Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Μάικλ Γουόλτσερ: «Ο βομβαρδισμός αμάχων θα καταδικάζεται πάντα»


Αν και τα άρθρα έχουν πίσω τους ένα χρόνο οι πρόσφατοι βομβαρδισμοί στη Γάζα δείχνουν ότι η λύση του μεσανατολικού προβλήματος θα αργήσει. Η συνέντευξη του Μ. Γουόλτσερ φωτίζει κάποιες από τις πτυχές του προβλήματος. Πέρα όμως από το ζήτημα του πολέμου στη Γάζα υπάρχουν ενδθαφέρουσες θέσεις για τον "δίκαιο πόλεμο", τον "πασιφισμό" αλλά κια τις πολιτικές εξελίξεις των ντελυατάιων ετών που αγγίζουν την παγκοσμιοποίηση.


Μάικλ Γουόλτσερ: «Ο βομβαρδισμός αμάχων θα καταδικάζεται πάντα»
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ, ΕφημερίδαΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ


- Καθηγητή Γουόλτσερ, η συζήτηση για τον δίκαιο πόλεμο απλώνει τις ρίζες της στους κλασικούς της ηθικής και πολιτικής Φιλοσοφίας. Μπορείτε να μας περιγράψετε σε γενικές γραμμές την κλασική αντίληψη του δίκαιου πολέμου;

«Ο στοχασμός για τον δίκαιο πόλεμο, που επαναλήφθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες με αφορμή τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ανάγεται στο μακρινό παρελθόν και εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές και γλώσσες σε κάθε σύνθετη κουλτούρα. Η κλασική αντίληψη είναι εκείνη η μεσαιωνική - καθολική αντίληψη που προέρχεται από τη λεγόμενη "ηθική θεολογία". Αυτή αναφέρεται στην εμπειρία εκείνων οι οποίοι, επειδή ενεπλάκησαν στον πόλεμο με την ιδιότητα των πολιτικών ηγετών ή των στρατιωτών, υποχρεώθηκαν να παίρνουν συνεχώς αποφάσεις και να αναζητούν μιαν ηθική αυτοδικαιολόγηση. Κανένας πολιτικός ηγέτης, πράγματι, δεν μπορεί να στέλνει τους νέους να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς να τους προμηθεύει με τους ηθικούς λόγους, χωρίς να τους βεβαιώνει ότι δρουν για μια δίκαιη υπόθεση. Αυτά τα επιχειρήματα, που θα μπορούσαν ίσως να φανούν υποκριτικά, βασίζονται σε μιαν ορισμένη θεωρία, η οποία μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα αν υποδιαιρεθεί σε δύο μέρη, επειδή δύο είναι οι όψεις του πολέμου που απαιτούν δικαιολόγηση: από τη μια μεριά, η νομιμότητά του, το jus ad bellum και από την άλλη, η διεξαγωγή του, το jus in bello. Σε ό,τι αφορά τη νομιμότητα, δηλαδή τη δικαιολόγηση των αιτιών και των αιτιολογιών του πολέμου, η κλασική θεωρία προσφεύγει στην έννοια της "αυτοάμυνας". Η θεωρία του δίκαιου πολέμου εκκινεί από μιαν αναλογία με τη δική μας κοινή κατανόηση του ατομικού δικαιώματος στην αυτοάμυνα. Ετσι, όπως είναι δίκαιο να υπερασπιστώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου στον δρόμο, αν δεχτώ ξαφνικά επίθεση από έναν δολοφόνο ή από έναν απαγωγέα, ή να βοηθήσω κάποιον άλλον που είναι θύμα μιας επίθεσης, έτσι είναι δίκαιο και ένα κράτος να κάνει πόλεμο με ένα άλλο ή για να αμυνθεί ή για να υπερασπιστεί ένα άλλο κράτος που δέχτηκε επίθεση. Ενας πόλεμος είναι δίκαιος, επομένως, όταν προκύπτει από την ανάγκη να αμυνθούμε ή να υπερασπιστούμε αυτόν που δέχτηκε επίθεση. Το jus in bello, αντιθέτως, προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που κάθε στρατιώτης είναι υποχρεωμένος να θέτει και τα οποία αναφέρονται στα όρια της πολεμικής δράσης και καθορίζει ότι οι άμαχοι παραμένουν έξω από τη μάχη».

- Το jus ad bellum υποδεικνύει και το ποιες είναι οι κινήσεις και οι δυνατότητες που πρέπει να διερευνηθούν πριν μπούμε σε πόλεμο;

«Από μιαν ορισμένη άποψη, ο πόλεμος είναι διαφορετικός από την αυτοάμυνα, επειδή είναι μια δραστηριότητα η οποία, από τη στιγμή που θα αρχίσει, δύσκολα μπορεί να ελεγχθεί. Ο πόλεμος προϋποθέτει την κινητοποίηση ενός μεγάλου αριθμού προσώπων, απαιτεί όργανα διοίκησης που συχνά δεν είναι πολύ αποτελεσματικά, συνεπάγεται μάχες με έναν όλο και μεγαλύτερο αριθμό συμμετέχοντων, προκειμένου να διατηρείται υπό έλεγχο, παράγει βίαια επεισόδια που συμβαίνουν διαρκώς στην πορεία κάθε συγκρούσης. Γι' αυτούς τους λόγους πρέπει να υπάρχει μια βαθιά απροθυμία για την έναρξη ενός πολέμου και επομένως πολλά από τα θέματα που αναφέρονται στο jus ad bellum προορίζονται να εξειδικεύσουν τη μακρά σειρά προσπαθειών που πρέπει να γίνονται, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επίθεση με μη βίαια μέσα πριν δοθεί βίαιη απάντηση. Προσωπικά δεν συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος είναι μόνον το «έσχατο μέσο». Αν το εξετάσουμε καλά, πράγματι, το ότι υπάρχει ένα "έσχατο" είναι μια μεταφυσική ιδέα. Δεν φτάνουμε ποτέ το "έσχατο", μπορούμε πάντοτε να βρούμε μιαν άλλη δικαιολόγηση για τον επιτιθέμενο, μπορούμε πάντοτε να ζητήσουμε μιαν άλλη συνάντηση ή να αποστείλουμε μιαν άλλη διπλωματική διακοίνωση. Η δικαιοσύνη προϋποθέτει ότι η προσφυγή στη βία είναι νόμιμη μόνον όταν όλες οι λογικές εναλλακτικές δυνατότητες που έχουν κάποια προοπτική επιτυχίας, έχουν εξαντληθεί».

- Εσείς θεωρείτε το βιβλίο σας «Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι» «μια απολογία για τις περιστασιακές απροσεξίες μας και μια διεκδίκηση των βασικών μαχών μας». Τι θέλατε να πείτε με αυτά τα λόγια;

«Το βιβλίο μου ήταν ένα είδος στοχασμού με ηρεμία πάνω σε μια πολύ ταραχώδη εμπειρία, στην οποία πήρα μέρος μαζί με πολλούς άλλους, δηλαδή την εσωτερική εναντίωση στον αμερικανικό πόλεμο στο Βιετνάμ.

Οταν συζητούσαμε με τους συμπολίτες μας, για να αντιταχτούμε στον πόλεμο και για να υποστηρίξουμε ότι δεν είναι νόμιμη η αμερικανική εμπλοκή, χρησιμοποιούσαμε μια κοινή ηθική γλώσσα, προσφεύγοντας σε έννοιες όπως "επίθεση", "ασυλία των αμάχων" κ.ά. Επρόκειτο για ένα ολόκληρο λεξιλόγιο, για ένα σύνολο εννοιών που είχαμε κληρονομήσει, αλλά για το οποίο δεν είχαμε ποτέ πραγματικά στοχαστεί. Μόνον αργότερα άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό ήταν ένας πλούτος που έπρεπε να αναπτυχθεί και να συστηματοποιηθεί, για να μπορέσουμε ενδεχομένως να τον χρησιμοποιήσουμε σε μελλοντικές περιστάσεις. Στην εισαγωγή στο βιβλίο, τόνισα ότι αυτή η γλώσσα χρησιμοποιείται συχνά, για παράδειγμα σε ζωηρές πολιτικές συζητήσεις, αλλά χωρίς να έχουμε μια σαφή γνώση της. Το να είμαστε απρόσεκτοι στην επιχειρηματολογία -όπως και η ωμότητα στη μάχη- είναι κάτι που συμβαίνει στις πολύ θερμές στιγμές. Μετά, όταν τα πάθη καταλάγιασαν και μπορούσαμε να σκεφτούμε με ηρεμία, ξεκίνησα την προσπάθεια να δώσω μια καθαρή εξήγηση της θεωρίας του "δίκαιου και άδικου πολέμου", που δικαίωνε την αντίθεσή μας στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Το σημείο αφετηρίας μου υπήρξε επομένως η εμπειρία να ακούω τον ίδιο μου τον εαυτό, όταν μιλούσα για τον αμερικανικό πόλεμο. Αντιλήφθηκα έτσι ότι αυτή η γλώσσα της ηθικής επιχειρηματολογίας, που είχαμε κληρονομήσει, αντανακλούσε μια μακρά εμπειρία ανδρών και γυναικών από διαφορετικούς πολιτισμούς που έζησαν τον πόλεμο και εμπεριείχε ένα είδος σοφίας σχετικά με αυτό που πρέπει να λέγεται και αυτό που πρέπει να γίνεται σε παρόμοιες περιστάσεις. Αν το σκεφτούμε καλά, όλη η ηθικότητα φτάνει σε μας με αυτή τη μορφή, δηλαδή μέσα από μια γλώσσα που κληρονομήσαμε και από μια παράδοση επιχειρηματολογίας και συζήτησης. Νομίζω πως πρόκειται γι' αυτό που ο Τόμας Τζέφερσον αποκάλεσε "ο λογικός σεβασμός για τις γνώσεις του ανθρώπινου γένους".

Αυτός ο τρόπος να μιλάμε για τον πόλεμο δεν είναι φανταστικός, αλλά είναι, αντιθέτως, πολύ κοντινός στην πραγματικότητα, πηγάζει από μια πραγματική εμπειρία. Με το βιβλίο μου προσπάθησα να καταστήσω προσιτή αυτή την εμπειρία και τη σοφία που πηγάζει από αυτήν, στους πιο κοντινούς φίλους μου, στους συναδέλφους και στους συμπολίτες μου, εκφραζόμενος με την ηθική γλώσσα του καιρού μου και του τόπου μου, δηλαδή με τη γλώσσα των δικαιωμάτων. Μίλησα για το δικαίωμα στην εδαφική ακεραιότητα και στην κυριαρχία καθώς και για το δικαίωμα να μη δεχόμαστε επίθεση, θεμελιώνοντας την ασυλία των αμάχων στη θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων στη ζωή και στην ελευθερία. Δεν πιστεύω καθόλου ότι αυτή είναι η μοναδική γλώσσα με την οποία μπορούν να εκφραστούν αυτές οι ιδέες και επομένως δεν αμφιβάλλω ότι, για παράδειγμα, η ασυλία των αμάχων μπορεί να θεμελιωθεί διαφορετικά. Εγώ προσπάθησα απλώς, καθιστώντας προσιτή την επιχειρηματολογία γύρω από μια εμπειρία του πολέμου, να προσκαλέσω τους συμπολίτες μου να συμφωνούν στο μέλλον γι' αυτό το θέμα».

- Εσείς και άλλοι Αμερικανοί, που αντιτάσσονταν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, κατηγορηθήκατε ότι δεν είσαστε πατριώτες ή και ότι είσαστε αντι-Αμερικανοί. Ποια ήταν η απάντησή σας;

«Ο πατριωτισμός είναι μια αγάπη, μια δέσμευση, μια αφοσίωση προς μια πολιτική κοινότητα και όχι η παθητική αποδοχή των αποφάσεων που παίρνουν οι ηγέτες της. Η κοινότητα είναι διαφορετική από την κυβέρνησή της και έχει αξίες διαφορετικές από τις πολιτικές που ασκούν οι ηγέτες της. Αντιτασσόμενοι στον πόλεμο του Βιετνάμ, εμείς υπενθυμίζαμε στους συμπολίτες μας τις αξίες μας, τους υποδεικνύαμε τον ρόλο που θα μπορούσαν να παίζουν στον κόσμο και τον συγκρίναμε με εκείνον που έπαιζαν πραγματικά. Πάντοτε θεωρούσα ότι οι επικριτές της κοινωνίας -και όχι μόνον εκείνοι με τους οποίους συμφωνούσα- προσέφεραν μιαν υπηρεσία στους ανθρώπους. Οποιος ασκεί κριτική στη συμπεριφορά μου ή στα επιχειρήματά μου μού προσφέρει υπηρεσία. Πρόκειται για μιαν υπηρεσία που μπορεί να προσφερθεί -αν και αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε- πέρα από την αφοσίωση και τη δέσμευση. Ο πατριωτισμός είναι σίγουρα μια αρετή, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί άσχημα, όπως, κατά τη γνώμη μου, χρησιμοποιήθηκε άσχημα από εκείνους που θεωρούσαν πατριώτη όποιον υποστήριζε τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Για τον πατριωτισμό ισχύει η ίδια παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε και για άλλες αρετές, όπως η αγάπη και η φιλία: μπορεί να αγαπάμε με τρόπο ανισόρροπο και μπορεί, για ευτελείς λόγους, να είμαστε φίλοι ενός ανέντιμου προσώπου. Σε κάθε περίπτωση είμαι πεπεισμένος ότι το να αισθανόμαστε αφοσιωμένοι στην πολιτική κοινότητα στην οποία ζούμε είναι μια αρετή και νομίζω ότι είναι δύσκολο να φανταστούμε μια πραγμαιτική κοινότητα πολιτών και μια δημοκρατία χωρίς τη στράτευση που απαιτεί ο πατριωτισμός».

- Εχετε πει ότι «δεν υπάρχει κόσμος του οποίου να είμαστε πολίτες». Τι εννοούσατε με αυτό;

«Ετσι όπως δεν μπορώ να είμαι φίλος κάθε ανθρώπου που ζει στον πλανήτη, έτσι δεν μπορώ και να είμαι συμπολίτης όλων. Οι κοινότητες είναι υποχρεωτικά ιδιαίτερες, ξεχωριστές, είναι ιστορικές δημιουργίες που διαμορφώνονται μέσα στον χρόνο και που γεννούν μια αφοσίωση, η οποία συνδέεται βαθύτερα με την ιδιαιτερότητά τους και τη μακροβιότητά τους.

Αυτές δεν είναι στιγμιαίες κοινότητες, έχουν υπάρξει για μεγάλες χρονικές περιόδους, κληροδοτήθηκαν -θα μπορούσαμε να πούμε- από πατέρα σε γιο. Μόνο στο εσωτερικό κοινοτήτων αυτού του τύπου -οι οποίες μπορεί να είναι διαφόρων ειδών- αποκτάμε την πολιτική μας ταυτότητα και καταλήγουμε να αναπτύσσουμε ένα αίσθημα αφοσίωσης. Το Σύμπαν, η Γη, ο κόσμος δεν είναι διόλου κοινότητες. Μια δυνητική πολιτική κοινότητα, που θα έπρεπε να συγκροτηθεί στο μέλλον εξαιτίας της οικονομικής αλληλεξάρτησης ή της περιβαλλοντικής κρίσης, θα είναι τόσο μεγάλη ώστε είναι δύσκολο να τη φανταστούμε διαφορετικά, παρά ως μια εργαλειακή οργάνωση για κάποιο σκοπό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μια βαθύτερη στράτευση θα απαιτήσει οπωσδήποτε μιαν ορισμένη αποκέντρωση και μια πολιτική περισσότερο εστιασμένη σε ιδιαίτερα προβλήματα. Ο κόσμος, επομένως, δεν είναι το πεδίο της δικής μου στράτευσης.

Με αυτό δεν θέλω να πω ότι εγώ δεν αισθάνομαι υπεύθυνος για την επιβίωση του πλανήτη και ότι δεν στρατεύομαι στα κοινωνικά κινήματα και στα πολιτικά κόμματα που παλεύουν γι' αυτόν τον σκοπό. Κατά τη γνώμη μου, τα βαθύτερα συναισθήματα αφοσίωσης που έχουμε, γίνονται -ή καλύτερα πρέπει υποχρεωτικά να γίνουν- πιο στενά δεμένα με ολόκληρο τον πλανήτη. Διόλου τυχαία αναβιώνουν οι πιο διαφορετικές μορφές ιδιαίτερων ταυτοτήτων.

Νομίζω ότι το ανθρώπινο περιεχόμενο των νέων εθνικισμών και φυλετισμών έγκειται, στο βάθος, σε ένα αίτημα αυτορυθμιζόμενης πολιτικής ελευθερίας. Σε όλους αυτούς τους "-ισμούς" φωλιάζει το αίτημα μιας δημοκρατίας στη διεθνή πολιτική, το αίτημα δηλαδή να τεθεί ένα τέρμα στον ιμπεριαλισμό, στην ηγεμονία, στην κυριαρχία. Ο αυτοκαθορισμός είναι μια οικουμενική αξία, αλλά πολύ ειδικού χαρακτήρα. Υποστηρίζοντας, πράγματι, την αξία του αυτοκαθαρισμού διεκδικούμε και την ελευθερία όλων των διαφορετικών υποκειμένων που αυτοκαθαρίζονται και που δεν μπορούν να μην αναγνωρίσουν, επομένως, πολλά διαφορετικά είδη κοινωνίας. Από τη δική μου σκοπιά, ο οικουμενισμός πρέπει να υποστηρίζεται, αλλά ως "επαναληπτικός οικουμενισμός". Αυτός δηλαδή πρέπει να "επαναλαμβάνει" τις διαφορές και να προστατεύει κάθε μέλος της ανθρωπότητας στην ιδιαιτερότητά του».

- Η αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ δεν υπήρξε ένα γεγονός που ενέπλεξε μόνον τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά βρήκε υποστήριξη σε ολόκληρο τον κόσμο. Πώς εξηγείτε αυτό το φαινόμενο;

«Πολλές σημαντικές ανθρώπινες εμπειρίες είναι αναμφίβολα κοινά βιώματα όλων. Μπορώ να αισθάνομαι οικειότητα με τις ανθρώπινες υπάρξεις σε κάθε μέρος του κόσμου, όταν αυτές νιώθουν τις χαρές της γέννησης ενός παιδιού ή τις χαρές ενός γάμου ή αισθάνονται θλίψη για την απώλεια κάποιου πράγματος ή για τον θάνατο κάποιου προσώπου. Οσο ιδιαίτερα και αν είναι τα τελετουργικά έθιμα ενός γάμου, όσο μεγάλη ποικιλία και αν εμφανίζουν τα έθιμα που υιοθετούνται στις κηδείες από τις διάφορες κοινότητες, το νόημα αυτών των εμπειριών είναι κοινό για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις.

Νομίζω ότι η επιθυμία για αυτοκαθαρισμό είναι σύμφυτη με τις ανθρώπινες υπάρξεις από τότε που εμφανίστηκαν κοινότητες -είτε αυτές είναι φυλές, έθνη είτε εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες-, και από τότε που υπάρχουν επιτιθέμενοι, ιμπεριαλιστές και κατακτητές.

Το συναίσθημα ότι είμαστε ελεύθεροι, αν και μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους σε ατομικό επίπεδο, όταν εμφανίζεται στη συλλογική ζωή, ταυτίζεται για όλους με τη θέληση να μην είμαστε υποδουλωμένοι από τους ξένους. Η συμπάθεια για τους Βιετκόνγκ ή για τους Βορειοβιετναμέζους, στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ, σχετιζόταν σε μεγάλο βαθμό με την αναγνώριση αυτού του συναισθήματος. Αυτό που ωθεί τους Βιετναμέζους να θέλουν να αυτοκυβερνώνται είναι η ίδια ώθηση που οδηγεί τους Γάλλους ή τους Ιταλούς να κάνουν το ίδιο, αν και στις διαφορετικές καταστάσεις είναι διαφορετικές και οι συγκεκριμένες δυνατότητες για ανατροπή των αντίστοιχων πρακτικών διακυβέρνησης. Ανάλογα, νομίζω ότι και η ιδέα της δικαιοσύνης στον πόλεμο ξεπερνάει τα σύνορα ενός μεμονωμένου έθνους και είναι, αντιθέτως, μια θεωρία η οποία, από τότε που διεξάγονται πόλεμοι μεταξύ των διάφορων χωρών και των διαφορετικών πολιτισμών, αναπτύσσεται όλο και περισσότερο, προκαλώντας έτσι τη θέσπιση εκείνων των νόμων της φιλοξενίας και του εμπορίου που επιτρέπουν σε πρόσωπα τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνίες, να επικοινωνούν μεταξύ τους. Γι' αυτόν τον λόγο, ο βομβαρδισμός ενός χωριού, από τον οποίο θα σκοτωθούν σίγουρα άμαχοι, επειδή είναι αδύνατο να σκοπευτούν απ' ευθείας οι στρατιώτες, θα καταδικάζεται πάντα από κάθε ανθρώπινη κοινότητα».

- Καθηγητή Γουόλτσερ, στον πρόλογο που γράψατε το 1991 για την επανέκδοση του βιβλίου σας, υποστηρίζετε ότι, κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Κόλπο, η ορολογία του «δίκαιου πολέμου» έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο και μάλιστα επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτός ο πόλεμος. Μπορείτε να μας πείτε ποια είναι η θέση σας;

«Νομίζω ότι είναι εντελώς φυσιολογικό μια ηθική θεωρία να έχει απόηχο στους λόγους των πολιτικών ηγετών και ότι, αντιθέτως, θα ήταν πολύ παράξενο αν αυτή δεν είχε ποτέ αντανάκλαση στη συμπεριφορά τους. Στην περίπτωση του πολέμου στον Κόλπο η συστηματική χρήση των επιχειρημάτων υπέρ του δίκαιου πολέμου από μέρους των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της συμμαχίας, και ιδιαίτερα των Αμερικανών, είχε μιαν αντανάκλαση, αν και κατά την άποψή μου με τρόπο πολύ ατελή, στη διεξαγωγή του πολέμου. Αυτό υποδηλώνει ότι υπάρχει η αναγκαιότητα οι πόλεμοι να γίνονται κάτω από τον διεθνή έλεγχο, κυρίως εκεί όπου είναι αναγκαίο να κινητοποιηθεί η συνδρομή διάφορων χωρών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, πράγματι, καθώς είναι αδύνατο να γίνει έκκληση στον σοβινισμό, στην εθνική υπερηφάνεια, που βρίσκονται στις ρίζες του εθνικισμού, χρειάζεται να γίνει αναφορά σε ηθικές αρχές και αυτό, μολονότι παράγει κυρίως υποκρισία, μπορεί μερικές φορές να συμβάλει στην επιβεβαίωση αξιών. Αν και δεν ξέρουμε ακόμα πολλά σχετικά με αυτά που πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου στον Κόλπο, έχω εκφράσει πολλές επιφυλαξεις, τόσο κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής του όσο και μετά, γύρω από τον τρόπο με τον οποίο αυτός έγινε. Πιστεύω ότι ορισμένες αποφάσεις που διαμόρφωσαν τη στρατηγική των βομβαρδισμών - αποφάσεις που πάρθηκαν επίσημα από τη συμμαχία, αλλά στην πραγματικότητα ήταν έκφραση της αμερικανικής βούλησης- ήταν εγκληματικά εσφαλμένες. Οπως είναι γνωστό, ο πόλεμος, πριν αρχίσει στο έδαφος, διεξήχθη για το μεγαλύτερο διάστημα από τον ουρανό και οι βόμβες έπληξαν κυρίως τις υποδομές της ιρακινής κοινωνίας: τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τις εγκαταστάσεις ύδρευσης και καθαρισμού του νερού, τα κέντρα επικοινωνίας, τις γέφυρες, τους δρόμους. Πρόκειται για στόχους οι οποίοι μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν νόμιμοι, εκεί όπου, για παράδειγμα, επρόκειτο για γέφυρες που επέτρεπαν τον ανεφοδιασμό μιας στρατιάς εμπολέμων. Αντιθέτως, η καταστροφή εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ή εγκαταστάσεων ύδρευσης αποτελεί μιαν αδικαιολόγητη επίθεση στην κοινωνία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, στις οποίες η στρατιωτική βλάβη είναι παράπλευρη με τη βλάβη που υφίσταται ολόκληρη η κοινωνία, ο πληθυσμός διατρέχει κινδύνους -όπως, για παράδειγμα, μιαν επιδημία χολέρας- οι οποίοι, πλήττοντας χωρίς διάκριση στρατιωτικούς και αμάχους, δεν περιλαμβάνονται καθόλου μεταξύ των περιπτώσεων που προβλέπει και δικαιολογεί το jus in bello».

- Ποια είναι η γνώμη σας σχετικά με την ηθική και πολιτική αξία του πασιφισμού;

«Οι πασιφιστές βλέπουν στη θεωρία του δίκαιου πολέμου έναν τρόπο επιχειρηματολογίας ο οποίος, καθορίζοντας τους τρόπους και τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να διεξάγεται ο πόλεμος, καταλήγει να τον αποδέχεται και να τον δικαιολογεί. Προσωπικά, επειδή μεγάλωσα κατά τη διάρκεια του τελευταίου Παγκόσμιου Πολέμου, πιστεύω ότι υπάρχουν περιστάσεις στην ανθρώπινη ιστορία στις οποίες είναι πολύ σημαντικό να είμαστε προετοιμασμένοι να πολεμήσουμε. Υπάρχουν μορφές επίθεσης, κυριαρχίας και τυραννίας στις οποίες είναι αναγκαίο να αντιτασσόμαστε με τη βία, επειδή δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος για να αντιταχθεί κανείς σε αυτές και δεν είναι δυνατό να τις ανεχθούμε ούτε και για μια σύντομη περίοδο. Με μιαν ορισμένη έννοια, επομένως, εγώ είμαι πολιτικός αντίπαλος του πασιφισμού, επειδή σε αυτόν διαβλέπω την άρνηση να στρατευτούμε ενάντια στην τυραννία και την καταπίεση με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι δυνατό να το κάνουμε. Από την άλλη μεριά, αναγνωρίζω πως στους πασιφιστές ανήκει η τιμή ότι ενδυναμώνουν ένα ιδεώδες το οποίο όλοι συμμεριζόμαστε, εκείνο ενός κόσμου όπου η πολιτική θα αντικαταστήσει τον πόλεμο. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι πρόκειται για απλή ουτοπία. Πασιφιστής είναι εκείνος ο οποίος πιστεύει, ίσως όχι άδικα, ότι αυτό είναι δυνατό πριν ακόμα γίνει πραγματικότητα.

Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, πίστεψαν ότι βαδίζαμε προς ένα ειρηνικό μέλλον. Υστερα από λίγα χρόνια, όμως, πολιτικοί και φιλόσοφοι εξέφρασαν τη νοσταλγία τους για την πολιτική κατάσταση που γέννησε ο Ψυχρός Πόλεμος, ο οποίος, κατά τη γνώμη τους, εξασφάλιζε τουλάχιστον την ειρήνη. Και υπάρχει κανείς που να μιλάει όχι μόνο για "δίκαιο πόλεμο" αλλά και για "δίκαιη ειρήνη;"

Στην πραγματικότητα, στη μακρά περίοδο του Ψυχρού Πολέμου ξέσπασαν τρομερές συγκρούσεις στην Κορέα και στο Βιετνάμ, σε διάφορα μέρη της Κεντρικής Αμερικής, στη Μέση Ανατολή, στο Αφγανιστάν, στην Ινδία και στο Πακιστάν. Η λεγόμενη "ισορροπία του τρόμου" διατηρούσε την ειρήνη στην Ευρώπη, αλλά όχι βέβαια και στον υπόλοιπο κόσμο. Νομίζω, επομένως, ότι δεν θα έπρεπε να παραπονιόμαστε για το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αν και σήμερα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, οι αναδιευθετήσεις καταλήγουν να είναι πολύ δύσκολες. Σκέφτομαι τη "δίκαιη ειρήνη" με μια γλώσσα που αντλείται από την ευρωπαϊκή εμπειρία του 16ου και του 17ου αιώνα, επειδή νομίζω ότι υπάρχουν ορισμένες σημαντικές ομοιότητες μεταξύ των θρησκευτικών πολέμων εκείνης της περιόδου και των εθνικιστικών συγκρούσεων του καιρού μας. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι τελείωσαν με τη θεωρία της ανεκτικότητας, που δεν καταργούσε τις διαφορές πίστης αλλά περιοριζόταν στο να καθορίζει τα όρια, να προμηθεύει τους χώρους μέσα στους οποίους οι κοινότητες των πιστών μπορούσαν να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, να δημιουργούν τους θεσμούς τους χωρίς φόβο. Σήμερα θα πρέπει να αναζητήσουμε το ισοδύναμο της θρησκευτικής ανεκτικότητας στο πλαίσιο της εθνικής σύγκρουσης, ορίζοντας και προστατεύοντας τους χώρους. Τέτοιοι χώροι θα πρέπει να είναι διάφορων ειδών, μπορεί να ταυτίζονται με τις αυτόνομες περιοχές καθώς και με τα κυρίαρχα κράτη ή να παίρνουν τη μορφή του πολιτισμικού πλουραλισμού, των εθελοντικών οργανώσεων στην κοινωνία πολιτών, και επομένως μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις συνεπάγονται υποχρεωτικά πολιτικό διαχωρισμό και κρατική ανεξαρτησία.

Χρειάζεται να προστατεύουμε τους χώρους με σύνορα ασφαλή για όλες τις εθνικές, θρησκευτικές, εθνοτικές ομάδες, που αισθάνονται την ανάγκη αυτού του τύπου ασφάλειας. Δεν βλέπω άλλη μορφή ισοδύναμη με την ανεκτικότητα που να μην είναι ο καθορισμός συνόρων, επειδή ο κόσμος μας είναι ένας κόσμος στον οποίο οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες. Με δύο λόγια, οι αρχές της ειρήνης συμπίπτουν με εκείνες του αυτοκαθορισμού. Υπογραμμίζω ότι αυτές οι τελευταίες έχουν πολλές δυνατές εφαρμογές και όχι μόνο μία.

Αν κάθε εθνική ομάδα, κάθε θρησκευτική κοινότητα απαιτούσε ένα κυρίαρχο κράτος θα αναδύονταν ανυπέρβλητες δυσκολίες. Από πολλά μέρη του κόσμου όμως μας έρχεται η μαρτυρία ότι υπάρχουν τρόποι για να παρέχεται χώρος και ασφάλεια στο εσωτερικό των πολυεθνικών κρατών μέσα από την περιφερειακή αυτονομία και τον πολιτισμικό πλουραλισμό. Ο δρόμος προς την ειρήνη είναι επομένως εκείνος που περνάει μέσα από τον καθορισμό συνόρων τα οποία ανταποκρίνονται στα διάσπαρτα αιτήματα αυτοκαθορισμού».

* Η συνέντευξη αυτή του Μάικλ Γουόλτσερ δόθηκε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, στις 23 Μαΐου 1992.

Συνομιλητής του Αμερικανού φιλοσόφου ήταν ο Ιταλός Μαουρίτσιο Βιρόλι, καθηγητής Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον.





Οι δίκαιοι πόλεμοι και ο κρατικός τρόμος





O Αμερικανός συγγραφέας και φιλόσοφος Μάικλ Γουόλτσερ, γνωστός από το βιβλίο του «Δίκαιοι και Άδικοι Πόλεμοι», έγραψε το 2002 πως ένα από τα προβλήματα της Μέσης Ανατολής είναι η υπεραπλούστευση της σύγκρουσης των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων. Στην πραγματικότητα, συνέχισε, διεξάγονται τέσσερις πόλεμοι σε διαφορετικές στιγμές, ο καθένας από τους οποίους απαιτεί μια διαφορετική ηθική απάντηση. Ένας παλαιστινιακός πόλεμος με στόχο την καταστροφή του Ισραήλ. Ένας παλαιστινιακός πόλεμος για τον τερματισμό της κατοχής και τη δημιουργία ενός κράτους δίπλα στο Ισραήλ. Ένας ισραηλινός πόλεμος με στόχο την ασφάλεια στο εσωτερικό των συνόρων του 1967. Και ένας ισραηλινός πόλεμος για το Μεγάλο Ισραήλ, τους οικισμούς και τα κατεχόμενα εδάφη.

Σύμφωνα με τον Γουόλτσερ, ο πρώτος πόλεμος είναι άδικος, ενώ ο δεύτερος θα μπορούσε να γίνει χωρίς τη χρήση βίας. Το βέβαιο πάντως είναι ότι «για να κερδηθεί ο δεύτερος, πρέπει να χαθεί ο πρώτος». Τι γίνεται όμως με τους ισραηλινούς πολέμους; Πότε ο δίκαιος πόλεμος για την υπεράσπιση της ύπαρξης του Ισραήλ μετατρέπεται σε έναν άδικο πόλεμο για την εξόντωση των αντιπάλων του; Με άλλα λόγια, στις πόσες εκατοντάδες νεκρά παιδιά, στα πόσα «χειρουργικά λάθη», αρχίζει να γέρνει η ζυγαριά προς την άλλη μεριά;

Τα περισσότερα παιδιά που έχουν σκοτωθεί στη Γάζα - έγραφε προχθές ο Γκίντεον Λέβι στη Χααρέτζ - δεν πέθαναν επειδή η Χαμάς τα χρησιμοποιούσε ως ασπίδα, αλλά επειδή ο ισραηλινός στρατός βομβάρδισε τα ίδια, τις οικογένειές τους ή τα σπίτια τους. «Να γιατί το αίμα των παιδιών της Γάζας δεν έχει βάψει τα χέρια της Χαμάς, αλλά τα δικά μας».

Ο Γουόλτσερ έχει προτείνει και έναν άλλο όρο που καθορίζει το πότε είναι δικαιολογημένος ο κρατικός τρόμος: την «ανώτατη έκτακτη ανάγκη». Οι Σύμμαχοι αναγκάστηκαν να βομβαρδίσουν τη Δρέσδη, σκοτώνοντας δεκάδες χιλιάδες αμάχους, όταν βρέθηκαν μπροστά στην εφιαλτική προοπτική να ηττηθούν από τους ναζί. Με την ίδια λογική, το Ισραήλ θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ισοπεδώνει τη Λωρίδα της Γάζας μπροστά στον κίνδυνο οι ρουκέτες της Χαμάς να πλήξουν μια πόλη σαν το Τελ Αβίβ. Όπως σημειώνει όμως ο αρχισυντάκτης της Ομπζέρβερ Πίτερ Μπόμοντ, στην κατηγορία της «ανώτατης έκτακτης ανάγκης» θα μπορούσε να εμπίπτουν και οι επιπτώσεις από τον οικονομικό αποκλεισμό της Γάζας. Εξαιτίας του αποκλεισμού αυτού, τον οποίο το Ισραήλ αρνήθηκε να άρει παρόλο που ήταν υποχρεωμένο με βάση τη συμφωνία εκεχειρίας, η κοινωνία της Γάζας έφτασε στα όρια της αποσύνθεσης, η οικονομία κατέρρευσε, και ένας στους δύο κατοίκους ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Παρόλο λοιπόν που η Γάζα δεν αποτελεί κράτος, και στην ουσία είναι εξίσου κατεχόμενη με τη Δυτική Όχθη, μήπως όλα τα παραπάνω δικαιολογούν τον «κρατικό τρόμο» της Χαμάς;





Ο Μάικλ Γουόλτσερ γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 13 Μαρτίου 1935, από Εβραίους γονείς που μετανάστευσαν στην Αμερική από την Ανατολική Ευρώπη. Πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Μπραντάιζ το 1956, και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στη Φιλοσοφία το 1961, στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Από το 1962 ώς το 1966 δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και από το 1966 ώς το 1980 στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ενώ από το 1980 διδάσκει στο Ινστιτούτο Ανώτατων Σπουδών του Πρίνστον. Είναι συνδιευθυντής της περιοδικής επιθεώρησης «Dissent». Συνεργάζεται επίσης με το περιοδικό «The New Republic».
Φιλόσοφος της ηθικής και της πολιτικής, ο Γουόλτσερ έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ιστορία της σύγχρονης πολιτικής σκέψης (σοσιαλισμός, εθνικισμός, κοινοτισμός, ριζοσπαστισμός κ.λπ.), και με ορισμένα σημαντικά θέματα της σύγχρονης φιλοσοφικής και πολιτικής συζήτησης, όπως είναι το πρόβλημα της δικαιοσύνης και των σχέσεων ανάμεσα σε ισότητα και ελευθερία, το πρόβλημα των σχέσεων σοσιαλισμού και φιλελευθερισμού, θρησκείας και πολιτικής, το ζήτημα του πολέμου, της δημοκρατίας, της ανεκτικότητας και του πλουραλισμού. Στη δεκαετία του 1960, ο Γουόλτσερ συμμετείχε ενεργά στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, στο αντιρατσιστικό και στο αντιπολεμικό κίνημα. Από την αρχή της ακαδημαϊκής του δραστηριότητας προσπάθησε να βγάλει τη Φιλοσοφία από τις αίθουσες της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και να τη χρησιμοποιήσει ως κριτικο οδηγό για την παρέμβαση στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα.
Ο Γουόλτσερ είναι, με άλλα λόγια, ένας στρατευμένος διανοούμενος της αμερικανικής Αριστεράς, ο οποίος συνηθίζει να «λερώνει τα χέρια του» ασχολούμενος με τα επίμαχα και δύσκολα προβλήματα που του θέτουν οι ιστορικές καταστάσεις. Είναι δηλαδή ένας κριτικός διανοούμενος, που έρχεται διαρκώς σε επαφή με τα γεγονότα και την πολιτική πραγματικότητα του καιρού του, χωρίς να φοβάται ότι αυτό θα «μολύνει» τις θεωρίες του. Αντίθετα μάλιστα, πρόθεσή του είναι να τις κάνει πιο χρήσιμες και να ελέγξει την εγκυρότητά τους μέσα από την αντιμετώπιση δύσκολων και προβληματικών καταστάσεων. Ο Γουόλτσερ είναι εξαιρετικά παραγωγικός συγγραφέας, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει συχνά σε θεωρητικές και πολιτικές συζητήσεις, συμπόσια, συνέδρια, διαλέξεις κ.λπ. Ορισμένα από τα βιβλία του έχουν κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση και θεωρούνται ήδη έργα αναφοράς στο συναφές θεματικό πεδίο. Στη γλώσσα μας κυκλοφορούν τα έργα του:

* «Περί ανεκτικότητας», «Καστανιώτης», 1998

* «Η ηθική εντός και εκτός συνόρων», «Πόλις», 2003

* «Δίκαιοι και άδικοι πόλεμοι», «Ιωλκός», 2008



Δεν υπάρχουν σχόλια: