Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, για τον ένοπλο ταξικό αγώνα 1946 - 1949, συνεχίζεται και εντείνεται. Και μόνο αυτό το γεγονός υποδηλώνει την τεράστια σημασία που είχε η δημιουργία και η δράση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), τόσο για τα χρόνια εκείνα, όσο και για τον αντίκτυπό τους μέχρι σήμερα.
Βεβαίως, όπως είναι φυσικό, κάθε πλευρά αντικρίζει και αναλύει εκείνα τα γεγονότα από διαφορετική ταξική σκοπιά. Το σίγουρο είναι ότι από τη διαπάλη που ξετυλίγεται και που θα γίνει στην πορεία ακόμα πιο σκληρή, κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει, είτε παίρνει το μέρος της μιας πλευράς, είτε της άλλης, είτε παριστάνει τον ουδέτερο ή και έτσι ενδεχομένως αισθάνεται.
Η πολιτική ωρίμανση της εργατικής συνείδησης συνδέεται άμεσα (μεταξύ πολλών άλλων στοιχείων) και με τη θεώρηση του ΔΣΕ από την πρωτοποριακή τάξη, ως αυτού που ήταν: Η κορυφαία ώρα της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα.
Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες νιώθουμε τιμή και περηφάνια που το ΚΚΕ είχε μία τόσο μεγάλη προσφορά, τιμή και περηφάνια που το Κόμμα μας άφησε στις μετέπειτα γενιές μια τέτοια παρακαταθήκη. Η κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, για λάθη και παραλείψεις της σε αυτόν τον αγώνα (στρατηγική του ΚΚΕ κ.ά.), μόνο όταν ξεκινά από αυτή τη βάση, της προσφοράς του ΔΣΕ, μπορεί να αποκτήσει αντικειμενική υπόσταση.
Οι εξελίξεις στην καπιταλιστική Ευρώπη ενδεχομένως θα είχαν πάρει άλλη τροπή, αν και άλλα ΚΚ, τελειώνοντας ο πόλεμος, προσανατολίζονταν στη γραμμή της σύγκρουσης με την αστική τάξη των χωρών τους και όχι στη γραμμή της συναίνεσης μαζί της, όπως συνέβη σε μια σειρά περιπτώσεις. Ομως, η Ιστορία δε γράφεται με «αν». Γι' αυτό ας περιοριστούμε εδώ μόνο στο εξής: Το γεγονός ότι απ' όλη την καπιταλιστική Ευρώπη μόνο στην Ελλάδα πήρε ο λαός τα όπλα και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, αποτελεί περγαμηνή και όχι ψόγο, όπως καταγγέλλει ο αστικός κόσμος και μαζί του ο οπορτουνισμός. Αυτοί πρέπει να βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο.
Ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν δίκαιος. Εξέφραζε ανεκπλήρωτα οράματα της εργατικής τάξης και της πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού που μάτωσε επί τριάμισι χρόνια και βρέθηκε μετά την Κατοχή να κάθονται στο σβέρκο του οι αστοί πολιτικοί και οι Εγγλέζοι σύμμαχοί τους. Του λαού, που βρέθηκε κυνηγημένος και αιμόφυρτος ζητούσε στοιχειώδη δικαιοσύνη. Οι καταδιωκόμενοι ΕΑΜίτες - ΕΛΑΣιτες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγούνε στα βουνά, από το να συγκροτήσουν τον ΔΣΕ. Κάθε άλλη επιλογή τους, κάθε άλλη επιλογή του ΚΚΕ, θα ήταν «σφάξε με αγά μ' ν' αγιάσω».
Και εδώ βρίσκεται η ουσία του ζητήματος: Οτι το μένος της αστικής τάξης και των ξένων συμμάχων της οφειλόταν στην επιδίωξή τους να ανατραπεί ο συσχετισμός των δυνάμεων κατά τρόπο ριζικό. Ο συγκεκριμένος συσχετισμός δεν είχε ανατραπεί ούτε μετά το Δεκέμβρη του '44, ούτε μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, παρότι είχε αισθητά αδυνατίσει σε σύγκριση με αυτόν των ημερών της απελευθέρωσης της Αθήνας. Γι' αυτόν το σκοπό η αστική τάξη οργάνωσε και καθοδήγησε εκατοντάδες συμμορίες από πρώην ταγματασφαλίτες, ανθρώπους του κοινού ποινικού δικαίου και πλήθος άλλων αποβρασμάτων, γι' αυτό διαμόρφωσε το πιο σκληρό νομικό πλαίσιο καταστολής και επιδόθηκε σε δολοφονίες, εκτελέσεις, εκτοπισμό δεκάδων χιλιάδων ΕΑΜιτών, εμπρησμούς, βιασμούς γυναικών, παιδομαζώματα, βίαιη εκκένωση χωριών.
Το δίκαιο ή όχι ενός αγώνα καθορίζεται από το ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τον διεξάγουν. Οι δυνάμεις που εκπροσωπούν το παλιό, το ιστορικά ξεπερασμένο, δηλαδή οι αστικές, δεν ήταν δυνατό να διεξάγουν και τότε δίκαιο αγώνα. Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που η αστική τάξη ήταν δύναμη ανερχόμενη, άρα προοδευτική.
Το δίκαιο ή όχι ενός αγώνα δεν καθορίζεται από το αν ο αγώνας αυτός είναι τελικά νικηφόρος. Στο αίμα πνίγηκε η Κομμούνα του Παρισιού το 1871. Στο αίμα πνίγηκε η επανάσταση του 1905 - 1907 στη Ρωσία. Το ίδιο και η σοσιαλιστική επανάσταση στη Γερμανία το 1918 και ο ένοπλος ξεσηκωμός των λαϊκών δυνάμεων στην Ισπανία το 1936 - 1939. Το ίδιο και πολλοί άλλοι ξεσηκωμοί. Αλλά ήταν αγώνες δίκαιοι. Και τα διδάγματά τους παραμένουν επίκαιρα.
Στην ταινία του Π. Βούλγαρη Ψυχή βαθιά, αυτό το βασικότατο στοιχείο, όχι μόνο δεν φαίνεται, αλλά και ισοπεδώνεται. Η φράση του γέροντα, που υποδύεται ο Θ. Βέγγος, «Ντροπή! Ελληνες να τουφεκάνε Ελληνες!», τα λέει όλα. Οτι, δηλαδή, και οι δύο πλευρές που συγκρούστηκαν είχαν άδικο, αφού, σύμφωνα με την ταινία, επιδόθηκαν σε μία αλληλοσφαγή από όπου δεν υπήρξε νικητής και νικημένος, καθότι νικημένη ήταν τελικά η Ελλάδα! Το μετέωρο στην ταινία ερώτημα «ποιος νίκησε, τελικά;», είναι σαφές τι υπονοεί, έστω κι αν ο σκηνοθέτης εναποθέτει την απάντηση στον προβληματισμό των θεατών. Αυτό λέει, δίχως να το ομολογεί.
Το πέρασμα των δύο αδελφών σε αντίθετα μεταξύ τους στρατόπεδα δεν είναι πρωτοφανές, και δεν είναι φυσικά ελληνική πρωτοτυπία. Μια μόνο ματιά στη Γαλλική Επανάσταση και στις άλλες αστικές επαναστάσεις, μια μόνο ματιά στο 1821, στην περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στην περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης και σε πολλές άλλες, επιβεβαιώνει αυτή τη διαπίστωση.
Η ταινία, λοιπόν, βρίσκεται στον αέρα, αποκομμένη από την παγκόσμια και από την εγχώρια κοινωνικοπολιτική εξέλιξη. Προφανώς επειδή ο αντίπαλός της είναι η ταξική πάλη. Που χτυπιέται σήμερα, μέσω και του χτυπήματος κάθε τι σπουδαίου που έδωσε η ταξική πάλη κατά τον 20ό αιώνα. Διότι, βέβαια, είναι πολύ πιο απλό και ανώδυνο να σταθείς δίπλα στους φυλακισμένους των Πέτρινων χρόνων και να αναδείξεις τον ηρωισμό τους, από το να σταθείς δίπλα στον ΔΣΕ, για να αναδείξεις τη διαχρονικότητα της ταξικής πάλης.
Ο ταξικός αγώνας 1946 - 1949 ήταν πρώτα και κύρια γέννα της μεγάλης όξυνσης των εσωτερικών κοινωνικοπολιτικών αντιθέσεων. Δίπλα στην κάθε πλευρά βρέθηκαν οι σύμμαχοί της. Οι Εγγλέζοι αρχικά και κατόπιν οι Αμερικανοί στο πλευρό της αστικής τάξης και του συνασπισμένου αστικού πολιτικού κόσμου όλων των αποχρώσεων. Στο πλευρό του ΔΣΕ τα σοσιαλιστικά κράτη και ΚΚ καπιταλιστικών κρατών, σε όποιον βαθμό τους επέτρεπε ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, αλλά και με παλινωδίες, όπως στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας που έκλεισε τα σύνορα αφήνοντας τον ΔΣΕ αποκλεισμένο και οξύνοντας έτσι το πρόβλημα των εφεδρειών του, που ο ίδιος δεν είχε φροντίσει να λυθεί.
Ο παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων καθόρισε και τη στάση της Σοβιετικής Ενωσης, την οποία η Ψυχή βαθιά παρουσιάζει να έχει εγκαταλείψει τον ΔΣΕ στην τύχη του. Πρόκειται για πομπώδη επανάληψη του γνωστού μύθου για το «μοίρασμα του κόσμου» στη Γιάλτα. Κι ας είναι βέβαιο ότι στην περίπτωση που ο Κόκκινος Στρατός έμπαινε και στην Ελλάδα, πολλοί από εκείνους που αγανακτισμένοι(;) επικαλούνται το «μοίρασμα», θα καταδίκαζαν σήμερα τη Σοβιετική Ενωση...
Και δεν ισχύει βεβαίως εκείνο που γράφτηκε σε αστική εφημερίδα, ότι «την εθνική ομοψυχία των χρόνων της Κατοχής διαδέχθηκε η φαγωμάρα». Εθνική ομοψυχία δεν υπήρξε και τότε που το ΚΚΕ, η ΠΕΕΑ και το ΕΑΜ υπέγραψαν τη Συμφωνία του Λιβάνου, μπαίνοντας σε συνασπισμό με την αστική τάξη. Γιατί την ίδια ώρα, όπως και στα χρόνια που είχαν προηγηθεί, ήταν συνεχής η ένοπλη πάλη με τα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες παρόμοιες οργανώσεις, ενώ ήταν συχνές οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στον ΕΔΕΣ, ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και στο 5/42 Τάγμα του Δ. Ψαρρού κ.ά. Αλλά και μετά την Κατοχή ακολούθησαν οι μάχες των 33 ημερών, τον Δεκέμβρη του 1944.
Τόσο στα χρόνια της Κατοχής, όσο και μετά από αυτήν, η αστική τάξη της Ελλάδας συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που θα συμπεριφερόταν κάθε αστική τάξη στη θέση της. Με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε το λαό της χώρας της κάθε αστική τάξη στο παρελθόν. Με την ίδια αγριότητα που έδειξε κάθε κυρίαρχη τάξη πριν από την αστική. Καμία δεν παρέδωσε την εξουσία της. Αντίθετο ιστορικό προηγούμενο δεν υπήρξε. Ούτε θα υπάρξει. Το γεγονός ότι στην Ψυχή βαθιά οι αστοί πολιτικοί και κυβερνητικοί παράγοντες παρουσιάζονται από τον σκηνοθέτη ως φιλεύσπλαχνοι, ως θύματα των ΗΠΑ και ως συμφιλιωτικοί, δεν έχει την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα.
Σχετικά με τη στάση της αστικής τάξης είναι εξαιρετικά χρήσιμη η περιγραφή του Μαρξ για το τι ακολούθησε την Κομμούνα του Παρισιού. Εγραψε ο Μαρξ για το πώς αντιμετώπισε η αστική τάξη τους νικημένους κομμουνάρους:
«Πραγματικά δοξασμένος πολιτισμός, που το ζωτικό του πρόβλημα σήμερα είναι πώς θα ξεφορτωθεί τους σωρούς από τα πτώματα των ανθρώπων που δολοφόνησε όταν είχε τελειώσει πια η μάχη!
Για να βρούμε κάτι το αντίστοιχο με τη διαγωγή του Θιέρσου και των αιμοβόρων σκυλιών του πρέπει ν' ανατρέξουμε στην εποχή του Σύλλα και των δύο τριανδριών της Ρώμης. Η ίδια ψύχραιμη μαζική σφαγή, η ίδια περιφρόνηση της ηλικίας και του φύλου στη σφαγή, το ίδιο σύστημα βασανισμού των αιχμαλώτων, οι ίδιες προγραφές, μα τούτη τη φορά μιας ολόκληρης τάξης, ο ίδιος άγριος διωγμός ενάντια στους κρυμμένους ηγέτες, μην τυχόν και ξεφύγει κανένας, οι ίδιες καταγγελίες ενάντια σε πολιτικούς και προσωπικούς εχθρούς και η ίδια αδιαφορία μπροστά στη σφαγή ανθρώπων ολότελα ξένων προς τον αγώνα. Μόνο μια διαφορά υπάρχει, και η διαφορά αυτή είναι ότι οι Ρωμαίοι δεν είχαν ακόμα πολυβόλα για να ξεκάνουν μαζικά τους προγραμμένους...» (Καρλ Μάρξ, ΔΙΑΛΕΧΤΑ ΕΡΓΑ, ΤΟΜΟΣ Α, «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», σελ.642, ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ).
Η ταινία του Π. Βούλγαρη, αλλά και όσα ο ίδιος επεξηγηματικά μερίμνησε να προσφέρει αφειδώς με τις πολυάριθμες συνεντεύξεις του, φέρνουν στη θύμηση τον συγγραφέα Μπορίς Πάστερνακ και τον ήρωά του Δόκτορα Ζιβάγκο στο ομώνυμο έργο, η υπόθεση του οποίου ξετυλίγεται την περίοδο που στην επαναστατική Ρωσία μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος και η Σοβιετική εξουσία διατρέχει μεγάλο κίνδυνο να ανατραπεί.
Για τον Πάστερνακ και τον ήρωά του, ο συγγραφέας Θέμος Κορνάρος έγραψε στην τσεκουράτη και καυστική κριτική του, ανάμεσα σε άλλα:
«Και τι έκανε αυτός ο Ζιβάγκο; Πονούσε για τα βάσανα και το χαμό και των δυο αντιπάλων. Κι αν θέλετε μάλιστα - κι αυτό δεν είναι διόλου σωστό - δε μεροληπτούσε. Πονούσε σα γιατρός και σαν ήσυχος άνθρωπος το ίδιο και για τους δυο αντίπαλους. Απαγωγή χρειάστηκε να του κάνουν οι επαναστάτες για να τους γιατρεύει. Εκανε τη δουλειά του. Μα στην πρώτη ευκαιρία παρατάει και πληγωμένους και νοσοκομεία και το σκάει. Δεν πάει στον αντίπαλό τους. Εχει κι αυτός πληγωμένους. Δεν τρέχει λοιπόν ούτε σ' αυτούς. (...) Ολα του φαίνονται μάταια. Και των επαναστατών οι επιδιώξεις και της αντεπανάστασης οι ιδέες. Μόνο αυτός αντιπροσωπεύει το γερό νόημα της ζωής. Κι αυτό είναι η αδράνεια.
(...) Την εποχή αυτή, ο Οστρόφσκη παίρνει μέρος, - 15 χρονώ παιδί, - ματώνεται, μάχεται, γίνεται ανάπηρος για την πίστη του. Αυτός ο τύπος λέγεται δραστήριος. Αλλά η επίθεση εναντίον της αναπηρίας λέγεται ηρωισμός.
(...) Τώρα, σου λένε, που 'γραψε το βιβλίο του (σ.σ. ο Πάστερνακ) που μιλάει γι' αυτή την πριν από σαράντα χρόνια περίοδο, τη φορτωμένη αίματα, αδικίες, εγκλήματα, πείνα, εξάρσεις, δαιμόνους κι αγίους. Μάλιστα, τώρα κέρδισε, λένε, τον τίτλο του τολμηρού, αναπλάσσοντας κείνη την εποχή, γιατί παίρνει το μέρος των ...νικημένων χωρίς να φοβάται τους νικητές που κυβερνάνε σήμερα κι αυτός ζει ανάμεσά τους. Το θαρρείς μικρό να βγει αυτός, ολομόναχος, και να βροντοφωνάξει στους αντιπάλους του πώς τον καιρό του εμφυλίου πολέμου γίνανε μόνο ασκήμιες, βαρβαρότητες και τίποτα άλλο;
Πραγματικά, στο βιβλίο του Πάστερνακ δε βρίσκει τίποτα γερό και σωστό σε κείνη την κολασμένη περίοδο που ζωγραφίζει. Μόνο κολασμένους, δαιμόνους, φλόγες και τον εαυτό του να λαχταράει τον παράδεισο της αδράνειας. Τίποτα το ωραίο, τίποτα το στέρεο που να επιτρέπει την ελπίδα πώς απάνω του μπορεί να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο μέλλον» (Θέμου Κορνάρου, «ΟΔΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΩΣ», σελ. 116, 117, 118, 119, ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΧΡΟΝΟΣ»).
Ο Ζιβάγκο, λοιπόν, από τη μια (δηλαδή ο Πάστερνακ) και ο Πάβελ Κορτσάγιν (δηλαδή ο Νικολάι Οστρόφσκι) από την άλλη.
Ο κομσομόλος Οστρόφσκι, που διαπαιδαγώγησε γενιές και γενιές νέων ανθρώπων όπου Γης. Αυτή είναι η προσφορά του επαναστάτη. Ηθικό μεγαλείο και ανάπλαση ψυχών. Αυτός είναι ο ανθρωπισμός, που συνδέεται άμεσα και εκφράζεται με την πάλη για την κατάργηση κάθε κοινωνικής αδικίας.
Ποια είναι η προσφορά του τιμημένου με το βραβείο Νόμπελ Μπορίς Πάστερνακ; Είναι η προσφορά του στην αντεπανάσταση, όσο κι αν παρίστανε τον ουδέτερο και έκανε σημαία τον δήθεν ανθρωπισμό του. Στην ταξική πάλη, ιδιαίτερα στις κορυφαίες ώρες της, η λεγόμενη ουδετερότητα αποτελεί υπηρεσία στο παλιό, που επιδιώκει με κάθε μέσο να διαιωνίσει το καθεστώς της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Είτε αρέσει, είτε δεν αρέσει, έτσι είναι τα πράγματα, έτσι είναι οι νόμοι της κοινωνικοπολιτικής πορείας.
Αλλά η ταινία του Π. Βούλγαρη θυμίζει κάτι και από το μυθιστόρημα του Αρη Αλεξάνδρου Το κιβώτιο, μνημειώδες για τα ελληνικά δεδομένα έργο του οπορτουνισμού στη λογοτεχνία, που έχει ως περιεχόμενο τον αγώνα του ΔΣΕ. Σε αυτό το βιβλίο η εποποιία του ΔΣΕ χλευάζεται, ενώ οι μαχητές του παρουσιάζονται από τον συγγραφέα ως θύματα απάτης, ξεγελασμένοι (!) από την κομματική καθοδήγηση. Γιατί, τελικά, το κιβώτιο που μετέφεραν ήταν άδειο, δίχως προορισμό και αξία! Καταθέτει ο ήρωας του Αλεξάνδρου:
«...Δεν είναι δυνατόν να ευθύνομαι ούτε στο ελάχιστο για όλη αυτήν την ιστορία, δεν φταίω εγώ που το κιβώτιο βρέθηκε άδειο, εγώ το πίστευα γεμάτο και γι' αυτό το έφερα στην πόλη Κ (...) γιατί μόνο ένας τρελός κουβαλάει εν γνώσει του ένα άδειο κιβώτιο, παίζοντας χίλιες φορές κορόνα γράμματα τη ζωή του (...) ήτανε όμως άδειο, για λόγους που δεν ξέρουμε ακόμα, αλλά εν πάση περιπτώσει λόγω δικής μας υπαιτιότητος...» (Αρη Αλεξάνδρου, «Το κιβώτιο», σελ. 341 - 342, εκδόσεις «ΚΕΔΡΟΣ»).
Ουτοπία αυτός ο αγώνας, είπε η Α. Παναγιωταρέα στην εκπομπή της, στη συζήτηση για την Ψυχή βαθιά και ο Π. Βούλγαρης συμφώνησε. Ουτοπία και ρομαντισμός! Ετσι αντιλήφθηκαν τη συγκρότηση των μαχητών και των μαχητριών του ΔΣΕ; `Η η πολιτική σκοπιμότητα τους οδηγεί σε ασέβεια και προσβολή της υπέρτατης θυσίας; Οπως και να 'ναι, γίνεται αντιληπτό το γιατί δεν μπορούν να καταλάβουν (ο Π. Βούλγαρης είπε ότι ακόμα το ...ψάχνει) πώς συνέβαινε νέα παιδιά να διανύουν αποστάσεις ωρών στο Γράμμο και στο Βίτσι, για να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους, με ποια ψυχικά αποθέματα στέκονταν με περιφρόνηση μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τους είναι δύσκολο να σκεφθούν ότι αυτά τα παιδιά είχαν πίσω τους τους ηρωικούς αγώνες της ΟΚΝΕ και της ΕΠΟΝ, των Αετόπουλων, ότι τελικά βρίσκονταν στις γραμμές του ΚΚΕ, ως μέλη ή οπαδοί του. Και ότι αυτό το Κόμμα, στα 30 χρόνια τής μέχρι τότε ύπαρξής του, είχε σημαδέψει ανεξίτηλα την ελληνική κοινωνία χύνοντας ποτάμια αίματος για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Στις συνθήκες του μαζικού ηρωισμού, τα παιδιά γίνονταν ώριμοι και πολύπειροι άντρες μέσα σε λίγες ημέρες. Αυτά τα παιδιά, καθώς και άλλα αργότερα που προσχώρησαν στον ΔΣΕ, γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν. Και το έκαναν με ψυχή βαθιά. Δεν ήταν χαϊβάνια, που η μοίρα τα 'σπρωξε στον πόλεμο, όπως εμφανίζει τα δύο αδέρφια ο σκηνοθέτης.
Κανένας αγώνας δεν πήγε χαμένος. Πολύ περισσότερο ο αγώνας του ΔΣΕ. Κι αυτό είναι που ενοχλεί πολλές πλευρές. Οταν εμφανίζεσαι κατά και των δύο πλευρών της τότε σύγκρουσης, είναι για να περάσει η λογική του νικητή και να περιφρουρηθεί η κυριαρχία του.
Η ταινία Ψυχή βαθιά φαίνεται ότι πήρε πολλά από την περιβόητη κατάργηση των διαχωριστικών γραμμών που διαρκώς διατυμπάνιζε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Οι κεντρικές ιδέες της απευθύνονται και κολακεύουν ένα πελώριο οπορτουνιστικό ρεύμα που γιγαντώθηκε περισσότερο μετά την αντεπανάσταση του 1989 - 1991. Ενα ρεύμα συμβιβασμού, ενισχυμένο από την παλινδρόμηση συνειδήσεων, από την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.
Ομως, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η πλευρά του ΚΚΕ και της ΚΝΕ. Των ταξικών κινημάτων της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς, των αυτοαπασχολούμενων, της νεολαίας, χιλιάδων ριζοσπαστών που συνεργάζονται με το ΚΚΕ ή βρίσκονται παραπλήσια. Υπάρχει η πλευρά των ανυπότακτων, όλων αυτών που βρίσκονται σε βαθύ προβληματισμό και αντιστέκονται. Αυτά φοβούνται η πλουτοκρατία και οι ξένοι σύμμαχοί της.
Κάτι άρχισε να κινείται στη λαϊκή συνείδηση, έστω και αργά, έστω και ρηχά ακόμα. Κι ας επιτραπεί αυτό να θεωρήσουμε ότι εκφράζουν τα λόγια του νεαρού Χρήστου Καρτέρη (ο Ανέστης της ταινίας), ο οποίος αυθόρμητα και αγνά είπε στην εκπομπή της Α. Παναγιωταρέα ότι «ένα είδος εμφύλιου συνεχίζεται και σήμερα», αναφερόμενος στην ανεργία, στην αβεβαιότητα και στα άλλα αδιέξοδα της νεολαίας...
Πηγή: Εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρικυμίας εν κρανίω συνέχεια...
Οταν κάποιος, όπως ο Β. Καρδάσης, αγνοεί σκοπίμως τις θεωρητικές -και όχι μόνον- τοποθετήσεις μου περί υπαρκτού ή ανύπαρκτου σοσιαλισμού, οι οποίες κατατείνουν στο να αποδείξουν ότι αυτός κάθε άλλο παρά σοσιαλισμός ήταν (βλέπε και τελευταίο μου βιβλίο «Ο Μαρξ γεννήθηκε νωρίς»), και συνάγει την περί σοσιαλισμού τοποθέτησή μου από ένα άσχετο προς αυτόν σχόλιό μου περί μιας ταινίας, τότε αν δεν είναι ανέντιμος, επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω. Οταν κάποιος όπως ο Β. Καρδάσης ακολουθώντας τα χνάρια του Ι. Πρετεντέρη (Το Βήμα 7/11/2009) αγνοεί σκοπίμως τις δημόσιες τοποθετήσεις μου κατά των διώξεων των «αναθεωρητών» κατά τη διάρκεια του «υπαρκτού», οι οποίες μάλιστα βρέθηκαν στο επίκεντρο του προσυνεδριακού διαλόγου του ΚΚΕ, και με κατηγορεί ως υπερασπιστή αυτών των διωγμών, τότε, αν δεν είναι ανέντιμος, επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω.
Οταν κάποιος απ' αφορμή το «Ψυχή βαθιά», όπως ο Β. Καρδάσης, γράφει επί λέξει «για ιδεολογική υπεροχή των ηττημένων» (αλήθεια, υπεροχή σε σχέση με ποιους;) και μετά από λίγες μέρες προσπαθώντας να τα μπαλώσει, αρνείται ότι υποστήριξε αυτήν την υπεροχή, τότε βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω.
Οταν κάποιος, όπως ο Β. Καρδάσης, αφού προηγουμένως έχει απρόκλητα χαρακτηρίσει ως «Ζντάνοφ», «σκοταδιστές», «Πάπες», όσους, όπως η αφεντιά μου, τολμήσαμε να εκφράσουμε μια διαφορετική περί της ιστορίας του εμφυλίου αντίληψη από εκείνη που προκύπτει από την ταινία «Ψυχή βαθιά», με κατηγορεί ως «αμύντορα της "μοναδικής" και "αληθινής" ιστορίας του εμφυλίου», και ως «θιασώτη της μόνης αλήθειας», τότε είτε του περισσεύει το θράσος είτε βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω.
Οταν κάποιος, όπως ο Β. Καρδάσης, σε αντίθεση από τον ίδιο τον σκηνοθέτη της ταινίας, ο οποίος θεώρησε υποχρέωσή του να απαντήσει σε αυτές μία προς μία, αν και ανεπιτυχώς (Ελευθεροτυπία 9/12/09), θεωρεί ότι οι πολύ συγκεκριμένες παραποιήσεις ιστορικών γεγονότων (περί ύπαρξης νικητών και νικημένων ή μη, περί τίτλου, περί ναπάλμ και ρόλου των ντόπιων εθνικοφρόνων, περί τραγουδιού Τσιτσάνη...) τις οποίες και εγώ μεταξύ πολλών άλλων επεσήμανα και τις οποίες για να τον προστατεύσω ως ιστορικό θεώρησα υποχρέωσή μου να του τις μεταφέρω και τηλεφωνικώς πριν τις δημοσιεύσω, «κατέτειναν στη διαφήμιση της ιδεολογικής μου επάρκειας» (χαρά στο πράγμα), τότε αν δεν είναι ανέντιμος βρίσκεται σε διαρκή τρικυμία εν κρανίω... γι' αυτό δηλώνω ότι είναι και η τελευταία φορά που ασχολούμαι μαζί του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΗΣ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Προς Ιερά Εξέταση
Το άρθρο του Γ. Ρούση στην «Ε» της 4/12, ως απάντηση στα όσα έγραψα στη στήλη «Χαιρετίσματα στην εξουσία» σχετικά με την αρνητική υποδοχή που επιφύλαξε μερίδα της Αριστεράς στην ταινία του Π. Βούλγαρη, το βρίσκω καθολικά ατυχές.
Συγχέει σκόπιμα τον όρο «κυρίαρχη» και «κλασική» οπτική που χρησιμοποίησα με τον όρο «κυρίαρχη ιδεολογία» που είναι προδήλως διαφορετικές έννοιες. Ο πρώτος τέθηκε από μέρους μου για να παραπέμψει σε εκδόσεις και έργα τέχνης που κατά πλειονότητα κυκλοφόρησαν μετά τη Μεταπολίτευση και εν πολλοίς υποστήριξαν τον πολιτικό αγώνα των ηττημένων του Δημοκρατικού Στρατού και την κομμουνιστική ιδεολογία τους. Γεγονός αναμφισβήτητο. Ο δεύτερος, η κυρίαρχη ιδεολογία που χρησιμοποιεί ο Γ. Ρούσης, παραπέμπει στους μηχανισμούς παραγωγής ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης (εκπαίδευση, κρατική πολιτική, αστικός Τύπος). Πουθενά δεν πρόβαλα την άποψη ότι αυτοί οι μηχανισμοί ενίσχυσαν ποτέ την επικράτηση της αριστερής εκδοχής περί εμφυλίου.
Εμφανίζεται ο Γ. Ρούσης ως λάτρης ενός ιδεολογικού κομφορμισμού που ανάγεται στην αισθητική του ρεαλισμού. Δικαίωμά του. Δεν ξέρω όμως γιατί δεν μπορεί να κατανοήσει ότι ο καλλιτέχνης έχει την ευχέρεια να κάνει χρήση της Ιστορίας, χωρίς να οφείλει να δώσει εξετάσεις Ιστορίας στους αυτόκλητους Ιεροεξεταστές.
Δεν είναι μία η Ιστορία, συνεπώς με παραξενεύει η τάση του Γ. Ρούση να εμφανίζεται ως ο αμύντορας της «μοναδικής» και «αληθινής» Ιστορίας περί εμφυλίου. Του επισημαίνω επιπλέον ότι το έντιμο ιστορικό έργο δεν διατυπώνει αξιολογικές κρίσεις περί δικαίων και αδίκων, όπως εμφανώς αναζητεί ο ίδιος, απλώς ερμηνεύει. Σύμφωνα με μια άποψη του Γκράμσι, ο ιστορικός που κρίνει το παρελθόν κάνει τρέχουσα πολιτική.
Αντιπαρέρχομαι τις αξιωματικού τύπου επισημάνσεις για την παραποίηση της Ιστορίας από μέρους μου. Διότι μάλλον κατατείνουν στη διαφήμιση της ιδεολογικής επάρκειας του Γ. Ρούση και συνεπώς συνιστούν πταίσματα μπρος στην παρατεταμένη επίκληση της δικής μου... τρικυμίας εν κρανίω. Αδυνατώ ωστόσο να αντιπαρέλθω την καταδίκη μου ως «αντιδημοκράτη» με στοιχεία καθημερινού φασισμού. Ο ακραιφνής ριζοσπαστισμός του Γ. Ρούση προφανώς δεν επιτρέπει τη συνύπαρξη με «μιαρά» όντα που έχουν προσβληθεί από τον αποκηρυγμένο παγκόσμιο αναθεωρητισμό. Ολα τούτα απλώς επιβεβαιώνουν ότι αν κυβερνούσαν ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες του θα δίκαζαν προθέσεις, θα καταδίκαζαν απόψεις, θα επιφύλασσαν διώξεις σε διαφωνούντες, ίσως ίσως και κάποιες υποχρεωτικές διακοπές σε νησιά του Αιγαίου για ανεπιθύμητους. Ο θιασώτης της μόνης αλήθειας Γ. Ρούσης ας παραμένει νοσταλγός του αν-υπαρκτού σοσιαλισμού.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΔΑΣΗΣ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Ο θεατής απέναντι σε νωπά τραύματα και ενοχές
Της ΗΛΕΚΤΡΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Εδώ και ένα μήνα, το κινηματογραφικό κοινό δείχνει την προτίμησή του για δύο ταινίες: την ελληνική «Ψυχή Βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη και τη γερμανική «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε.
«Λευκή κορδέλα»: τα παιδιά και ο εκκολαπτόμενος φασισμός Φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, οι ταινίες τοποθετούν τις δραματικές τους ιστορίες σ' ένα ιστορικό φόντο. Η ελληνική διαδραματίζεται στα βουνά του Γράμμου το 1949 και τελειώνει με τη λήξη του ελληνικού εμφύλιου πολέμου. Η γερμανική εκτυλίσσεται σ' ένα μικρό χωριό της βόρειας Γερμανίας το 1913-14 και τελειώνει με την κήρυξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασισμένη σε πραγματικά ιστορικά γεγονότα η «Ψυχή Βαθιά», ταινία μυθοπλασίας με ιστορικό υπόβαθρο η «Λευκή κορδέλα».
Οι δύο ταινίες αναμετρώνται με τελείως διαφορετικό τρόπο με τις διαδρομές του ανθρώπινου δράματος μέσα στην ιστορία. Κι, όμως, το αφηγηματικό κέντρο και στις δύο το «κατοικούν» παιδιά και έφηβοι. Παιδιά που εμπλέκονται στον κόσμο των ενηλίκων σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές, που βιώνουν δραματικά το ιστορικό γίγνεσθαι, που μεταφέρουν τη σκληρότητα της κοινωνίας που τους ανέθρεψε, παιδιά που συμμετέχουν στο έγκλημα.
Η γερμανική ταινία σκαλίζει με χειρουργική επιμέλεια τα τραύματα της ιστορίας της, μιλάει για μια κοινωνία όπου το καλό και το κακό ενυπάρχουν σε όλους, όπου όλοι είμαστε ένοχοι και κυρίως τα συνήθως θεωρούμενα «αθώα» παιδιά. Επομένως, είμαστε όλοι υπόλογοι απέναντι στον εαυτό μας και στην κοινωνία και το κάθε άτομο παίρνει στα χέρια του την ατομική και κοινωνική του ευθύνη. Η ελληνική ταινία, στην άλλη άκρη, χαϊδεύει τα σημάδια από τα τραύματα της ελληνικής ιστορίας, υποστηρίζει ότι είμαστε κατ' αρχήν αθώοι -κυρίως τα παιδιά- και υποδεικνύει σαν τους μόνους κατ' ουσίαν ενόχους τους «άλλους», τους «ξένους». Ετσι όμως δεν αντιμετωπίζει το κακό στην εσωτερική ψυχική μας συγκρότηση, στη σχέση μας με την κοινωνία δεν αφήνει χώρο για το αίσθημα της προσωπικής ευθύνης και ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ότι συμμετέχει ο ίδιος στη διαμόρφωση της ζωής και του κόσμου γύρω του.
Εάν λοιπόν υποθέσουμε αφενός ότι το σινεμά είναι παιδί της κοινωνίας μέσα στην οποία δημιουργείται και αφετέρου ότι η κινηματογραφική εικόνα του παρελθόντος δεν είναι απλά μια συνεκδοχή της ιστορίας αλλά η υπενθύμιση «από πού προέρχεται το σήμερα», γεννιέται το εξής ερώτημα: Γιατί μία κοινωνία σαν τη γερμανική μπορεί να αφηγείται ιστορίες για τα συλλογικά τραύματα και τις ενοχές της τόσο κοντά στην πραγματικότητα και τόσο ελεύθερα, ενώ η δική μας μοιάζει να μην μπορεί ακόμα να διασχίσει τους δρόμους της αυτογνωσίας που θα τη βοηθήσουν να αναμετρηθεί με τα τραύματα του χθες, να συγκροτήσει την ταυτότητά της σήμερα για να προχωρήσει στο αύριο χωρίς εφιάλτες και χωρίς εκκρεμότητες;
Για να διερευνήσουμε το «τοπίο» συζητήσαμε με τον ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα (πρόεδρο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας), τον ιστορικό του 20ού αιώνα Τάσο Σακελλαρόπουλο (ιστορικός στο Μουσείο Μπενάκη) και με δύο ανθρώπους του σινεμά, τον Νίκο Σαββάτη (κριτικό-θεωρητικό του σινεμά) και τον Νίκο Παναγιωτόπουλο (συγγραφέα-σεναριογράφο). Και οι τέσσερις αντιμετωπίζουν τη διαδικασία της μνήμης και του παρελθόντος από διαφορετικές προσεγγίσεις - της Ιστορίας, της ψυχανάλυσης και της κινηματογραφικής αναπαράστασης.
ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν θέλουμε το σινεμά να μας θυμίζει τον ζόφο
Το σινεμά εμπνέεται πολύ συχνά από την ιστορία. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος έχει την άποψη ότι αυτό συμβαίνει επειδή «η ιστορία προσφέρει ένα τρομακτικό υλικό. Ουσιαστικά, ο κινηματογράφος τη ληστεύει προκειμένου να κάνει ωραίες ταινίες. Μπορεί να αντλήσει τη δραματική περίσταση από την ιστορία, ας πούμε την περίοδο του εμφυλίου, και από κει και πέρα να σταθεί στη δραματική ιστορία των ανθρώπων. Δεν περιμένουμε από μία ταινία την ιστορική αλήθεια».
Το σινεμά χτίζει εικόνες και αφηγήσεις. Πηγαινοέρχεται μπρος-πίσω στους δρόμους της μνήμης, που ενώνουν το χθες με το σήμερα. Και ενώ μπορεί να μην ακολουθεί την ενότητα της ιστορικής μνήμης, μπορεί να δημιουργεί «περάσματα» στις συνειδήσεις ώστε μιλώντας για το παρελθόν να μας μιλάει ουσιαστικά για το σήμερα. Οταν, όμως, χρησιμοποιεί την ιστορία αλλά δεν ανιχνεύει το συλλογικό τραύμα στο σκοτεινό ψυχικό του βάθος, τα περάσματα καταργούνται και η σχέση του με τη σημερινή κοινωνία είναι θολή και απροσδιόριστη. Αυτό συμβαίνει, πιστεύει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, «επειδή ο ελληνικός κινηματογράφος δημιουργείται μέσα σε μια κοινωνία που δεν θέλει να ασχοληθεί σε βάθος με τα τραύματά της. Η λογοτεχνία το έχει κάνει λίγο περισσότερο γιατί έχει μεγαλύτερη ελευθερία. Ο κινηματογράφος δεν μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, είναι αυτοκτονικός. Κοστίζει πολλά! Η λογοτεχνία μπορεί να αψηφά το κοινό της, το σινεμά δεν μπορεί. Και το κοινό αυτό, όλοι μας, είμαστε ένα κοινό που δεν θέλουμε ο κινηματογράφος να μας υπενθυμίζει τον ζόφο».
ΝΙΚΟΣ ΣΑΒΒΑΤΗΣ
Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων
Μέσα από την κινηματογραφική διήγηση σχηματοποιείται μια αφήγηση για το παρελθόν κι έτσι η κοινωνία λέει στον εαυτό της ιστορίες για τον εαυτό της. Αυτό που είναι πολύ ενδιαφέρον, λέει ο Νίκος Σαββάτης, είναι «όταν βλέπεις την ιστορία να μπαίνει από το πίσω μέρος, χωρίς να είναι αυτό το πρώτο μέλημα του σκηνοθέτη. Σήμερα, που υποτίθεται ότι το είδος της "ιστορικής ταινίας" έχει φτάσει στο όριό του, μπορούμε να βρούμε μια σοβαρή προσέγγιση της ιστορίας εκεί που δεν θα περιμέναμε να υπάρχει. Το σινεμά κάνει μια δουλειά τακτοποίησης, σαν κι αυτή του ασυνείδητου. Σε βοηθάει να δεις και να αντιμετωπίσεις το τραύμα. Ομως για να φτάσει μια κοινωνία στο επίπεδο της κινηματογραφικής αναπαράστασης πρέπει να υπάρξουν πριν διηγήσεις, να προηγηθούν άλλες αφηγήσεις, ιστορικές μαρτυρίες, ψυχικές καταθέσεις. Το σινεμά βρίσκεται στον αφρό των πραγμάτων. Η καθυστέρηση στην αντίδρασή του δεν συμβαίνει επειδή δειλιάζει, αλλά επειδή δεν μπορεί να καταγράψει το τραύμα όταν αυτό είναι νωπό».
Τ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Στην Ελλάδα ανανεώνουμε συνεχώς τα τραύματά μας
«Ψυχή βαθιά»: οι έφηβοι ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου Εάν λοιπόν η κινηματογραφική αφήγηση βρίσκεται στον αφρό των ημερών, η ιστορία είναι εκείνη που θα ρίξει τα θεμέλια στα οποία θα ριζώσει η σχέση της κοινωνίας με το παρελθόν. Μέσα από αυτήν την επικοινωνία οι κοινωνίες ερευνούν και εν τέλει προσδιορίζουν την ταυτότητά τους.
Ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος πιστεύει ότι «ο διάλογος μεταξύ παρόντος και παρελθόντος στη ζωή είναι διαρκής και καλό είναι τη γέφυρα αυτή να την κάνουν οι ιστορικοί, οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν επιλέξει ως επάγγελμα ακριβώς την ανασύσταση του παρελθόντος».
Η σχέση όμως της Ελλάδας με το παρελθόν της υπήρξε μέχρι σήμερα κάθε άλλο παρά αρμονική. «Οσο πιο κοντά ήταν τα ιστορικά γεγονότα τόσο μεγαλύτερο το βάρος, τόσο πιο δυσλειτουργική γινόταν η αποτίμησή τους. Διαρκώς υπήρχε μια ερμηνεία του παρελθόντος μέσα από το τρέχον παρόν. Αυτό προέκυπτε από την επιλεκτική επικοινωνία και τον διαρκή διάλογο που είχαν οι πολιτικές δυνάμεις με τμήματα του πληθυσμού και αυτομάτως διαμόρφωνε μια εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ του παρόντος και του παρελθόντος».
Μέσα σε αυτό το εμπόλεμο, «όπου πάντοτε πρέπει να είναι άγγελος ο δικός μας και διάολος ο εχθρός», όπως συμπληρώνει ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, τα τραύματα δεν κλείνουν. «Γιατί σε αυτή τη διαδικασία μπαίνει και μια άρνηση του πένθους ή μια διαρκής επίκληση του τραύματος, που ανανεώνεται συνέχεια και ως εκ τούτου δεν προκύπτει τελικά η κατανάλωση του πένθους. Εχουμε, δηλαδή, τη συνεχή καλλιέργεια μιας νωπότητας στο τραύμα. Εκτός όμως από το τι θα επιδιώξουν οι ιστορικοί, μένει να δούμε εάν -τώρα που τα πάθη αμβλύνονται και η ιστορία παύει να είναι η περιοχή των συγκρούσεων- μπορεί η ίδια η κοινωνία να συγκρατήσει από την ιστορία της όσα θα τη βοηθήσουν να αντιμετωπίσει τα τραύματα και να επιβεβαιώσει την ενότητά της».
ΝΙΚΟΣ ΤΖΑΒΑΡΑΣ
Συγγνώμη θα πει «ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου και σε μένα»
Μέχρι σήμερα η στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο παρελθόν της είναι στάση άμυνας και φαντασίωσης. Αποφεύγουμε τις συγκρούσεις με τον εαυτό μας, πιστεύουμε ότι είμαστε οι αδικημένοι της ιστορίας και επιλέγουμε για συνοδοιπόρο πιο συχνά τη λήθη από τη μνήμη.
Αυτό, κατά τον ψυχαναλυτή Νίκο Τζαβάρα, συμβαίνει επειδή «λήθη σημαίνει ότι συντηρώ ορισμένες ιδεολογίες του παρελθόντος και τις αφήνω να αλλοιωθούν βαθμηδόν, χωρίς να τις υποβάλλω στο βάσανο ενός αποκαλυπτικού διαλόγου. Απαλύνονται τα πράγματα στην Ελλάδα διά μέσου της λήθης. Είναι ένας μηχανισμός εξαιρετικά αργός, αλλά όχι και ο πιο υπεύθυνος. Βλέπετε, στην κεντρική Ευρώπη μετά τον Διαφωτισμό υπάρχουν οι παραδόσεις μιας ανελέητης κριτικής και αυτοκριτικής. Νομίζω πως η ψυχανάλυση είναι αυτή που εκφράζει το μεγάλο ρεύμα του Διαφωτισμού. Η αυτοκριτική, που προκύπτει μέσω της ψυχανάλυσης, είναι αποκαλυπτική. Χωρίς αυτόν τον αποκαλυπτικό διάλογο, η λήθη μπορεί και συντηρεί τις αυταρχικές όψεις της αυθεντίας. Εάν δεν αρχίσει μια κοινωνία να τα θέτει όλα σε αμφισβήτηση, μπορούν να διατηρήσουν εύκολα τη φυσιογνωμία τους και τα πολιτικά πρόσωπα και οι πολιτικές γραμμές».
Πράξη επαναστατική η μνήμη, αλλά και πράξη γενναία. Οπως υπογραμμίζει ο Νίκος Τζαβάρας, «η μνήμη, συλλογική και ατομική, μας επιτρέπει να καταλάβουμε καλύτερα τη συμπεριφορά μας εντός του παρόντος. Το ανεξέλεγκτο παρόν μπορεί να ελεγχθεί και να κατανοηθεί μέσω της μνήμης, η οποία πρέπει να είναι ιδιότυπη μνήμη παρ' όλα αυτά. Δηλαδή, δεν είναι μόνο το ιστορικό πλαίσιο αλλά και το πώς έχει διαμορφωθεί ο ανθρώπινος ψυχισμός κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές. Δεν υπάρχει παντοδυναμία της ιστορικής στιγμής στη διαμόρφωση των αδυναμιών του ανθρώπου. Αυτές είναι εγγενείς, στη "Λευκή κορδέλα" εντοπίζονται και στα παιδιά».
Αρα, μήπως μέσω της ανάμνησης μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ολική θεώρηση της ζωής και του πολιτισμού; «Δεν είναι εύκολο», απαντά ο Νίκος Τζαβάρας. «Νομίζω ότι η τέχνη διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην περίπτωση αυτή, γιατί μας υποχρεώνει να αντιληφθούμε τους μηχανισμούς συνταύτισής μας με το καλό και το κακό, με την επιθετικότητα και την αγάπη, με τον έρωτα και να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι υπάρχει μια συγγενής ετοιμότητα στον άνθρωπο να αποδεχτεί το κακό».
Δεν είναι τυχαίο ότι οι «ιστορικές ταινίες» προκαλούν έντονες δημόσιες συζητήσεις. Η άμεση ή έμμεση αναφορά στο ιστορικό παρελθόν βάζει βασανιστικά ερωτήματα. «Υπάρχουν τελικά καλοί και κακοί;», «Είμαστε όλοι ικανοί να διαπράξουμε εγκλήματα;», «Γιατί θέλουμε να απωθήσουμε τα τραύματά μας;».
Και τότε η ελπίδα, που αρχίζει να σχηματίζεται δειλά, είναι ότι όταν η κοινωνία μπορέσει να αντιμετωπίσει το παρελθόν τραυματικό γεγονός, αποδεχτεί την ψυχική συνύπαρξη του καλού με το κακό και συνειδητοποιήσει, όπως λέει ο Νίκος Τζαβάρας, ότι «συγγνώμη θα πει να ανακαλύπτω ποιότητες του εχθρού μου, του "ξένου" και σε μένα», τότε μπορεί να διώξει από πάνω της τον γερασμένο εαυτό της και να ξαναμπεί δυναμικά στο παιχνίδι της ζωής, όπου θα συναντήσει τις ανάγκες που βάζει μπροστά μας επιτακτικά το σήμερα. *
«Προσβλέπω σε μια Αριστερά της ανθρωπιάς»
Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΤΟΥ ΧΡΕΩΝΟΥΝ ΑΓΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΚΡΙΒΕΙΕΣ
Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ, Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 7/12/2009
Η «Ψυχή βαθιά» του Παντελή Βούλγαρη έβγαλε το σινεμά από τις καλλιτεχνικές σελίδες των εφημερίδων και το μετέφερε στις πολιτικές, στις στήλες των απόψεων. Μια ταινία για τον Εμφύλιο ήταν αναμενόμενο να διχάσει την κοινή γνώμη. Μπροστά στο αδελφικό αίμα, που χύθηκε, δεν υπάρχουν αθώοι θεατές, κριτικοί, σκηνοθέτες ή ιστορικοί. Ο καθένας έχει τη δική του ανάγνωση, το δικό του τραύμα, τη δικιά του εμμονή κι ας έχουν περάσει πενήντα χρόνια.Ο Παντελής Βούλγαρης εξήγησε πολλές φορές τις προθέσεις και το όραμά του, από την εποχή κιόλας των γυρισμάτων. Σήμερα, κι ενώ η ταινία πλησιάζει στο τέλος του πρώτου κύκλου της ζωής της, απαντά μέσα από την «Ε», «για πρώτη φορά», όπως λέει, όχι στους επικριτές του γενικά και αόριστα. Αλλά σε εκείνους που διάλεξαν να του επιτεθούν χρεώνοντάς του «άγνοια», «ανακρίβεια» και «παραποίηση» της Ιστορίας.
Δεν έχω σχολιάσει ποτέ κριτικές ή αντιρρήσεις για τις ταινίες μου. Το κάνω για πρώτη φορά και μόνο για όσα γράφτηκαν περί ιστορικής ανακρίβειας, άγνοιας ή και σκόπιμης παραποίησης.
1) Περί της χρήσης των βομβών ΝΑΠΑΛΜ στο Βίτσι και στον Γράμμο τον Αύγουστο του '49.
Αναφορές στο θέμα συνάντησα στην έρευνά μου όλα αυτά τα χρόνια. Για να σιγουρευτώ, παράγγειλα και αγόρασα κινηματογραφικό υλικό από βιβλιοθήκες ιστορικών οπτικοακουστικών ντουκουμέντων της Αγγλίας και των ΗΠΑ.
Τα φιλμ δείχνουν την κατασκευή και αποθήκευση των βομβών στην πρώιμη μορφή τους, σε βαρέλια, και στην κατοπινή, της κανονικής βόμβας, καθώς και τις δοκιμαστικές ρίψεις στον Ειρηνικό. Οι εικόνες αυτές είναι διαθέσιμες για τους ενδιαφερόμενους. Εκτός από την προφανή έρευνα σε Google και την αλληλογραφία με το εξωτερικό, προτού ολοκληρωθεί το μοντάζ της ταινίας επικοινώνησα με τον καθηγητή κ. Γιώργο Μαργαρίτη (δίτομο έργο «Ιστορία του Ελληνικού Εμφυλίου», εκδόσεις Φιλίστωρ) και είχα τη σύμφωνη γνώμη του και την επιβεβαίωση και από δικές του έρευνες ότι η τελειοποιημένη βόμβα ΝΑΠΑΛΜ, ενισχυμένη πλέον με γόμωση φωσφόρου, έπεσε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Περίμενα περισσότερα σχόλια στις εφημερίδες για το γεγονός αυτό, άγνωστο στους πολλούς Ελληνες αλλά και ξένους που πιστεύουν ότι οι ΝΑΠΑΛΜ χρησιμοποιήθηκαν πρώτα στο Βιετνάμ.
2) Περί της στάσης των Ελλήνων αξιωματικών στη σύσκεψη με τον Βαν Φλιτ.
Ο Αμερικανός στρατηγός επιτίμησε με σκαιό τρόπο τους Ελληνες στρατιωτικούς για ανικανότητα και απροθυμία, αν και οι μεγάλες απώλειες του Εθνικού Στρατού ήταν σε μάχες σώμα με σώμα. Μετά μάλιστα τις κυνικές εντολές του να «σκοτώσουν και να απανθρακώσουν» τους αντάρτες, θεώρησα φυσικό να υπάρξει και κάποιος σκεπτικισμός από ελληνικής πλευράς, δεδομένου ότι φαντάροι κι αντάρτες πολεμούσαν σε πολύ κοντινές αποστάσεις, εντός της ακτίνας δράσης της βόμβας ΝΑΠΑΛΜ. Υπήρξαν περιπτώσεις που το πυροβολικό του Εθνικού Στρατού έβαλε κατά λάθος εναντίον φαντάρων, όπως και περιπτώσεις κάποιων στρατιωτών που είχαν ενστάσεις για τις οδηγίες των Αμερικανών (π.χ. αντιστράτηγος Αλέξανδρος Τσιγγούνης, «Ο Συμμοριτοπόλεμος στην Πελοπόννησο», 1961, σελ. 139-151, περί Βαν Φλιτ, συναδέλφων του «yes men» και «τεμενάδων»). Βεβαίως παραμένει γεγονός και φαίνεται ξεκάθαρα στην «Ψυχή βαθιά» ότι εν τέλει η ελληνική στρατιωτική ηγεσία «συμμορφώθηκε» προς τις αμερικανικές υποδείξεις, ο Βαν Φλιτ δεν έφυγε, τα βομβαρδιστικά από Ευρώπη και ΗΠΑ ήρθαν, οι ΝΑΠΑΛΜ έπεσαν και έκαναν στάχτη ανθρώπους και δάση...
Η «Ψυχή βαθιά» δεν θυμίζει μόνον αυτά αλλά και τα έκτακτα στρατοδικεία με τις καταδίκες «τρις εις θάνατον» με συνοπτικές διαδικασίες και τις εκτελέσεις ακόμη και εφήβων. Ολα αυτά υπάρχουν σε πολλές σκηνές της ταινίας...
3) Για τη μομφή ότι τάχα κατά την ταινία «έφταιγαν μόνο οι κακοί ξένοι...».
Αφού σκοτωθήκαμε μεταξύ μας, πώς δεν φταίγαμε εμείς; Το τονίζω στην πρώτη κιόλας σκηνή. Αντλησα το υλικό από το βιβλίο του Μιχάλη Κύρκου «Πίσω από τα κάγκελα», εκδόσεις Φιλίστωρ, σελ. 31-32 και πρόσθεσα τη φράση: «για όσα συμβαίνουν, υπόλογοι στις επόμενες γενιές δεν θα είναι πρωτίστως οι ξένοι». Ωστόσο, είναι αδύνατον να μειώσουμε τον ρόλο των ισχυρών ξένων συμφερόντων. Μήπως ήταν αμελητέος; Οι Αμερικανοί από τότε έβαλαν πόδι στον τόπο μας και έμειναν και καθόρισαν, και σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν ακόμη, τα πράγματα στην ευρύτερη περιοχή.
4) Για το τραγούδι «Κάποια μάνα αναστενάζει» του Βασίλη Τσιτσάνη, αν υπήρχε τότε και ποιοι το «αγκάλιασαν».
Πρωτοκυκλοφόρησε το 1947, Parlofon 74100. Τραγουδούν: Στέλλα Χασκίλ, Τσιτσάνης, Βαμβακάρης. (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Ανθολογία τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη» και Βασίλης Τσιτσάνης, «Απαντα», επιμέλεια Θεόφιλου Αναστασίου).
Επιπλέον:
«...Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι. Στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες, και στα βουνά, στα αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα -παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο- η χώρα τούτη ολάκερη μια ολόκληρη τριετία τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο με επιμονή, με σπαραγμό και δάκρυα σ' όλα τα μάτια: Κάποιο απλό, λαϊκό, σερέτικο. Στρατιώτες κλαίγαν, κλαίγαν αντάρτες, εξόριστοι, άμαχοι, άνθρωποι των πόλεων. Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν. Μα εκείνο ανίκητο. Πάνω στα υψώματα απ' τα μεγάφωνα των Μονάδων που ήταν στημένα κι απ' τα χωνιά τ' αντάρτικα, τρία ολάκερα χρόνια τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι:
"Κάποια μάνα αναστενάζει / μέρα νύχτα ανησυχεί...".
(απόσπασμα από την «Πυραμίδα '67» του Ρένου Αποστολίδη).
5) Ας ξαναπώ και για τον τίτλο «Ψυχή βαθιά».
Ασφαλώς ήξερα ότι ήταν σύνθημα του ΕΛ.ΑΣ., ότι ο Νίκος Ζαχαριάδης το είχε αποκηρύξει και οι ποινές των παραβατών στο ΔΣΕ ήταν βαρύτατες. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Μνήμης «Αρης Βελουχιώτης» είχε στείλει και σε εφημερίδες και σ' εμένα μακροσκελή επιστολή για το θέμα τις παραμονές έναρξης των γυρισμάτων, φθινόπωρο του 2008, είχαμε μάλιστα μακρά τηλεφωνική επικοινωνία. Επέμεινα γιατί ως σύνθημα, ως λαϊκή ευχή που ακόμη και σήμερα λέγεται στην απλή καθημερινότητα πολλών αγροτικών περιοχών, γεμίζει την καρδιά μου. Είναι σύνθημα αγώνα, κουράγιου και αξιοπρέπειας. Ακούγεται επανειλημμένα στην ταινία «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, σε σενάριο του Βαγγέλη Γκούφα. Ο Λάκης Σάντας βλέποντας την «Ψυχή βαθιά» θυμήθηκε ότι μέχρι πριν από λίγα χρόνια παλιοί αγωνιστές είχαν αυτές τις δύο λέξεις ως χαιρετισμό και αντιχαιρετισμό σε συναντήσεις τους. Και η Ελλη Παπά έτσι κλείνει την τελευταία της συνέντευξη που προβλήθηκε πρόσφατα στην τηλεόραση, με την ευχή-σύνθημα «Ψυχή βαθιά».
* Τελειώνω με μια παρατήρηση.
Συνήθισα εδώ και χρόνια, από το «Χάπι Ντέι» και τα «Πέτρινα χρόνια», τα μίζερα δαγκώματα κάποιων αριστερών. Δεν τρομοκρατούμαι. Συνεχίζω να διατυπώνω τη γνώμη μου ρισκάροντας και προσβλέποντας σε μια Αριστερά της ανθρωπιάς.
Τα ίδια έχουν υποστεί πολλοί και πολύ πιο σημαντικοί των γραμμάτων και των τεχνών από μένα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης για το «Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», ο Αρης Αλεξάνδρου για «Το κιβώτιο», ο Δημήτρης Χατζής για τους «Ανυπεράσπιστους».