλινδρόμηση συνειδήσεων, από την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.
Ομως, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η πλευρά του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Των ταξικών κινημάτων της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς, των αυτοαπασχολούμενων, της νεολαίας, χιλιάδων ριζοσπαστών που συνεργάζονται με το ΚΚΕ ή βρίσκονται παραπλήσια. Υπάρχει η πλευρά των ανυπότακτων, όλων αυτών που βρίσκονται σε βαθύ προβληματισμό και αντιστέκονται. Αυτά φοβούνται η πλουτοκρατία και οι ξένοι σύμμαχοί της.
Κάτι άρχισε να κινείται στη λαϊκή συνείδηση, έστω και αργά, έστω και ρηχά ακόμα. Κι ας επιτραπεί αυτό να θεωρήσουμε ότι εκφράζουν τα λόγια του νεαρού Χρήστου Καρτέρη (ο Ανέστης της ταινίας), ο οποίος αυθόρμητα και αγνά είπε στην εκπομπή της Α. Παναγιωταρέα ότι «ένα είδος εμφύλιου συνεχίζεται και σήμερα», αναφερόμενος στην ανεργία, στην αβεβαιότητα και στα άλλα αδιέξοδα της νεολαίας...

Πηγή: Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 


Τρικυμίας εν κρανίω συνέχεια...

Οταν κάποιος, όπως ο Β. Καρδάσης, αγνοεί σκοπίμως τις θεωρητικές -και όχι μόνον- τοποθετήσεις μου περί υπαρκτού ή ανύπαρκτου σοσιαλισμού, οι οποίες κατατείνουν στο να αποδείξουν ότι αυτός κάθε άλλο παρά σοσιαλισμός ήταν (βλέπε και τελευταίο μου βιβλίο «Ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς»), και συνάγει την περί σοσιαλισμού τοποθέτησή μου από ένα άσχετο προς αυτόν σχόλιό μου περί μιας ταινίας, τότε αν δεν είναι ανέντιμος, επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω. Οταν κάποιος όπως ο Β. Καρδάσης ακολουθώντας τα χνάρια του Ι. Πρετεντέρη (Το Βήμα 7/11/2009) αγνοεί σκοπίμως τις δημόσιες τοποθετήσεις μου κατά των διώξεων των «αναθεωρητών» κατά τη διάρκεια του «υπαρκτού», οι οποίες μάλιστα βρέθηκαν στο επίκεντρο του προσυνεδριακού διαλόγου του ΚΚΕ, και με κατηγορεί ως υπερασπιστή αυτών των διωγμών, τότε, αν δεν είναι ανέντιμος, επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω.
Οταν κάποιος απ' αφορμή το «Ψυχή βαθιά», όπως ο Β. Καρδάσης, γράφει επί λέξει «για ιδεολογική υπεροχή των ηττημένων» (αλήθεια, υπεροχή σε σχέση με ποιους;) και μετά από λίγες μέρες προσπαθώντας να τα μπαλώσει, αρνείται ότι υποστήριξε αυτήν την υπεροχή, τότε βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω.
Οταν κάποιος, όπως ο Β. Καρδάσης, αφού προηγουμένως έχει απρόκλητα χαρακτηρίσει ως «Ζντάνοφ», «σκοταδιστές», «Πάπες», όσους, όπως η αφεντιά μου, τολμήσαμε να εκφράσουμε μια διαφορετική περί της ιστορίας του εμφυλίου αντίληψη από εκείνη που προκύπτει από την ταινία «Ψυχή βαθιά», με κατηγορεί ως «αμύντορα της "μοναδικής" και "αληθινής" ιστορίας του εμφυλίου», και ως «θιασώτη της μόνης αλήθειας», τότε είτε του περισσεύει το θράσος είτε βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω.
Οταν κάποιος, όπως ο Β. Καρδάσης, σε αντίθεση από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας, ο οποίος θεώρησε υποχρέωσή του να απαντήσει σε αυτές μία προς μία, αν και ανεπιτυχώς (Ελευθεροτυπία 9/12/09), θεωρεί ότι οι πολύ συγκεκριμένες παραποιήσεις ιστορικών γεγονότων (περί ύπαρξης νικητών και νικημένων ή μη, περί τίτλου, περί ναπάλμ και ρόλου των ντόπιων εθνικοφρόνων, περί τραγουδιού Τσιτσάνη...) τις οποίες και εγώ μεταξύ πολλών άλλων επεσήμανα και τις οποίες για να τον προστατεύσω ως ιστορικό θεώρησα υποχρέωσή μου να του τις μεταφέρω και τηλεφωνικώς πριν τις δημοσιεύσω, «κατέτειναν στη διαφήμιση της ιδεολογικής μου επάρκειας» (χαρά στο πράγμα), τότε αν δεν είναι ανέντιμος βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω... γι' αυτό δηλώνω ότι είναι και η τελευταία φορά που ασχολούμαι μαζί του.
 ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΗΣ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Προς Ιερά Εξέταση

Το άρθρο του Γ. Ρούση στην «Ε» της 4/12, ως απάντηση στα όσα έγραψα στη στήλη «Χαιρετίσματα στην εξουσία» σχετικά με την αρνητική υποδοχή που επιφύλαξε μερίδα της Αριστεράς στην ταινία του Π. Βούλγαρη, το βρίσκω καθολικά ατυχές.
 Συγχέει σκόπιμα τον όρο «κυρίαρχη» και «κλασική» οπτική που χρησιμοποίησα με τον όρο «κυρίαρχη ιδεολογία» που είναι προδήλως διαφορετικές έννοιες. Ο πρώτος τέθηκε από μέρους μου για να παραπέμψει σε εκδόσεις και έργα τέχνης που κατά πλειονότητα κυκλοφόρησαν μετά τη Μεταπολίτευση και εν πολλοίς υποστήριξαν τον πολιτικό αγώνα των ηττημένων του Δημοκρατικού Στρατού και την κομμουνιστική ιδεολογία τους. Γεγονός αναμφισβήτητο. Ο δεύτερος, η κυρίαρχη ιδεολογία που χρησιμοποιεί ο Γ. Ρούσης, παραπέμπει στους μηχανισμούς παραγωγής ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης (εκπαίδευση, κρατική πολιτική, αστικός Τύπος). Πουθενά δεν πρόβαλα την άποψη ότι αυτοί οι μηχανισμοί ενίσχυσαν ποτέ την επικράτηση της αριστερής εκδοχής περί εμφυλίου.
Εμφανίζεται ο Γ. Ρούσης ως λάτρης ενός ιδεολογικού κομφορμισμού που ανάγεται στην αισθητική του ρεαλισμού. Δικαίωμά του. Δεν ξέρω όμως γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει ότι ο καλλιτέχνης έχει την ευχέρεια να κάνει χρήση της Ιστορίας, χωρίς να οφείλει να δώσει εξετάσεις Ιστορίας στους αυτόκλητους Ιεροεξεταστές.
Δεν είναι μία η Ιστορία, συνεπώς με παραξενεύει η τάση του Γ. Ρούση να εμφανίζεται ως ο αμύντορας της «μοναδικής» και «αληθινής» Ιστορίας περί εμφυλίου. Του επισημαίνω επιπλέον ότι το έντιμο ιστορικό έργο δεν διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις περί δικαίων και αδίκων, όπως εμφανώς αναζητεί ο ίδιος, απλώς ερμηνεύει. Σύμφωνα με μια άποψη του Γκράμσι, ο ιστορικός που κρίνει το παρελθόν κάνει τρέχουσα πολιτική.
Αντιπαρέρχομαι τις αξιωματικού τύπου επισημάνσεις για την παραποίηση της Ιστορίας από μέρους μου. Διότι μάλλον κατατείνουν στη διαφήμιση της ιδεολογικής επάρκειας του Γ. Ρούση και συνεπώς συνιστούν πταίσματα μπρος στην παρατεταμένη επίκληση της δικής μου... τρικυμίας εν κρανίω. Αδυνατώ ωστόσο να αντιπαρέλθω την καταδίκη μου ως «αντιδημοκράτη» με στοιχεία καθημερινού φασισμού. Ο ακραιφνής ριζοσπαστισμός του Γ. Ρούση προφανώς δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη με «μιαρά» όντα που έχουν προσβληθεί από τον αποκηρυγμένο παγκόσμιο αναθεωρητισμό. Ολα τούτα απλώς επιβεβαιώνουν ότι αν κυβερνούσαν ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του θα δίκαζαν προθέσεις, θα καταδίκαζαν απόψεις, θα επιφύλασσαν διώξεις σε διαφωνούντες, ίσως ίσως και κάποιες υποχρεωτικές διακοπές σε νησιά του Αιγαίου για ανεπιθύμητους. Ο θιασώτης της μόνης αλήθειας Γ. Ρούσης ας παραμένει νοσταλγός του αν-υπαρκτού σοσιαλισμού. 

 

«Προσβλέπω σε μια Αριστερά της ανθρωπιάς»

Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΕΩΝΟΥΝ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ

«Συνήθισα εδώ και χρόνια τα μίζερα δαγκώματα κάποιων αριστερών. Τα ίδια έχουν υποστεί και πολλοί και πιο σημαντικοί από μένα των γραμμάτων και των τεχνών», λέει ο Παντελής Βούλγαρης. Δεξιά, στα γυρίσματα στον Γράμμο. Αριστερά, σκηνή από την «Ψυχή βαθιά» με τους Γ. Αγγέλκο και Χρ. Καρτέρη Η «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη έβγαλε το σινεμά από τις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων και το μετέφερε στις πολιτικές, στις στήλες των απόψεων. Μια ταινία για τον Εμφύλιο ήταν αναμενόμενο να διχάσει την κοινή γνώμη. Μπροστά στο αδελφικό αίμα, που χύθηκε, δεν υπάρχουν αθώοι θεατές, κριτικοί, σκηνοθέτες ή ιστορικοί. Ο καθένας έχει τη δική του ανάγνωση, το δικό του τραύμα, τη δικιά του εμμονή κι ας έχουν περάσει πενήντα χρόνια.Ο Παντελής Βούλγαρης εξήγησε πολλές φορές τις προθέσεις και το όραμά του, από την εποχή κιόλας των γυρισμάτων. Σήμερα, κι ενώ η ταινία πλησιάζει στο τέλος του πρώτου κύκλου της ζωής της, απαντά μέσα από την «Ε», «για πρώτη φορά», όπως λέει, όχι στους επικριτές του γενικά και αόριστα. Αλλά σε εκείνους που διάλεξαν να του επιτεθούν χρεώνοντάς του «άγνοια», «ανακρίβεια» και «παραποίηση» της Ιστορίας.

Δεν έχω σχολιάσει ποτέ κριτικές ή αντιρρήσεις για τις ταινίες μου. Το κάνω για πρώτη φορά και μόνο για όσα γράφτηκαν περί ιστορικής ανακρίβειας, άγνοιας ή και σκόπιμης παραποίησης.

1) Περί της χρήσης των βομβών ΝΑΠΑΛΜ στο Βίτσι και στον Γράμμο τον Αύγουστο του '49.
Αναφορές στο θέμα συνάντησα στην έρευνά μου όλα αυτά τα χρόνια. Για να σιγουρευτώ, παράγγειλα και αγόρασα κινηματογραφικό υλικό από βιβλιοθήκες ιστορικών οπτικοακουστικών ντουκουμέντων της Αγγλίας και των ΗΠΑ.
Τα φιλμ δείχνουν την κατασκευή και αποθήκευση των βομβών στην πρώιμη μορφή τους, σε βαρέλια, και στην κατοπινή, της κανονικής βόμβας, καθώς και τις δοκιμαστικές ρίψεις στον Ειρηνικό. Οι εικόνες αυτές είναι διαθέσιμες για τους ενδιαφερόμενους. Εκτός από την προφανή έρευνα σε Google και την αλληλογραφία με το εξωτερικό, προτού ολοκληρωθεί το μοντάζ της ταινίας επικοινώνησα με τον καθηγητή κ. Γιώργο Μαργαρίτη (δίτομο έργο «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου», εκδόσεις Φιλίστωρ) και είχα τη σύμφωνη γνώμη του και την επιβεβαίωση και από δικές του έρευνες ότι η τελειοποιημένη βόμβα ΝΑΠΑΛΜ, ενισχυμένη πλέον με γόμωση φωσφόρου, έπεσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Περίμενα περισσότερα σχόλια στις εφημερίδες για το γεγονός αυτό, άγνωστο στους πολλούς Ελληνες αλλά και ξένους που πιστεύουν ότι οι ΝΑΠΑΛΜ χρησιμοποιήθηκαν πρώτα στο Βιετνάμ.
2) Περί της στάσης των Ελλήνων αξιωματικών στη σύσκεψη με τον Βαν Φλιτ.
Ο Αμερικανός στρατηγός επιτίμησε με σκαιό τρόπο τους Ελληνες στρατιωτικούς για ανικανότητα και απροθυμία, αν και οι μεγάλες απώλειες του Εθνικού Στρατού ήταν σε μάχες σώμα με σώμα. Μετά μάλιστα τις κυνικές εντολές του να «σκοτώσουν και να απανθρακώσουν» τους αντάρτες, θεώρησα φυσικό να υπάρξει και κάποιος σκεπτικισμός από ελληνικής πλευράς, δεδομένου ότι φαντάροι κι αντάρτες πολεμούσαν σε πολύ κοντινές αποστάσεις, εντός της ακτίνας δράσης της βόμβας ΝΑΠΑΛΜ. Υπήρξαν περιπτώσεις που το πυροβολικό του Εθνικού Στρατού έβαλε κατά λάθος εναντίον φαντάρων, όπως και περιπτώσεις κάποιων στρατιωτών που είχαν ενστάσεις για τις οδηγίες των Αμερικανών (π.χ. αντιστράτηγος Αλέξανδρος Τσιγγούνης, «Ο Συμμοριτοπόλεμος στην Πελοπόννησο», 1961, σελ. 139-151, περί Βαν Φλιτ, συναδέλφων του «yes men» και «τεμενάδων»). Βεβαίως παραμένει γεγονός και φαίνεται ξεκάθαρα στην «Ψυχή βαθιά» ότι εν τέλει η ελληνική στρατιωτική ηγεσία «συμμορφώθηκε» προς τις αμερικανικές υποδείξεις, ο Βαν Φλιτ δεν έφυγε, τα βομβαρδιστικά από Ευρώπη και ΗΠΑ ήρθαν, οι ΝΑΠΑΛΜ έπεσαν και έκαναν στάχτη ανθρώπους και δάση...
Η «Ψυχή βαθιά» δεν θυμίζει μόνον αυτά αλλά και τα έκτακτα στρατοδικεία με τις καταδίκες «τρις εις θάνατον» με συνοπτικές διαδικασίες και τις εκτελέσεις ακόμη και εφήβων. Ολα αυτά υπάρχουν σε πολλές σκηνές της ταινίας...
3) Για τη μομφή ότι τάχα κατά την ταινία «έφταιγαν μόνο οι κακοί ξένοι...».
Αφού σκοτωθήκαμε μεταξύ μας, πώς δεν φταίγαμε εμείς; Το τονίζω στην πρώτη κιόλας σκηνή. Αντλησα το υλικό από το βιβλίο του Μιχάλη Κύρκου «Πίσω από τα κάγκελα», εκδόσεις Φιλίστωρ, σελ. 31-32 και πρόσθεσα τη φράση: «για όσα συμβαίνουν, υπόλογοι στις επόμενες γενιές δεν θα είναι πρωτίστως οι ξένοι». Ωστόσο, είναι αδύνατον να μειώσουμε τον ρόλο των ισχυρών ξένων συμφερόντων. Μήπως ήταν αμελητέος; Οι Αμερικανοί από τότε έβαλαν πόδι στον τόπο μας και έμειναν και καθόρισαν, και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν ακόμη, τα πράγματα στην ευρύτερη περιοχή.
4) Για το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει» του Βασίλη Τσιτσάνη, αν υπήρχε τότε και ποιοι το «αγκάλιασαν».
Πρωτοκυκλοφόρησε το 1947, Parlofon 74100. Τραγουδούν: Στέλλα Χασκίλ, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης. (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη» και Βασίλης Τσιτσάνης, «Απαντα», επιμέλεια Θεόφιλου Αναστασίου).
Επιπλέον:
«...Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι. Στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες, και στα βουνά, στα αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα -παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο- η χώρα τούτη ολάκερη μια ολόκληρη τριετία τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο με επιμονή, με σπαραγμό και δάκρυα σ' όλα τα μάτια: Κάποιο απλό, λαϊκό, σερέτικο. Στρατιώτες κλαίγαν, κλαίγαν αντάρτες, εξόριστοι, άμαχοι, άνθρωποι των πόλεων. Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν. Μα εκείνο ανίκητο. Πάνω στα υψώματα απ' τα μεγάφωνα των Μονάδων που ήταν στημένα κι απ' τα χωνιά τ' αντάρτικα, τρία ολάκερα χρόνια τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι:
"Κάποια μάνα αναστενάζει / μέρα νύχτα ανησυχεί...".
(απόσπασμα από την «Πυραμίδα '67» του Ρένου Αποστολίδη).
5) Ας ξαναπώ και για τον τίτλο «Ψυχή βαθιά».
Ασφαλώς ήξερα ότι ήταν σύνθημα του ΕΛ.ΑΣ., ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης το είχε αποκηρύξει και οι ποινές των παραβατών στο ΔΣΕ ήταν βαρύτατες. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Μνήμης «Αρης Βελουχιώτης» είχε στείλει και σε εφημερίδες και σ' εμένα μακροσκελή επιστολή για το θέμα τις παραμονές έναρξης των γυρισμάτων, φθινόπωρο του 2008, είχαμε μάλιστα μακρά τηλεφωνική επικοινωνία. Επέμεινα γιατί ως σύνθημα, ως λαϊκή ευχή που ακόμη και σήμερα λέγεται στην απλή καθημερινότητα πολλών αγροτικών περιοχών, γεμίζει την καρδιά μου. Είναι σύνθημα αγώνα, κουράγιου και αξιοπρέπειας. Ακούγεται επανειλημμένα στην ταινία «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα. Ο Λάκης Σάντας βλέποντας την «Ψυχή βαθιά» θυμήθηκε ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια παλιοί αγωνιστές είχαν αυτές τις δύο λέξεις ως χαιρετισμό και αντιχαιρετισμό σε συναντήσεις τους. Και η Ελλη Παπά έτσι κλείνει την τελευταία της συνέντευξη που προβλήθηκε πρόσφατα στην τηλεόραση, με την ευχή-σύνθημα «Ψυχή βαθιά».
* Τελειώνω με μια παρατήρηση.
Συνήθισα εδώ και χρόνια, από το «Χάπι Ντέι» και τα «Πέτρινα χρόνια», τα μίζερα δαγκώματα κάποιων αριστερών. Δεν τρομοκρατούμαι. Συνεχίζω να διατυπώνω τη γνώμη μου ρισκάροντας και προσβλέποντας σε μια Αριστερά της ανθρωπιάς.
Τα ίδια έχουν υποστεί πολλοί και πολύ πιο σημαντικοί των γραμμάτων και των τεχνών από μένα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης για το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», ο Αρης Αλεξάνδρου για «Το κιβώτιο», ο Δημήτρης Χατζής για τους «Ανυπεράσπιστους».



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: