Εμφύλια βία και Ιστορία
Του ΣΤ. ΚΑΛΥΒΑ | Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010, Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κ. Στάθης Καλύβας απαντά στο σχόλιο του καθηγητήκ. Χάγκεν Φλάισερ, το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής»στις 10 Ιανουαρίου 2010 με τίτλο: « Η “κόκκινη” και η “μαύρη” βία». Το κείμενο του κ. Φλάισερ ήταν απάντηση στο σχόλιο του κ. Καλύβα το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής» (20 Δεκεμβρίου 2009) με τίτλο «Η Ιστορία ως τυμβωρυχία». Το κείμενο του κ. Καλύβα αφορούσε βιβλιοκριτική του κ. Φλάισερ σχετικά με την έκθεση που συνέθεσε το 1943 ο βρετανός ταγματάρχης Ντέιβιντ Γουάλας για τις ελληνικές ντιστασιακές οργανώσεις και η οποία είχε δημοσιευθεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» (28.11.2009).
Με τον Χάγκεν Φλάισερ έχουμε ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο φύγαμε από τη χώρα μας και σταδιοδρομήσαμε επιστημονικά στο εξωτερικό, εκείνος στην Ελλάδα, εγώ στην Αμερική. Θα πίστευα λοιπόν πως γνώριζε ότι, ως ξένοι, έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τα καλύτερα στοιχεία της περιρρέουσας κουλτούρας. Κι όμως, όπως φαίνεται από το κείμενό του στο «Βήμα», από τα πολλά και καλά που διαθέτει η Ελλάδα εκείνος διάλεξε να κρατήσει την εμπάθεια. Η επίθεσή του μάλιστα εναντίον του Πέτρου Μακρή Στάικου με εντελώς ασύστατες κατηγορίες περί λογοκρισίας είναι πραγματικά θλιβερή. Εγώ αντίθετα επιλέγω να δω την απάντησή του ως αφορμή προβληματισμού σχετικά με τη μελέτη της εμφύλιας βίας.
Οπως είναι γνωστό, το στοιχείο που διαφοροποιεί τους εμφυλίους από τους υπόλοιπους πολέμους είναι ότι η βία ασκείται συχνά ανάμεσα σε ομοεθνείς και γείτονες, πράγμα που τους καθιστά αδελφοκτόνους, διάσταση που απέδωσε με ευαισθησία ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία «Ψυχή βαθιά». Η διάσταση αυτή ακριβώς καθιστά την εμφύλια βία ένα ιδιαίτερα δύσκολο αντικείμενο μελέτης, αφού οι περισσότεροι μελετητές το αποφεύγουν αντιδρώντας στην ιδεολογικοποίηση και εργαλειοποίησή του από τις πολιτικές παρατάξεις.
Στην περίπτωση του δικού μας Εμφυλίου, ως το 1974 έμεινε ουσιαστικά χωρίς αντίλογο η αντίληψη της τότε κυρίαρχης κουλτούρας, ότι για όλα τα δεινά του Εμφυλίου μας έφταιγε η Αριστερά. Τα πρώτα κυρίως χρόνια μετά τη λήξη του η βία μιας αποκλειστικά «ξενοκίνητης» Αριστεράς υπήρξε κεντρικό θέμα της επίσημης προπαγάνδας. Η άποψη αυτή ήταν τόσο ισχυρή ώστε η απριλιανή δικτατορία αναγκάστηκε να αναζητήσει σε αυτήν τη νομιμοποίηση που χρειαζόταν. Οπως ήταν φυσικό, το εκκρεμές αντιστράφηκε μετά το 1974 και οι ευθύνες μετατοπίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά προς τη «Δεξιά», όπως βαφτίστηκε από την Αριστερά η νικήτρια παράταξη, που περιλάμβανε στην πραγματικότητα όχι μόνο τη Δεξιά αλλά και το πολιτικό Κέντρο. Καθώς η Αριστερά επένδυσε ετεροχρονισμένα στη θυματοποίησή της, τώρα η ρητορική στράφηκε αποκλειστικά στη βία της νικήτριας πλευράς, με έναν λόγο όμως που παρέμεινε, όπως και ο προηγούμενος, βαθύτατα παραταξιακός και συχνά προπαγανδιστικός. Αυτά βέβαια δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Τα συναντούμε σε πολλές χώρες με αντίστοιχο παρελθόν. Πρώτα οι νικητές γράφουν την Ιστορία (για παράδειγμα, οι φασίστες στην Ισπανία ή οι κομμουνιστές στις Βαλτικές χώρες), για να επανέλθουν αργότερα οι ηττημένοι και να την ξαναγράψουν από την ανάποδη. Ο ικανός ερευνητής, όμως, κατέχοντας σε βάθος την εμπειρία περισσότερων χωρών από μία, έχει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και ιδεολογικά από το παρελθόν και να το δει απαλλαγμένος από τα βαρίδια που κληροδότησαν τα πάθη της εποχής. Αυτό τον οδηγεί αναγκαστικά στον δύσκολο δρόμο της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή της συστηματικής παρατήρησης, της επίπονης μέτρησης και της επεξεργασίας των στοιχείων καθώς αποζητά να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της εμφύλιας σύγκρουσης με ακρίβεια και σαφήνεια.
Εναν τέτοιο δρόμο ακολουθώ κι εγώ προσπαθώντας να ερμηνεύσω βάσει στοιχείων το πώς διαπλέκονται οι πολιτικές επιλογές, οι ιδεολογικές επιταγές, οι τοπικές ή και προσωπικές έριδες, καθώς και η πανταχού παρούσα συγκυρία. Ομως ο κ. Φλάισερ και όσοι συντάσσονται με τις απόψεις του με κατηγορούν τα τελευταία χρόνια με απελπιστική μονοτονία για «πτωματομετρία», λες και αυτή είναι η μόνη διάσταση των μελετών μου. Το αυτονόητο δυστυχώς τους διαφεύγει: πως η μελέτη της εμφύλιας βίας περιλαμβάνει αναγκαστικά και την καταμέτρηση των νεκρών, στην καλύτερη δυνατή προσέγγιση που επιτρέπουν τα εκάστοτε υπάρχοντα στοιχεία. Η μελέτη του Εμφυλίου που θα αδιαφορούσε για τους αριθμούς των νεκρών θα ήταν σαν μελέτη εκλογών που αδιαφορεί για τα ποσοστά των ψήφων. Τον παράγοντα αυτόν, φυσικά, συνυπολογίζω κι εγώ στις μελέτες μου.
Ο κ. Φλάισερ όμως και κάποιοι άλλοι ενοχλούνται. Τι κι αν κορυφαίοι ακαδημαϊκοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κοινωνιολογίας και η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, έχουν βραβεύσει τις μελέτες αυτές, τι κι αν τα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά τις δημοσιεύουν, τι κι αν οι συνάδελφοι από όλον τον κόσμο έχουν παραπέμψει σ΄ αυτές πάνω από χίλιες φορές; Για τον κ. Φλάισερ αυτά είναι ψιλά γράμματα! Εκτός κι αν πιστεύει ότι υπάρχει κάποια διεθνής συνωμοσία των εγκυρότερων διεθνών επιστημονικών θεσμών κατά της Μεγάλης Αλήθειας, που την κατέχει μόνο αυτός και η μικρή αθηναϊκή παρεούλα του.
Στις μελέτες μου, καθώς και πολλών άλλων σοβαρών ελλήνων και ξένων ερευνητών, εξετάζεται η βία και των δύο πλευρών, αυτή που υπάρχει σε κάθε εμφύλιο. Αντίθετα, οι ιστορικοί της περιόδου σαν τον κ. Φλάισερ, που εξακολουθούν να επιμένουν ιδεολογικά στις συζητήσεις του Εμφυλίου, συστηματικά αγνοούν ή υποβαθμίζουν τη βία της αγαπημένης τους πλευράς. Αν διαβάσει κανείς τα κείμενά τους, για τη βία της Αριστεράς υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές: ή δεν υπήρξε ποτέ ή δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με αυτήν γιατί εντάσσεται στη λογική τού «πόλεμος είναι και πεθαίνει κόσμος» ή ήταν περιθωριακό φαινόμενο, μια εξαίρεση που μπορεί να φορτωθεί στις πλάτες ορισμένων παρανοϊκών που ξέφυγαν από τον έλεγχο του κόμματος είτε, τέλος, ήταν αμυντική, άρα «καλά κάνανε στους φασίστες και στους δωσίλογους». Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως, αν στα κείμενα αυτά αντικαταστήσει ο αναγνώστης το «Δεξιά» με το «Αριστερά» και το «δωσίλογοι» με το «κομμουνιστοσυμμορίτες», θα παραγάγει τέλεια δείγματα εθνικόφρονης προπαγάνδας του 1950!
Δεν μπαίνω στον κόπο να εξετάσω το υπόστρωμα αυτής της επιστημονικής παθολογίας και της αδιέξοδης εμμονής μιας παρέας στην ιδεολογική παραμόρφωση της πραγματικότητας. Αν μη τι άλλο, τα μεγάλα γεγονότα του 1989 θα έπρεπε να έχουν προβληματίσει όσους συνεχίζουν να αναπολούν με νοσταλγία «τη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» πίνοντας το καφεδάκι τους στο Κολωνάκι και απολαμβάνοντας στο έπακρο τα αγαθά του καπιταλισμού. Αναστήματα της Αριστεράς του μεγέθους ενός Γρηγόρη Φαράκου ή ενός Λεωνίδα Κύρκου, άνθρωποι μπαρουτοκαπνισμένοι και βασανισμένοι, ωρίμασαν βαθιά μέσα στα χρόνια δίνοντας με τις αναγνώσεις τους του παρελθόντος μαθήματα σοφίας σε όλους μας. Αντίθετα, λιγοστοί εκ του ασφαλούς μελετητές, αντί να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χρονική απόσταση, έχουν πάθει παράκρουση με τον νέο μπαμπούλα που πρέπει να ξορκίσουν: τους «αναθεωρητές» της ιστορίας, όπως ονόμασαν τους ερευνητές, όπως εγώ, που εννοούμε να επιμένουμε στην επιστημονική μέθοδο και όχι σε βολικές, μυθολογικές αναγνώσεις.
Ξεχνούν όμως ότι οι σταλινικές πρακτικές επιβάλλονται μόνο σε σταλινικό περιβάλλον. Σήμερα, όσο και να φωνάζουν, όσο και να ασχημονούν, δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα: η εποχή των μονολόγων παρήλθε αμετάκλητα.
Με τον Χάγκεν Φλάισερ έχουμε ένα κοινό στοιχείο: και οι δύο φύγαμε από τη χώρα μας και σταδιοδρομήσαμε επιστημονικά στο εξωτερικό, εκείνος στην Ελλάδα, εγώ στην Αμερική. Θα πίστευα λοιπόν πως γνώριζε ότι, ως ξένοι, έχουμε την πολυτέλεια να επιλέγουμε τα καλύτερα στοιχεία της περιρρέουσας κουλτούρας. Κι όμως, όπως φαίνεται από το κείμενό του στο «Βήμα», από τα πολλά και καλά που διαθέτει η Ελλάδα εκείνος διάλεξε να κρατήσει την εμπάθεια. Η επίθεσή του μάλιστα εναντίον του Πέτρου Μακρή Στάικου με εντελώς ασύστατες κατηγορίες περί λογοκρισίας είναι πραγματικά θλιβερή. Εγώ αντίθετα επιλέγω να δω την απάντησή του ως αφορμή προβληματισμού σχετικά με τη μελέτη της εμφύλιας βίας.
Οπως είναι γνωστό, το στοιχείο που διαφοροποιεί τους εμφυλίους από τους υπόλοιπους πολέμους είναι ότι η βία ασκείται συχνά ανάμεσα σε ομοεθνείς και γείτονες, πράγμα που τους καθιστά αδελφοκτόνους, διάσταση που απέδωσε με ευαισθησία ο Παντελής Βούλγαρης στην ταινία «Ψυχή βαθιά». Η διάσταση αυτή ακριβώς καθιστά την εμφύλια βία ένα ιδιαίτερα δύσκολο αντικείμενο μελέτης, αφού οι περισσότεροι μελετητές το αποφεύγουν αντιδρώντας στην ιδεολογικοποίηση και εργαλειοποίησή του από τις πολιτικές παρατάξεις.
Στην περίπτωση του δικού μας Εμφυλίου, ως το 1974 έμεινε ουσιαστικά χωρίς αντίλογο η αντίληψη της τότε κυρίαρχης κουλτούρας, ότι για όλα τα δεινά του Εμφυλίου μας έφταιγε η Αριστερά. Τα πρώτα κυρίως χρόνια μετά τη λήξη του η βία μιας αποκλειστικά «ξενοκίνητης» Αριστεράς υπήρξε κεντρικό θέμα της επίσημης προπαγάνδας. Η άποψη αυτή ήταν τόσο ισχυρή ώστε η απριλιανή δικτατορία αναγκάστηκε να αναζητήσει σε αυτήν τη νομιμοποίηση που χρειαζόταν. Οπως ήταν φυσικό, το εκκρεμές αντιστράφηκε μετά το 1974 και οι ευθύνες μετατοπίστηκαν σχεδόν ολοκληρωτικά προς τη «Δεξιά», όπως βαφτίστηκε από την Αριστερά η νικήτρια παράταξη, που περιλάμβανε στην πραγματικότητα όχι μόνο τη Δεξιά αλλά και το πολιτικό Κέντρο. Καθώς η Αριστερά επένδυσε ετεροχρονισμένα στη θυματοποίησή της, τώρα η ρητορική στράφηκε αποκλειστικά στη βία της νικήτριας πλευράς, με έναν λόγο όμως που παρέμεινε, όπως και ο προηγούμενος, βαθύτατα παραταξιακός και συχνά προπαγανδιστικός. Αυτά βέβαια δεν είναι αποκλειστικά ελληνικά χαρακτηριστικά. Τα συναντούμε σε πολλές χώρες με αντίστοιχο παρελθόν. Πρώτα οι νικητές γράφουν την Ιστορία (για παράδειγμα, οι φασίστες στην Ισπανία ή οι κομμουνιστές στις Βαλτικές χώρες), για να επανέλθουν αργότερα οι ηττημένοι και να την ξαναγράψουν από την ανάποδη. Ο ικανός ερευνητής, όμως, κατέχοντας σε βάθος την εμπειρία περισσότερων χωρών από μία, έχει τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και ιδεολογικά από το παρελθόν και να το δει απαλλαγμένος από τα βαρίδια που κληροδότησαν τα πάθη της εποχής. Αυτό τον οδηγεί αναγκαστικά στον δύσκολο δρόμο της επιστημονικής έρευνας, δηλαδή της συστηματικής παρατήρησης, της επίπονης μέτρησης και της επεξεργασίας των στοιχείων καθώς αποζητά να αναδείξει τα χαρακτηριστικά της εμφύλιας σύγκρουσης με ακρίβεια και σαφήνεια.
Εναν τέτοιο δρόμο ακολουθώ κι εγώ προσπαθώντας να ερμηνεύσω βάσει στοιχείων το πώς διαπλέκονται οι πολιτικές επιλογές, οι ιδεολογικές επιταγές, οι τοπικές ή και προσωπικές έριδες, καθώς και η πανταχού παρούσα συγκυρία. Ομως ο κ. Φλάισερ και όσοι συντάσσονται με τις απόψεις του με κατηγορούν τα τελευταία χρόνια με απελπιστική μονοτονία για «πτωματομετρία», λες και αυτή είναι η μόνη διάσταση των μελετών μου. Το αυτονόητο δυστυχώς τους διαφεύγει: πως η μελέτη της εμφύλιας βίας περιλαμβάνει αναγκαστικά και την καταμέτρηση των νεκρών, στην καλύτερη δυνατή προσέγγιση που επιτρέπουν τα εκάστοτε υπάρχοντα στοιχεία. Η μελέτη του Εμφυλίου που θα αδιαφορούσε για τους αριθμούς των νεκρών θα ήταν σαν μελέτη εκλογών που αδιαφορεί για τα ποσοστά των ψήφων. Τον παράγοντα αυτόν, φυσικά, συνυπολογίζω κι εγώ στις μελέτες μου.
Ο κ. Φλάισερ όμως και κάποιοι άλλοι ενοχλούνται. Τι κι αν κορυφαίοι ακαδημαϊκοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κοινωνιολογίας και η Αμερικανική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, έχουν βραβεύσει τις μελέτες αυτές, τι κι αν τα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά τις δημοσιεύουν, τι κι αν οι συνάδελφοι από όλον τον κόσμο έχουν παραπέμψει σ΄ αυτές πάνω από χίλιες φορές; Για τον κ. Φλάισερ αυτά είναι ψιλά γράμματα! Εκτός κι αν πιστεύει ότι υπάρχει κάποια διεθνής συνωμοσία των εγκυρότερων διεθνών επιστημονικών θεσμών κατά της Μεγάλης Αλήθειας, που την κατέχει μόνο αυτός και η μικρή αθηναϊκή παρεούλα του.
Στις μελέτες μου, καθώς και πολλών άλλων σοβαρών ελλήνων και ξένων ερευνητών, εξετάζεται η βία και των δύο πλευρών, αυτή που υπάρχει σε κάθε εμφύλιο. Αντίθετα, οι ιστορικοί της περιόδου σαν τον κ. Φλάισερ, που εξακολουθούν να επιμένουν ιδεολογικά στις συζητήσεις του Εμφυλίου, συστηματικά αγνοούν ή υποβαθμίζουν τη βία της αγαπημένης τους πλευράς. Αν διαβάσει κανείς τα κείμενά τους, για τη βία της Αριστεράς υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές: ή δεν υπήρξε ποτέ ή δεν αξίζει να ασχολείται κανείς με αυτήν γιατί εντάσσεται στη λογική τού «πόλεμος είναι και πεθαίνει κόσμος» ή ήταν περιθωριακό φαινόμενο, μια εξαίρεση που μπορεί να φορτωθεί στις πλάτες ορισμένων παρανοϊκών που ξέφυγαν από τον έλεγχο του κόμματος είτε, τέλος, ήταν αμυντική, άρα «καλά κάνανε στους φασίστες και στους δωσίλογους». Η μεγάλη ειρωνεία είναι πως, αν στα κείμενα αυτά αντικαταστήσει ο αναγνώστης το «Δεξιά» με το «Αριστερά» και το «δωσίλογοι» με το «κομμουνιστοσυμμορίτες», θα παραγάγει τέλεια δείγματα εθνικόφρονης προπαγάνδας του 1950!
Δεν μπαίνω στον κόπο να εξετάσω το υπόστρωμα αυτής της επιστημονικής παθολογίας και της αδιέξοδης εμμονής μιας παρέας στην ιδεολογική παραμόρφωση της πραγματικότητας. Αν μη τι άλλο, τα μεγάλα γεγονότα του 1989 θα έπρεπε να έχουν προβληματίσει όσους συνεχίζουν να αναπολούν με νοσταλγία «τη νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε» πίνοντας το καφεδάκι τους στο Κολωνάκι και απολαμβάνοντας στο έπακρο τα αγαθά του καπιταλισμού. Αναστήματα της Αριστεράς του μεγέθους ενός Γρηγόρη Φαράκου ή ενός Λεωνίδα Κύρκου, άνθρωποι μπαρουτοκαπνισμένοι και βασανισμένοι, ωρίμασαν βαθιά μέσα στα χρόνια δίνοντας με τις αναγνώσεις τους του παρελθόντος μαθήματα σοφίας σε όλους μας. Αντίθετα, λιγοστοί εκ του ασφαλούς μελετητές, αντί να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η χρονική απόσταση, έχουν πάθει παράκρουση με τον νέο μπαμπούλα που πρέπει να ξορκίσουν: τους «αναθεωρητές» της ιστορίας, όπως ονόμασαν τους ερευνητές, όπως εγώ, που εννοούμε να επιμένουμε στην επιστημονική μέθοδο και όχι σε βολικές, μυθολογικές αναγνώσεις.
Ξεχνούν όμως ότι οι σταλινικές πρακτικές επιβάλλονται μόνο σε σταλινικό περιβάλλον. Σήμερα, όσο και να φωνάζουν, όσο και να ασχημονούν, δεν μπορούν να αλλάξουν την πραγματικότητα: η εποχή των μονολόγων παρήλθε αμετάκλητα.
Η «κόκκινη» και η «μαύρη» βία
ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΙΣΕΡ | Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010 Ο καθηγητής κ. Χάγκεν Φλάισερ απαντά στο σχόλιο του καθηγητή κ. Στάθη Ν. Καλύβα, το οποίο είχε δημοσιευθεί στο «Βήμα της Κυριακής», στις 20 Δεκεμβρίου 2009 με τίτλο «Ιστορία ως τυμβωρυχία». Ο κ. Καλύβας με το κείμενό του απαντούσε τότε σε παλαιότερη κριτική του κ. Φλάισερ.Μονάδα Ιππικού του ΕΛΑΣ κοντά στη Λαμία το
φθινόπωρο του 1944 (φωτογραφία Ντιμίτρι Κέσελ)
(ανα)κατανομή των θυμάτων της εμφύλιας βίας κυρίως με παραταξιακά κριτήρια-, δεν περίμενα να έχει περάσει κρίση αυτοκριτικής. Με την ανάγνωση του άρθρου λύθηκε η απορία, τέθηκε όμως άλλο ζήτημα: Πολλοί συνάδελφοι έκριναν ότι ένα τέτοιο λιβελογράφημα δεν αξίζει σχολιασμό, εντούτοις κατέληξα ότι επιβαλλόταν μια τελειωτική απάντηση.
Για να δικαιολογήσει ο Καλύβας τον μακάβριο τίτλο του, τον συνέδεσε με το ερώτημά μου γιατί «ξέθαψε», μαζί με τον δικηγόρο Π. Μακρή-Στάικο, την ήδη γνωστή κατοχική έκθεση του Βρετανού ταγματάρχη Ουάλας, χωρίς να αναφερθεί καν στις ευθύνες του για το ξέσπασμα του κατοχικού Εμφυλίου. Ασφαλώς γνωρίζει τη μεταφορική έννοια του ρήματος «ξεθάβω». Με την αστεία κατηγορία ότι «αποδοκιμάζω» τη «δημοσίευση ενός ιστορικού τεκμηρίου» , αποκρύπτει ότι, επισημαίνοντας περίεργα λάθη και κενά στο σχολιασμό, έθετα ερωτήματα που έμειναν όμως αναπάντητα. Επιπλέον ο Καλύβας ή/και οι συν αυτώ- όλοι αυτοανακηρυχθέντες θεματοφύλακες της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ έρευνας ΛΟΓΟΚΡΙΝΑΝ την από το 2002 δημοσιευμένη έκθεση: αφαιρώντας λαθραία από τη μετάφραση (τα «άβολα»;) κεφάλαια!
Στη συζήτηση για τον Εμφύλιο, ο Καλύβας πρωτοεμφανίστηκε το 2000 σε συλλογικό τόμο του Μαρκ Μαζάουερ, ισχυριζόμενος πως μετά την «κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς»- την οποία τοποθετεί πρόωρα το 1974- έπαψαν οι αναφορές στην «κόκκινη βία» (που αποτελούσε τον τίτλο του άρθρου του). Μετά τη μεταπολίτευση, πράγματι, τα ψυχροπολεμικά «δεδομένα» της δεκαετίας του ΄40 αναπόφευκτα «αναθεωρήθηκαν» και σταδιακά ανατράπηκαν, καθώς ελευθερώθηκε το σταματημένο εκκρεμές της «πολιτικής ορθότητας». Αυτή η διαδικασία ενοχλούσε τους «νικητές του Εμφυλίου», που αντλούσαν επιχειρήματα από υπερβολές και απλουστεύσεις της (ετερογενούς!) ηττηθείσας παράταξης, δεν βρήκαν όμως συγκροτημένη έκφραση ώσπου εμφανίστηκε το αυτοαποκαλούμενο «νέο κύμα». Αυτό προσέφερε ορισμένες αξιόλογες μελέτες τοπικού κυρίως ενδιαφέροντος, χωρίς το «νέο» να ξεφεύγει κατ΄ ανάγκη από το νεοτερικό «διεπιστημονικό» περιτύλιγμα παλαιάς συνθηματολογίας. Οι άτυποι ηγέτες του, Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, εκδηλώνουν επίμονα τάσεις μονοπώλησης της «(νέας) ιστορικής ορθότητας» και πληθωρική οίηση, που εκφράζονται ήδη στον περίφημο Δεκάλογο της «φρέσκιας ματιάς» («Τα Νέα», 20.3.2004) με οδηγίες προς ναυτιλλομένους (ερευνητές). Η εμφανής έπαρση θυμίζει τους νεαρούς οικονομολόγους που κόμιζαν και εφάρμοζαν νέες συνταγές στην οικονομία: με τα γνωστά αποτελέσματα...
Ανάμεσα σε άλλα παράδοξα, ο Καλύβας ψέγει τον γράφοντα και για όσα υποστήριξε ο Ηλίας Νικολακόπουλος («Τα Νέα», 28.11.2009), συγχέοντας τις δύο ανεξάρτητες και τυπωμένες με διαφορετικό χρώμα κριτικές. Επιβεβαιώνεται έτσι η προβληματική τεκμηρίωση βίαια στρογγυλεμένων ισχυρισμών που είχα ήδη επισημάνει στο πρώτο άρθρο του. Απόδειξη και η νέα «ποσοτική προσέγγιση» στην κατοχική βία σε συλλογικό τόμο του 2009: Ο ισχυρισμός του ότι οι σχεδόν 2.000 βίαιοι θάνατοι στη Μεσσηνία οφείλονταν κατά 66,63% στην «κόκκινη βία», και μόνο 33,37% στη «μαύρη βία» (κατακτητών και δωσίλογων), στηρίζεται στις λίστες ανθρωποκτονιών του Κοσμά Αντωνόπουλου. Ο Καλύβας παραδέχεται ότι «δεν είναι δίχως προβλήματα» τα στοιχεία του νομάρχη της ΕΡΕ Αντωνόπουλου, τα οποία όμως παρουσιάζει σαν «μοναδικά» και ελεγμένα! Αγνοεί ότι άλλα μαρτυρολόγια αποδεικνύουν τη μεροληψία του Αντωνόπουλου και των στοιχείων του; Αγνοεί ότι εκείνος είχε «προηγούμενα», ως στέλεχος τοπικής αντι-εαμικής ανταρτικής οργάνωσης που διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ και έπειτα τροφοδότησε τα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ ο πατέρας του εκτελέστηκε από το ΕΑΜ; Ετσι, ο γιοςσυγγραφέας-νομάρχης εκδικείται με τη γραφίδα «τον κόκκινο φασισμό», αλλά συχνά και την ιστορική αλήθεια! Κατανοητό, αλλά τότε κρίμα στον κόπο του πολιτικού επιστήμονα Καλύβα να καταρτίζει φανταχτερές γραφικές απεικονίσεις και στατιστικές με σαθρή βάση «δεδομένων».
Αλλωστε, ακόμη και ο Αντωνόπουλος αποδίδει το 53,7% των «εκτελεσθέντων» της Αργολίδας στους κατακτητές, ενώ ο Καλύβας αντιστρέφει την αναλογία, χρεώνοντας μόνο 45% στη μαύρη βία και «περίπου 55%» στην κόκκινη. Πρόκειται για βαρύνουσα τοποθέτηση, αφού η Αργολίδα είναι ο χώρος που εξετάζει στο «άρθρο-σταθμό» του 2000, όπου γενικεύει επαγωγικά τα εκεί ευρήματά του «πιθανότατα [για] ολόκληρη τη χώρα». Στο άρθρο της 20.12.2009, ο Καλύβας αναφέρει ότι η διεθνής έρευνα δεν αποσκοπεί στην «ανάδειξη πρωταθλητών και μειοδοτών [ εννοεί:“δευτεραγωνιστών” ;] της βίας». Οντως, αλλά δυστυχώς αυτό αναδεικνύει στον δημόσιο διάλογο εντός Ελλάδας- ενώ στο βιβλίο του «Logic of Violence» αυτοαναιρείται: απευθυνόμενος κυρίως σε αναγνώστες εκτός Ελλάδας, αντιπαραθέτει 40.000 θύματα της φασιστικής βίας σε «μόνο» 15.000 θύματα του ΕΑΜ, χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση!
Δεν αφορά λοιπόν εμένα ο αφορισμός του Καλύβα, όταν με εντάσσει στους ιστορικούς «που ρέπουν προς την επιλεκτική χρήση» των πηγών. Αρμοδιότεροι έχουν ήδη κρίνει επ΄ αυτού. Ούτε εξαρτώμαι από κομματικές δεσμεύσεις, ούτε θα εξέδιδα βιβλίο υπό την αιγίδα κομματικού ινστιτούτου, όπως έκανε ο Καλύβας. Αστοχη και η βολή εναντίον μου, για δήθεν «απόλυτη ταύτιση με το ΚΚΕ», ύστερα μάλιστα από τις πρόσφατες επιθέσεις του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου σε δημοσιεύματά μου. Αλλωστε αντιτίθεμαι στο σφράγισμα ( των όποιων ) αρχείων. Ως προς άλλα ιστορικά δεδομένα συμβαίνει να συμφωνώ με το ΚΚΕ: λ.χ. ότι το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ υπήρξε σαφώς η μεγαλύτερη και δυναμικότερη αντιστασιακή οργάνωση- αλλά σε αυτό συμφωνούσε εκ πείραςκαι η Βέρμαχτ! Κλείνω παραφράζοντας τον Καλύβα: Είναι θλιβερό ένας επιστήμονας με υποσχόμενο ξεκίνημα να εκτροχιάζεται τόσο άσχημα ήδη στο μέσο της καριέρας του...
Ο κ. Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Για να δικαιολογήσει ο Καλύβας τον μακάβριο τίτλο του, τον συνέδεσε με το ερώτημά μου γιατί «ξέθαψε», μαζί με τον δικηγόρο Π. Μακρή-Στάικο, την ήδη γνωστή κατοχική έκθεση του Βρετανού ταγματάρχη Ουάλας, χωρίς να αναφερθεί καν στις ευθύνες του για το ξέσπασμα του κατοχικού Εμφυλίου. Ασφαλώς γνωρίζει τη μεταφορική έννοια του ρήματος «ξεθάβω». Με την αστεία κατηγορία ότι «αποδοκιμάζω» τη «δημοσίευση ενός ιστορικού τεκμηρίου» , αποκρύπτει ότι, επισημαίνοντας περίεργα λάθη και κενά στο σχολιασμό, έθετα ερωτήματα που έμειναν όμως αναπάντητα. Επιπλέον ο Καλύβας ή/και οι συν αυτώ- όλοι αυτοανακηρυχθέντες θεματοφύλακες της ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ έρευνας ΛΟΓΟΚΡΙΝΑΝ την από το 2002 δημοσιευμένη έκθεση: αφαιρώντας λαθραία από τη μετάφραση (τα «άβολα»;) κεφάλαια!
Στη συζήτηση για τον Εμφύλιο, ο Καλύβας πρωτοεμφανίστηκε το 2000 σε συλλογικό τόμο του Μαρκ Μαζάουερ, ισχυριζόμενος πως μετά την «κατάρρευση της ιδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς»- την οποία τοποθετεί πρόωρα το 1974- έπαψαν οι αναφορές στην «κόκκινη βία» (που αποτελούσε τον τίτλο του άρθρου του). Μετά τη μεταπολίτευση, πράγματι, τα ψυχροπολεμικά «δεδομένα» της δεκαετίας του ΄40 αναπόφευκτα «αναθεωρήθηκαν» και σταδιακά ανατράπηκαν, καθώς ελευθερώθηκε το σταματημένο εκκρεμές της «πολιτικής ορθότητας». Αυτή η διαδικασία ενοχλούσε τους «νικητές του Εμφυλίου», που αντλούσαν επιχειρήματα από υπερβολές και απλουστεύσεις της (ετερογενούς!) ηττηθείσας παράταξης, δεν βρήκαν όμως συγκροτημένη έκφραση ώσπου εμφανίστηκε το αυτοαποκαλούμενο «νέο κύμα». Αυτό προσέφερε ορισμένες αξιόλογες μελέτες τοπικού κυρίως ενδιαφέροντος, χωρίς το «νέο» να ξεφεύγει κατ΄ ανάγκη από το νεοτερικό «διεπιστημονικό» περιτύλιγμα παλαιάς συνθηματολογίας. Οι άτυποι ηγέτες του, Καλύβας και Ν. Μαραντζίδης, εκδηλώνουν επίμονα τάσεις μονοπώλησης της «(νέας) ιστορικής ορθότητας» και πληθωρική οίηση, που εκφράζονται ήδη στον περίφημο Δεκάλογο της «φρέσκιας ματιάς» («Τα Νέα», 20.3.2004) με οδηγίες προς ναυτιλλομένους (ερευνητές). Η εμφανής έπαρση θυμίζει τους νεαρούς οικονομολόγους που κόμιζαν και εφάρμοζαν νέες συνταγές στην οικονομία: με τα γνωστά αποτελέσματα...
Ανάμεσα σε άλλα παράδοξα, ο Καλύβας ψέγει τον γράφοντα και για όσα υποστήριξε ο Ηλίας Νικολακόπουλος («Τα Νέα», 28.11.2009), συγχέοντας τις δύο ανεξάρτητες και τυπωμένες με διαφορετικό χρώμα κριτικές. Επιβεβαιώνεται έτσι η προβληματική τεκμηρίωση βίαια στρογγυλεμένων ισχυρισμών που είχα ήδη επισημάνει στο πρώτο άρθρο του. Απόδειξη και η νέα «ποσοτική προσέγγιση» στην κατοχική βία σε συλλογικό τόμο του 2009: Ο ισχυρισμός του ότι οι σχεδόν 2.000 βίαιοι θάνατοι στη Μεσσηνία οφείλονταν κατά 66,63% στην «κόκκινη βία», και μόνο 33,37% στη «μαύρη βία» (κατακτητών και δωσίλογων), στηρίζεται στις λίστες ανθρωποκτονιών του Κοσμά Αντωνόπουλου. Ο Καλύβας παραδέχεται ότι «δεν είναι δίχως προβλήματα» τα στοιχεία του νομάρχη της ΕΡΕ Αντωνόπουλου, τα οποία όμως παρουσιάζει σαν «μοναδικά» και ελεγμένα! Αγνοεί ότι άλλα μαρτυρολόγια αποδεικνύουν τη μεροληψία του Αντωνόπουλου και των στοιχείων του; Αγνοεί ότι εκείνος είχε «προηγούμενα», ως στέλεχος τοπικής αντι-εαμικής ανταρτικής οργάνωσης που διαλύθηκε από τον ΕΛΑΣ και έπειτα τροφοδότησε τα Τάγματα Ασφαλείας, ενώ ο πατέρας του εκτελέστηκε από το ΕΑΜ; Ετσι, ο γιοςσυγγραφέας-νομάρχης εκδικείται με τη γραφίδα «τον κόκκινο φασισμό», αλλά συχνά και την ιστορική αλήθεια! Κατανοητό, αλλά τότε κρίμα στον κόπο του πολιτικού επιστήμονα Καλύβα να καταρτίζει φανταχτερές γραφικές απεικονίσεις και στατιστικές με σαθρή βάση «δεδομένων».
Αλλωστε, ακόμη και ο Αντωνόπουλος αποδίδει το 53,7% των «εκτελεσθέντων» της Αργολίδας στους κατακτητές, ενώ ο Καλύβας αντιστρέφει την αναλογία, χρεώνοντας μόνο 45% στη μαύρη βία και «περίπου 55%» στην κόκκινη. Πρόκειται για βαρύνουσα τοποθέτηση, αφού η Αργολίδα είναι ο χώρος που εξετάζει στο «άρθρο-σταθμό» του 2000, όπου γενικεύει επαγωγικά τα εκεί ευρήματά του «πιθανότατα [για] ολόκληρη τη χώρα». Στο άρθρο της 20.12.2009, ο Καλύβας αναφέρει ότι η διεθνής έρευνα δεν αποσκοπεί στην «ανάδειξη πρωταθλητών και μειοδοτών [ εννοεί:“δευτεραγωνιστών” ;] της βίας». Οντως, αλλά δυστυχώς αυτό αναδεικνύει στον δημόσιο διάλογο εντός Ελλάδας- ενώ στο βιβλίο του «Logic of Violence» αυτοαναιρείται: απευθυνόμενος κυρίως σε αναγνώστες εκτός Ελλάδας, αντιπαραθέτει 40.000 θύματα της φασιστικής βίας σε «μόνο» 15.000 θύματα του ΕΑΜ, χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση!
Δεν αφορά λοιπόν εμένα ο αφορισμός του Καλύβα, όταν με εντάσσει στους ιστορικούς «που ρέπουν προς την επιλεκτική χρήση» των πηγών. Αρμοδιότεροι έχουν ήδη κρίνει επ΄ αυτού. Ούτε εξαρτώμαι από κομματικές δεσμεύσεις, ούτε θα εξέδιδα βιβλίο υπό την αιγίδα κομματικού ινστιτούτου, όπως έκανε ο Καλύβας. Αστοχη και η βολή εναντίον μου, για δήθεν «απόλυτη ταύτιση με το ΚΚΕ», ύστερα μάλιστα από τις πρόσφατες επιθέσεις του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου σε δημοσιεύματά μου. Αλλωστε αντιτίθεμαι στο σφράγισμα ( των όποιων ) αρχείων. Ως προς άλλα ιστορικά δεδομένα συμβαίνει να συμφωνώ με το ΚΚΕ: λ.χ. ότι το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ υπήρξε σαφώς η μεγαλύτερη και δυναμικότερη αντιστασιακή οργάνωση- αλλά σε αυτό συμφωνούσε εκ πείραςκαι η Βέρμαχτ! Κλείνω παραφράζοντας τον Καλύβα: Είναι θλιβερό ένας επιστήμονας με υποσχόμενο ξεκίνημα να εκτροχιάζεται τόσο άσχημα ήδη στο μέσο της καριέρας του...
Ο κ. Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η Ιστορία ως τυμβωρυχία
ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ | Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009Σε πρόσφατο άρθρο μου («Μία δεκαετία ερευνητικής ανανέωσης», «Το Βήμα» 18.10.09) αναφερόμουν στην οξεία αλλεργία που έχει προκαλέσει στους εγχώριους θεματοφύλακες της πολιτικά ορθής ιστοριογραφίας η ανανέωση της ιστορικής έρευνας για τη δεκαετία του ΄40. Τη δημοσίευση του άρθρου αυτού συνόδευσαν οι συνηθισμένες αντιδράσεις που ανακυκλώνονται εδώ και κάμποσα χρόνια με περισσότερο ή λιγότερο κόσμιο τρόπο. Ετσι, κάποιος ισχυρίστηκε ότι η ιστορική έρευνα αποτελεί μονοπώλιο των ιστορικών, απαιτώντας να αποκλειστούν απ΄ αυτήν οι υπόλοιπες κοινωνικές επιστήμες («Τα Νέα», 19.11.09), άλλος ξιφούλκησε εναντίον των «μισθοφόρων της Νέας Δεξιάς» («Ελευθεροτυπία», 5.12.09), ενώ ένας τρίτος θεώρησε καλό να δημοσιοποιήσει τις φαντασιώσεις του για τα «γαλάζια άτια του ανορθολογισμού» («Αthens Review of Βooks», Δεκέμβριος 2009). Τείνω να αντιμετωπίζω τέτοιους είδους σχόλια με επιείκεια, ιδίως στον βαθμό που μπορούν να θεωρηθούν ατυχή αλλά αναπόφευκτα επακόλουθα προκεχωρημένης ηλικίας. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για πρόσφατη βιβλιοκρισία του Χάγκεν Φλάισερ («Τα Νέα», 28.11.09), ο οποίος μέμφεται τον Πέτρο Μακρή-Στάικο για τη δημοσίευση της έκθεσης του βρετανού ταγματάρχη Ντέιβιντ Ουάλας και επικρίνει τον γράφοντα για το εισαγωγικό του σημείωμα στο ίδιο βιβλίο. Και αυτό γιατί πρόκειται για έναν κατά τεκμήριον σοβαρό ιστορικό, ο οποίος άλλωστε επαναλαμβάνει παρόμοιες αιτιάσεις με αξιοσημείωτη τακτικότητα. Σύμφωνα με τον Φλάισερ, η δημοσίευση της έκθεσης Ουάλας είναι ιστορικά και πολιτικά ύποπτη:
Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Υale.
Προς τι η προβολή ενός μοιραίου ανθρώπου;
Γράφει ο Χάγκεν Φλάισερ
Το να ξεθαφτεί, στο σωτήριο έτος 2009, η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη Ουάλας, θα μπορούσε να το περιμένει κανείς από δύο ενδιαφερόμενες πλευρές: πρώτον, από ιστορικούς προσκείμενους στο ΚΚΕ για να τεκμηριώσουν τη «μακιαβελική» πρόθεση της αγγλικής πολιτικής να επιβάλει την παλινόρθωση ενός ανεπιθύμητου μονάρχη στον «δύστροπο» ελληνικό λαό. Δεύτερον, από εκπροσώπους του αυτοαποκαλούμενου «Νέου Κύματος» στην ιστοριογραφία που εντρυφούν σε πραγματικές ή μη αυθαιρεσίες του ΕΑΜ εις βάρος Ελλήνων αντιφρονούντων, στηρίζοντας έτσι την πάγια θέση τους ότι η «κόκκινη» τρομοκρατία επισκίαζε τη «μαύρη» (των κατακτητών και δωσιλόγων).
Τελικά πρόλαβαν οι δεύτεροι (Καλύβας, Μακρής-Στάικος), και δεν φείδονται επαίνων για το «υπόδειγμα πολιτικής ανάλυσης» του μορφωμένου ταγματάρχη. Ως επιλήψιμο επισημαίνουν κυρίως την (κατανοητή) αδυναμία του Ουάλας να ανακαλύψει βασιλόφρονες αντιστασιακούς, ενώ αγνοούν πραγματολογικά λάθη όπως την αναφορά στην εκτέλεση 106 αριστερών στο Κούρνοβο (6-6-1943), υποτίθεται, από τους Γερμανούς (σ. 65). Ως γνωστόν, εκτελεστές αυτήν τη φορά ήταν οι Ιταλοί... Τέλος, οι επιμελητές επικρίνουν τον γράφοντα (ΧΦ), επειδή είχε αναφερθεί στην άποψη του Ουάλας, ότι « οι Έλληνες... ε ίναι ένας βασικά αδιόρθωτος και άχρηστος λαός χωρίς μέλλον ». Στην υπερασπιστική τους προσπάθεια για τον Ουάλας, προβάλλουν το καταπληκτικό επιχείρημα ότι εκείνος «ουδέποτε αποκάλεσε τους Έλληνες "Ασιάτες" όπως ο Μάγερς». Τι είναι άραγε χειρότερο;
Με ανάμεικτα αισθήματα διάβασα την πλήρη έκθεση. Ήδη το 1972, τη χρονιά που το Φόρεϊν Όφις άνοιξε τα αρχεία του, είχα βρει ως νεαρός υποψήφιος διδάκτωρ παραπομπές σε κρίσιμα αποσπάσματά της. Αυτά, όπως και άλλες αναφορές από ή για τον Ουάλας δεν μου άφηναν αμφιβολίες για τη μοιραία συμβολή του στον καθορισμό της βρετανικής πολιτικής στην κατοχική Ελλάδα. Στη διατριβή μου και, μια δεκαετία αργότερα, στην επαυξημένη ελληνική έκδοσή της ( Στέμμα και Σβάστικα , 1988), απέρριψα την επικρατούσα άποψη σχετικά με τον ρόλο του Ουάλας, ότι δηλαδή, παρά τους αρχικούς δισταγμούς, τελικά συμπαρατάχθηκε με τον Έντυ Μάγερς. Ο «Έντυ» είχε καταλήξει πως για την αποφυγή εμφύλιας (ή εαμοβρετανικής) σύγκρουσης, έπρεπε να αφαιρεθεί από την εαμική προπαγάνδα η εκμετάλλευση του πολιτειακού ζητήματος. Αυτό προϋπέθετε δέσμευση του Βασιλιά πως δεν θα επέστρεφε μεταπολεμικά στην Ελλάδα πριν από ένα ελεύθερο δημοψήφισμα. Στη βάση αυτή θα αποφεύγονταν η μονοπώληση του αγώνα από το ΕΑΜ, αλλά και η υποβόσκουσα ενδοσυμμαχική σύγκρουση. Η ως άνω άποψη για τον Ουάλας προωθήθηκε κυρίως από τον Κομνηνό Πυρομάγλου. Εκείνος, άλλοτε υπαρχηγός του Ζέρβα, μεταπολεμικά συνεργαζόμενος με την Αριστερά, μοχθούσε με σωρεία δημοσιευμάτων να «αποδείξει» ότι δεν υφίστατο ιδεολογικό χάσμα μεταξύ κατοχικής και μεταγενέστερης στάσης του. Ως εκφραστής μιας συγκροτημένης «δημοκρατικής»- σοσιαλίζουσας τάσης στον ΕΔΕΣ, υποτίθεται, πως συνέβαλλε τα μέγιστα για τη σύσφιγξη ενός ενιαίου μετώπου κατά την κάθοδο της αντιστασιακής αντιπροσωπείας στο Κάιρο (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ), με τους «δημοκρατικούς» πολιτικούς της Μέσης Ανατολής και την πλειοψηφία των Βρετανών παραγόντων. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, το σχέδιο ναυάγησε μόνο όταν ο Γεώργιος επιστράτευσε τα ανώτατα κλιμάκια του ξένου παράγοντα (Τσώρτσιλ κ.λπ.), και η παρέμβασή τους άνοιξε τον ασκό του Αιόλου.
Διαβουλεύσεις
Ωστόσο, τα πράματα ήταν πιο περίπλοκα. Η ανατροπή της βρετανικής πολιτικής στα τέλη του ΄43 έδειξε ότι ακόμη και ο Τσώρτσιλ δεν κατάφερε να επιβάλει τη φιλοβασιλική γραμμή όταν οι βρετανικές υπηρεσίες του Καΐρου, κατ΄ εξαίρεση, τα είχαν βρει μεταξύ τους. Αυτό συνέβη μετά την άφιξη της αντιπροσωπείας στο Κάιρο, όταν ο σκληροτράχηλος πρέσβης Λίπερ, ξεπέρασε πρόσκαιρα τα αντιεαμικά (και αντιSΟΕ) συμπλέγματά του: γοητευμένος από τη «δροσιστική και αναζωογονητική επίδραση» της «νέας δύναμης από τα ελληνικά βουνά» και ιδίως από τον εκπρόσωπο του ΕΑΜ Ανδρέα Τζήμα, ξαφνικά «συναινεί απεριόριστα» με τα επιχειρήματά του. Οι- ιδεολογικά ασταθείςυπουργοί της εξόριστης κυβέρνησης προσαρμόζονται ασθμαίνοντας στο νέο κλίμα και ευθυγραμμίζονται με την προτροπή στον Βασιλιά να μη γυρίσει στην Ελλάδα απρόσκλητος «προς αποφυγήν ταραχών και ενδεχομένως αιματοχυσίας».
Μολαταύτα, το νεόδμητο βρετανοελληνικό «πολιτειακό μέτωπο» δεν είναι τόσο αρραγές όσο φαινόταν. Αυτό οφειλόταν κυρίως στους Ουάλας- Πυρομάγλου που, έπειτα από κατ΄ ιδίαν διαβουλεύσεις, διαφοροποιούνται απέναντι στον Λήπερ. Ο Ουάλας, απαλλαγμένος πια από την επίβλεψη του Μάγερς, διατυπώνει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του και στην εν λόγω έκθεση, ενώ οι κινήσεις του Πυρομάγλου επιβεβαιώνουν την έλλειψη, για εκείνη την περίοδο, ουσιαστικής διαφοροποίησης με τον Ζέρβα. Ο Πυρομάγλου διασπά τη φαινομενική ενότητα του αντάρτικου, όταν προβάλλει τον ΕΔΕΣ ως υποδειγματικό εταίρο για τους Αγγλοαμερικανούς, ενημερώνοντας τους πρέσβεις ότι θεωρεί «πολύ σημαντικότερο» να μειωθεί η επιρροή του ΕΑΜ, παρά να αναβληθεί η επιστροφή του Βασιλιά. Τότε, ο Λίπερ κάνει νέα μεταστροφή, ξαναβρίσκοντας τον παλαιό εαυτό του: η σκαιότατη αποπομπή της αντιστασιακής αντιπροσωπείας πείθει την Αριστερά ότι οι Βρετανοί ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν τον επίορκο μονάρχη στον λαό «Του».
Ο Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ωστόσο, τα πράματα ήταν πιο περίπλοκα. Η ανατροπή της βρετανικής πολιτικής στα τέλη του ΄43 έδειξε ότι ακόμη και ο Τσώρτσιλ δεν κατάφερε να επιβάλει τη φιλοβασιλική γραμμή όταν οι βρετανικές υπηρεσίες του Καΐρου, κατ΄ εξαίρεση, τα είχαν βρει μεταξύ τους. Αυτό συνέβη μετά την άφιξη της αντιπροσωπείας στο Κάιρο, όταν ο σκληροτράχηλος πρέσβης Λίπερ, ξεπέρασε πρόσκαιρα τα αντιεαμικά (και αντιSΟΕ) συμπλέγματά του: γοητευμένος από τη «δροσιστική και αναζωογονητική επίδραση» της «νέας δύναμης από τα ελληνικά βουνά» και ιδίως από τον εκπρόσωπο του ΕΑΜ Ανδρέα Τζήμα, ξαφνικά «συναινεί απεριόριστα» με τα επιχειρήματά του. Οι- ιδεολογικά ασταθείςυπουργοί της εξόριστης κυβέρνησης προσαρμόζονται ασθμαίνοντας στο νέο κλίμα και ευθυγραμμίζονται με την προτροπή στον Βασιλιά να μη γυρίσει στην Ελλάδα απρόσκλητος «προς αποφυγήν ταραχών και ενδεχομένως αιματοχυσίας».
Μολαταύτα, το νεόδμητο βρετανοελληνικό «πολιτειακό μέτωπο» δεν είναι τόσο αρραγές όσο φαινόταν. Αυτό οφειλόταν κυρίως στους Ουάλας- Πυρομάγλου που, έπειτα από κατ΄ ιδίαν διαβουλεύσεις, διαφοροποιούνται απέναντι στον Λήπερ. Ο Ουάλας, απαλλαγμένος πια από την επίβλεψη του Μάγερς, διατυπώνει ανοιχτά τις αντιρρήσεις του και στην εν λόγω έκθεση, ενώ οι κινήσεις του Πυρομάγλου επιβεβαιώνουν την έλλειψη, για εκείνη την περίοδο, ουσιαστικής διαφοροποίησης με τον Ζέρβα. Ο Πυρομάγλου διασπά τη φαινομενική ενότητα του αντάρτικου, όταν προβάλλει τον ΕΔΕΣ ως υποδειγματικό εταίρο για τους Αγγλοαμερικανούς, ενημερώνοντας τους πρέσβεις ότι θεωρεί «πολύ σημαντικότερο» να μειωθεί η επιρροή του ΕΑΜ, παρά να αναβληθεί η επιστροφή του Βασιλιά. Τότε, ο Λίπερ κάνει νέα μεταστροφή, ξαναβρίσκοντας τον παλαιό εαυτό του: η σκαιότατη αποπομπή της αντιστασιακής αντιπροσωπείας πείθει την Αριστερά ότι οι Βρετανοί ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν τον επίορκο μονάρχη στον λαό «Του».
Ο Χάγκεν Φλάισερ είναι καθηγητής Νεώτερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Και μερικές ακόμη απόψεις
Το «νέο κύμα» και η τριλογία της σύγχυσης
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, ο συλλογικός τόμος Οι άλλοι Καπετάνιοι, είχε κυρίως επικοινωνιακή στόχευση, ως απάντηση στο δημοφιλές κατά τη δεκαετία του ΄70, βιβλίο του D. Εudes, Οι Καπετάνιοι, ένα έργο ιστορικής μυθοπλασίας έντονα χρωματισμένο από το ιδεολογικό κλίμα της εποχής που γράφτηκε. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την απαίτηση για «αξιολογική ουδετερότητα», ο Ν. Μαραντζίδης συγκροτεί ένα πλασματικό σύνολο, τους «άλλους καπετάνιους», με πρόσωπα που, στη μεγάλη τους πλειονότητα, υπήρξαν ένοπλοι συνεργάτες των αρχών Κατοχής, όπως ο «γλυκομίλητος» Μιχάλ Αγάς με τα «ρωμαλέα ουμανιστικά αισθήματα» (σελ. 233 και 238). Είναι επομένως τουλάχιστον παραπλανητική η επιλογή μιας φωτογραφίας με αντάρτες του ΕΔΕΣ για το εξώφυλλο ενός βιβλίου το οποίο, περίπου κατά 80%, αναφέρεται σε δωσίλογους. Βέβαια στην εισαγωγή επισημαίνεται, έστω και φευγαλέα, ότι «η περίπτωση του ΕΔΕΣ (...) δεν είναι συγκρίσιμη με αυτήν του Πούλου». Διαπίστωση που αναιρείται όμως στην αμέσως επόμενη φράση: «Οι καπετάνιοι αυτοί παρουσιάζουν ένα βασικό κοινό γνώρισμα: την αντιεαμική τους στάση» (σ. 20). Πρόκειται για μία κρίσιμη ερμηνευτική επιλογή που διατρέχει όλες τις επεξεργασίες του «νέου» (και στο σημείο αυτό εξαιρετικά παλιού) «κύματος»: ότι, δηλαδή, από τα μέσα του 1943 η κύρια αντίθεση στην Ελλάδα δεν αφορούσε την αντιπαράθεση Αντίσταση- Κατοχή, αλλά τη σύγκρουση κομμουνισμός- αντικομμουνισμός.
Γράφει ο Ηλίας Νικολακόπουλος
Πριν από πέντε χρόνια, ο Στάθης Καλύβας και ο Νίκος Μαραντζίδης δημοσίευσαν στα ΝΕΑ (20-3-2004) ένα άρθρο με δέκα σημεία, με το οποίο διεκδίκησαν να γίνουν εκφραστές ενός «νέου κύματος» στην ιστοριογραφία της δεκαετίας του ΄40. Το άρθρο αυτό προκάλεσε εκτεταμένη συζήτηση (αλλά και αντιπαραθέσεις συχνά σε οξείς τόνους), η οποία έμεινε γνωστή ως «Διάλογος για την Ιστορία»
(κυκλοφόρησε και ως αυτοτελές τομίδιο από το Βιβλιοδρόμιο ). Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, εκτός από τον αρχικό δεκάλογο, οι πρωταγωνιστές του «νέου κύματος» έχουν πλέον καταθέσει και ένα σαφές δείγμα γραφής, που εξειδικεύει τις επιλογές τους. Πρόκειται κυρίως για τρία βιβλία στις Εκδόσεις της Εστίας με επιμέλεια του Νίκου Μαραντζίδη (και συνεπιμέλεια στα δύο τελευταία του Γιώργου Αντωνίου).
Ερμηνευτική επιλογή
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, ο συλλογικός τόμος Οι άλλοι Καπετάνιοι, είχε κυρίως επικοινωνιακή στόχευση, ως απάντηση στο δημοφιλές κατά τη δεκαετία του ΄70, βιβλίο του D. Εudes, Οι Καπετάνιοι, ένα έργο ιστορικής μυθοπλασίας έντονα χρωματισμένο από το ιδεολογικό κλίμα της εποχής που γράφτηκε. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την απαίτηση για «αξιολογική ουδετερότητα», ο Ν. Μαραντζίδης συγκροτεί ένα πλασματικό σύνολο, τους «άλλους καπετάνιους», με πρόσωπα που, στη μεγάλη τους πλειονότητα, υπήρξαν ένοπλοι συνεργάτες των αρχών Κατοχής, όπως ο «γλυκομίλητος» Μιχάλ Αγάς με τα «ρωμαλέα ουμανιστικά αισθήματα» (σελ. 233 και 238). Είναι επομένως τουλάχιστον παραπλανητική η επιλογή μιας φωτογραφίας με αντάρτες του ΕΔΕΣ για το εξώφυλλο ενός βιβλίου το οποίο, περίπου κατά 80%, αναφέρεται σε δωσίλογους. Βέβαια στην εισαγωγή επισημαίνεται, έστω και φευγαλέα, ότι «η περίπτωση του ΕΔΕΣ (...) δεν είναι συγκρίσιμη με αυτήν του Πούλου». Διαπίστωση που αναιρείται όμως στην αμέσως επόμενη φράση: «Οι καπετάνιοι αυτοί παρουσιάζουν ένα βασικό κοινό γνώρισμα: την αντιεαμική τους στάση» (σ. 20). Πρόκειται για μία κρίσιμη ερμηνευτική επιλογή που διατρέχει όλες τις επεξεργασίες του «νέου» (και στο σημείο αυτό εξαιρετικά παλιού) «κύματος»: ότι, δηλαδή, από τα μέσα του 1943 η κύρια αντίθεση στην Ελλάδα δεν αφορούσε την αντιπαράθεση Αντίσταση- Κατοχή, αλλά τη σύγκρουση κομμουνισμός- αντικομμουνισμός.
Επιστημονικές εκπτώσεις
Σημαντικότερα είναι τα προβλήματα που ανακύπτουν από το δεύτερο, εξίσου επικοινωνιακού τύπου, βιβλίο της τριλογίας, το Ημερολόγιο 1947-1949 του Δ. Βλαντά. Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση οι ενστάσεις, εκτός από ζητήματα ερμηνείας, θίγουν και θέματα επιστημονικής δεοντολογίας. Πράγματι, όποιος έχει στοιχειώδη γνώση της κομματικής διαδρομής του Δ. Βλαντά, αντιλαμβάνεται ότι το δημοσιευόμενο Ημερολόγιο έχει προκύψει από μεταγενέστερη μεταγραφή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο βασικός κορμός δεν αναπαράγει το αρχικό κείμενο. Την επισήμανση αυτή, με αναλυτική και τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία, παρουσίασε η Ιωάννα Παπαθανασίου στο περιοδικό Ιστορικά (τχ. 47, Δεκέμβριος 2007, σελ. 457-473). Οι επιμελητές του Ημερολογίου προτίμησαν να δημοσιεύσουν την απάντησή τους στο περιοδικό Νέα Εστία (τεύχος 1811, Μάιος 2008, σελ. 965-983), επιλέγοντας έναν διάλογο εκ του μακρόθεν αφού, αναγκαστικά, η ανταπάντηση της Ι. Παπαθανασίου δημοσιεύεται μόλις τώρα στο τεύχος 49 (Ιανουάριος 2009, σελ. 472-480) των Ιστορικών.
Από την πληθώρα των στοιχείων που παραθέτει η Ι. Παπαθανασίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για ένα ευρύτερο κοινό έχουν όσα σχετίζονται με το τραγικό τέλος του Γ. Γεωργιάδη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού που προσχώρησε στον ΕΛΑΣ και στη συνέχεια εντάχθηκε στον ΔΣΕ. Τη διαταγή για την εκτέλεσή του στις 24-2-1949 υπογράφει ο ίδιος ο Βλαντάς, ο οποίος συμμετείχε ενεργά και στη σύνταξη του κατηγορητηρίου. Όμως στο δημοσιευόμενο Ημερολόγιο η τελευταία αναφορά στην υπόθεση Γεωργιάδη εντοπίζεται στην εγγραφή με ημερομηνία 24-12-1948. Και μετά σιωπή. Μια σιωπή που κράτησε 32 χρόνια, μέχρι τη δημοσίευση, το 1981, του βιβλίου του Δ. Βλαντά Εμφύλιος πόλεμος 1945-1949, στο οποίο σημειώνει: «Έστω για αποκατάσταση της μνήμης του Γεωργιάδη, τονίζω ότι αυτός δεν ήταν ο υπεύθυνος της ήττας μας στην Έδεσσα». Καμιά αναφορά φυσικά στο γεγονός ότι ο ίδιος επέβλεψε την «ανάκριση» και διέταξε την εκτέλεσή του. Η σιωπή για την υπόθεση Γεωργιάδη θα αρκούσε για να φωτίσει την προσωπικότητα του Δ. Βλαντά, τον οποίο ο Ν. Μαραντζίδης αναγορεύει σε «μία από τις αυθεντικότερες όψεις του κομμουνιστικού φαινομένου στην ελληνική του έκδοση» (σ. 20). Ένας εύκολος τρόπος ώστε να ταυτιστεί συνολικά ο ελληνικός κομμουνισμός με μία από τις αποκρουστικότερες εκδοχές ηγετικών στελεχών του, τα οποία αναδείχτηκαν κατά την ύστερη ζαχαριαδική περίοδο, λειτούργησαν ως κυνηγοί κεφαλών (ο Δ. Βλαντάς ήταν π.χ. υπεύθυνος των ανακρίσεων στις οποίες υποβλήθηκε ο Κ. Καραγιώργης μέχρι τον τραγικό θάνατό του), για να καταλήξουν, ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς, θύματα της μισαλλοδοξίας που είχαν υπηρετήσει.
Απαντώντας στην Ι. Παπαθανασίου, οι επιμελητές του βιβλίου αναγκάζονται να παραδεχθούν ότι « Το Ημερολόγιο Βλαντά (...) στη χειρότερη περίπτωση μερικώς μόνον έχει αλλοιωθεί» (σελ. 983). Αν αυτή την απλή παραδοχή την είχαν εξ αρχής εντάξει στην εισαγωγή του βιβλίου κανείς δεν θα αμφισβητούσε την αυτονόητη αξία του συγκεκριμένου αρχειακού τεκμηρίου (ανεξάρτητα από τον μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανακατασκευής του). Και δεν θα χρειάζονταν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις ότι συνιστά «ένα συναρπαστικό αφήγημα της τραγικής μοίρας πολλών ανθρώπινων υπάρξεων» (σ. 965)- όταν στην καλύτερη των περιπτώσεων αποτελεί ένα πλαδαρό αφήγημα, με άφθονο ναρκισσισμό, που όπως και οι ίδιοι παραδέχονται «δεν αλλάζει την εικόνα μας για τον Εμφύλιο, για τον ΔΣΕ ή για τη λειτουργία του κόμματος» (σ. 981).
Κακοπιστία και ιδεολογικές αγκυλώσεις
Έτσι, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα άρθρα του τόμου που επιχειρούν μια κριτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας σε ένα συγκεκριμένο πεδίο, ο Στ. Καλύβας θέτει στο στόχαστρό του τρία συλλογικά και συνθετικά έργα, τα οποία ψευδώς χαρακτηρίζει ως «εγκυκλοπαίδειες». Πρόκειται για την Ιστορία του Νέου Ελληνισμού που κυκλοφόρησε από « ΤΑ ΝΕΑ», την Ιστορία των Ελλήνων που κυκλοφόρησε από την Ελευθεροτυπία και την Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Βιβλιόραμα. Η συνοπτική καταδικαστική απόφαση την οποία απαγγέλλει είναι ότι πρόκειται για έργα που χαρακτηρίζονται από «έντονη ιδεολογικοποίηση και μονομέρεια», προωθούν μία «εθνικο-λαϊκή μυθοποιητική σύνθεση» και ταυτίζουν «την Αριστερά με το έθνος».
Η επιχειρηματολογία με την οποία ο Στ. Καλύβας προσπαθεί να υποστηρίξει την κριτική του αποδεικνύεται ωστόσο ακραίο μείγμα άκρατης κακοπιστίας και ιδεολογικών αγκυλώσεων. Ταυτίζει τα τρία έργα, κάτι που με κανέναν τρόπο δεν ισχύει. Συγχέει ηθελημένα το περιεχόμενο των έργων με τη δημοσιογραφική τους παρουσίαση. Μία έλλειψη που εντοπίζει σε ένα κείμενο (π.χ. σχετικά με τη δολοφονία της ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη) αφήνεται να εννοηθεί ότι αφορά και τα τρία έργα, ενώ το συμβάν ρητά π.χ. μνημονεύεται στην Ιστορία των « ΝΕΩΝ». Σχολιάζοντας την περιγραφή του ένοπλου δωσιλογισμού από τον Π. Πιζάνια στην Ιστορία των « ΝΕΩΝ», τον κατηγορεί ότι «ενοποιεί πλασματικά ένα πολύμορφο φαινόμενο και του προσδίδει μια κοινή κοινωνιολογική βάση που ποτέ του δεν είχε» (σ. 222). Τουλάχιστον ο Πιζάνιας αναφέρεται αποκλειστικά στον ένοπλο δωσιλογισμό και δεν τον ενοποιεί με τον ΕΔΕΣ, όπως κάνει ο Ν. Μαραντζίδης. Επιχειρηματολογεί, τέλος, για ελλιπή πραγματολογική τεκμηρίωση, υποκρινόμενος πως αγνοεί ότι τα περισσότερα κείμενα των συνθετικών αυτών έργων βασίζονται σε προγενέστερη δημοσιευμένη έρευνα των συγγραφέων τους. Μια τέτοια μομφή, διατυπωμένη από τον Καλύβα, είναι μάλιστα ιδιαίτερα προκλητική, όταν δέκα χρόνια μετά την πρώτη του σχετική δημοσίευση για την «κόκκινη βία» στην Αργολίδα, ακόμη περιμένουμε τη στατιστικά ελέγξιμη εκδοχή της που είχε υποσχεθεί.
Να εξοβελιστούν
Εκτός από την κακοπιστία, η κριτική του Καλύβα χαρακτηρίζεται όμως και από μια ακραία ιδεολογική αγκύλωση στο ζήτημα του δωσιλογισμού και της «κόκκινης βίας». Αυτό που φαίνεται να τον ενοχλεί ιδιαίτερα είναι η άποψη (συνοπτικά διατυπωμένη από τον Χρ. Χατζηιωσήφ) ότι στη διάρκεια της Κατοχής, οι άνθρωποι παρ΄ όλο που «είχαν στις πράξεις τους πολύ περιορισμένες επιλογές» τελικά «οι περισσότεροι έκαναν μία ηθική επιλογή». Άποψη που έρχεται προφανώς σε αντίθεση με την προσχηματική «αξιολογική ουδετερότητα» που υιοθετεί το «νέο κύμα» στη μελέτη του δωσιλογισμού. Η αμετροέπεια του Στ. Καλύβα απογειώνεται στις τελευταίες σελίδες του άρθρου του (249-254) όπου ταξινομεί σε κατηγορίες τους συγγραφείς των τριών έργων. Υπάρχουν κατ΄ αρχάς οι μη κατονομαζόμενοι (Γ. Μαργαρίτης, Χρ. Χατζηιωσήφ, Ι. Παπαθανασίου κ.ά.), οι οποίοι προφανώς θα πρέπει να εξοβελιστούν στο πυρ το εξώτερον. Σε μία δεύτερη κατηγορία- κάτι ανάλογο με το καθαρτήριο της Καθολικής Εκκλησίας- ανήκουν συγγραφείς με «επαγγελματισμό και σοβαρότητα», «ακόμα και αν δεν ξεχωρίζουν πάντοτε για την πρωτοτυπία τους». Στην κατηγορία αυτή έχει την τιμή να ανήκει και ο υπογράφων, με συντροφιά τον Χάγκεν Φλάισερ, την Τζελίνα Χαρλαύτη, την Αγγέλα Καστρινάκη κ.ά. Στην τρίτη και κορυφαία κατηγορία ανήκουν ορισμένοι «νεώτεροι ερευνητές» που αρθρώνουν «έναν διαφορετικό λόγο στο περιθώριο των συλλογικών έργων». Το γεγονός ότι όλα τα άρθρα που επαινεί ο Στ. Καλύβας δημοσιεύτηκαν στην Ιστορία της Ελευθεροτυπίας στην οποία «πρωταγωνιστικό ρόλο» (πάντα κατά τον Καλύβα) διαδραμάτισε ο εξοβελιστέος Γ. Μαργαρίτης αποτελεί απλώς μία ασήμαντη αντίφαση.
Στο μόνο σημείο που θα συμφωνήσω με τον Καλύβα είναι στην καταληκτική φράση του με την οποία προτρέπει «τη νέα γενιά ερευνητών» (προφανώς του «νέου κύματος») σε «πρωτογενή και συνθετικά έργα υψηλού επιπέδου». Τα αναμένουμε με εξαιρετικό ενδιαφέρον.
«Νέα Κύματα» και παλιά μυθεύματα
Γράφει ο Πέτροτ. ΜακρήςΣτάικος
Ο 30ΧΡΟΝΟΣ ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΦΟΡΕΪΝ ΟΦΙΣ ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΟΥΑΛΑΣ. ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Χ. ΦΛΑΪΣΕΡ ΚΑΙ Η.
ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟ («ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ» 28/11/2009), Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΟΥΑΛΑΣ ΥΠΗΡΞΕ ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΕΑΜ ΚΑΙ ΣΥΝΑΚΟΛΟΥΘΑ ΓΙΑ ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΘΡΟΝΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Β΄. ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ, ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΤΟΥΣ, ΔΙΝΟΥΝ Ο ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ- ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ Π. ΜΑΚΡΗΣ-ΣΤΑΪΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΤΟ ΓΕΪΛ ΣΤ. ΚΑΛΥΒΑΣ, ΠΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΕΙ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ Ο Π. ΜΑΚΡΗΣ-ΣΤΑΪΚΟΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΚΕΣ ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΑ ΜΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΟ «ΒΙΒΛΙΟΔΡΟΜΙΟ»
Με την πεποίθηση ότι η δημοσιοποίηση αγνώστων όσο και σημαντικών κειμένων που αφορούν γεγονότα της κατοχικής περιόδου συμβάλλει στην κατανόηση της εποχής εκείνης, μετέφρασα την- μέχρι πρόσφατα- απόρρητη έκθεση του David Wallace σχετικά με την βρετανική πολιτική και τα αντιστασιακά (ορθότερα: ανταρτικά) κινήματα στην Ελλάδα. Το μεταφρασμένο κείμενο, με σύντομες παρατηρήσεις μου και ένα εισαγωγικό σημείωμα του καθηγητή Στάθη Καλύβα, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα.
Στο «Βιβλιοδρόμιο» της 28.11.2009, μάλιστα δε στο «σαλόνι» του, οι κ. Fleischer και Νικολακόπουλος ασχολούνται τόσο με την έκθεση Wallace όσο και με το πρόσωπό μου. Στο απυρόβλητο δεν μένει ούτε ο Στάθης Καλύβας, ο οποίος εμφανίζεται ως, δήθεν, συνεπιμελητής του βιβλίου.
Κεντρικό σημείο της πολεμικής του κ. Fleischer αποτελεί η άποψή του ότι ο David Wallace, με την έκθεση και τη δράση του στο Κάιρο, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1943, έπεισε τον Reginald («Rex») Leeper (πρέσβη της Μ. Βρετανίας στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση) να αλλάξει άποψη και να αποκρούσει το πολιτικό αίτημα των έξι «αντιπροσώπων» των αντιστασιακών οργανώσεων για την μη επιστροφή του βασιλέως Γεωργίου Β΄ στην Ελλάδα πριν από την διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Σύμφωνα με την συλλογιστική του κ. Fleischer, περαιτέρω συνέπεια του γεγονότος αυτού υπήρξε το να πεισθεί το ΕΑΜ (βλ. το ΚΚΕ) ότι οι Βρετανοί θα επαναφέρουν τον βασιλέα «με τη βία», κάτι που προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο τον Οκτώβριο του 1943. Επομένως, μας λέει ο κ. Fleischer, ο Wallace υπήρξε «ο μοιραίος άνθρωπος» για την Ελλάδα και, συνεπώς, απορεί για τον λόγο της προβολής του μέσω του βιβλίου μου.
Μύθοι της Αριστεράς
Το οικοδόμημα του κ. Fleischer αποτελεί, δυστυχώς, αναπαραγωγή ενός μύθου της Αριστεράς, στη διαμόρφωση του οποίου συντέλεσε αποφασιστικά ο ίδιος. Όπως προκύπτει από το βιβλίο του Στέμμα και Σβάστικα (τ. 2, σ. 194), ο κ. Fleischer γνωρίζει- ήδη από το 1996- πως από τις αρχές Αυγούστου του 1943 το ΚΚΕ αρχίζει να προετοιμάζεται για την βίαιη κατάκτηση της εξουσίας και ότι ο στρατιωτικός του εγκέφαλος, ο Έκτωρ Μακρίδης καλείται να συντάξει σχέδιο κατάληψης της πρωτεύουσας, με άξονα το τρίγωνο Μακρυγιάννη- Φιλοπάππου- Θησείο. Γνωρίζει, εξάλλου, πως την ίδια εποχή οι Γιάννης Ιωαννίδης και Δημήτρης Γληνός αποφασίζουν την σύνταξη καταλόγων προγραφών που σε λίγο θα παραδοθούν στην ΟΠΛΑ, τούτο δε με βάση το σκεπτικό του Ιωαννίδη, «επανάσταση κάνουμε». Αυτό που- ειλικρινά ή μη, άγνωστο- εμφανίζεται να αγνοεί στο βιβλίο του ο κ. Fleischer, είναι ο λόγος για την αιφνίδια κινητοποίηση του ΚΚΕ. Και αν όμως τον αγνοούσε το 1996, αποκλείεται να μην τον γνωρίζει σήμερα. Σύμφωνα με την έκθεση Μακρίδη, όπως την δημοσίευσε ο Γρηγόρης Φαράκος ( Ο ΕΛΑΣ και η Εξουσία, Β΄, σ. 108 και εξ.), ήδη από τον Ιούλιο του 1943 η ηγεσία του ΚΚΕ ανέμενε αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα το φθινόπωρο. Στη συνέχεια: Ο Μακρίδης συντάσσει το σχέδιο, τον Οκτώβριο αρχίζουν οι δολοφονίες της ΟΠΛΑ στις συνοικίες της πρωτεύουσας, διανέμονται όπλα στον εφεδρικό ΕΛΑΣ και στα ανώτερα κλιμάκια της ΕΠΟΝ «κατεβαίνει» η γραμμή «πάμε για κατάληψη της εξουσίας». Ταυτόχρονα εκδηλώνεται και η απρόκλητη επίθεση του ΕΛΑΣ κατά του Ζέρβα, έτσι ώστε να περιέλθει υπό την κατοχή του η περιοχή του ΕΔΕΣ. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, όλα αυτά ουδεμία σχέση έχουν με τον David Wallace και την αναφορά του.
Συμπληρωματικά: Στην φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο του κ. Fleischer, η λεζάντα περιέχει την άποψη του Wallace για τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και τον «στρατηγό» Στέφανο Σαράφη. Η επιλογή του κειμένου (προφανώς από τον ίδιο) δεν είναι τυχαία, αποσκοπεί δε στην κατάδειξη της μεροληψίας της έκθεσης. Ιδού, λοιπόν, τι γράφει ο νεαρός Βρετανός για τον Άρη Βελουχιώτη: «Πολύ ευπαρουσίαστος, πραγματικά ατρόμητος, αληθινός ηγέτης, είναι ήρωας για τους άνδρες του ΕΛΑΣ. Είναι φιλικός, ευχάριστος και διαθέτει μεγάλη αίσθηση του χιούμορ». Η τελευταία μου παρατήρηση σχετικά με τον κ. Fleischer αφορά τους δήθεν «πανηγυρισμούς του δίδυμου Καλύβα/Μακρή-Στάικου» για τις συνέπειες της έκθεσης Wallace. Με λύπη μου διερωτώμαι πώς ένας καθηγητής πανεπιστημίου καταντάει να γράφει παρόμοιες ανοησίες, προκειμένου να δυσφημήσει τους ιδεολογικούς του αντιπάλους.
Η επιστροφή των Βουρβόνων
Γράφει ο Ηλίας Νικολακόπουλος
Δεν θα ασχοληθώ με το ύφος της επιστολής («ανοησίες», «θλιβερή σαλάτα» ή ο υπαινιγμός για «παιδικές ασθένειες»). Όποιος έτυχε να μην την έχει διαβάσει, ας την αναζητήσει στο Διαδίκτυο. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα για το πού μπορεί να οδηγηθεί κάποιος όταν χάνει την ψυχραιμία του. Όμως, ακόμη κι αν παρακάμψουμε το ύφος της επιστολής, είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς επί της ουσίας σημεία που θα μπορούσαν να δώσουν λαβή σε κάποιο διάλογο. Ας επιχειρήσουμε εν τούτοις να συνοψίσουμε ορισμένα.
Ο κ. Στάικος ενίσταται γιατί τον εντάσσουμε, μαζί με τον Στάθη Καλύβα, σε «κάποιο φανταστικό “Νέο Κύμα”». Τον όρο όμως έχει εισάγει ο ίδιος ο Καλύβας (μαζί με τον Ν. Μαραντζίδη) ήδη από το 2004 (ΤΑ ΝΕΑ, 20-21/3/2004) ως το διακριτό στίγμα για την ερμηνευτική προσέγγιση που ακολουθούν. Προσφάτως τον έχουν αντικαταστήσει με τον όρο «μετα-αναθεωριτική σχολή», γεγονός που απλώς επικυρώνει πως δεν έχουμε να κάνουμε με πλάσμα φαντασίας.
Ενίσταται επίσης γιατί στη λεζάντα μιας φωτογραφίας αναπαράγονται οι χαρακτηρισμοί του Ουάλας για τον ΕΛΑΣ («μασκαράδες που διοικούνται από δασκάλους») και τον Σαράφη («χαζός», «κακότροπος», «ένα μηδενικό»). Ως απόδειξη για την αντικειμενικότητα του Ουάλας παραθέτει το μισό μόνον απόσπασμα από όσα αναφέρει για τον Άρη Βελουχιώτη. Παραλείποντας βέβαια τους υπόλοιπους χαρακτηρισμούς: «σαδιστής», «ανελέητος», «τυχοδιώκτης».
Ενίσταται, τέλος, γιατί δεν εντάσσουμε στο «Νέο Κύμα» και «τον διαπρεπή Βρετανό ιστορικό Richard Clogg» που πρώτος δημοσίευσε την έκθεση το 2002. Πρόκειται για διπλή κακοπιστία και στρέβλωση. Πρώτον, όσον αφορά την εμπορική και «ιδεολογική» προβολή του βιβλίου (το οποίο τελείως καταχρηστικά διαφημίζεται ως «απόρρητη έκθεση»), όταν πρόκειται για κείμενο δημοσιευμένο και σχολιασμένο πριν από 7 χρόνια. Δεύτερον, και κυριότερο, γιατί αποσιωπάται ο σχολιασμός της έκθεσης από τον Ρίτσαρντ Κλογκ, ο οποίος όπως και εμείς αναδεικνύει την κρίσιμη σημασία του πολιτειακού, επισημαίνει τη σχετλιαστική αντιμετώπιση του ΕΑΜ και παρατηρεί ότι ο Ουάλας φιλοδοξούσε να συμπεριφερθεί ως «μπολσεβίκος πολιτικός κομισάριος» στη Βρετανική Στρατιωτική Αποστολή (ΒΣΑ). Αν ο κ. Στάικος διέθετε επιστημονική δεοντολογία θα όφειλε στην εισαγωγή του να αντιπαρατεθεί με τον σχολιασμό εκείνου που πρώτος εντόπισε και δημοσίευσε την έκθεση, και όχι να υπεκφεύγει σε μια υποσημείωση χαρακτηρίζοντάς τον «πολιτικά χρωματισμένο». Ο ίδιος προφανώς διεκδικεί για τον εαυτό του το μονοπώλιο της αχρωματοψίας.
Η αχρωματοψία του μετατρέπεται σε αμηχανία όταν αποσιωπά τελείως τον ρόλο του Ουάλας και χαρακτηρίζει «μύθο της Αριστεράς» τις ολέθριες συνέπειες που είχε η εκδίωξη από το Κάιρο της αντιπροσωπείας των αντιστασιακών οργανώσεων (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ) τον Αύγουστο του 1943. «Μύθο» που αποδίδει στον Χ. Φλάισερ, παραλείποντας να αναφέρει ότι με την άποψη αυτή συμφωνούν επίσης οι Έντι Μάγιερς και Κρις Γουντχάουζ, πιθανόν και αυτοί «κρυπτοκομμουνιστές». Όμως, αν κάτι προκύπτει αβίαστα από την έκθεση Ουάλας είναι ότι απέβλεπε κυρίως στην υπονόμευση της πολιτικής που είχε έως τότε ακολουθήσει η ΒΣΑ, η οποία επιθυμού- σε να αποτρέψει τις εμφύλιες συγκρούσεις στην Ελλάδα. «Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος το πνεύμα των κατευναστών του Μονάχου, εκείνων που εκδιώχθηκαν από τους διαδρόμους του Ουέστμινστερ, να επιστρέψει στα ελληνικά βουνά» σχολιάζει αναφερόμενος στη ΒΣΑ. Και στη συνέχεια αναρωτιέται ρητορικά αν «αξίζει τον κόπο» να προσπαθήσουν οι Βρετανοί να αποτρέψουν έναν εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα.
Προφανώς, ορισμένες τουλάχιστον βρετανικές υπηρεσίες δεν δίστασαν να τον υποδαυλίσουν.
Τελικά ο κ. Στάικος εμφανίζεται εξαιρετικά βέβαιος για την ερμηνεία των γεγονότων της Κατοχής: το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και το ΚΚΕ ουδέποτε έκαναν Αντίσταση, την οποία έκαναν σημαντικές «οργανώσεις κατασκοπείας» που διατηρούσαν οι βασιλόφρονες (μήπως αναφέρεται και στους Χίτες;). Κατά την άποψή του, το ΚΚΕ «από τις αρχές Αυγούστου του 1943 προετοιμάζεται για βίαιη κατάκτηση της εξουσίας» (κι ας επισημαίνει στην έκθεσή του ο Ουάλας το αντίθετο, σελ. 66-73). Ως ακλόνητη απόδειξη αναφέρει την έκθεση Μακρίδη για την κατάληψη της Αθήνας. Παραβλέποντας τα ενδογενή προβλήματα της «έκθεσης» η οποία συντάχτηκε «κατ΄ εντολή» του Ν. Ζαχαριάδη στις 16 Αυγούστου 1946(!), με σκοπό να εκθέσει την κατοχική ηγεσία του ΚΚΕ προετοιμάζοντας το κομματικό κατηγορητήριο για τον Γ. Σιάντο. Και προφανώς αγνοεί πως αρκετούς μήνες πριν από το, άγνωστο στο πρωτότυπο, σχέδιο Μακρίδη, ο ΕΔΕΣ είχε καταστρώσει σχέδιο το οποίο προέβλεπε την «κατάληψη της εξουσίας εν Ελλάδι» και την «άμεση επιβολή της Δημοκρατικής Επαναστάσεως (...) διά της ταχίστης καταλήψεως των νευραλγικών σημείων της πρωτευούσης». Με αντίστοιχα στρατιωτικά σχέδια ως επιχείρημα, μπορεί να τεκμηριώσει κανείς ότι σταθερός στόχος της ελληνικής πολιτικής, επί πολλά χρόνια, ήταν να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, τη Σόφια, το Μοναστήρι και τα Τίρανα.