Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τουρκία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Δεκάδες χιλιάδες Αιγύπτιοι στην Ταχρίρ για την «πτώση του Μόρσι»

27 Νοε 2012, tvxsteam tvxs.gr

Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου στην πλατεία Ταχρίρ, εναντίον του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, κατηγορώντας τον πως με ένα διάταγμα που προώθησε, και το οποίο ενισχύει σε μεγάλο βαθμό τη δύναμη και τις αρμοδιότητές του, επιχειρεί να γίνει «νέος φαραώ».
Οι διαδηλωτές ζητούν την πτώση του προέδρου. Νωρίτερα την Τρίτη σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών κοντά στην πλατεία Ταχρίρ, την πλατεία σύμβολο της επανάστασης που ανέτρεψε πριν από δύο περίπου χρόνια τον πρώην πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται και στην Αλεξάνδρεια.
«Η Μουσουλμανική Αδελφότητα έκλεψε την επανάσταση» γράφει ένα πανό των διαδηλωτών στην πλατεία Ταχρίρ. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται και στην Αλεξάνδρεια.
Οι διαδηλώσεις πραγματοποιούνται μία ημέρα μετά τη συμφωνία του Μόρσι με τους ανώτατους δικαστικούς της χώρας για περιορισμό των αποφάσεών του που δεν θα μπορούν να προσβληθούν στα δικαστήρια μόνο σε θέματα που σχετίζονται με την «εθνική κυριαρχία». «Ο πρόεδρος είπε ότι σέβεται απεριόριστα τη δικαστική εξουσία και τους εκπροσώπους της», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Αιγύπτιου προέδρου, Γιάσερ Αλι.
Η συμφωνία ήρθε στο πλαίσιο των προσπαθειών του Μόρσι για εκτόνωση της κατάστασης, ωστόσο η αντιπολίτευση αμφισβητεί τις προθέσεις του προέδρου της Αιγύπτου, αλλά και την ουσία της συμφωνίας με τους δικαστικούς. Από την πλευρά του ο Μόρσι υποστηρίζει πως το διάταγμα είναι «απαραίτητο για τη προστασία της επανάστασης και τη μετάβαση της χώρας στη Δημοκρατία».

Σχετικό δημοσίευμα με τις αλλαγές στην Αίγυπτο με την αλλαγή καθεστώτος:


Σύγκρουση πολιτικού Ισλάμ με «βαθύ κράτος» - Αδελφοί Μουσουλμάνοι εναντίον στρατού στις προεδρικές εκλογές της Αιγύπτου
Tου Πετρου Παπακωνσταντινου

Στα εξήντα χρόνια, περίπου, που μεσολάβησαν από την επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών και την κατάργηση της μοναρχίας μέχρι την εξέγερση που σάρωσε τον Μουμπάρακ, η Αίγυπτος γνώρισε τέσσερις προέδρους, όλους στρατιωτικούς, και δέκα προεδρικές εκλογές. Ο Νάσερ εξελέγη δύο φορές με το 100% των ψήφων και μία φορά με 99,9%, ποσοστό που κατέγραψε άπαξ και ο διάδοχός του Σαντάτ, ο οποίος κατά την πρώτη εκλογή του είχε αρκεσθεί στο γλίσχρο 90%. Σεμνότερος όλων, ο τελευταίος των Φαραώ, Χόσνι Μουμπάρακ, εξελέγη τέσσερις φορές με ποσοστά που κυμαίνονταν μεταξύ 93,8% και 98,5%, ενώ την τελευταία φορά, το 2005, κατρακύλησε στο... 88,6%!
Με αυτά τα δεδομένα, η ψηφοφορία της περασμένης Τετάρτης και Πέμπτης πέρασε στην Ιστορία ως η πρώτη ελεύθερη προεδρική εκλογή της Δεύτερης Αιγυπτιακής Δημοκρατίας. Καρπός της λαϊκής εξέγερσης που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ πριν από 15 μήνες, οι προεδρικές εκλογές διαμορφώνουν σκηνικό οξύτατης διπολικής σύγκρουσης, με αβέβαιη διάρκεια, ένταση και κατάληξη.
Σύμφωνα με ανεπίσημα αποτελέσματα στο 90% των εκλογικών τμημάτων -τα επίσημα αναμένονται στο προσεχές διήμερο- ουδείς εκ των 12 υποψηφίων συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, οι εκλογές θα κριθούν στον δεύτερο, αποφασιστικό γύρο της 16ης και 17ης Ιουνίου, όπου θα αναμετρηθούν -πλην συγκλονιστικού απροόπτου- οι δύο περισσότερο πολωτικοί υποψήφιοι: Ο εκπρόσωπος των Αδελφών Μουσουλμάνων, Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος φέρεται να συγκεντρώνει γύρω στο 25% και ο τελευταίος πρωθυπουργός του Μουμπάρακ, Αχμέντ Σαφίκ, ο οποίος έρχεται δεύτερος με το 23% των ψήφων. Ανώτατος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, ο Σαφίκ είχε την ανομολόγητη υποστήριξη του στρατού. Εμφανίστηκε ως υπερασπιστής του λαϊκού κράτους απέναντι στους ισλαμιστές που απειλούν να γυρίσουν τη χώρα πίσω, στους «σκοτεινούς χρόνους», και ως εγγύηση για την επάνοδο στην τάξη και την ασφάλεια, που έχουν διαταραχθεί καίρια στη μετεπαναστατική Αίγυπτο.
Αν όμως οι εξελίξεις μέχρι τον δεύτερο γύρο είναι ομαλές -ένα μεγάλο «αν», με δεδομένη την απροθυμία του στρατού να αποδεχθεί τον περιορισμό του ρόλου και των προνομίων του- ο Σαφίκ θα δυσκολευτεί πολύ να επικρατήσει στον δεύτερο γύρο. Ο Μόρσι ελπίζει βάσιμα να κερδίσει τους περισσότερους οπαδούς του τέταρτου υποψηφίου, Αμπντέλ Αμπολφοτούχ, ο οποίος εμφανιζόταν να συγκεντρώνει το 20%. Ηγετικό στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων μέχρι πρόσφατα, ο Αμπολφοτούχ κατέβηκε ως ανεξάρτητος, προβάλλοντας μια πιο ανεκτική, δημοκρατική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, κερδίζοντας την υποστήριξη μεγάλου τμήματος των φιλελεύθερων και της νεολαίας.
Ακόμη χειρότερα για τον Σαφίκ, την τρίτη θέση, με πολύ μικρή διαφορά, εμφανιζόταν να καταλαμβάνει ο αριστερός Νασεριστής Χαμντίν Σαμπάχι. Με πλούσιες αντιδικτατορικές περγαμηνές και μακρά θητεία στην υπεράσπιση ακτιβιστών και συνδικαλιστών, ο Σαμπάχι ήταν ο υποψήφιος που περισσότερο από κάθε άλλον εξέφρασε το «πνεύμα της πλατείας Ταχρίρ» και τη διάθεση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού να συνεχιστεί η αιγυπτιακή επανάσταση μέχρι να αλλάξει όχι μόνο η κορυφή της πυραμίδας, αλλά ολόκληρο το σύστημα μιας ολιγαρχικής εξουσίας.
Ολα δείχνουν ότι οι προεδρικές εκλογές θα εγκαινιάσουν μακρά περίοδο συγκρούσεων ανάμεσα στο «βαθύ κράτος» και το πολιτικό Ισλάμ, που αναδεικνύεται ηγεμονική δύναμη της Αραβικής Ανοιξης, από την Τυνησία μέχρι τη Συρία. Μια εξέλιξη που μοιάζει να βάζει την Αίγυπτο στον δρόμο της Τουρκίας, αλλά με κρίσιμες διαφορές. Εν πρώτοις, το διασπασμένο ισλαμικό στρατόπεδο δεν έχει ακόμη αναδείξει κάποια ηγετική προσωπικότητα της κλάσης του Ταγίπ Ερντογάν. Το κυριότερο, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της αβέβαιης αιγυπτιακής μεταπολίτευσης είναι πολύ δυσμενέστερες.
Στην Τουρκία, τα κοσμικά κόμματα του κατεστημένου αποδιαρθρώθηκαν από μια οξύτατη οικονομική κρίση και τη δρακόντεια λιτότητα που επέβαλε στη συνέχεια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οταν ήρθε στην κυβέρνηση το μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν, επωφελήθηκε από την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία και κατάφερε να ροκανίσει σταδιακά την ισχύ του στρατού και της Κεμαλικής γραφειοκρατίας.
Αντίθετα, αν οι Αιγύπτιοι ισλαμιστές, οι οποίοι ήδη ελέγχουν το Κοινοβούλιο, κατακτήσουν και την εκτελεστική εξουσία (προεδρία και κυβέρνηση), θα κληρονομήσουν μια δεινή οικονομική πραγματικότητα, διεθνώς και εσωτερικά. Στους 15 μήνες που μεσολάβησαν από την εξέγερση, τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μειώθηκαν κατά τα δύο τρίτα, ο τουρισμός κατά το ένα τρίτο, ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 12%, η επίσημη ανεργία στο 13%, το έλλειμμα στο 10% του ΑΕΠ και τα επιτόκια δανεισμού στο αβάσταχτο 17%. Η επόμενη κυβέρνηση θα πιεστεί είτε να προσφύγει στο ΔΝΤ, επιβάλλοντας σκληρά μέτρα λιτότητας, είτε να τερματίσει τις επιδοτήσεις στην ενέργεια, κάτι που θα απογειώσει τις τιμές των τροφίμων, του ηλεκτρισμού και των μεταφορών. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…
Σε ό, τι αφορά την εξωτερική πολιτική, διάχυτη είναι η προσδοκία των ψηφοφόρων να επιστρέψει η χώρα τους στον «φυσικό» της ρόλο, του ηγέτη του αραβικού κόσμου, τον οποίο απώλεσε όταν ο πρόεδρος Σαντάτ υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ και ευθυγραμμίστηκε με την Ουάσιγκτον. Η ευρεία πλειοψηφία ισλαμιστών, Νασεριστών και αριστερών που πιέζει προς μια τέτοια κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να επηρεάσει καταλυτικά το μέλλον της Αιγύπτου και όλου του αραβικού κόσμου.

Τα μεγάλα διλήμματα των Αδελφών Μουσουλμάνων
Στις πρώτες, ελεύθερες βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2011 – Ιανουαρίου 2012, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι θριάμβευσαν αποσπώντας το 47% των ψήφων και 235 έδρες, ακολουθούμενοι από τους σαλαφιστές, που έλαβαν 28% και 123 έδρες. Η ηγεμονία του ισλαμικού στοιχείου διαγραφόταν συντριπτική, με μόνο ανοιχτό ερώτημα αν η Αίγυπτος ακολουθούσε το τουρκικό σενάριο, με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στον ρόλο του κόμματος του Ερντογάν (ΑΚΡ) ή αν εξελισσόταν κατά το πρότυπο του Ιράν, όπου μια λαϊκή, δημοκρατική εξέγερση χειραγωγήθηκε τελικά από μια νέα, θεοκρατική εξουσία.
Πολύ γρήγορα, η νίκη των Αδελφών Μουσουλμάνων αποδείχθηκε εύθραυστη. Η ιστορική οργάνωση που ίδρυσε το 1928 ο Χασάν αλ Μπάνα είδε τη δημοτικότητά της να συρρικνώνεται και τον υποψήφιό της, Μοχάμεντ Μόρσι, να συγκεντρώνει μόλις το μισό των προηγούμενων ποσοστών της. Το γεγονός ότι ο στρατός εμπόδισε τον Χαϊράτ αλ Σάτερ, αρχικό υποψήφιο της Αδελφότητας, να κατέβει στις εκλογές έπαιξε κάποιο ρόλο, καθώς ο «αναπληρωματικός» Μόρσι δεν έχει το χάρισμα που απαιτεί μια αναμέτρηση με έντονα προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, βαθύτεροι παράγοντες ήταν εκείνοι που βάρυναν περισσότερο.

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι
Στη μακρά ιστορική διαδρομή του, το συντηρητικό ρεύμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, πάντα δύσπιστο απέναντι στα επαναστατικά κινήματα μαζών, ενεπλάκη κατ’ επανάληψη σε πραγματιστικούς συμβιβασμούς με την εκάστοτε εξουσία. Αρχικά συμμάχησαν με τον βασιλιά Φαρούκ, εξασφαλίζοντας υποτυπώδη πολιτική νομιμότητα και κυρίως ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικών οργανώσεων αλληλοβοήθειας, που τους βοήθησε να ριζώσουν στα λαϊκά στρώματα. Το 1952, στήριξαν τους Ελεύθερους Αξιωματικούς, για να συνωμοτήσουν στη συνέχεια εναντίον του Νάσερ, γεγονός που προκάλεσε κύμα άγριας καταστολής εναντίον τους και οδήγησε τον χαρισματικό ηγέτη τους Σαγέντ Κοτμπ στην αγχόνη. Ξαναβγήκαν στην επιφάνεια επί Ανουάρ Σαντάτ, όταν ο διάδοχος του Νάσερ χρησιμοποίησε την Αδελφότητα ως αντίβαρο απέναντι στους αριστερούς Νασερικούς και τους κομμουνιστές, που τον κατηγορούσαν για τη συμφιλίωση με το Ισραήλ και τη στροφή προς τις ΗΠΑ.Το παιχνίδι του Σαντάτ συνέχισε ο Μουμπάρακ, ο οποίος επέτρεψε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους να καταλάβουν μέχρι και το 25% στο Κοινοβούλιο, προκειμένου να αμυνθεί απέναντι στις πιέσεις της Ουάσιγκτον για εκδημοκρατισμό, επισείοντας τον κίνδυνο να γίνει η Αίγυπτος ένα νέο Ιράν. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κατάφεραν να εδραιωθούν ως η μόνη ισχυρή και εν μέρει ανεκτή αντιπολίτευση, καθώς τα απολυταρχικά αραβικά καθεστώτα, οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί κατέστρεφαν επί μισόν αιώνα τα κοσμικά, απελευθερωτικά ρεύματα του αραβικού κόσμου (Νασερικούς, μπααθιστές, κομμουνιστές).
Η εξέγερση του 2011 αιφνιδίασε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η ηγεσία των οποίων όχι μόνο δεν είχε ανάμειξη στην προετοιμασία της (εκείνοι που πρωτοστάτησαν ήταν νέοι ακτιβιστές, εργοστασιακοί συνδικαλιστές και αριστεροί) αλλά και την είδε με δυσπιστία. Αντιθέτως, η νεολαία της Αδελφότητας βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην πλατεία Ταχρίρ. Μετά την απομάκρυνση του Μουμπάρακ, τον Φεβρουάριο του 2011, η ηγεσία της Αδελφότητας συμμάχησε με το στρατιωτικό διευθυντήριο, εξασφαλίζοντας γρήγορες βουλευτικές εκλογές, προτού προλάβουν να οργανωθούν οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί ανταγωνιστές της, με αντάλλαγμα τον πυροσβεστικό ρόλο της στις συνεχιζόμενες λαϊκές κινητοποιήσεις. Για να καθησυχάσει τους στρατιωτικούς (και την Ουάσιγκτον), δεσμεύτηκε να μην κατεβάσει υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, περιορίζοντας τις φιλοδοξίες της στον έλεγχο της Βουλής και της κυβέρνησης.
Ο μήνας του μέλιτος έδωσε τη θέση του στη ρήξη όταν η στρατιωτική ηγεσία, με το σχέδιο συντάγματος που παρουσίασε, κατέστησε σαφές ότι εννοεί να διατηρήσει επικυριαρχικό ρόλο στη μετα-Μουμπάρακ Αίγυπτο και αρνήθηκε να αποδεχθεί πολιτική κυβέρνηση, διορισμένη από τη δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή. Πλειοψηφική δύναμη στο Κοινοβούλιο, αλλά αποκλεισμένη από την κυβέρνηση, η Αδελφότητα βρέθηκε να εισπράττει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ανεργία, την ακρίβεια και την κατάρρευση της δημόσιας τάξης, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Προκειμένου να ανακόψει αυτή την πορεία φθοράς και απαξίωσης, αναίρεσε την προηγούμενη δέσμευσή της και αποφάσισε να κατεβάσει τον δικό της υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές.
Ωστόσο, η διαρκής σχοινοβασία ανάμεσα στην ηγεσία του στρατού και στο στρατόπεδο της επανάστασης δεν μπορούσε να μην έχει το τίμημά της. Από την εξέγερση του Φεβρουαρίου του 2011 έως σήμερα, η Αδελφότητα γνώρισε σειρά διασπάσεων. Πρώτα ήρθε το κεντρώο κόμμα Αλ Ουασάτ (Το Κέντρο), στο πρότυπο του τουρκικού ΑΚΡ. Ακολούθησε το Κόμμα της Αναγέννησης, υπό τον Μοχάμεντ Χαμπίμπ, ηγετικό στέλεχος της Αδελφότητας. Η τρίτη και πιο επικίνδυνη διάσπαση ήρθε από τον Αμπντέλ Αμπουλφοτούχ, μέλος του πολιτικού γραφείου της Αδελφότητας και ιστορική φυσιογνωμία της αιγυπτιακής αντιπολίτευσης, ο οποίος κατέβηκε από την πρώτη στιγμή στην πλατεία Ταχρίρ, όπου έστησε, ως γιατρός, το αυτοσχέδιο νοσοκομείο των εξεγερμένων. Εν ολίγοις, το ιστορικό ρεύμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, που φάνηκε να κερδίζει την ηγεμονία όσο καιρό βρισκόταν στην αντιπολίτευση, απειλείται με πολυδιάσπαση στην πρώτη επαφή με την εξουσία και τα σκληρά της διλήμματα.

«Πακιστανική λύση»
Μέσα σε δύο εβδομάδες από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, δηλαδή στις αρχές Ιουλίου, το στρατιωτικό διευθυντήριο αναμένεται να παραδώσει την εξουσία στον πρόεδρο και στη Βουλή. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ωστόσο, ότι η στρατιωτική ηγεσία θα επιδιώξει να διατηρήσει τον τελευταίο λόγο σε ζητήματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, μέσω κάποιου είδους Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Επίσης, θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει ασυλία για τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, αναφορικά με εγκλήματα και σκάνδαλα της εποχής Μουμπάρακ, και να διατηρήσει τον έλεγχο ενός τεράστιου συμπλέγματος βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, μέσω του οποίου διασφαλίζει προνόμια και πελατειακές σχέσεις.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, στελέχη της στρατιωτικής ηγεσίας εξετάζουν, ως λύση ανάγκης, μια υπόγεια συμμαχία με τους σαλαφιστές, οι οποίοι εξασφαλίζουν γενναία οικονομική υποστήριξη από τη Σαουδική Αραβία. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τη στρατηγική που ακολούθησε επί δεκαετίες ο στρατός του Πακιστάν, συμμαχώντας υπόγεια με τις πιο σκληροπυρηνικές ισλαμικές οργανώσεις. Για το αιγυπτιακό στρατιωτικό κατεστημένο, οι σαλαφιστές θα αντιπροσώπευαν τη δυνατότητα εκτροπής της λαϊκής δυσαρέσκειας προς ανώδυνες κατευθύνσεις, αλλά και ένα χρήσιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής σε έναν αραβικό κόσμο όπου τα ισλαμικά ρεύματα κερδίζουν έδαφος.



Ιnfο
- Alaa al-DiArafat, «Les Freres musulmans egyptiens pris au piege du pluralisme», Le Monde Diplomatique, Mai 2012.
- Mike Davis, «Spring confronts winter», New Left Review, Nov/Dec 2011.
- Alecander Smoltczyk & Volkhard Windfuhr, «Disqualified Islamists», Der Spiegel OnLine, 24/4/2012.

Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ




Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

Art and the World Economy


by Brian Holmes & Claire Pentecost (στο brianholmes.files.wordpress.com/2009/09/packi... )

Municipal statue, city of Finicke, Antalya province, Turkey
(all photos CP; published in catalogue of 11th Istanbul Biennial).
An old man with a hearing aid stands with his back to a low wall, juggling a profusion of juicy oranges and bright red tomatoes. One by one he plucks them from the air and sets them down in perfect pyramids, orange and red. The juggler is the neoliberal ideologist Friedrich von Hayek, who thinks that that to act in a world of commodities, all you need to know are their prices:
It is a profoundly erroneous truism, repeated by all copy-books and by eminent people when they make speeches, that we should cultivate the habit of thinking what we are doing. The precise opposite is the case. Civilization advances by extending the number or important operations which we can perform without thinking about them.1
On the other side of the wall is a garden crossed by winding paths. Here and there, gold coins lie scattered on the ground, as if devoid of any value. A bespectacled man in a woolen suit is watering a row of beans in the sun. His name is Karl Polanyi, and he reflects aloud on the history of the industrial revolution:
The middle [or trading] classes were the bearers of the nascent market economy; their business interests ran, on the whole, parallel to the general interest in regard to production and employment… On the other hand, the trading classes had no organ to sense the dangers involved in the exploitation of the physical strength of the worker, the destruction of family life, the devastation of neighborhoods, the denudation of forests, the pollution of rivers, the deterioration of craft standards, the disruption of folkways, and the general degradation of existence including housing and arts, as well as the innumerable forms of private and public life that do not affect profits.2
Both these men were economists, and both became famous in the wake of the Great Depression and the Second World War. Their ideas developed in opposite directions, and over the long run, it is the former with his principle of ignorance who has been vastly more influential. Could the latter have anything to say to us today, in the wake of yet another global crisis? Do artists, curators and intellectuals need to think about what they are doing in the world economy?

The Crystal Casino
After many long walks, drives and conversations in the prodigious city of Istanbul, we set out to discover where the tomatoes and the oranges come from. We thought we might also see how the phantasmatic juggler operates in one of the world’s most prolific gardens. This quest led us down the Mediterranean coast to Antalya, the fastest growing province in Turkey, the center of the country’s tourist industry and the leading producer of hothouse vegetables for export. On these coastal plains we found acres of crystal palaces: the older glass-paned and newer plastic-wrapped greenhouses of the global horticultural industry. Feeding on the same sunny clime were stretches of condominiums for vacationers, shopping malls, and clusters of five-star hotels including replicas of the Kremlin and the Topkapi Palace.
At first glance the scene was uncannily similar to one we had investigated a few years earlier in the Spanish coastal province of Almería. But with significant differences. The Spanish horticultural industry had shallower roots in both time and space. There it had mushroomed in a compressed twenty-year period so that there were none of the older glass and steel palaces erected in Antalya in the 1940s and 50s; rather we saw uninterrupted stretches of flat white reflective plastic roofs stretching into the distant haze. In Spain the vegetables were grown not in local alluvial soil but in packs of imported substrate, regularly cleared and trashed in dumpsites – pesticides, herbicides, plastic and all. The draining of the regional water table to make all this gardening possible in an arid, semi-desert landscape had brought the region much closer to the brink of ecological collapse. And the precarious labor was supplied by migrant Africans, mostly working without papers and suffering the bigotry inflicted on foreign workers worldwide. In Turkey seasonal labor is drawn from the villages of eastern Anatolia, under conditions largely unknown to us, surely not without their own forms of suffering and discrimination.
In both countries we were struck by the singular views of intensive horticulture abutting luxury tourist destinations, locals struggling to make a living through a global export system in unobscured proximity to golf courses, upscale shops, restaurants and marinas designed for the mobile upper classes of globalization. Such a composite offers a perfect example of what we have come to come to think of as an aesthetics of visible blindness: the capacity of select groups to enjoy the fruits of globalized capital while ignoring the price paid in drudgery and insecurity by others. In Spain we had wondered what kinds of dark glasses the tourists must wear, not to see the damaging excess of the real-estate boom, the unsustainability of swimming pools and golf courses springing from the thirsty desert, the conditions of brutal labor exploitation rivaling those of the nineteenth century. Such a blindness is structural: it’s part of what keeps the whole system going even when it’s clearly headed for social and ecological disaster.
Our guidebook on the trip to southern Turkey was written not only by Hayek and Polanyi, but also by the generous Istanbulite sociologist Zafer Yenal, who had given us the name of a grower so that we might see something more than the astonishing view from a rental car. Equipped only with a bad map and a vague idea of our informant’s territory, we lucked into the right village and spoke his name at the local café. Hospitable cell phones immediately went into action and five minutes later we were having coffee with Mikhat, a distinguished tomato producer, and Aydin, the owner of an orange grove and also the muhtar, or village headman. Aydin had taught himself English from a dictionary while working in the greenhouses, and now served us as an excellent translator, with plenty of his own opinions.
The two of them spent their Sunday afternoon giving us a tour of the typical production chain in Antalya. We visited the family owned greenhouses and orchards, the washing and sorting facility, the box folding plant and warehouse. The closest we came to the beginning of the line was a high-tech seedling company. But a full mapping of the production chain is impossible for those who are directly involved. The growers don’t decide what they will plant. In what is called a “buyer-driven market,” the exact patented varieties of tomatoes, cucumbers, peppers and other vegetables grown are dictated by an increasingly consolidated oligopoly of transnational distributors and intermediaries who deliver fresh and processed produce to supermarket shelves. Control of the type of seeds actually in circulation, limited to relatively few out of the vast diversity cultivated through the history of human agriculture, amounts to mastery over the most basic form of shared intellectual property. These gigantic distant players also determine just what other imported inputs – pesticides, herbicides and fertilizers – will be used by small producers throughout the Mediterranean. Such conformity is mandatory if they want to enter the market, and the producers themselves have no bargaining power over the price of these necessities.
Last on our tour was the wholesale depot where teams of kerchiefed women packed produce for shipment and where we sat in the office of the local buyer for a taciturn cup of tea. This buyer marked the end of what could be seen of the production chain from a producer’s vantage point, being the nearest representative of the price mechanism signaled by markets in Istanbul, Russia, Europe and beyond. We were witnessing the scene of our guidebook outlined by Friedrich von Hayek:
The most significant fact about this system is the economy of knowledge with which it operates, or how little the individual participants need to know in order to be able to take the right action. In abbreviated form, by a kind of symbol, only the most essential information is passed on and passed on only to those concerned. It is more than a metaphor to describe the price system as a kind of machinery for registering change, or a system of telecommunications which enables individual producers to watch merely the movement of a few pointers, as an engineer might watch the hands of a few dials, in order to adjust their activities to changes of which they may never know more than is reflected in the price movement.3
Hayek believed that human productivity was most effectively coordinated by the market mechanism, registering changes in the availability or need of products across the earth. Fluctuating prices took the place of knowledge, because the chance to make a profit by selling high or buying low signaled exactly where resources could be allocated most efficiently. There is an eerie correspondence between this theory and the way things really work. What small producers are able to know is indeed reduced since they choose neither the seeds nor the chemical inputs or even the type of bee used to fertilize the plants in the greenhouses. On the selling side of their business they “watch merely the movement of a few pointers to adjust their activities to changes of which they may never know more than is reflected in the price movement.”
In this way they become like players sitting at a roulette table, watching the spinning numbers that will determine how well they fare in a given year. “We are farmers, gambling is what we do for a living.”4 For both inputs and outputs the farmers are deeply integrated into the global food market, and since they have no control over the price of either, their sense of working blindly has intensified as world food prices and petroleum-based input prices oscillate erratically on the readouts of the electronic markets, climbing one year to the heights of prosperity, falling precipitously the next. Whether or not they can make meaningful adjustments to global markets affected by fluctuating demand, oversupply, natural disasters, changing standards, currency exchange rates and commodity market speculation makes the difference between whether they will go bust, hit a jackpot, or just get by. In this way, we discovered, the lives of villagers trying to join a world of consumer abundance are affected by the wild hopes and deep anxieties of what the political economist Susan Strange long ago called “casino capitalism.” With its elegant greenhouses gleaming in the sun alongside the debt-financed palaces of postmodern tourism, Antalya appeared as the land of the crystal casino.

No Accounting For Taste
We spent the night in the town of Finicke, whose main street is adorned with monuments to the magnificent orange. One shows a globe on a pedestal; on top of this concrete world stands a girl holding an orange out to the sky. Producers of all kinds of things want to offer their goods to the world market, and why shouldn’t they? Though the present level of global integration is unprecedented, oranges have been coveted treats in northern climes for centuries. The oranges we brought back from Antalya were some of the best we ever tasted: juicy, sweet and full of complex flavors. We wish we could say the same for the tomatoes, whose flesh was hard and flavorless despite their deep red color and impeccable round design. Are the orange trees holdovers from an older horticulture, unlike the tomato seedlings nurtured in mass-produced plastic trays? Are they less subject to the distortions of just-in-time production? Is it easier to breed an orange for long distance shipping than to breed a packable tomato retaining the tenderness and flavor we recall from our childhoods? Is it a matter of luck? Of preference? Or some kind of obscure gamble with the intellect, the heart, the bank account and the senses?
These questions can be existential ones for those who try to place themselves as tasty products in the world vitrine. While grateful for the chance to travel, exhibit and present in far-flung locales, many of us grow uneasy when self-performance on the art circuit turns into a contest to raise your own price as a signifier of others’ intelligence, passion, perversity or secret foreknowledge of upcoming trends. In financialized economies where speculation on the future values of the sky above can wreak havoc with the ground beneath your feet, it’s quite hard to believe that artistic expression is not just standing in for something bigger to come – like a gigantic hotel, residential complex or entertainment district that will wipe out the gritty neighborhood whose vibrant local life inspired you. We’ve thought about these problems for years, while trying to develop other contexts for the expression, reception, elaboration and understanding of art practices.5 And when food prices spiked with the commodity bubble of 2008, then plunged again after farmers around the world had been lured into costly investments, we found it even harder to keep our desires focused on the next invitation to Asia / Latin America / Western Europe / the Middle East. We too felt like cherry tomatoes on a roulette wheel spinning wildly out of control.
In Antalya province at the site known as Yanartaş arises the famous Mount Chimaera, known since late Antiquity for its flames that flicker in the night, for its literally burning ground. Historical sources cite this geothermal wonder as the origin of the myth of the Chimera, a fire-breathing hybrid of lion, goat and serpent; while the natural explanation describes exhalations of methane from metamorphic rocks. This mythical and real place reminds us of contemporary Chimerica, the hybrid continent we try to call home. For the last ten years its Eastern workers have produced nearly everything its Western consumers crave, while the East side lends back to the West the money received for the floods of goods, in order to keep the wheels of industry turning.6 This unusual geographic phenomenon, characteristic of the global division of labor and power, has been one of the mysteries of late Neoliberalism. What kept mankind alive on its disjunctive territory, from Chicago to Shanghai, was a system of exchange whose human foundations no one cared to know, as long as the volatile prices added up to profits for politicians and businessmen on both sides. The lure of gain stoked a decade of unsustainable development, reflected outside the centers of accumulation by the ugly mirrors of impoverishment and war. Meanwhile, those tastes that market researchers can exhaustively account for – consumer drives and investor appetites – sucked the juice of life from two vast populations, while setting the stage for an economic collapse on a scale last seen in the 1930s. The natural explanation in this case was not metamorphic but mathematical.
About a hundred and fifty years ago, Marx described the commodity as that product of human labor whose exchange value, seemingly animated with a life of its own, acts to render invisible the social relations that produced it. About twenty years ago, some inglorious number-crunching quant invented a meta-commodity called the “collateralized debt obligation” (CDO). It’s a derivative contract whose price is determined by a statistical analysis of the behavior of underlying assets, which in this case are not things but the ability of borrowers to pay their loans. What these meta-commodities did was allow banks to sell to distant investors the revenue expected from payment on home mortgage loans, so that the bank which initially did the lending got its capital back from thin air, and could immediately go out looking for more borrowers on the ground. To make the deal sweeter for the distant investors, the loans were split into tiny fractions and recombined with hundreds of others, so that the risk of any single failure to pay was diluted by the hundredfold. Meanwhile other quants calculated the statistically average rate of bankruptcy on the housing market, which was considered to have the regularity of a natural phenomenon. Another kind of derivative, known as a “credit default swap” (CDS), was sold as insurance on this risk, and indeed on many others, in combinations and hybrids that defy the imagination.
The brilliance of the math and its perfect correspondence with the laws of financial nature omitted just one tiny detail, which was that this circular, self-reinforcing system entirely transformed the markets it was supposed to regulate and stabilize.7 Prices rose from the ground like tongues of fire until they reached trembling heights: cut off from all connection with the underlying capacity of the borrowers to pay, the flame fell back to earth and burned everyone it touched. As foreseen, the default insurance went into effect, but for losses exponentially exceeding what had been judged possible in nature. And then, metamorphosing from the joyful illusion that it once seemed to be, the fabulous Chimerican prosperity of the early 2000s turned into a monstrous creature, rampant in every country on the face of the earth.
We do not know exactly where the current crisis will lead. But what we have been foreseeing for the last several years is “Continental Drift”: a rearrangement of the unlikely bicontinent in which we briefly lived, the decline of the US dollar as the world’s reserve currency and the beginning of far-reaching changes in the geopolitical order.8 Rather than speculating right now on what those changes may bring at the global level, it may be more useful to draw some conclusions about the relations of art and economics in the period we have just lived through.
From the current economic perspective, growth is the only measurable good, making the signs of rising profit into the one convincing form of beauty. Wall-to-wall computers, flashing LEDs, gleaming glass and glittering buildings are among the finest sights, but the highlight in the flesh is always the person on the stage, the speculative performance. You too can be a top-value signifier, seemingly animated with a life of your own. And a world-class museum can become the gateway of real-estate paradise, if the bar is more spectacular than the paintings. Since your price is moving upwards on the market, why not let gentrification be your derivative? Very few people involved in contemporary art actually think this way, but very many of the funding decisions in the cultural world are made on exactly this basis.
Where the commodity as described by Marx acted to conceal the social relations of labor that produced it, the meta-commodities of our time act to conceal the collective deliberations that create the environment in which any labor, leisure, productivity or culture can take place. The government of human affairs has been privatized by the calculations of a supposedly natural law. The veil over all this is what we’ve been calling the aesthetics of blindness. But if that is the case, those of us working art face one very important question. How could the veil be lifted?

Touching Ground
Let’s look through the spectacles of the man watering the beans in the garden, with gleaming coins scattered here and there as though devoid of any value. Polanyi’s major work, The Great Transformation (1944), retraces the rise and fall of the gold standard, which served as the global medium of exchange during the period of the British Empire. More profoundly it studies the belief in a self-regulating market, elevated to the status of a natural law whereby supply and demand automatically find their proper equilibrium. The self-regulating market is the underlying structure designated by Adam Smith’s metaphor of the invisible hand, then later by Hayek’s more pragmatic image of the telecommunications system. Looking further, Polanyi observed that the fundaments of human existence – labor, or the health of our bodies; land, or the cyclically recurring growth of the natural world; and the human institutions of governance, including money itself – were treated as freely available resources by the capitalist market which invested no care in their reproduction over time. Labor, land and money are “fictitious commodities” by Polanyi’s account, because their actual origins and destinies lie outside the market, even though the market depends on and depletes them. The Great Depression and the World Wars are historical examples of the price ultimately paid for their neglect.
The persistent recourse in economics to the illusion of a natural market law serves to justify the core functions of labor and resource exploitation, while the investment of financial signifiers with supernatural powers acts to distract from the many crimes that accompany the system (or some would say, provide its very basis). These include imperialism, or the plunder of distant territories by force of arms; enslavement, or the physical coercion of human beings against their will; the formation of monopolies and oligopolies, permitting the fixing of prices in markets closed to the entry of smaller producers; and more recently the reign of mass deception, whereby will and desire themselves are reshaped by the media bombardment of manipulative messages. The grip of the natural law delusion is what gave Margaret Thatcher her hour of credibility, adamantly repeating “there is no alternative.” It’s remarkable that since the present round of computerized and networked financial innovation began in the mid-1970s, the ranks of the number-crunching quants and the formulas they employ are drawn largely from theoretical physics, reinforcing the economists’ claim to be describing unequivocal phenomena of nature.
What makes Polanyi so interesting is his refusal of this natural market law. Yet unlike communist planners of the early twentieth century (to whom neoliberals automatically reduce any proponents of an “alternative”) he did not believe that human needs and possibilities could be calculated by a central agency. He understood the dynamics of human societies to be the result of three quite different fields of organization, each of which does not function according to any inherent natural law, but instead by the more-or-less conscious development of ad hoc principles that gradually work themselves into a sustainable balance. The first of these broad fields of human interaction is exchange, which occurs in a bewildering variety of forms across history, and not only as the reductio ad absurdum of human relations to monetary mathematics. The second, still quite apparent to the citizens of modernized societies, is redistribution as it is carried out by a centralizing administration. In recent history this was the welfare-state function, largely banished by the class politics of neoliberalism. The third domain of social coordination, almost as ignored by official scholarship as it is by market fundamentalists, yet one which still pervades and supports contemporary life, is reciprocity: the informal circulation of services, privileges, favors, care and support between individuals, families, clans, friends, voluntary associations and identity groups. It was a notion of open-ended reciprocity that prompted a Turkish sociologist to share his rural contacts with us, that made those contacts treat us as guests to whom they offered time, information, openness and a splendid local lunch. In many more incalculably extensive ways, it is reciprocity that undergirds and makes livable the harsh inhabitation of a world ruled by market numbers.
By recognizing these three fields in their heterogeneity and in the specificity of their mutual interaction it is possible to go beyond the eternal quarrels of the liberals, the communists and the anarchists, each of whom insists on the preeminence of just one field: the market, the state or voluntary association. Unfortunately, they cannot even adequately describe the real workings of their single sphere of interest, since society is always constituted by particular combinations of all three. Rather than operating within or against an idealized totality that does not exist on its own, one finds more chances in navigating between existing realms whose specific relations can be played against each other, and changed for the better.
This multidimensional understanding of society provides the tools to draw up much more useful maps of complex situations, including multiple roles for art. When the market is invested with a superhuman accuracy of judgment, critics and institutions too often validate only what it has already validated. In this scenario the artists become like our counterparts the horticultural producers, conforming their inventions to signals from a distant empire of finance. But neither would it be satisfactory to have the state manage what kind of art will be produced and experienced. Nor is it enough to have an art with no relationship to exchange or redistribution. Art is a shifter between the three broad fields of interaction, dramatizing insufficiencies, suggesting possibilities, escaping deadlocks, opening utopias and bringing overly theoretical principles back home to lived experience. As cultural producers we want to bring this full range of possibilities into play – in order to touch the ground, to regain some contact with the fundamental conditions of existence.
Sixty-five years ago, in a phrase whose timeliness verges on the uncanny, Polanyi wrote that “the trading classes had no organ to sense the dangers involved in the exploitation of the physical strength of the worker, the destruction of family life, the devastation of neighborhoods, the denudation of forests, the pollution of rivers, the deterioration of craft standards, the disruption of folkways, and the general degradation of existence including housing and arts.” The sentence strikes home in a world marked by climate change, financial crisis and war. If exactly the same problems are facing us today, then isn’t this what art most urgently needs to become: a sense organ of humanity, a space in which to perceive and express the transformations that human groups are unleashing upon themselves and their environments? A space in which to inquire about the creation of value, the roots of conflict, the sources of vital energy, the paths toward better ways of living?
Of course, much of artistic production already does that, but in contexts made confused and ambiguous by the operations of financialized taste. What is finally becoming more obvious today, in the context of the triple crisis – economic, ecological and geopolitical – is that mainstream cosmopolitan culture has been largely absorbed into a predatory system of capture and manipulation, instilling commercial ideologies and prosumer drives and generating multiple forms of self-interested blindness even in the spaces devoted expressly to vision. The resulting breakdown of the human ecology, or lack of sense in world affairs, is provoking a widening crisis of legitimacy. This explains the election of a relatively idealistic figure like Barack Obama, or at a smaller scale, the selection of a group like WHW to curate the Istanbul Biennial. The question is what to do with the opportunities offered by this legitimation crisis.
Some practitioners have recognized that if art is to play any autonomous role in the shaping of contemporary sensibilities, it should be developed and evaluated within spaces of reciprocity where the predatory functions have no hold, whether these are private spaces, self-organized associations, informal networks of exchange or independent media projects. We are not just talking about strong images emerging from circles of peers under particularly turbulent social circumstances, which can now capture lots of attention on the markets. If art is to escape overcoding by existing value-forms, it must be created along with philosophical concepts and forms of social practice that are resilient enough to preserve their integrity despite the existing norms and functions. State institutions – not to mention corporate sponsorship – cannot be trusted to provide the context of art production, for one simple reason: the current panorama shows the extent to which they have failed. Yet at the same time, many positive developments on the cultural landscape show that artists, critics and curators who have developed strong networks of reciprocity can also find allies in both state-redistributive and market-exchange institutions, in order to develop singular and transformative proposals and to distribute them widely.
In our view – and this could be our polemic – the forces of reciprocity are not politically alive enough in art today. If we have worked with activism, and if we have developed autonomous critical initiatives like Continental Drift, it’s clearly for this reason, to engage in productive dialogues with other initiatives that have opened breathing spaces instead of just adapting to their instrumentalization. Today under the pressure of a triple crisis that will no longer go away, but only continue to morph into successive forms, it is necessary for artists, intellectuals and curators to develop higher levels of ethical exchange before engaging with the compromises of the state and market spheres. Not to maintain a politically correct consensus or some vain illusion of purity and self-sufficiency, but to find the precise resources that are needed to open up intense and problematic spaces of perception, revealing in advance the further conflicts and collapses which await and threaten – while in the best of cases offering broader perspectives, sweeter affects, clearer concepts and more generous actions in reality.
Polemics aside, we’ll close with an attempt to answer this essay’s recurrent questions. They have to with the origins of taste, the creation of alternatives, and the place of perception in artistic expression. Since one of the problems we’ve identified is an excess of economically animated forms and performances – a visible blindness – our research will shift further toward a tactile dimension.

Worlds At Your Fingertips
In a memorable passage from an unfinished book, a philosopher performs the simplest experiment in perception: touching one hand with the other. Maurice Merleau-Ponty worked in the tradition of phenomenology, trying to provide a philosophical definition of the primary scientific act: the clear and distinct perception of an object by a subject who stands outside it, exterior to what is being perceived. But when your fingers touch your own fingers, perception doubles back on itself and the subject becomes inseparable from the object. In this common experience the scientific mind must confront its own presence, its pulsating inherence to the phenomena that it wants to put at a distance. Like the casting of a gaze, touching involves the expression of a desire to know the world that is indissociable from whatever we will ultimately know of it. Yet there is a still more common and more poignant experiment in perception: one hand touching someone else’s, my hand touching yours. It is through this common experience that one discovers other worlds.
The self-reflexive turn of phenomenology shows that expression – and along with it, the vast material of spoken and written language – is an irreducible part of perception.9 Consequently, the upsurge of the new and the encounter with the other can only be sensed in historically shared frameworks of words, ideas, artworks, urban forms etc, themselves existing flush with perception and in intimate contact with its proliferating differences. To perceive is to constitute the object with the quality of your own attention, but also to be constituted by it: perception is a self-affecting movement that changes the very nature of one’s sensorium, while spilling over through language, gesture and affect to others who also perceive, reflect and evaluate. In this way sense is made. Overflowing from each body in the world, the reciprocal relation of perception and expression gives rise to cultural experience: crisscrossing artifacts of sensate desire, overlaid upon each other in complex patterns that point beyond whatever they designate, toward the depths and the horizons of the worlds we constitute together.
Merleau-Ponty called this intertwining of perceptions “the chiasm” – a Greek word designating a point of crossover between two flows. An example would be the optic chiasm, where the nerves coming from the left and right eye cross and intermingle before vision separates again into different areas on the right and left sides of the brain. We have yet to find Lake Chiasma on the natural landscape, but we know this feeling of plunging into and emerging from intertwining perceptual worlds.
The emphasis on perception could evoke practices of a documentary nature: attempts to film, photograph, sketch, graph, record, speak or otherwise represent the world. Such practices are extremely important, because they offer a chance to begin overcoming the blindness of contemporary society. Yet we must take one further step toward a politics of perception. In a critique of phenomenology and specifically of Merleau-Ponty, another philosopher shows that what is never taken into account by the scientific gaze is the human imagination. What happens, asks Cornelius Castoriadis, when we focus our attention on dreams, on delirium, on hallucinations? When last night’s dream is taken as a valid object of perception, “all of philosophy is knocked out of order.”10 Yet dreams and visions, like images themselves, are also common phenomena. They are the bearers of their own particular kind of truth and capacity to change the world.
There is a name for the insurgence of the image as a productive force in human thinking: the radical imagination. Castoriadis defines it as “the capacity to posit that which is not, to see in something that which is not there.”11 This imagination is not only visual: it is auditory, tactile, gustatory, olfactory, it is sexual and affective, it touches other people. Here is the intersubjective force that transforms our relation to nature. Those who proclaim the inexorability of market law do not only refuse to perceive its obvious failings; they also try to cover up the human potential to see what is not there, to express an aspiration. The politics of perception is inseparable from a collective exercise of the radical imagination. As Castoriadis explains: “I call autonomous a society that not only knows explicitly that it has created its own laws but has instituted itself so as to free its radical imaginary and enable itself to alter its institutions through collective, self-reflective, and deliberate activity. And I call politics the lucid activity whose object is the institution of an autonomous society.”12
Polanyi wrote the history of the self-regulating market up to its first culmination in the mid-twentieth century, showing that its claim to a basis in natural law was fictive, and that under the cover of this fiction it destroyed the traditional institutions on which it was based in reality. He called for the creation of new institutions, which could successfully re-insert or “re-embed” the world market into a tissue of acknowledged interdependencies that would stabilize it and keep it from exerting its most destructive effects. Today we are light years from that kind of wisdom. Yet it is still possible to conceive another society, not by the appeal to natural law but by the exercise of the radical imagination, and by its transformation through a political process into collective institutions.
Museums in the overdeveloped countries are still primarily used for historical conservation and the validation of isolated personal expression, though they are increasingly becoming sites of social design as well, launching pads for new product-behaviors.13 But what contemporary societies more urgently need are experimental institutions where the perception of lived environments, the creation of tastes and values and their codification into laws and definitions of reality can all be played out again in concentrated symbolic forms, which include contestation, ambiguity and internal contradiction. It is the artists’ intervention on powerfully articulated symbolic material that can touch others, elicit responses and open up a space of reciprocity for many different uses of the radical imagination.
An international exhibition or biennial can be this stage or arena, a time made of many temporalities, a place where many places and their inhabitants come to meet. This does not mean that everyone will agree. In an age marked by extreme exploitation, environmental destruction and violent conflict, it’s likely that they won’t. But the exhibition can also be a place to sharpen new symbolic weapons, or to shift the terms of old arguments. Instead of instilling preprogrammed behaviors in a manipulative way, it allows for self-conscious experimentation with the orientations of one’s own perception, and for debate about the possible worlds that are bodied forth in images.
We were touched by our visit to Istanbul, and by our glimpse of a life out in the countryside that we could never have imagined – despite its arrival in bits and pieces to faraway supermarkets. As in the naïve image of the girl standing on a globe and holding the fruit of her local culture up to the sky, we wanted to offer some food for thought in return: a glimpse of the kinds of knowledge that artistic practices can bring, a feel for singular situations whose life on the ground can never be communicated by the abstract movements of a pointer on the dial of the global markets. To engage with this knowledge, rather than ignoring it, is one way to contribute to a systemic change. Maybe it’s another kind of gamble, but this is what we are looking for in art today: a politics of perception.
Notes
1Friedrich von Hayek, “ The Use of Knowledge in Society,” in The American Economic Review 35/4 (September 1945), p. 528. Hayek borrows this quote from the philosopher Alfred North Whitehead, but uses it for purposes very much his own.
2Karl Polanyi, The Great Transformation (Boston: Beacon Press, 1957/1st ed. 1944), p. 133.
3Hayek, “The Use of Knowledge in Society,” op. cit. pp. 526-27.
4Calgar Keydar and Zafer Yenal, “Facing Globalization: Transformation and Adaptation in Turkish Agriculture” (unpublished manuscript).
5Cf. Brian Holmes, “Emancipation,” in Unleashing the Collective Phantoms (New York: Autonomedia, 2007), available at http://www.mail-archive.com/nettime-l@bbs.thing.net/msg02007.html; Claire Pentecost, “Autonomy, Participation And,” in Rick Gribenas, ed., Participatory Autonomy (New York: Autonomedia, 2008), available at http://www.clairepentecost.org/autpart.html. Also see the Ten Point program of the Mess Hall autonomous space, which Claire Pentecost had a hand in drafting: see http://www.messhall.org/ten_points.html.
6The concept of an economic hybrid between China and the USA was introduced in 2007 by Niall Ferguson who, betraying an extreme lack of foresight, considered this newly founded continent to be sustainable. See “‘Chimerica’ and the Global Asset Market Boom,” International Finance 10/3 (December 2007).
7This is the thesis of the brilliant study by Edward LiPuma and Benjamin Lee, Financial Derivatives and the Globalization of Risk (Durham: Duke University Press, 2004).
8See the seminar archive at http://www.16beavergroup.org/drift, as well as Brian Holmes, “One World One Dream: China at the Risk of New Subjectivities,” in Escape the Overcode: Activist Art in the Control Society (Zagreb: WHW/Vanabbemuseum, forthcoming), available at http://brianholmes.wordpress.com/2008/01/08/one-world-one-dream.
9See Maurice Merleau-Ponty, The Visible and the Invisible (Evanston: Northwestern University Press, 1968/1st French edition 1964), esp. chap. 4, “The Intertwining – The Chiasm.”
10Cornelius Castoriadis, “Merleau-Ponty and the Weight of the Ontological Tradition,” in David Ames Curtis, ed., World in Fragments: Writings on Politics, Society, Psychoanalysis, and the Imagination (Palo Alto: Stanford University Press, 1997), p. 277.
11Cornelius Castoriadis, “The State of the Subject Today,” in World in Fragments, op. cit., p. 151.
12Cornelius Castoriadis, “Psychoanalysis and Politics,” in World in Fragments, op. cit., p. 132.
13For examples of the museum as a launching pad for product-behaviors, see Paola Antonelli et al., Design and the Elastic Mind, exhibition catalogue, New York MoMA, February 24–May 12, 2008, as well as the website: http://www.moma.org/interactives/exhibitions/2008/elasticmind.

Πέμπτη 11 Μαρτίου 2010

Γενοκτονία των Αρμενίων


Ορφανοτροφείο αποδεικνύει τη γενοκτονία των Αρμενίων. Στη Βηρυτό βασάνιζαν άγρια τα παιδιά των δολοφονημένων
TΗΕ ΙΝDΕΡΕΝDΕΝΤ , Του Robert Fisk, ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010

Η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να αρνηθεί ότι η σφαγή 1,5 εκατ. Αρμενίων από τους Τούρκους το 1915 ήταν γενοκτονία. Όμως οι αποδείξεις υπάρχουν σε ένα ορφανοτροφείο που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου κοντά στη Βηρυτό.
Είναι μόνο ένας μικρός τάφος, με μια φτηνή τετράγωνη πλάκα. Μέσα του βρίσκονται, σε κατάσταση σκόνης πλέον, τα οστά και τα κρανία περισσοτέρων από 300 παιδιών, ορφανά Αρμενίων που δολοφονήθηκαν κατά τη γενοκτονία του 1915. Τα παιδιά αυτά πέθαναν από χολέρα και πείνα, καθώς οι τουρκικές αρχές προσπαθούσαν να τα «εκτουρκίσουν» σε ένα ορφανοτροφείο κοντά στη Βηρυτό. Όμως αυτή η σχεδόν άγνωστη ιστορία των 1.200 παιδιώνμεταξύ 3 και 15 ετών- που έζησαν στους κοιτώνες του πρώην καθολικού κολεγίου, αποδεικνύει ότι οι Τούρκοι πράγματι προχώρησαν στη γενοκτονία των Αρμενίων το 1915. Ο Μπαράκ Ομπάμα και η εύπιστη υπουργός Εξωτερικών του Χίλαρι Κλίντον, που προσπαθούν να εμποδίσουν το αμερικανικό Κογκρέσο να αναγνωρίσει ως «γενοκτονία» τη σφαγή 1,5 εκατ. Αρμενίων από τους Οθωμανούς Τούρκους, θα πρέπει να έρθουν εδώ, σε αυτό το λιβανέζικο χωριό και να σκύψουν το κεφάλι με ντροπή. Διότι εδώ διαδραματίστηκε μια τραγική ιστορία κτηνωδίας εναντίον μικρών και ανυπεράσπιστων παιδιών, οι οικογένειες των οποίων είχαν ήδη δολοφονηθεί από τουρκικές δυνάμεις στην κορύφωση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κάποια από τα παιδιά εκείνα αναγκάστηκαν να επιβιώσουν λειαίνοντας και τρώγοντας τα κόκαλα από τους σκελετούς των ορφανών που είχαν πεθάνει δίπλα τους.
Ο «αρχιτέκτονας»
Ο Τζεμάλ Πασά, ένας από τους αρχιτέκτονες της γενοκτονίας του 1915 και- δυστυχώς- η πρώτη φεμινίστρια της Τουρκίας Χαλιντέ Εντίπ Αντιβάρ, είχαν την ευθύνη αυτού του ορφανοτροφείου του τρόμου, στο οποίο γινόταν συστηματική προσπάθεια να στερηθούν τα παιδιά των Αρμενίων από την αρμενική τους ταυτότητα, τους δίνονταν τουρκικά ονόματα, τα ανάγκαζαν να γίνουν μουσουλμάνοι και τα έδερναν ανηλεώς εάν τα άκουγαν να μιλούν αρμένικα. Το Τάγμα των Λαζαριστών Μοναχών στην Αντούρα έχει καταγράψει πως εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους οι μοναχοί που δίδασκαν και πως ο Τζεμάλ Πασά εμφανίστηκε στην κεντρική πόρτα με τον Γερμανό σωματοφύλακά του μόλις καταστράφηκε το άγαλμα της Παναγίας που υπήρχε στον περίβολο.
Το άρθρο ΙΙ της Συνθήκης του ΟΗΕ του 1951 για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας αναφέρει συγκεκριμένα ότι ο ορισμός της γενοκτονίας περιλαμβάνει «τη βίαιη μεταφορά παιδιών της μιας εθνικής ομάδας σε άλλη». Αυτό ακριβώς έκαναν οι Τούρκοι στον Λίβανο. Υπάρχουν ακόμα φωτογραφίες εκατοντάδων μισόγυμνων παιδιών Αρμενίων να κάνουν ασκήσεις στην αυλή του ορφανοτροφείου.
Τα ημερολόγια
Τις ιστορίες για τον βίαιο εξισλαμισμό και εκτουρκισμό των ορφανών Αρμενίων στην Αντούρα, αλλά και για τα δεινά που υπέστησαν, επιβεβαιώνουν κείμενα της περιόδου από στελέχη του Ερυθρού Σταυρού, από τα ημερολόγια της Χαλιντέ Αντιβάρ, από τις καταθέσεις Βρετανών και Γάλλων στρατιωτών που απελευθέρωσαν το ορφανοτροφείο και μίλησαν με τα παιδιά, και από τις διηγήσεις των μικρών Αρμενίων. Που αφότου είδαν τους γονείς τους να δολοφονούνται και τις αδελφές τους να βιάζονται, αναγκάστηκαν να υποφέρουν τα πάνδεινα για να αλλάξουν εθνική ταυτότητα- ο ορισμός της γενοκτονίας.
«Έτρωγαν τα κόκαλα των νεκρών φίλων τους»
ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙ το 1989, ο Κάρνιγκ Πάνιαν- που ήταν 6 ετών όταν έφθασε στην Αντούρα το 1916- κατέγραψε στα αρμένικα πως του άλλαξαν το όνομα και πως του έδωσαν έναν αριθμό, το 551, για ταυτότητα. «Κάθε απόγευμα γινόταν η υποστολή της τουρκικής σημαίας παρουσία και των 1.000
ορφανών που ήμασταν αναγκασμένα να φωνάζουμε “Ζήτω ο στρατηγός Πασά!” Αυτό ήταν το πρώτο μέρος. Μετά μας επέβαλαν τιμωρίες- η χειρότερη ήταν για όσους μιλούσαν αρμένικα: μας έκαναν φάλαγγα». Ο Πάνιαν περιέγραψε πως έπειτα από άγριους ξυλοδαρμούς ή λόγω σωματικής αδυναμίας, πολλά παιδιά πέθαναν. Τα έθαβαν πίσω από την παλιά εκκλησία. «Τη νύχτα τα τσακάλια και τα άγρια σκυλιά τα ξέθαβαν και σκόρπιζαν τα κόκαλά τους. Τα παιδιά που πήγαιναν στο κοντινό δάσος για να βρουν μήλα και άλλα φρούτα, έβρισκαν και τα κόκαλα. Τα έπαιρναν μαζί τους στο δωμάτιο και, μυστικά, τα άλεθαν για να φτιάξουν σούπα ή τα ανακάτευαν με δημητριακά για να γεμίσουν το στομάχι τους, καθώς ποτέ δεν υπήρχε αρκετό φαγητό. Έτρωγαν τα κόκαλα των νεκρών φίλων τους».

Διαβάστε ακόμη ...

Ρήγμα λόγω γενοκτονίας
 
Διπλωματία πάνω σε μια γενοκτονία
Του ΑΧΙΛΛΕΑ ΦΑΚΑΤΣΕΛΗ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 

Αν υπάρχει κάτι στο οποίο ομοφωνούν οι κατά τα άλλα αντιμαχόμενες κοσμικές και ισλαμικές πολιτικές δυνάμεις στην Τουρκία, αυτό είναι μια ιστορική βαρβαρότητα: η γενοκτονία των Αρμενίων.
Παιχνίδι με τη συμφωνία Τουρκίας-Αρμενίας κάνει τώρα ο Ερντογάν.
Ως η πρώτη σύγχρονη συστηματική εξόντωση ενός πληθυσμού, η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, έχει αναγνωριστεί ήδη από είκοσι χώρες στον κόσμο, παρά την οργισμένη και επίμονη άρνηση της Τουρκίας να αποδεχτεί τον όρο που την κατατρύχει.
Τώρα, το φάντασμα αυτής της γενοκτονίας επιστρέφει και στοιχειώνει την τουρκική πολιτική, καθώς επίκειται η αναγνώρισή της κι από ακόμη δύο χώρες. Είναι η Σουηδία και οι ΗΠΑ που εντός των επόμενων δύο εβδομάδων πρόκειται να φέρουν στα κοινοβούλιά τους ψηφίσματα που θα αναγνωρίζουν ως γενοκτονία τη μαζική σφαγή 1,5 εκατ. Αρμενίων από το αναδυόμενο τότε κράτος των νεοτούρκων.
Η εξέλιξη αυτή συσπειρώνει τις τουρκικές πολιτικές δυνάμεις σε συμπαγές μέτωπο, που επιχειρεί να αποτρέψει τις επικείμενες αναγνωρίσεις, ασκώντας πιέσεις με μοχλό σημαντικά εκκρεμή πολιτικά ζητήματα με ευρύτερο διεθνές ενδιαφέρον.
Η σουηδική αναγνώριση που χρονικά αναμένεται να προηγηθεί της αμερικανικής, έχει απασχολήσει την τουρκική διπλωματία η οποία, μεταφέροντας μηνύματα από όλες τις πολιτικές παρατάξεις, έσπευσε να προειδοποιήσει τη Σουηδία ότι οι διμερείς σχέσεις τους θα υποστούν βαρύ πλήγμα αν τελικά υπάρξει η αναγνώριση. Για τη Στοκχόλμη όμως, το θέμα αυτό αποτελεί μια τυπική διαδικασία, καθώς, ενόψει των βουλευτικών εκλογών του Σεπτεμβρίου, κάθε ψήφισμα που παραμένει εκκρεμές, πρέπει να τακτοποιηθεί με έγκριση ή απόρριψη.
Μιλά η προϊστορία
Αν και η προϊστορία δεν συνηγορεί υπέρ της αναγνώρισης, διότι παρόμοιο ψήφισμα είχε απορριφθεί από τη Βουλή το 2007, σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Υπέρ της αναγνώρισης τάσσεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα καθώς και οι δεξιοί εταίροι της κυβέρνησης συνασπισμού. Η αριθμητική λοιπόν δίνει αυτή τη φορά τις περισσότερες πιθανότητες στην αναγνώριση της γενοκτονίας.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, τα πράγματα επίσης είναι δυσοίωνα για την τουρκική πλευρά. Ενώ -εδώ και χρόνια- 44 πολιτείες των ΗΠΑ έχουν αναγνωρίσει με πολιτειακά ψηφίσματα τη γενοκτονία των Αρμενίων, το θέμα παραμένει ανοιχτό σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Τώρα, το σχετικό ψήφισμα που θα εισάγει στις 4 Μαρτίου στο Κογκρέσο προς έγκριση ο Δημοκρατικός πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής, Χάουαρντ Μπέρμαν, θα καλεί να υιοθετηθεί επίσημα από την αμερικανική πολιτική ο όρος «γενοκτονία των Αρμενίων».
Ο Μπαράκ Ομπάμα, έχοντας ήδη αθετήσει τη σχετική προεκλογική του δέσμευση κατά την περυσινή προσπάθεια έγκρισης του ίδιου ψηφίσματος, αναμένεται ότι δεν θα κάνει το ίδιο και φέτος.
Από την πλευρά της, η Αγκυρα καταφεύγει στις συνήθεις διπλωματικές κινήσεις προκειμένου να αποτρέψει την αναγνώριση. Την περασμένη εβδομάδα πενταμελής τουρκική αντιπροσωπεία υψηλού επιπέδου και διακομματικής εκπροσώπησης βρέθηκε στην Ουάσιγκτον και επεδίωξε να παρέμβει αποτρεπτικά.
Πέρα από τις διπλωματικές πιέσεις, η Τουρκία χρησιμοποιεί ως μοχλό πίεσης και τα διεθνή ανοιχτά θέματα στα οποία εμπλέκεται. Συγκεκριμένα, προειδοποιεί τη σουηδική πλευρά και -κυρίως- την αμερικανική, ότι τυχόν αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων θα οδηγήσει σε ναυάγιο τη διαδικασία εξομάλυνσης των Τουρκοαρμενικών σχέσεων.
Η σχετική επισήμανση έγινε διά της διπλωματικής οδού προς τη σουηδική κυβέρνηση, και προσωπικά με μήνυμα του τούρκου υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου προς το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών. Το ζήτημα της εξομάλυνσης των διμερών σχέσεων Τουρκίας-Αρμενίας συνδέεται με το μέλλον του ζητήματος Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που με τη σειρά του επηρεάζει τις εξελίξεις σε σημαντικά ενεργειακά προγράμματα στα οποία εμπλέκονται αμερικανικά, ρωσικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Για τον τούρκο πρωθυπουργό Ταγίπ Ερντογάν οι εξελίξεις φαίνεται να οδηγούν σε μονόδρομο, από τον οποίο θα αποκομίσει βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη: σε περίπτωση αναγνώρισης, η ακύρωση των πρωτοκόλλων εξομάλυνσης με την Αρμενία -κατά την προειδοποίηση της Αγκυρας- θα ενισχύσει τον τουρκικό εθνικισμό και το ηγετικό προφίλ του Ερντογάν. Το ίδιο θα συμβεί και αν δεν προχωρήσουν οι αναγνωρίσεις.

Ρήγμα λόγω γενοκτονίας
Του ΑΧΙΛΛΕΑ ΦΑΚΑΤΣΕΛΗ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ



Μπορεί στο φυσικό περιβάλλον ένας μικρός σεισμός να προκαλεί ασθενείς δονήσεις, αλλά στο πολιτικό αντίστοιχό του ακόμη και μια αδύνατη δόνηση μπορεί να προκαλέσει ισχυρότατους τριγμούς. Αυτό είναι το δίδαγμα από την απόφαση της Επιτροπής Εξωτερικών της αμερικανικής Βουλής, να εγκρίνει, την περασμένη Πέμπτη, ψήφισμα που αναγνωρίζει ως γενοκτονία τη σφαγή 1,5 εκατ. Αρμενίων από τις ορδές της τότε θνήσκουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Δημόσια εκτέλεση Αρμενίων στην Πόλη το 1915


Μια έγκριση που, χωρίς να διαθέτει την ισχύ και την αίγλη νόμου, θα συνιστά τη χρήση του όρου «γενοκτονία» σε κάθε επίσημη αναφορά της αμερικανικής διπλωματίας στη σφαγή εκείνη. Το αν και πώς θα συμβεί αυτό, θα το παρακολουθήσει η διεθνής κοινότητα στις 24 Απριλίου, όταν ο πρόεδρος Ομπάμα θα κληθεί να μιλήσει ενώπιον αρμενικού κοινού στις ΗΠΑ, κατά την ετήσια τελετή της επετείου της γενοκτονίας.
Στο μεταξύ, αυτό το αμβλυμένο από το χρόνο και τις νέες προτεραιότητες ζήτημα προκαλεί ισχυρότατους κραδασμούς: η Τουρκία ανακαλεί τον πρέσβη της στην Ουάσιγκτον, οι Αμερικανοί σπεύδουν να δηλώσουν πίστη προς την Αγκυρα και ταυτόχρονα θερμοί υποστηρικτές της τουρκοαρμενικής προσέγγισης, η οποία ήδη προεξοφλείται απολεσθείσα.
Ολα δείχνουν ότι το τρίγωνο Ουάσιγκτον-Αγκυρα-Ερεβάν τρίζει καθώς οι πλευρές του λυγίζουν υπό το βάρος μιας ιστορικής αναγκαιότητας, που εξωραΐζεται ως ηθική υποχρέωση της αμερικανικής πολιτικής. Οι 23 από τους 45 βουλευτές που ενέκριναν το ψήφισμα, το έκαναν «για να προσεταιριστούν το ισχυρό αρμενικό λόμπι στις ΗΠΑ» σημειώνει η έγκυρη «Whasington Post», που κυνικά ειρωνεύεται «ιδού πώς ένα παλαιό πρόβλημα μετατρέπεται σε σημερινό».
Λεπτές ισορροπίες
Τι πρόβλημα; Αυτό που είχαν αντιμετωπίσει οι κυβερνήσεις Κλίντον και Μπους, και τώρα του Ομπάμα. Να αναγνωρίσουν τη γενοκτονία, αλλά με τρόπο που να μην πλήξει τις αμοιβαία συμφέρουσες αμερικανοτουρκικές σχέσεις και να μη διαταράξει τις εξελίξεις στην ευαίσθητη περιοχή του Ν. Καύκασου μέσα από μια ρήξη στην τουρκοαρμενική προσέγγιση.
Πρόκειται για ένα παζλ πολιτικής υστερίας. Που τροφοδοτείται κυρίως από τον εθνικιστικό φανατισμό και την κρίσιμη εσωτερική πολιτική συγκυρία στην Τουρκία και δευτερευόντως από την αμερικανική ιδιαιτερότητα της δράσης και των αναμετρήσεων των λόμπι.
* Για την Αγκυρα, δεν είναι η καλύτερη στιγμή για να οξυνθεί ο αντιαμερικανισμός και να πληγεί η αξιοπιστία της εξωτερικής πολιτικής της. Το 2007, που είχε ξαναπαιχτεί το ίδιο έργο με έγκριση του ψηφίσματος από τη Βουλή αλλά μπλοκάρισμά της στο Κογκρέσο, μόνο 9 τοις εκατό των Τούρκων δήλωναν φιλοαμερικανοί φέρνοντας την Τουρκία στην κορυφή της λίστας του αντιαμερικανισμού. Αν συμβεί κάτι ανάλογο και τώρα, ο Ερντογάν θα δυσκολευτεί να εκπληρώσει τις αμερικανοκεντρικές επιλογές του στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στο Νότιο Καύκασο, ενώ θα αποδυναμωθεί στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο.
* Για τους Αμερικανούς, επίσης, τα πράγματα δεν είναι απλά. Ο Ομπάμα, έχοντας δηλώσει ως υποψήφιος «δεσμεύομαι ως πρόεδρος να αναγνωρίσω την αρμενική γενοκτονία», μπορεί να τσίμπησε τις ψήφους της αρμενικής κοινότητας στις ΗΠΑ, αλλά τώρα διακυβεύει την αξιοπιστία του. Το αληθινό δράμα όμως παίζεται στα γραφεία πολυεθνικών όπως η Lo-ckheed, η Boeing, η Raytheon, η United Techno-logies και η Northrop Grum-man, που παζαρεύουν με την Τουρκία πωλήσεις όπλων.
Χαμόγελα στο Ερεβάν
Ετσι πριν από το τηλεφώνημα της Χίλαρι Κλίντον προς τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Χάουαρντ Μπέρμαν, να μην εγκριθεί το ψήφισμα, είχαν προηγηθεί ανάλογες πιέσεις από τις εταιρείες.
Με την Αρμενία να παρακολουθεί διακριτικά, χαμογελώντας με ικανοποίηση και περιμένοντας το επόμενο, οριστικό βήμα για έγκριση του ψηφίσματος και από το Κογκρέσο, επιλέγεται από όλες τις πλευρές η πολιτική της σύγχυσης.
Ο Ερντογάν εμφανίζεται ως οφείλει οργισμένος, απειλώντας με διάλυση τα τουρκοαρμενικά συμβόλαια φιλίας και με κρίση στο αμερικανοτουρκικό ειδύλλιο, ενώ η Ουάσιγκτον αφήνει να διαρρεύσει ότι η αναγνώριση της γενοκτονίας, όπως το 2007 έτσι και τώρα, δεν θα πάει στην ολομέλεια του Σώματος.
Κραυγές και ψίθυροι δηλαδή, που μπορεί να μεταβάλλουν προς στιγμή την επικοινωνιακή εικόνα του τριμερούς διπλωματικού παίγνιου, αλλά που δεν μπορούν να το ανατρέψουν, διότι οι γεωπολιτικές συνιστώσες του τριγώνου ΗΠΑ-Τουρκία-Αρμενία είναι πολύ ισχυρότερες από οποιαδήποτε πολιτική ηθικολογία.


ΤΟΥΡΚΙΑ Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ, ΓΙΑ ΤΟ ΑΡΜΕΝΙΚΟ, ΤΟΥ ΠΡΕΣΒΕΥΤΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ «ΑΓΧΩΝΕΙ» ΤΟΝ ΛΕΥΚΟ ΟΙΚΟ
Η κυβέρνηση Ομπάμα λυπάται...
Του ΑΡΗ ΑΜΠΑΤΖΗ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


Στα τελάρα από χθες το εποχιακό φρούτο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, αλλά τούτη τη φορά είναι συγκριτικά πιο έντονη η αντίδραση της Αγκυρας στο γεγονός ότι για άλλη μία φορά πέρασε από επιτροπή της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων το σχέδιο απόφασης για τη Γενοκτονία των Αρμενίων την περίοδο 1915-1923.


Ενω η αμερικανική πρεσβεία στην Αγκυρα βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας από διαδηλωτές, ο Αμερικανός πρεσβευτής, που κλήθηκε στο τουρκικό υπ. Εξωτερικών, δήλωνε ότι η κυβέρνηση Ομπάμα ήταν εναντίον της απόφασης για τη Γενοκτονία των Αρμενίων στο Κογκρέσο (φωτ. Reuters)


Σε τουρκική κυβερνητική ανακοίνωση, που εκδόθηκε προχθές τη νύχτα λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος της ψηφοφορίας, εκφράστηκε «σοβαρή ανησυχία για το ότι το σχέδιο απόφασης που εγκρίθηκε από την Επιτροπή παρ' όλες τις προειδοποιήσεις μας θα ζημιώσει τις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και των ΗΠΑ και θα ανακόψει τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Αρμενίας».
Στην ανακοίνωση υπογραμμίστηκε επίσης ότι «η απόφαση αυτή, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τις προσπάθειες που καταβάλλουμε με τις ΗΠΑ στο πλαίσιο μας ευρείας κοινής ατζέντας, υποδεικνύει δυστυχώς και την έλλειψη στρατηγικού οράματος».
«Σφίγγα» ο Νταβούτογλου
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, απαντώντας χθες στην ερώτηση αν τίθεται θέμα μείωσης της τουρκικής στρατιωτικής δύναμης στο Αφγανιστάν ή ακύρωσης κάποιων συμφωνιών αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού από τις ΗΠΑ, είπε ότι «όλα αυτά θα τα δούμε αφού έλθει ο πρεσβευτής μας, ενώ θα το συζητήσουμε και στο υπουργικό συμβούλιο».
Αναφερόμενος στις πιθανές επιπτώσεις της απόφασης στις τουρκοαρμενικές σχέσεις, ο Νταβούτογλου είπε ότι «με την απόφαση κινδυνεύει όχι να καθυστερήσει αλλά να σταματήσει η διαδικασία». Ο υπουργός αναφερόταν ουσιαστικά στη διαδικασία έγκρισης από πλευράς Τουρκίας των πρωτοκόλλων που έχουν υπογραφεί με την Αρμενία. Επί του ίδιου θέματος ο υπουργός είπε πως «η Τουρκία ποτέ δεν έχει λάβει αποφάσεις κάτω από πίεση». Στην προκειμένη περίπτωση η πίεση είναι αυτή που ασκείται από πλευράς Ουάσιγκτον για την έγκριση των πρωτοκόλλων.
«Συγγνώμη» Τζέφρεϊ
Ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αγκυρα Τζέιμς Τζέφρεϊ κλήθηκε χθες στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρεσβευτής δήλωσε πως η αμερικανική κυβέρνηση είναι εναντίον της προώθησης του σχεδίου απόφασης στο Κογκρέσο.
Το ίδιο σχέδιο είχε υπερψηφιστεί στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων και το 2007 και μάλιστα με ψήφους 27 έναντι 21, ενώ κατά την προχθεσινή ψηφοφορία οι ψήφοι υπέρ ήταν 23 έναντι 22. Είχε αντιδράσει και τότε η Αγκυρα. Με παρέμβαση όμως της τότε αμερικανικής κυβέρνησης Μπους, το σχέδιο δεν είχε προωθηθεί στο Κογκρέσο, πράγμα που είχε συμβεί και το 2000.
Ο βαθμός της έντασης της τουρκικής αντίδρασης σήμερα οφείλεται, πρώτον, στο τουρκοαρμενικό πολιτικό ζήτημα και δεύτερον, στο γεγονός ότι η τουρκική πλευρά έδειξε ότι περίμενε μάλλον απόρριψη του σχεδίου στην αμερικανική επιτροπή.*
Αρμενία: Εκτιμούμε την απόφαση
Περιχαρής η Αρμενία χαιρέτισε την απόφαση, με την οποία η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Βουλής χαρακτήρισε Γενοκτονία τη σφαγή 1.500.000 Αρμενίων από τους Τούρκους την οκταετία 1915-1923, παρά το ότι τώρα δημιουργούνται εμπόδια στο δρόμο που είχαν ανοίξει Αγκυρα και Ερεβάν για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων. «Εκτιμούμε πολύ την απόφαση» δήλωσε ο Αρμένιος υπουργός Εξωτερικών Εντουάρντ Ναλμπαντιάν. «Είναι μια νέα απόδειξη της προσήλωσης του αμερικανικού λαού στις παγκόσμιες, ανθρώπινες αξίες και ένα σημαντικό βήμα προς την αποτροπή των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας» δήλωσε ο υπουργός.
Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει τέτοιο αριθμό νεκρών. Θεωρεί ότι εκείνη την οκταετία 300.000 έως 500.000 άτομα χάθηκαν εν μέσω του χάους της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά δεν εξοντώθηκαν στο πλαίσιο ειδικής εκστρατείας. Απορρίπτει τον όρο Γενοκτονία, τον οποίον αναγνωρίζουν η Γαλλία, ο Καναδάς και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
(Πηγή: Γαλλικό Πρακτορείο)


ΜΙΓΚΙΡΝΤΙΤΣ ΜΑΡΚΟΣΙΑΝ Ο ΑΡΜΕΝΙΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ
«Δεν πρέπει να αυτοαπομονώνεται ο μειονοτικός»
Του ΑΡΗ ΑΜΠΑΤΖΗ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Ο συγγραφέας Μιγκιρντίτς Μαρκοσιάν γεννήθηκε το 1938 στο Ντιγιάρμπακιρ της νοτιοανατολικής Τουρκίας. Μετά το τουρκικό δημοτικό σχολείο στο Ντιγιάρμπακιρ, συνέχισε σε αρμενικά γυμνάσια και λύκεια στην Πόλη. Υπήρξε στη συνέχεια καθηγητής και διευθυντής ενός από τα σχολεία αυτά.



«Πάντα υπήρχε διαφορά μεταξύ Αρμενίων και Ελλήνων. Θυμάμαι τότε στην Πόλη, οι Αρμένιοι, τα νέα παιδιά, μεταξύ τους μιλούσαν τουρκικά, όταν περνούσα μπροστά από ελληνικά σχολεία, άκουγα τα Ρωμιόπαιδα να μιλούν ελληνικά»§Φωτογραφία του Αρά Γκιουλέρ

Το συγγραφικό του έργο άρχισε το 1984 με συλλογή διηγημάτων στην αρμενική γλώσσα. Στη συνέχεια άρχισε να γράφει και στην τουρκική. Το 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο τουρκικό βιβλίο. Το 2006 κυκλοφόρησε το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Χάντρες Κομπολογιού».
Υπήρξε διευθυντής (1966-1972) της αρμενικής Θεολογικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη, της παρόμοιας με τη Σχολή της Χάλκης σχολής Θεολογίας, το κλείσιμο της οποίας προηγήθηκε μάλιστα κατά μερικά χρόνια αυτού της σχολής της Χάλκης. Εκφράζει με το έργο του ένα χαμένο πολιτισμό της Μικρασίας, τον αρμενικό.
Να φανταστεί κανείς ότι πρόκειται για συγγραφέα που έμαθε τη μητρική του γλώσσα στο γυμνάσιο. Αυτό και πολλά άλλα, όπως η πορεία των Αρμενίων και η σχέση τους με τη θρησκεία, ήταν θέματα που κουβεντιάσαμε με τον Μαργκοσιάν στην Κωνσταντινούπολη.
Ποιοι ήταν οι λόγοι για την ίδρυση της Θεολογικής Σχολής στην Πόλη;
«Η σχολή ιδρύθηκε το 1953 και λειτούργησε με σκοπό να μάθουν οι Αρμένιοι της Μικρασίας τη μητρική τους γλώσσα. Στο Ντιγιάρμπακιρ, για παράδειγμα, οι μεγάλοι μιλούσαν αρμενικά, δίχως να έχουν πάει σε κάποιο σχολείο. Εμείς οι μικροί δεν ξέραμε την αρμενική. Είχαμε πάει σε τουρκικά σχολεία. Οι μεγάλοι μιλούσαν και κουρδικά. Αυτό ίσχυε στο Ντιγιάρμπακιρ, στο Σίιρτ, στη Μαλάτια, στο Τόκατ, στο Ελαζιγ. Η Θεολογία όμως δεν προκάλεσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δεν υπήρχαν και εκπαιδευτικοί. Δεν ικανοποίησε κανέναν. Εκλεισε το 1967. Δεν υπήρχαν μαθητές και οι αρχές έκλεισαν τη σχολή προβάλλοντας αυτό ώς δικαιολογία».
Πρώτα η ταυτότητα
Μπορούμε όμως να πούμε ότι οι Αρμένιοι υπήρξαν κάπως πιο «κοσμικοί» σε σχέση με τους Ελληνες της Πόλης;
«Οι παπάδες έρχονταν τότε στο Ντιγιάρμπακιρ για να συγκεντρώσουν παιδιά ώστε να πάνε αυτά στο σχολείο στην Πόλη. Ο κόσμος δεν ήθελε να γίνουν παπάδες τα παιδιά. Ηδη έχουμε σχεδόν τελειώσει, σκέφτονταν, να γίνουν και παπάδες τα παιδιά; Το 1915, όπως θέλετε ονομάστε το, προκάλεσε μεγάλο πόνο. Το αποτέλεσμα ήταν να κλειστούν οι Αρμένιοι στον εαυτό τους. Και εκεί στηρίχθηκαν στην εκκλησία. Σχεδόν δίπλα σε κάθε εκκλησία υπήρχε και ένα σχολείο. Ηταν η εκκλησία στήριγμα για την ταυτότητα του Αρμένιου. Αλλά περισσότερο από την πίστη, αυτό είχε να κάνει με την ταυτότητά του. Δηλαδή, οι Αρμένιοι δεν υπήρξαν έντονα πιστοί.
Πάντα υπήρχε μια διαφορά μεταξύ Αρμενίων και Ελλήνων. Θυμάμαι, όταν και τότε στην Πόλη οι Αρμένιοι, τα νέα παιδιά, μεταξύ τους μιλούσαν τουρκικά, όταν περνούσα μπροστά από ελληνικά σχολεία άκουγα τα Ρωμιόπαιδα να μιλούν ελληνικά».
Πώς είναι να μαθαίνει κανείς τη μητρική του γλώσσα αργότερα ή να γράφει λογοτεχνικά κείμενα και σε δύο γλώσσες μαζί;
«Είναι κάπως πληκτικό να μαθαίνεις τη μητρική σου γλώσσα αργότερα. Οταν ήρθαμε στην Κωνσταντινούπολη από το Ντιγιάρμπακιρ, άρχισα να μαθαίνω μια γλώσσα που δεν ήξερα. Πρώτα απ' όλα υπάρχει το ψυχολογικό πρόβλημα του παιδιού που προσπαθεί να μάθει τη γλώσσα του. Σε απομονώνουν, γίνεσαι περίγελος και ορισμένες φορές δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι αυτά που λες. Εγώ προσπάθησα να το ξεπεράσω αυτό διαβάζοντας όλο και περισσότερο. Διαβάζοντας ακόμη και βιβλία που δεν καταλάβαινα. Προσπαθούσα να μάθω τη γλώσσα μου και τα κατάφερα. Αρχισα να γράφω αρμενικά. Μετά δύο χρόνια προσπάθησα να γράψω κάποια λογοτεχνικά κείμενα. Τα πρώτα μου βιβλία είναι αρμενικά. Μετά ήρθε μια πρόταση να βγουν τα βιβλία στα τουρκικά. Και έγινε καλό, γιατί τα ξαναέγραψα, δεν τα μετέφρασα. Πρόσθεσα και κάποια πράγματα. Στο σχολείο, στη Θεολογική Σχολή, 13 χρόνια μετά την αποφοίτησή μου διορίστηκα καθηγητής και δίδαξα αρμενική γλώσσα και φιλολογία».
«Η κουλτούρα έχει εξαφανιστεί»
Είχαν απήχηση τα βιβλία σας στην Αρμενία;
«Πωλήθηκαν πολύ λίγα».
Γιατί;
«Είναι θέμα ενδιαφέροντος. Για πολλά χρόνια δεν υπήρχαν σχέσεις με την Αρμενία. Κάποτε έρχονταν κάποια βιβλία από την Αρμενία, επί Σοβιετικής Ενωσης. Μετά όμως φυσικά υπήρξε ενδιαφέρον. Πήγα μάλιστα και στην Αρμενία και μίλησα για τα βιβλία. Εδώ όμως στην Πόλη, τα αρμενικά βιβλία μου έχουν κάνει πέντε εκδόσεις. Το μήνυμα που βγαίνει από το βιβλίο μου είναι η κουλτούρα που έχει εξαφανιστεί στο Ντιγιάρμπακιρ. Αυτό περιγράφω. Σαν να έβγαλα κάτι μέσα από τη λάσπη και το ανέδειξα. Εάν έγραφα κάτι με τη φαντασία μου, δεν θα είχε τόσο ενδιαφέρον».
Σας έχουν χαρακτηρίσει Αρμένιο Γιασάρ Κεμάλ ή Καζαντζάκη...
«Ναι, το έχουν πει αυτό για μένα».
Αυτό που λέτε ότι τελείωσε, όταν πάρει τη μορφή λογοτεχνίας, και έχοντας υπόψη και τους σημερινούς Αρμένιους, μήπως δεν τελείωσε;
«Οταν έχετε απώλειες, βάζετε τα πράγματα σε μια ζυγαριά. Εάν δούμε τη ζυγαριά μέσα στην ιστορική πορεία, έχουμε χάσει πολλά πράγματα. Πράγματα δίχως επιστροφή, υλικά και ηθικά. Αυτά που περιγράφω εγώ, είναι πολύ μικρό μέρος αυτών που έχουμε χάσει. Παρ' όλα αυτά, προκαλεί ενδιαφέρον».
Εάν δεν υπάρχει όμως κάποιος άλλος που το κάνει, τότε αυτό έχει μεγάλη αξία.
«Δεν υπάρχει, αλλά ως εξής. Μέχρι το 1915 δεν υπήρχαν Αρμένιοι λογοτέχνες, που να ασχολούνται λογοτεχνικά με το θέμα αυτό της υπαίθρου. Λόγου χάρη, ο Χαγκόπ Μιντζούρι. Εγώ είμαι ο τελευταίος κρίκος στην αλυσίδα αυτή».
Κατά κάποιον τρόπο μιλάμε για μια αλυσίδα της αρμενικής εκδοχής στην ονομαζόμενη «λογοτεχνία της υπαίθρου» στην Τουρκία;
«Ναι, αλλά αυτά που περιγράφω εγώ, είναι μεν το Ντιγιάρμπακιρ, αλλά δεν είναι το χωριό. Δεν γράφω τον αγρό. Γράφω για το σιδεράδικο του θείου μου και φτιάχνω εκεί δρεπάνια. Κατά κάποιον τρόπο αλλάζω κοινωνική τάξη. Είναι μεν ύπαιθρος, αλλά, έστω και σε μικρές διαστάσεις, μιλάμε για πόλη. Γράφω για τους μικροεπαγγελματίες και τα μαγαζιά. Για τον μπακάλη, τον μυλωνά, τον ράφτη».
Ο πολιτισμός των μειονοτικών
Τι λέτε για τις μειονότητες στην Τουρκία και την ιστορία τους στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας;
«Από πλευράς χριστιανικών μειονοτήτων ήταν, για παράδειγμα, φυσιολογική η παρουσία της γυναίκας στο θέατρο, πράγμα που δεν μπορούσε να γίνει για την πλειοψηφία, δηλαδή τους μουσουλμάνους. Αλλά πιστεύω ότι όσο λάθος είναι να παραπονιέται ο μειονοτικός για την όποια απομόνωσή του, άλλο τόσο λάθος είναι και να περηφανεύεται γι' αυτή του την παρουσία στα καλλιτεχνικά πράγματα. Δηλαδή, είναι λάθος να είναι εσώκλειστες οι μειονότητες, οι μειονοτικοί να κρύβουν τα ονόματά τους κ.λπ. Το ζητούμενο είναι να είναι κανείς συνειδητός. Σαφώς υπήρξαν φάσεις σημαντικές που προκάλεσαν φόβο. Υπάρχει το 1915, τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, ο Φόρος Περιουσίας κ.λπ. Πρέπει να είναι συνειδητοποιημένος ο μειονοτικός, να γνωρίζει την όποια αξία του και να μην αυτοαπομονώνεται. Σαφώς και υπάρχουν ζητήματα δικαιωμάτων. Και σε αυτό πιστεύω ότι επιδρά θετικά η ευρωπαϊκή διαδικασία της Τουρκίας». *

Άποψη: Η γενοκτονία των Αρμενίων

Εκπληξη, απορία και οργή προκάλεσε το άρθρο της 30ής Απριλίου 2009, του εκδότη της «Καθημερινής» κ. Αντώνη Καρκαγιάννη, με τίτλο: Η λέξη «γενοκτονία», με το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, επιχειρηματολογεί και προσπαθεί να μας πείσει ότι η σφαγή, η εξολόθρευση, η εξόντωση ενάμισι εκατομμυρίου Αρμενίων, το 1915 από την Τουρκία, δεν είναι γενοκτονία! Ο συντάκτης ξεκινά το άρθρο του αναφέροντας ότι ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα «πιθανόν έκανε λάθος όταν υποσχέθηκε (αν υποσχέθηκε) ότι θα αναγνωρίσει ως γενοκτονία τη σφαγή 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων από τους Τούρκους...» και σε μια «ελαφρά, αλλά και πολύ ουσιαστική αναδίπλωση σε σχέση με όσα έλεγε κατά την προεκλογική περίοδο», ορθώς «δεν επανέλαβε το σφάλμα» να κάνει χρήση του όρου γενοκτονία!
Ασφαλώς, δικαίωμα του Αμερικανού προέδρου είναι να εκφράζεται όπως ο ίδιος κρίνει, όπως και δικαίωμα του αρθρογράφου είναι να συμφωνεί ή να διαφωνεί μαζί του. Επειδή, όμως, αμφισβητεί το αν ο Ομπάμα υποσχέθηκε προεκλογικά ότι, ως πρόεδρος, θα αναγνωρίσει τη γενοκτονία, αξίζει να επισημάνουμε τα εξής: ως γερουσιαστής ο Μπαράκ Ομπάμα, από το 2005, συνυπέγραφε επιστολές προς τον τότε πρόεδρο Μπους, ζητώντας την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων (18/04/2005, 20/04/2006), υπέβαλλε σειρά σχετικών ερωτήσεων προς την υποψήφια πρέσβη των ΗΠΑ στην Αρμενία (19/06/2008), απέστειλε επιστολή διαμαρτυρίας προς την Κοντολίζα Ράις με τεκμηριωμένες για τη γενοκτονία απόψεις (28/07/2006), ενώ και ως υποψήφιος πρόεδρος επανειλημμένα διατύπωσε την ίδια άποψη (19/01/2008, 21/09/2008).
Ο αρθρογράφος, στη συνέχεια, αποπειράται ανεπιτυχώς να τεκμηριώσει τη διαφορά μεταξύ των σφαγών των Αρμενίων, ως «πολιτικής πράξης», στην Οθωμανική Τουρκία και της γενοκτονίας, ισχυριζόμενος ότι: «...Οι Αρμένιοι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέπτυξαν ποικιλόμορφη πολιτική δράση και... μοιραία ήρθαν σε σύγκρουση με την αυτοκρατορία, η οποία απάντησε με τη λογική της υπέρτερης δύναμης, σφάζοντας 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους...».
Μα, ακριβώς αυτή η «πολιτική πράξη», ο σχεδιασμός σε κρατικό επίπεδο και στη συνέχεια η εκτέλεση του σχεδίου εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού, συνιστά και τεκμηριώνει τον όρο γενοκτονία. Και ειρήσθω εν παρόδω ότι οι Αρμένιοι δεν «ανέπτυξαν» απλώς «ποικιλόμορφη πολιτική δράση, επιδιώκοντας την εθνική τους συγκρότηση και ανεξαρτησία», οι Αρμένιοι διεξήγαγαν εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όπως και οι Ελληνες το 1821 και άλλοι υπόδουλοι στους Τούρκους λαοί, και χάρις σε αυτόν τον αγώνα, κατόρθωσαν, μετά από επτά αιώνες σκλαβιάς, να αποκτήσουν μια πολύ συρρικνωμένη μεν, αλλά ελεύθερη πατρίδα...
Ο κ. Καρκαγιάννης επιχειρώντας να εξηγήσει ότι ο όρος γενοκτονία δεν ταιριάζει στην περίπτωση των Αρμενίων, φάσκει και αντιφάσκει, για να καταλήξει ότι η γενοκτονία έχει να κάνει «...με τα δικαιώματα του ανθρώπου, αυτά που πηγάζουν από την ανθρώπινη υπόσταση, ανεξάρτητα από τη θρησκεία, την εθνότητα, την τάξη, τη φυλή, το χρώμα ή οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα...». Ας κάνει τον κόπο να διαβάσει τον ορισμό της στα άρθρα 1 και 2 της σχετικής συνθήκης του ΟΗΕ, για να διαπιστώσει πόσο αυτός ταυτίζεται με την περίπτωση των Αρμενίων. Δυστυχώς, οι Αρμένιοι είχαν το θλιβερό προνόμιο να καταστούν πρώτοι, θύματα ενός εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, που δεν είχε ακόμη νομικό ορισμό.
Πράγματι, ο ορισμός της γενοκτονίας και η σχετική Σύμβαση του ΟΗΕ είναι μεταγενέστερη των γεγονότων του 1915. Εμπνευστής του όρου υπήρξε ο διακεκριμένος Πολωνο-εβραίος νομικός Ράφαελ Λέμκιν, ο οποίος, ως μελετητής των μαζικών σφαγών των Αρμενίων, εισηγήθηκε τη χρήση του όρου στη Λίγκα των Εθνών, ώστε να καταδικαστεί αυτό που αποκαλούσε βαρβαρότητα και βανδαλισμό, ενώ στη συνέχεια υπήρξε και ο συντάκτης του σχεδίου της Συνθήκης του ΟΗΕ για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (8/12/1948), αφού είχε πλέον συντελεστεί και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων!
Η ανυπαρξία, ωστόσο, του νομικού όρου της γενοκτονίας δεν εμπόδισε ξένους αξιωματούχους, που υπηρετούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, να περιγράψουν με ακρίβεια τη μαζική εξόντωση των αρμενικών πληθυσμών. Μεταξύ αυτών ο πρέσβης των ΗΠΑ, Χένρι Μόργκενταου, που σε τηλεγράφημά του της 20ής Ιουλίου 1915 προς την κυβέρνησή του, καταγγέλλει την «εκστρατεία εξόντωσης μιας φυλής» (campaign of race extermination), ο σπουδαίος Βρετανός ιστορικός της εποχής Αρνολντ Τόινμπι (1889 - 1975), που αφιερώνει ολόκληρο βιβλίο με τίτλο «Οι Αρμενικές Φρικαλεότητες: Η Δολοφονία ενός Εθνους» (The Armenian Atrocities: The Murder of a Nation) και πολλοί άλλοι, που χάριν συντομίας αδυνατούμε να αναφέρουμε.
Η διεθνής βιβλιογραφία και τα κρατικά αρχεία πολλών χωρών βρίθουν μαρτυριών για το ειδεχθές έγκλημα, που διαπράχθηκε εναντίον του αρμενικού λαού.
Χάρις στον αγώνα που διεξάγει ο λαός μας σε διεθνές επίπεδο, η Γενοκτονία των Αρμενίων έχει ήδη αναγνωρισθεί από διεθνείς οργανισμούς, κράτη και εθνικά κοινοβούλια, μεταξύ των οποίων και τα κοινοβούλια της Ελλάδας (25/4/1996) και της Κύπρου (29/4/1982), όπως και από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (18/6/1987). Και αργά ή γρήγορα θα αναγκασθεί και η ίδια η Τουρκία να αναγνωρίσει το έγκλημα που διέπραξε και θα αποβούν άκαρπες οι απεγνωσμένες προσπάθειές της για διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας.
Συμβαίνει, όμως και το εξής περίεργο και εντελώς ανεξήγητο για μας γεγονός: ο ίδιος συντάκτης, ο κ. Καρκαγιάννης, που αμφισβητεί σήμερα τη Γενοκτονία των Αρμενίων, στις 17 Απριλίου 2005 υπογράφει μακροσκελέστατο άρθρο στην «Καθημερινή» με τίτλο: «Η γενοκτονία των Αρμενίων, η πρώτη φρικιαστική εθνοκάθαρση του 20ού αιώνα», και μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Στις δύο γενοκτονίες του 20ού αιώνα, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι εξοντώθηκαν επειδή ήσαν Εβραίοι και Αρμένιοι»! Και γλαφυρά περιγράφει πώς και γιατί σχεδιάστηκε και εφαρμόστηκε η γενοκτονία από τους Νεότουρκους, που ήθελαν να συγκροτήσουν ένα εθνικά ομοιογενές κράτος.
Τι συμπέρασμα να βγάλει κανείς;
Τι μεσολάβησε στο διάστημα των τεσσάρων ετών, για να αλλάξει άρδην την άποψή του ο αρθρογράφος.
Πώς, έτσι αβασάνιστα υιοθετείται σχεδόν εξ ολοκλήρου η τουρκική επιχειρηματολογία, που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια και σπέρνει το επικίνδυνο σπόρο του αρνητισμού;
Εξ ονόματος όλων των Ελληνο-Αρμενίων και του αρμενικού λαού στο σύνολό του, εκφράζουμε τη βαθιά μας λύπη, αλλά και την οργή μας για το άρθρο του κ. Καρκαγιάννη.
Αναμένουμε την αποκατάσταση της αλήθειας και... τη συγγνώμη!

Αρμενική Εθνική Επιτροπή  Ελλάδος


Χρήσιμες συνδέσεις για το θέμα ...
www.en.wikipedia.org/wiki/Armenian_Genocide
www.armenian-genocide.org/
www.armeniapedia.org/index.php?title=Armenian_Genocide
www.en.wikipedia.org/wiki/Armenia 
www.omniglot.com/writing/armenian.htm 
http://www.armeniadiaspora.com/ 
http://en.wikipedia.org/wiki/Armenian_diaspora_in_Europe