Σ' αυτήν τη χώρα, που είναι απέραντο φρενοκομείο, η ιστορία της αντιμετώπισης της τρέλας έχει περάσει από 40 κύματα. Η εξευτελιστική ιστορία της Λέρου, πριν από 25 χρόνια, έδωσε το έναυσμα για ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Η οποία ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις εκ μέρους ψυχιάτρων και ασθενών, αλλά στο δρόμο σκάλωσε στην αδιαφορία, την αναλγησία, την υποκρισία, τις εργολαβίες και την υποχρηματοδότη- ση, αφήνοντας χιλιάδες εύθραυστες ψυχές κυριολεκτικά στο δρόμο.
Η μέρα που τρελάθηκε ο αδελφός μου δεν ήταν μία μέρα. Ηταν πολλές, που έχανε το μυαλό του ήσυχα κι αθόρυβα, ανεπαίσθητα. Και κανείς μας δεν το καταλάβαινε, γιατί δεν μας εξήγησε κανείς πώς αυτό συμβαίνει. Υπήρχε ο αγροτικός γιατρός του χωριού, βεβαίως, που έλεγε πως έχουν πειραχτεί τα νεύρα του, και μετά ο ιδιώτης ψυχίατρος στην πρωτεύουσα του νομού, που έλεγε πως θα χρειαστεί χρόνια ψυχοθεραπεία. Και υπήρχε η ντροπή, ο τρόμος, η ανάγκη να παραστήσουμε όλοι οι υπόλοιποι πως τίποτα δεν συμβαίνει. Μέχρι που έδειρε τη μάνα μας και όρμηξε στον πατέρα με μια καρέκλα. Πρέπει να σου διηγηθώ εκείνη τη μέρα, για να καταλάβεις τι είναι και αν πραγματικά κάποτε έγινε ψυχιατρική μεταρρύθμιση σ' αυτήν τη χώρα».
Ο Παύλος είναι 40 χρονών κι ο αδελφός του τα τελευταία 10 χρόνια παθαίνει ψυχωσικά επεισόδια. Είναι από τους πρώτους ανθρώπους που συναντώ, στην προσπάθειά μου να ξεμπερδέψω αυτό το κουβάρι που έχει τρέλα και οδύνη, περιθώριο κι ελπίδα, καταστολή και χειραφέτηση. Ολα αυτά που κλείνουν εντός τους δυο μικρές και τόσο βαριές λέξεις: «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».
«Οι γονείς μου είναι αγρότες κι εγώ σπούδασα μηχανικός υπολογιστών. Ο Γιάννης ήταν περίεργος, κολλημένος με τη θρησκεία, εσωστρεφής κι εξαιρετικά επικριτικός με τους γύρω του. Αν κάποιος μας είχε μιλήσει εγκαίρως, αν μας είχε διδάξει να αναγνωρίζουμε τα σημάδια, δεν θα φτάναμε ποτέ σ' εκείνη τη μέρα». Εκείνη τη μέρα ο αδελφός του (που κάποιος ιδιώτης γιατρός δεν είχε κάνει σωστή διάγνωση, δεν του έδινε τα σωστά φάρμακα και, φυσικά, τον έβλεπε μόνο μια φορά στο δίμηνο) σάλταρε εντελώς. Τότε, λοιπόν, τηλεφώνησαν στο ψυχιατρείο του νομού.
«Ηρθαν οι μπάτσοι και του φόρεσαν χειροπέδες. Τον έκλεισαν στο κρατητήριο για τρία 24ωρα, μέχρι να μπορέσουν να τον πάνε στο νοσοκομείο. Από τότε η ζωή μας είναι αυτό ακριβώς: εξάρσεις και υφέσεις της αρρώστιας του Γιάννη, νοσηλείες και αναγκαστικές εισαγωγές. Μετά τον μπουκώνουν τα φάρμακά του και μας τον στέλνουν πάλι πίσω, σπίτι. Καμία μέριμνα, καμία φροντίδα, καμία υποστήριξη. Ποια μεταρρύθμιση; Απλώς έκλεισαν ορισμένα ψυχιατρεία. Αλλαξε η νοοτροπία μας; Αλλαξε η κουλτούρα μας; Αλλαξε ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία την ψυχική νόσο; Το 60% των ψυχιατρικών εισαγωγών στη χώρα μας γίνεται με εισαγγελική εντολή, όταν στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 5% έως 8%. Οι ασθενείς μεταφέρονται με περιπολικά και όχι -όπως προβλέπεται- από το ΕΚΑΒ».
Παραπάνω από 20 χρόνια πέρασαν από τότε που οι εικόνες των «γυμνών», όπως αποκαλούσαν γιατροί και νοσηλευτές τους «ανίατους» της Λέρου, έκαναν το γύρο του κόσμου και ανάγκασαν την Ελλάδα να δει κατά πρόσωπο το πώς αντιμετωπίζει την ψυχική ασθένεια. Από τότε η χώρα «μεταρρυθμίζει» αδιαλείπτως το χώρο της ψυχικής υγείας, με σωρεία προγραμμάτων αποασυλοποίησης των ασθενών και έναν πακτωλό ευρωπαϊκών κονδυλίων. Από τη δεκαετία του '90, με το πρόγραμμα «Ψυχαργώς», η ελληνική πολιτεία διακήρυξε ότι θα κλείσει σταδιακά όλα τα ψυχιατρεία και θα εγκαταστήσει τη δημόσια ψυχιατρική μέσα στον κοινωνικό ιστό με κέντρα ψυχικής υγείας, εξωτερικά ιατρεία, κέντρα ημερήσιας φροντίδας. Ολα έδειχναν να πηγαίνουν κατ' ευχήν και, όντως, 3.000 από τους συνολικά 5.000 ξεχασμένους ασθενείς των ψυχιατρείων άρχισαν να επανεντάσσονται στον κοινωνικό ιστό.
«Από την κόλαση στον παράδεισο», «Ελπίδα στο σκοτάδι», «Καινούργια ζωή» ήταν μερικοί από τους τίτλους των εφημερίδων, συνοδευόμενοι απαραιτήτως από συγκινητικές προσωπικές ιστορίες, μέχρι που η ιστορία στράβωσε. Από το 2005 τα προγράμματα άρχισαν να υποχρηματοδοτούνται σε βαθμό ασφυκτικό: απλήρωτοι επί μήνες εργαζόμενοι, ξενώνες υπό κατάρρευση και δεκάδες ασθενείς να διατρέχουν τον κίνδυνο να μείνουν στο δρόμο ή να ξαναπάρουν το δρόμο για τα ψυχιατρεία. Και καταγγελίες για δεμένους και κακοποιημένους ασθενείς, οικονομικά σκάνδαλα και ιδιώτες εργολάβους (και) στο χώρο της ψυχικής υγείας.
Είναι ένα γλυκό χειμωνιάτικο απόγευμα όταν περνάω την είσοδο του ψυχιατρικού νοσοκομείου στο Δαφνί - αυτήν που γιατροί και ασθενείς χαρακτηρίζουν «κόκκινη γραμμή», που χωρίζει τους «απ' έξω» από τους «από μέσα». Το ψυχικό νόσημα στην Ελλάδα φέρει ακόμα το στίγμα του επονείδιστου, κι αυτό το βιώνουν καθημερινά ασθενείς και εργαζόμενοι εδώ. Στο μικρό γυμνό γραφείο του, δίπλα από την αίθουσα όπου μια φορά την εβδομάδα ασθενείς, γιατροί και προσωπικό κάνουν τη συνέλευσή τους και συναποφασίζουν για τη συμβίωσή τους, συναντώ το διευθυντή της 9ης κλινικής.
Γι' αυτήν ακριβώς τη συνέλευση -και επειδή αυτή η κλινική δεν έχει ούτε κλειδωμένη πόρτα, ούτε κάγκελα στα παράθυρα, ούτε δεμένους ασθενείς- επέλεξα να συναντήσω τον Θοδωρή Μεγαλοοικονόμου. «Αν ήθελε κανείς να περιγράψει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το σύστημα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ο όρος ή η εικόνα που έρχεται στο μυαλό είναι αυτή του "κραχ". Παρ' όλα τα καλά παραδείγματα, όπως των Χανίων, η ψυχιατρική μεταρρύθμιση είναι μια χαμένη υπόθεση για την Ελλάδα» θα μας πει ο ψυχίατρος.
Η Νικολέτα Κυράνα είναι μια νέα κοινωνιολόγος, που εδώ και εφτά χρόνια εργάζεται σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «χώρο του κοινωνικού αποκλεισμού». Από το 2006 είναι η πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στις Κοινωνικές Υπηρεσίες Ιδιωτικών Φορέων. «Δεν είναι απλώς μια χαμένη υπόθεση, είναι μια υποδειγματική ιστορία της ελληνικής ιδιαιτερότητας, της βαλκάνιας λογικής μας, και ένα σκάνδαλο πρώτης γραμμής. Σε όλες τις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης όπου έχουν κλείσει τα άσυλα από το '50 και το '60, η ψυχιατρική μεταρρύθμιση επήλθε γιατί οι ίδιες οι κοινωνίες αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν την τρέλα διαφορετικά. Εδώ, κατά κάποιον τρόπο, μας επιβλήθηκε όταν αποκαλύφθηκε η αθλιότητα της Λέρου. Και, όπως κάνουμε συνήθως, κοιτάξαμε να ξεπλύνουμε την ντροπή, να γίνουμε τα καλά παιδιά της Ευρώπης, αλλάζοντας την επιφάνεια των πραγμάτων. Και, όπως επίσης κάνουμε συνήθως, κάποιοι έγιναν πάμπλουτοι από αυτήν την ιστορία».
Στο πρώτο μας ραντεβού είμαι πολύ μπερδεμένη ήδη από την ονομασία του σωματείου της Νικολέτας. Πώς μπορεί μια κοινωνική υπηρεσία να ανήκει σε ιδιωτικό φορέα; Και πώς γίνεται να έχουν μπει εργολάβοι και στο χώρο της υγείας; «Εδώ και 25 χρόνια η "ψυχιατρική μεταρρύθμιση" ταυτίστηκε με τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της Ε.Ε.» μου εξηγεί η Νικολέτα. «Δεν υπήρξε καμία άλλη χρηματοδότηση της ψυχικής υγείας από καθαρά ελληνικούς πόρους. Το 10ετές πρόγραμμα "Ψυχαργώς", που ξεκίνησε το 1997, προέβλεπε την κατάργηση όλων των ψυχιατρείων - των τεσσάρων μικρότερων μέχρι το 2006 και των τεσσάρων μεγαλύτερων (συμπεριλαμβανομένης και της Λέρου) μέχρι το 2015. Ενα μέρος της μετεγκατάστασης των χρονίων εγκλείστων στα δημόσια ψυχιατρεία (το 30% του "έργου") ανατέθηκε σε ιδιωτικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες».
Στεγαστικές δομές, οικοτροφεία, ξενώνες και διαμερίσματα αρχίζουν να λειτουργούν στις γειτονιές της χώρας, υποδεχόμενα τους ξεχασμένους, χρόνια έγκλειστους ασθενείς των μεγάλων ψυχιατρείων. Για εκατοντάδες νεαρούς επιστήμονες, αλλά και για μεγαλύτερους, που είχαν ζήσει από κοντά την αθλιότητα των ασύλων, ήταν ένας κανούργιος γενναίος κόσμος που ευαγγελιζόταν μια σαρωτική κοινωνική αλλαγή. Από τότε μέχρι σήμερα έκλεισαν 4 ψυχιατρεία, δημιουργήθηκαν ψυχιατρικές κλινικές στα Γενικά Νοσοκομεία και ο αριθμός των έγκλειστων ασθενών μειώθηκε κατά 50%. Σταδιακά, σε όλη τη χώρα αναπτύχθηκαν 400 προστατευόμενα διαμερίσματα, ξενώνες, οικοτροφεία και κέντρα ημέρας από τον δημόσιο τομέα και από μη κυβερνητικούς φορείς.
«Οι ιδιωτικές εταιρείες ξεκίνησαν με τις καλύτερες προϋποθέσεις: προσωπικό όλων των ειδικοτήτων (νοσηλευτές, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εργοθεραπευτές κ.ά.), οι ασθενείς από την απάνθρωπη κατάσταση των μεγάλων ψυχιατρείων βρέθηκαν στο κέντρο της προσοχής, αναγνωρίζονταν ως άτομα και είχαν προσωπικό πλάνο θεραπείας. Εβγαιναν στην κοινότητα, συμμετείχαν σε δράσεις κοινωνικοποίησης» συμπληρώνει η Νικολέτα. Πώς φτάσαμε, όμως, από αυτό το ειδυλλιακό τοπίο σε μια ζοφερή κατάσταση, με απλήρωτους επί μήνες εργαζομένους, με μαζικές απολύσεις προσωπικού, με καταγγελίες για κακοποίηση ασθενών και κατασπατάληση δημόσιου χρήματος σε ιδιωτικές δομές; Και πώς οι δημόσιες δομές βρέθηκαν ανήμπορες να πληρώσουν ακόμα και τα ενοίκια για τους ξενώνες ή τα φάρμακα; Πώς γέ- μισαν ξανά ράντζα οι δημόσιες ψυχιατρικές κλινικές και γιατί ξεφυτρώνουν συνεχώς σαν τα μανιτάρια δεκάδες ιδιωτικές;
Ο Νικηφόρος είναι ακτιβιστής των δικαιωμάτων των ψυχικά ασθενών. «Δεν μου αρέσει αυτή η ορολογία. Θα προτιμούσα τον όρο χρήστης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας ή επιζήσας της ψυχιατρικής». Ολοι οι άνθρωποι που συνάντησα στο ρεπορτάζ επέμεναν πως η ιστορία θα ήταν λειψή αν δεν μιλούσε ο Νικηφόρος. Κατά τη λαϊκή έκφραση, ο Νικηφόρος είναι σχιζοφρενής. Για εκατοντάδες ασθενείς και για τις οικογένειές τους, αλλά και για πολλούς ψυχιάτρους, ο Νικηφόρος προσωποποιεί την ελπίδα.
«Μπήκα για πρώτη φορά αναγκαστικά στο ψυχιατρείο στα 30 μου και τώρα κοντεύω τα 60. Ο πρώτος μου εγκλεισμός ήταν αναγκαστικός, όλοι οι άλλοι εκούσιοι. Δεν είμαι κάτι ξεχωριστό, ούτε θα ήθελα να με παρουσιάσεις ως τέτοιον. Είμαι ένας άνθρωπος, όμως, που αποφάσισε συνειδητά να μελετήσει την αρρώστια του, να μάθει να ζει μ' αυτήν και να διευρύνει την προσωπικότητά του. Η σχιζοφρένεια είναι ένα στοιχείο της προσωπικότητάς μου, δεν είμαι εγώ ολόκληρος. Είμαι άνθρωπος, έχω δικαιώματα και τα διεκδι- κώ, έχω λόγο και για τον εγκλεισμό μου, και για τα φάρμακά μου, και για τη θεραπεία μου. Αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή και πάνω σ' αυτήν όφειλε να στηριχτεί η ψυχιατρική μεταρρύθμιση. Ομως, η όλη ιστορία χάθηκε από την ελληνική λαμογιά. Την ημέρα που παίρνεις τη διάγνωση, σταματάει το βιογραφικό σου. Ολη η ζωή σου αναφέρεται στο πριν και το μετά τη διάγνωση. Υποτίθεται πως ο στόχος της μεταρρύθμισης ήταν να κλείσουν τα ψυχιατρεία και η τρέλα -απ' το περιθώριο της κοινωνίας, από μια προβληματική κατάσταση που την κλείνουμε σ' ένα ίδρυμα και απλώς δεν τη βλέπουμε- να γίνει ένα βίωμα που θα εκφραστεί και θα συζητηθεί εντός κοινωνίας. Αυτό ήταν το νόημα των ξενώνων και των ανοιχτών δομών. Τελικά, με τον τρόπο που έγινε εδώ, το κράτος πρώτα εκχώρησε τις αρμοδιότητές του σε ιδιώτες και τώρα βρίσκεται όμηρός τους».
Ολην αυτή την περίοδο μέχρι το 2000, τα περισσότερα από τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα σταματούσαν τη λειτουργία τους όταν τελείωνε η κοινοτική χρηματοδότηση. «Η συγχρηματοδότηση για κάθε δράση διαρκεί για 12 ώς 18 μήνες, μετά τους οποίους έπρεπε να αναλάβει ο ελληνικός κρα- τικός προϋπολογισμός· όμως, το ελληνικό κράτος δεν αναλάμβανε καμία ευθύνη για τη συνέχιση της χρηματοδότησής τους και την παγίωσή τους» εξηγεί ο κ. Μεγαλοοικονόμου. «Το κράτος άλλοτε άφηνε να καταρρεύσουν οι δομές, άλλοτε τις άφηνε να φυτοζωούν και άλλοτε έψαχνε νέα κοινοτική χρηματοδότηση για να κρατήσει στη ζωή όσες από τις νεοδημιουργούμενες υπηρεσίες δεν μπορούσε -χωρίς σοβαρό τίμημα- να αφήσει να καταρρεύσουν. Ομως, από το "Ψυχαργώς" και μετά, αναφερόμαστε σε ένα μεγάλης έκτασης πρόγραμμα μετεγκατάστασης 3.000 ανθρώπων, από το σύνολο των 5.000 που ήταν έγκλειστοι στα δημόσια ψυχιατρεία, σε περίπου 400 στεγαστικές δομές στην κοινότητα, ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα. Μην αναλαμβάνοντας τη χρηματοδότηση ή μειώνοντάς τη στο ελάχιστο, το κράτος τινάζει στον αέρα ολόκληρη την επιχείρηση, την οποία έστησε την προηγούμενη περίοδο».
Μια επιχείρηση μεγαλόπνοη, μεγαλόστομη και αρκούντως αποδοτική - αν όχι για τους ασθενείς, σίγουρα για αρκετούς ιδιώτες, που εν μιά νυκτί και εκ του μηδενός ανακάλυψαν ένα εξαιρετικό όχημα για την απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων. «Γιατροί όλων των ειδικοτήτων, ψυχίατροι, δικηγόροι, τηλεοπτικοί παραγωγοί, άλλοι επί ΠΑΣΟΚ και άλλοι επί Ν.Δ., έγιναν ιδιοκτήτες μικρών ψυχιατρικών μονάδων με παραρτήματα ανά την Ελλάδα, λες και είναι αλυσίδα σούπερ μάρκετ!» λέει η πρόεδρος των εργαζομένων Νικολέτα Κυράνα. «Οι εταιρείες και οι εταιρειάρχες "διάλεγαν" τους ανθρώπους από τα ψυχιατρεία, όπως τα αγαθά τους από το μανάβη! Φυσικά, έπαιρναν τους πιο λειτουργικούς, τους πιο εύκολους ασθενείς».
Θα ήταν άλλη μια ιστορία για το φαινόμενο των εργολαβιών κι ετούτη εδώ, με το κράτος να πληρώνει τους εργολάβους και οι εργαζόμενοι να εργάζονται σε καθεστώς επισφάλειας, να μένουν απλήρωτοι για μήνες ή να υφίστανται μόνο στις λίστες μισθοδοσίας («κλωνοποιημένους» τους αποκαλούν οι εργατολόγοι). Ομως, η μαύρη ιστορία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης πάει ακόμα πιο βαθιά, όπως καταγγέλλει η πρόεδρος των εργαζομένων: «Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 67 ιδιωτικές εταιρείες που απασχολούν 2.657 εργαζομένους και οι καθυστερήσεις των μισθών τους είναι πολύμηνες. Και την ίδια ώρα... σολομοί στις αποδείξεις των προμηθευτών - αλλά όχι στην παράδοση. Τιμολόγια για βάψιμο κτηρίων που δεν βάφτηκαν ποτέ. Τηλεοράσεις plasma, που υπάρχουν μόνο στα χαρτιά.
"Το καλοκαίρι η προηγούμενη ηγεσία του υπουργείου αφαίρεσε την άδεια λειτουργίας μιας εταιρείας, στην οποία υπάρχει μια "τρύπα" 600.000 ευρώ για το έτος 2008, τα οποία το υπουργείο ισχυρίζεται ότι έχει αποδώσει. Η νέα ηγεσία του υπουργείου δήλωσε ότι δεν οφείλει τίποτα στον ιδιοκτήτη της εταιρείας και άρα οι εργαζόμενοι, στους οποίους οφείλει τους μισθούς 3 μηνών, θα πρέπει να καταφύγουν στα δικαστήρια κατά του "επιχειρηματία"! Το κράτος έδωσε τους μισθούς στον εργολάβο και τώρα οι εργαζόμενοι ας πάνε στα δικαστήρια να τα διεκδικήσουν!»
Και οι ασθενείς; Δυστυχώς, πολλοί ψυχίατροι μιλούν για μετεγκατάσταση και όχι για αποϊδρυματοποίηση. Ο κ. Μεγαλοοικονόμου εξηγεί: «Η αποϊδρυματοποίηση έχει την έννοια του μετασχηματισμού των σχέσεων εξουσίας, την ανάδυση των νέων υποκειμένων, τη δημιουργία υπηρεσιών και πρακτικών ριζικά εναλλακτικών στον εγκλεισμό. Απλώς, οι έγκλειστοι μεταφέρθηκαν από τις πτέρυγες χρόνιας παραμονής των ψυχιατρείων σε στεγαστικές μονάδες του Δημοσίου ή ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών, όπου αλλού η ζωή τους βελτιώθηκε σημαντικά και αλλού (το συνηθέστερο) βρέθη- καν σε συνθήκες κοινωνικού περιθωρίου, παρόμοιες με τα ψυχιατρεία».
Καταγγελίες για ιδρυματική βία, μηχανικές καθηλώσεις, απομονώσεις, κλειδωμένες πόρτες, επιτήρηση από κάμερες, θεραπείες με ψυχοφάρμακα (συχνά υπό την ασφυκτι- κή χειραγώγηση των φαρμακοβιομηχανιών): φαίνεται λες και κανένα βήμα δεν διανύθηκε, κανένα στοίχημα δεν κερδήθηκε ουσιαστικά μέσα σε τόσα χρόνια. Φαίνεται σαν όλη η ελληνική στρατηγική για την ψυχική υγεία να συνοψίζεται στη φράση «κρύψτε, χαπακώστε, τελειώσατε!».
Ο κοινωνικός λειτουργός (και ένας από τους υπεύθυνους του προγράμματος αποασυλοποίησης του ΠΙΚΠΑ της Λέρου) Χάρης Ασημόπουλος πρόσφατα δημοσίευσε μια συγκλονιστική έρευνα υπό τον τίτλο «Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρείο». Ψήγματα από αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα που φωτίζει στο βιβλίο του μας μεταφέρει εδώ: «Η κουλτούρα των φαρμάκων είναι κυρίαρχη στα ψυχιατρεία και μέχρι πρόσφατα αποτελούσε τη μοναδική "θεραπευτική" προσέγγιση. Επιβαλλόταν από τον εναγκαλισμό της βιολογικής ψυχιατρικής και των φαρμακευτικών εταιρειών και την απουσία θεσμικού πλαισίου και ελεγκτικών μηχανισμών. Κάθε κλειστό ίδρυμα, όπως είναι το ψυχιατρείο, λειτουργεί σαν μια μικρή, απομονωμένη, αυταρχική κοινωνία. Επικρατούν συνθήκες κοινωνικής αποστέρησης και αποκλεισμού, κλειστές πόρτες, φτωχό περιβάλλον, ελλείψεις βασικών αγαθών, ανικανοποίητες βασικές ανθρώπινες ανάγκες και πλήρης εξάρτηση. Οι ασθενείς δεν αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι με προσωπική ιστορία και εξατο- μικευμένες ανάγκες, αλλά αδιαφοροποίητα ως μάζα. Το προσωπικό πρώτης γραμμής αναπτύσσει στάσεις αυταρχικές, εξουσιαστικές και τιμωρητικές προς τους ψυχικά ασθενείς. Δημιουργείται έτσι μια ατμόσφαιρα που αναιρεί τις ηθικές αναστολές και λειτουργεί ως ενεργοποιός μηχανισμός της βίας, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση εξουσίας, κακομεταχείριση, εκμετάλλευση, παραμέληση και κακοποίηση».
Τι μέριμνα λαμβάνει το υπουργείο Υγείας; Οι εποπτικοί μηχανισμοί της Πολιτείας; Η Νικολέτα είναι κατηγορηματική: «Στη δυτική Ευρώπη υπάρχει θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και ελεγκτικοί μηχανισμοί που παρακολουθούν την πορεία των αντίστοιχων οργανισμών. Επιστήμονες, πολιτικοί και ιδιώτες ελέγχουν τη χρηματοδότηση και το παραγόμενο αποτέλεσμα. Εδώ το υπουργείο είναι θεατής της ασυδοσίας. Ούτε, ώς σήμερα, υπάρχουν ουσιαστικοί και συνεχείς μηχανισμοί που να παρακολουθούν τις εταιρείες αυτές και να ελέγχουν πού πάνε τα χρήματα, πόσοι εργάζονται εκεί, ποιο θεραπευτικό πλάνο ακολουθούν, με ποια αποτελέσματα». Με προσωπικό κάτω από το όριο ασφαλείας και ούτε καν εξειδικευμένο (στους ιδιωτικούς φορείς) και με εργαζόμενους εξουθενωμένους (στους δημόσιους), με τους ασθενείς αφημένους στη μοίρα τους, δεν είναι ν' απορεί κανείς που πολλοί από τους συνομιλητές μας χρησιμοποίησαν την έκφραση «φιάσκο».
«Για μία ακόμη φορά αντιμετωπίζουν τους ασθενείς κι εμάς, που τους φροντίζουμε, σαν κοινωνικό βάρος» λέει ο Παύλος. «Δεν τους δίνουν ευκαιρίες για κοινωνική ένταξη, εργασία και αξιοπρεπές εισόδημα και η Πολιτεία αποποιείται την όποια ευθύνη, απόλυτα ευθυγραμμισμένη στη λογική της συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους. Εγώ φροντίζω τον αδελφό μου που παίρνει μόνο ένα μικρό επίδομα. Πληρώνω ιδιώτη ψυχίατρο, αφού το νοσοκομείο μετά την κάθε νοσηλεία του τον αφήνει στην τύχη του με τα χάπια του. Δεν έχω πια προσωπική ζωή, όλη μου η ζωή είναι αφιερωμένη στον Γιάννη».
Γιατί, ενώ άλλες χώρες φαίνεται να έχουν κερδίσει το στοίχημα της αποασυλοποίησης, στην Ελλάδα έχουμε μείνει πίσω; Φταίει μόνον ο βαλκάνιος τρόπος μας, όπως υποστηρίζει η Νικολέτα; Φταίει μόνο η λαμογιά μας, όπως λέει ο Νικηφόρος; Φταίει μόνο η νεοφιλελεύθερη πολιτική, όπως ισχυρίζεται ο Παύλος; Ο κ. Ασημόπουλος αναδεικνύει και μιαν άλλη, βαθύτερη ερμηνεία: «Στο πλαίσιο της παραδοσιακής ελληνικής αντίληψης, το άτομο με ψυχική ασθένεια θεωρείται μίασμα για τη γενεαλογική συνέχεια μιας οικογένειας. Ετσι, τα υπόλοιπα μέλη, των οποίων ο εαυτός στο ελληνικό πολιτισμικό πλαίσιο ετεροπροσδιορίζεται από την οικογενειακή καταγωγή, για λόγους αυτοπροστασίας και συνέχειας της οικογένειας, τείνουν προς την απομάκρυνση και τον ιδρυματικό αποκλεισμό των συγγενών τους. Εξαιτίας της άγνοιας και των προκαταλήψεων, παραμένει ακόμα ισχυρός ο φόβος της ψυχικής ασθένειας. Είναι φόβος για την απώλεια της λογικής, που για τη σημερινή κοινωνία ισοδυναμεί με κοινωνικό θάνατο».
Στο ίδιο επιμένει και ο κ. Μεγαλοοικονόμου: «Η ψυχική οδύνη ερμηνεύεται ως απλό "βιολογικό γεγονός", πράγμα που οδηγεί σε πτώχευση του νοήματός της. Ο προπατορικός μύθος της επικινδυνότητας των ασθενών αγκυροβολεί και πάλι στην έννοια και στην πραγματικότητα της διαφορετικότητας. Οι προϋποθέσεις της θεραπείας είναι συνυφασμένες με το δικαίωμα των ανθρώπων που σκέφτονται διαφορετικά να υπάρξουν μέσα στην κοινωνία. Η Λέρος έδειξε ακριβώς ότι το "ανίατο" είναι μια κατασκευή της ψυχιατρικής, των ψευδοεπιστημονικών της σχημάτων και των ψευδογνώσεών της.
»Ανθρωποι -που η κοινωνία, το κράτος και οι ψυχίατροι είχαν καταδικάσει σε συνθήκες βάρβαρου και ασφυκτικού εγκλεισμού επί 50 χρόνια- κατάφεραν να επανενταχθούν και να ζουν αυτόνομα. Η τρέλα δεν είναι απλώς μια αρρώστια. Είναι μια συνθήκη οδύνης, αλλά και ένας εναλλακτικός λόγος, που θα πρέπει να ακουστεί και να κατανοηθεί το νόημά του. Είναι και μια άλλη ανάγνωση ενός κόσμου άρρωστου από την πολλή "κανονικότητα"».
Η περιήγηση του Γκόφμαν στο εσωτερικό του κόσμου των τρελών θέτει ένα τεράστιο ερώτημα. Διότι, μελετώντας τα ψυχιατρικά ιδρύματα, τελικά ανακαλύπτει κανείς ότι η τρέλα και η «αντικανονική συμπεριφορά» που αποδίδεται στον ασθενή είναι κατά πολύ προϊόν -όχι της αρρώστιας του, αλλά- της κοινωνικής απόστασης που χωρίζει τον άρρωστο από αυτόν που τον χαρακτηρίζει έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου