Οπως το πρόσφατο χρηματοπιστωτικό τσουνάμι κατέδειξε πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία σε εκατομμύρια πρόσωπα, τα οποία οδηγήθηκαν να πιστέψουν στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις τραπεζικές πρακτικές ως έγκυρες μεθόδους για να επιλύουν με επιτυχία τα προβλήματά τους, ο καπιταλισμός στην καλύτερη των υποθέσεων δημιουργεί προβλήματα, δεν τα επιλύει.
Και αυτό για έναν απλό λόγο: ο καπιταλισμός, όπως και το θεώρημα της μη πληρότητας των συστημάτων των φυσικών αριθμών του Κουρτ Γκέντελ, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα συνεπής και πλήρης. Αν είναι συνεπής με τις ίδιες του τις αρχές, εμφανίζονται προβλήματα με τα οποία αυτός δεν μπορεί να ασχοληθεί. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τα στεγαστικά δάνεια, που διαφημίστηκαν σαν ένα εργαλείο για να αντιμετωπιστούν οι δυσκολίες όσων δεν είχαν κατοικία, στην πραγματικότητα πολλαπλασίασαν τον αριθμό εκείνων που ξαναβρέθηκαν χωρίς κατοικία.
Πολύ πριν ο Γκέντελ διατυπώσει το θεώρημά του, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε γράψει τη μελέτη της για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, στην οποία υποστήριζε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι σε θέση να επιβιώσει χωρίς μη καπιταλιστικές οικονομίες. Ο καπιταλισμός μπορεί να αναπτύσσεται μόνον όσο θα υπάρχουν «παρθένες περιοχές», έλεγε, ανοιχτές στην επέκταση και στην εκμετάλλευση. Σκεφτόταν τις χώρες που έγιναν αποικίες εκείνη την εποχή. Το πρόβλημα είναι ότι, αφότου κατακτηθούν αυτές οι περιοχές, στερούνται την «παρθενικότητά» τους και έτσι εξαντλείται η πηγή από την οποία τρέφεται ο ίδιος ο καπιταλισμός.
Ο καπιταλισμός, για να το πούμε ειλικρινά, είναι ουσιαστικά ένα παρασιτικό σύστημα. Μπορεί να ευημερεί μόνον όταν βρίσκει έναν οργανισμό, τον οποίο δεν έχει ακόμη εκμεταλλευτεί, και από τον οποίο τροφοδοτείται, αλλά (ιδού το παράδοξο) δεν μπορεί να το κάνει χωρίς με αυτόν τον τρόπο να βλάψει τον οργανισμό που τον φιλοξενεί και, αργά ή γρήγορα, να υπονομεύσει τις ίδιες τις προϋποθέσεις της ευημερίας του ή ακόμη και της επιβίωσής του.
Ευρηματικότητα
Σήμερα, έναν αιώνα μετά από αυτή τη διάγνωση, γνωρίζουμε με ακόμη μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι η δύναμη του καπιταλισμού έγκειται στη σαγηνευτική ευρηματικότητα με την οποία αναζητάει και βρίσκει νέα είδη ξενιστών, κάθε φορά που τα προηγούμενα εκμεταλλευόμενα είδη γίνονται πιο σπάνια ή χάνονται εντελώς. Τώρα γνωρίζουμε και την ταχύτητα με την οποία αναπροσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες των νέων εδαφών στα οποία βόσκει. Στο τεύχος Νοεμβρίου του 2008 της περιοδικής επιθεώρησης New York Review of Books ο Τζορτζ Σόρος, με το άρθρο του «The crisis and what to do about it», εξήγησε τη σειρά των καπιταλιστικών πρωτοβουλιών ως μια διαδοχή από φούσκες που μεγαλώνουν κατά κανόνα πολύ πέρα από τις δυνατότητές τους και που σκάνε αμέσως μόλις φτάνουν το σημείο της μέγιστης αντίστασης. Η τωρινή πιστωτική στενότητα δεν αναγγέλλει επομένως το τέλος του καπιταλισμού, αλλά μόνον την εξάντληση ενός από τα εδάφη στα οποία αυτός έβοσκε. Η αναζήτηση του προσεχούς βοσκοτοπιού άρχισε αμέσως. Και ακριβώς όπως στο παρελθόν το καπιταλιστικό κράτος διαλαλούσε τα κατορθώματά του μέσα από την υποχρεωτική κινητοποίηση δημόσιων πόρων, θα αναζητηθούν νέες παρθένες περιοχές και θα γίνουν προσπάθειες να τις ανοίξουν με το καλό ή με το ζόρι, μέχρις ότου και οι δικές τους δυνατότητες, με τη σειρά τους, θα εξαντληθούν.
Καταστροφή
Οπως πάντα, και όπως μάθαμε στον εικοστό αιώνα από μια μακρά σειρά μαθηματικών ανακαλύψεων, από τον Ανρί Πουανκαρέ ώς τον Εντουαρντ Λόρεντς, η πιο μικρή απόκλιση μπορεί να μας ρίξει στην άβυσσο και να μας οδηγήσει στην καταστροφή, έτσι όπως και το πιο μικρό βήμα προς τα μπρος μπορεί να εξαπολύσει μια καταιγίδα και να καταλήξει να προκαλέσει έναν κατακλυσμό. Και αυτό γιατί οι αναγγελίες της ανακάλυψης νησιών που δεν καταγράφονται ούτε στους γεωγραφικούς χάρτες, προσελκύουν συνήθως πλήθη τυχοδιωκτών μεγαλύτερα και από τις ίδιες τις διαστάσεις των παρθένων περιοχών - πλήθη που μέσα σε μια στιγμή θα χρειαστεί να μπορέσουν να τρέξουν γρήγορα στις βάρκες τους, για να απομακρυνθούν από μιαν επικείμενη καταστροφή, με την ελπίδα ότι αυτές οι βάρκες θα είναι ακόμη άθικτες και ασφαλείς. Το ερώτημα που τίθεται είναι επομένως σε ποιο σημείο θα εξαντληθεί ο κατάλογος των περιοχών που μπορούν να αναγορευτούν, με μια δεύτερη διαδικασία, παρθένες και πότε οι (φρενιτιώδεις και επινοητικές) εξερευνήσεις θα πάψουν να προσφέρουν κάποια προσωρινή ανακωχή.
Η εισαγωγή των πιστωτικών καρτών και του εύκολου δανεισμού για την απόκτηση κατοικίας είχαν προαναγγείλει αυτό που θα συνέβαινε. Το συμβόλαιο του δανείου έπρεπε να μετατραπεί σε ένα παράγωγο, που επέτρεπε σε αυτόν που δάνειζε να αντλεί διαρκώς κέρδος. Δεν μπορείτε να πληρώσετε τις δόσεις του δανείου σας; Μην ανησυχείτε. Διαφορετικά από εκείνα τα λίγο κακά παλιομοδίτικα άτομα, που ανυπομονούσαν να εισπράξουν τις δόσεις μέσα σε προκαθορισμένες προθεσμίες, εμείς οι μοντέρνοι δανειστές δεν θέλουμε πίσω τα λεφτά μας. Αντίθετα μάλιστα προσφερόμαστε να σας δανείσουμε και άλλα λεφτά, για να πληρώσετε τα χρέη σας και όχι μόνον, αλλά ακόμη και για να έχετε περισσότερα μετρητά. Πράγματι, αυτό που κανείς δεν δήλωνε, αφήνοντας στις βαθιές και σκοτεινές προαισθήσεις των οφειλετών το καθήκον να αντιληφθούν την αλήθεια, είναι το ότι οι τράπεζες που δανείζουν στην πραγματικότητα δεν θέλουν οι οφειλέτες τους να εξοφλούν τις υποχρεώσεις τους. Αν οι οφειλέτες πλήρωναν όσα δανείστηκαν δεν θα υπήρχε πλέον χρέος, ενώ είναι ακριβώς τα χρέη τους (τον τόκο που πληρώνεται μηνιαία) εκείνα που οι δανειστές αποφάσισαν να μετατρέψουν σε κύρια πληγή του διαρκούς τους κέρδους.
Οι πελάτες που επιστρέφουν με επιμέλεια τα χρήματα που έχουν δανειστεί είναι ο εφιάλτης αυτών που χορηγούν δάνεια. Και αυτό γιατί τα κέρδη των μετόχων των τραπεζών βασίζονται κυρίως στη συνεχή «εξυπηρέτηση» των χρεών παρά στην έγκαιρη εξόφλησή τους. Σε ό,τι αφορά αυτούς τους μετόχους, ο ιδεώδης υποψήφιος για δανεισμό είναι εκείνος που δεν θα εξοφλήσει ποτέ το ποσό που δανείστηκε. Τα πρόσωπα που έχουν λογαριασμούς με αποταμιεύσεις, αλλά δεν έχουν χρέη, είναι επομένως οι «παρθένες περιοχές» του σήμερα (του χθες), που επιτρέπουν μιαν εκμετάλλευση. Από τη στιγμή που θα οδηγηθούν να αρχίσουν να καλλιεργούνται, δεν θα 'πρεπε ποτέ να τους παραχωρηθεί η δυνατότητα να αρνηθούν και να ξαναγίνουν ακαλλιέργητα εδάφη. Ετσι μια από τις πιο σημαντικές βρετανικές εταιρείες που δίνουν πιστωτικές κάρτες προκάλεσε πρόσφατα την αγανάκτηση της κοινής γνώμης, όταν αρνήθηκε να παραχωρήσει ξανά πιστωτικές κάρτες στους πελάτες που κάθε μήνα εξοφλούσαν τα χρέη τους.
Εκμετάλλευση
Ιδού όμως κάποιο παράδειγμα της καταστροφικής επίπτωσης αυτής της στρατηγικής: σε μια βρετανική εφημερίδα δημοσιεύτηκε η ιστορία ενός πενηντάχρονου, ο οποίος είχε χρεωθεί 58 χιλιάδες λίρες από 14 τράπεζες. Αυτός ο κύριος δεν κατόρθωνε να πληρώνει τους τόκους του χρέους του. Λυπούμενος εκ των υστέρων για τη βλακεία που τον έσπρωξε σε αυτή την απαράδεκτη κατάσταση, αυτός στράφηκε εναντίον εκείνων που του είχαν χορηγήσει τα δάνεια. Σύμφωνα με όσα είπε, όποιος χορηγεί δάνεια είναι «εν μέρει» υπεύθυνος και κατακριτέος, επειδή επιτρέπει στους ανθρώπους να χρεώνονται με απίστευτη ευκολία. Σε μιαν άλλη μακρινή χώρα, στο Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, μια νέα που είναι σήμερα 23 ετών και ονομάζεται Σιόμπχαν Χίλεϊ, πριν από μερικά χρόνια απέκτησε την πρώτη πιστωτική της κάρτα. Τελικά -έτσι δήλωσε- ήταν ελεύθερη να διαχειρίζεται μόνη της τα οικονομικά της. Λίγο καιρό μετά, η νεαρή ζήτησε και απέκτησε μια δεύτερη πιστωτική κάρτα, για να αντιμετωπίσει τους τόκους και τα χρέη που είχαν συσσωρευτεί από την πρώτη. Αφού πέρασε λίγος ακόμη χρόνος, ανακάλυψε ότι η δεύτερη πιστωτική κάρτα δεν αρκούσε για να καλύπτει τους τόκους από τα χρέη της πρώτης. Απευθύνθηκε επομένως σε μια τράπεζα, για να αποκτήσει ένα δάνειο αναγκαίο για να εξοφλήσει τα ανοίγματα και από τις δύο κάρτες. Με δυο λόγια, οι τράπεζες κατόρθωσαν να αποκτήσουν αυτό που ήθελαν: μια παρθένα γη, που την κατέκτησαν και την εκμεταλλεύονται.
Στεγαστικά
Οπως και σε όλες τις προηγούμενες μεταβολές του καπιταλισμού, έτσι και αυτή τη φορά το κράτος βοήθησε στη δημιουργία αυτών των νέων εδαφών. Με βάση μια πρωτοβουλία του προέδρου Κλίντον, έγινε η εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες των στεγαστικών δανείων, που προωθούσε η κυβέρνηση για να προσφέρει εύκολες πιστώσεις για την απόκτηση κατοικίας σε πρόσωπα που δεν είχαν τα μέσα για να εξοφλούν τα δάνειά τους και συνεπώς για να μετατρέψει σε οφειλέτες εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν ενταχθεί στο κύκλωμα της εκμετάλλευσης μέσω του πιστωτικού συστήματος. Ακριβώς όμως όπως η εξαφάνιση ανθρώπων που περιφέρονται ξυπόλητοι προκαλεί ανησυχία στην υποδηματοβιομηχανία, έτσι και η εξαφάνιση προσώπων που δεν είναι χρεωμένα επιτρέπει να προβλέψουμε την καταστροφή για τη βιομηχανία των δανείων.
Για άλλη μια φορά ο καπιταλισμός πλησιάζει σε μια μη ηθελημένη αυτοκτονία, δρώντας έτσι ώστε να εξαντλεί τους πόρους των νέων παρθένων περιοχών που εκμεταλλεύεται. Με δυο λόγια, ο καπιταλισμός τέλειωσε; Δεν τον νομίζω. Η είδηση του θανάτου του καπιταλισμού, όπως θα έλεγε ο Μαρκ Τουέιν, είναι τρομερά υπερβολική. Το κράτος έσπευσε να βοηθήσει. Αρκεί να σκεφτούμε τα γιγάντια σχέδια σωτηρίας των τραπεζών που κατάρτισαν οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου. Αλλά έχει εισαχθεί και ένα είδος κράτους πρόνοιας για τους πλουσιότερους. Για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα από την πρόσφατη ειδησεογραφία: τη στιγμή που σταμάτησε ακριβώς στο χείλος της καταστροφής, χάρη στην άφθονη ροή του χρήματος των φορολογουμένων, η τράπεζα TSB Lloyds άρχισε να ασκεί πιέσεις στο δημόσιο ταμείο, για να κατευθύνει μέρος του πακέτου σωτηρίας στους λογαριασμούς των μερισμάτων των μετόχων της. Και παρά την επίσημη αγανάκτηση των εκπροσώπων του κράτους, προχώρησε ατάραχη στην καταβολή μπόνους, εκδηλώνοντας μια τέτοια πλεονεξία και απληστία σαν αυτές που οδήγησαν τις τράπεζες και τους πελάτες τους στην απόλυτη καταστροφή. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Σύμφωνα με τον Στίβεν Σλιβίνσκι του Ινστιτούτου Cato, ήδη το 2006 η αμερικανική κυβέρνηση ξόδεψε 92 δισ. δολάρια για να στηρίξει με οικονομική βοήθεια κολοσσούς της βιομηχανίας όπως η Boeing, η Ibm και η General Motors.
Συναλλαγή
Πριν από χρόνια, ο Γιούργκεν Χάμπερμας υποστήριζε ότι το κράτος είναι καπιταλιστικό και υπενθύμιζε ότι η ουσία του καπιταλισμού είναι η ένωση κεφαλαίου και εργατικής δύναμης. Σκοπός αυτής της ένωσης είναι να πραγματοποιεί μιαν εμπορική συναλλαγή: το κράτος αγοράζει την εργατική δύναμη.
Για να γίνει ωστόσο η συναλλαγή πρέπει να ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις: το κεφάλαιο πρέπει να είναι σε θέση να αγοράζει και η εργατική δύναμη πρέπει να μπορεί να αγοραστεί, δηλαδή να γίνεται αρκετά ενδιαφέρουσα και δελεαστική για να αγοραστεί από το κεφάλαιο. Κύριο καθήκον του κράτους είναι επομένως να δράσει έτσι ώστε και οι δυο αυτές προϋποθέσεις να υλοποιηθούν. Γι' αυτόν τον λόγο το κράτος πρέπει να κάνει δύο πράγματα: πρώτον, να χρηματοδοτήσει το κεφάλαιο στην περίπτωση που δεν διαθέτει την αναγκαία ρευστότητα για την αγορά μιας παραγωγικής και επικερδούς εργατικής δύναμης.
Δεύτερον, να βεβαιωθεί ότι η εργατική δύναμη αξίζει πραγματικά να αγοραστεί, δηλαδή ότι είναι σε θέση να αντέξει τον κόπο της βιομηχανικής παραγωγής, ότι είναι δυνατή και υγιής και ότι είναι κατάλληλα προετοιμασμένη και διαθέτει εκείνες τις εργασιακές γνώσεις και ιδιότητες που είναι αναγκαίες ώστε να απασχοληθεί στον βιομηχανικό τομέα. Ο Χάμπερμας έγραφε αυτά τα πράγματα στον καιρό της μοντέρνας «στέρεης» κοινωνίας των παραγωγών. Σήμερα, στη «ρευστή» κοινωνία, το κράτος είναι καπιταλιστικό στο μέτρο που εγγυάται μια συνεχή πιστωτική διαθεσιμότητα. Εξάλλου, η συνεργασία κράτους και αγοράς είναι κανόνας στον καπιταλισμό. Η σύγκρουση μεταξύ τους, αν ποτέ παρουσιαστεί, είναι αντίθετα η εξαίρεση. Απομένει να δούμε το μέλλον, δηλαδή τις μελλοντικές παρθένες περιοχές.
Το κράτος πρόνοιας (το οποίο εγώ προτιμώ να αποκαλώ κοινωνικό κράτος: ορισμός που μετατοπίζει την έμφαση από την απλή αναδιανομή υλικών πόρων στην κοινή δικαιολόγησή της και στο σκοπό της) υπήρξε πρωτίστως ένα σύμφωνο ανθρώπινης αλληλεγγύης, που συνομολογήθηκε για να προλάβει τη σημερινή τάση να κατεδαφιστεί το δίκτυο των ανθρώπινων δεσμών και να υπονομευτούν τα κοινωνικά θεμέλια της αλληλεγγύης. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε, ενισχύθηκε και οδηγήθηκε στα ακραία της όρια από την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση, η οποία αποβλέπει στη συρρίκωνση του κράτους πρόνοιας με αντάλλαγμα την προώθηση μοντέλων ουσιωδώς αντικοινοτικών, ατομικιστικών και βασιζόμενων στον τύπο «καταναλωτής-αγορά»· μοντέλων που θέτουν τα άτομα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Η «ιδιωτικοποίηση» ρίχνει πάνω στις πλάτες των μεμονωμένων ατόμων το καθήκον να αντιδρούν και να επιλύουν τα προβλήματα που παράγονται από την κοινωνία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, τα άτομα είναι πολύ αδύναμα για έναν τέτοιο σκοπό και έχουν περιορισμένες ικανότητες και πόρους. Το κοινωνικό κράτος, αντίθετα, έτεινε να ενώνει τα μέλη του με την προσπάθεια να προστατεύει το καθένα από αυτά από τον ηθικά καταστροφικό πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Ενα κράτος μπορεί να οριστεί κοινωνικό όταν προωθεί την αρχή της κοινής προστασίας και της συλλογικής ασφάλειας ενάντια στην ατομική κακοτυχία και τις συνέπειές της. Αυτή είναι η αρχή που εξυψώνει τη «φανταστική» κοινωνία στο επίπεδο μιας «υπαρκτής» κοινότητας -χειροπιαστής και βιωμένης -η οποία αντικαθιστά (για να αναφέρουμε τις εκφράσεις του Τζον Νταν) την «τάξη του εγωισμού», που γεννάει δυσπιστία και καχυποψία, με την «τάξη της ισότητας», που εμπνέει εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη. Η ίδια πάντοτε αρχή του κοινωνικού κράτους εξυψώνει τα μέλη μιας κοινωνίας στο επίπεδο των πολιτών.
Η εφαρμογή αυτής της αρχής μπορεί να προστατεύσει τους ανθρώπους από την τριπλή απειλή της φτώχειας, της ανημπόριας και της ταπείνωσης. Κυρίως, όμως, αυτή μπορεί να γίνει γόνιμη πηγή κοινωνικής αλληλεγγύης, που μετασχηματίζει την κοινωνία σε κοινό αγαθό. Η κοινωνία παραμένει στο υψηλό επίπεδο της κοινότητας όσο είναι σε θέση να προστατεύσει αποτελεσματικά τα μέλη της από τη φρίκη της εξαθλίωσης και της ταπείνωσης, δηλαδή ενάντια στο φόβο να αποκλειστούν, να πεταχτούν έξω από το όχημα της προόδου που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, καταδικασμένα στην «κοινωνική αχρηστία», δηλαδή στιγματισμένα σαν «ανθρώπινα απορρίμματα».
Περί δικαιωμάτων
Από ένα κράτος που δεν είναι και αρνείται να είναι κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να περιμένουμε καμιά βοήθεια στην ατομική αμέλεια ή ανημπόρια. Χωρίς κοινωνικά δικαιώματα για όλους, ένας μεγάλος αριθμός προσώπων -που προορίζεται πιθανότατα να μεγαλώνει- θα θεωρούν ότι λίγη χρησιμότητα έχουν και επομένως δεν αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν τα πολιτικά δικαιώματα είναι αναγκαία προκειμένου να κατακτηθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, αυτά τα τελευταία είναι απαραίτητα για να καθιστούν «πραγματικά» και να διατηρούν λειτουργικά τα πολιτικά δικαιώματα.
Οι δύο κατηγορίες δικαιωμάτων χρειάζονται η μία την άλλη για να εγγυώνται την αμοιβαία τους επιβίωση, που μπορεί να επιτευχθεί μόνον ως κοινή κατάκτηση. Το κοινωνικό κράτος υπήρξε η τελευταία μοντέρνα έκφραση της ιδέας της κοινότητας, δηλαδή μιας θεσμικής επανενσάρκωσης αυτής της ιδέας με τη μοντέρνα μορφή μιας «φανταστικής ολότητας», η οποία διατηρείται ενωμένη από την επίγνωση και την αποδοχή μιας αλληλεξάρτησης, μιας δέσμευσης, μιας αφοσίωσης, μιας αλληλεγγύης και μιας αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Σήμερα, ωστόσο, «εμείς» βαδίζουμε στον αντίθετο δρόμο: οι συλλογικές διαστάσεις -κοινωνία και κοινότητα, πραγματικές ή και μόνο φανταστικές- απουσιάζουν όλο και περισσότερο. Η ατομική αυτονομία επεκτείνει ταχύτατα την ακτίνα δράσης της και πάνω της φορτώνονται όλο και νέες ευθύνες, οι οποίες στο παρελθόν ανήκαν στο κράτος και τώρα παραχωρούνται στην ατομική φροντίδα.
Εγκαταλελειμμένα όλο και περισσότερο στο έλεος των πόρων τους και των πρωτοβουλιών τους, τα πρόσωπα οφείλουν να επινοούν ατομικές λύσεις σε προβλήματα που προέρχονται από την κοινωνία στο σύνολό της. Και οφείλουν να το κάνουν αυτό σε απόλυτη μοναξιά, βασιζόμενα μόνο στις ικανότητές τους και στα αγαθά τους. Αυτή η προοπτική θέτει τα άτομα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και καταλήγει να παρουσιάζει την κοινωνική αλληλεγγύη σε μεγάλο βαθμό ασήμαντη ή ακόμα και αντιπαραγωγική (...).*
Ανταγωνισμός εναντίον αλληλεγγύης
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο πολωνός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν στην ιταλίδα μελετήτρια του έργου του Μαρία-Πόλα Λεποράλε. Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Micromega».
Η νεότερη εποχή άρχισε με την ανακάλυψη της «απουσίας του Θεού». Η φανερή έλλειψη σχεδιασμού της τύχης (η απουσία μιας ορατής διασύνδεσης ανάμεσα στην κακοτυχία και την κακία) θεωρήθηκε ως απόδειξη της αποχής του Θεού από την ενεργό παρέμβαση στον κόσμο που δημιούργησε, καθώς αυτός είχε αφήσει τα ανθρώπινα ζητήματα στη φροντίδα των ανθρώπων και στις προσπάθειές τους. Το κενό που άνοιξε με αυτό τον τρόπο στον έλεγχο του κόσμου έπρεπε να καλυφθεί από την ανθρώπινη κοινωνία, η οποία προσπάθησε να αντικαταστήσει την τυφλή τύχη με μια «κανονιστική ρύθμιση» και την υπαρξιακή ανασφάλεια με το ρόλο του νόμου, έτσι ώστε να οικοδομηθεί μια κοινωνία η οποία θα προστατεύει όλα τα μέλη της από τους κινδύνους της ζωής και από τις προσωπικές κακοτυχίες. Αυτό το σχέδιο βρήκε την πληρέστερη έκφρασή του στην κοινωνική διάταξη που αποκαλείται κράτος πρόνοιας.Το κράτος πρόνοιας (το οποίο εγώ προτιμώ να αποκαλώ κοινωνικό κράτος: ορισμός που μετατοπίζει την έμφαση από την απλή αναδιανομή υλικών πόρων στην κοινή δικαιολόγησή της και στο σκοπό της) υπήρξε πρωτίστως ένα σύμφωνο ανθρώπινης αλληλεγγύης, που συνομολογήθηκε για να προλάβει τη σημερινή τάση να κατεδαφιστεί το δίκτυο των ανθρώπινων δεσμών και να υπονομευτούν τα κοινωνικά θεμέλια της αλληλεγγύης. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε, ενισχύθηκε και οδηγήθηκε στα ακραία της όρια από την πορεία προς την ιδιωτικοποίηση, η οποία αποβλέπει στη συρρίκωνση του κράτους πρόνοιας με αντάλλαγμα την προώθηση μοντέλων ουσιωδώς αντικοινοτικών, ατομικιστικών και βασιζόμενων στον τύπο «καταναλωτής-αγορά»· μοντέλων που θέτουν τα άτομα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους.
Η «ιδιωτικοποίηση» ρίχνει πάνω στις πλάτες των μεμονωμένων ατόμων το καθήκον να αντιδρούν και να επιλύουν τα προβλήματα που παράγονται από την κοινωνία. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, τα άτομα είναι πολύ αδύναμα για έναν τέτοιο σκοπό και έχουν περιορισμένες ικανότητες και πόρους. Το κοινωνικό κράτος, αντίθετα, έτεινε να ενώνει τα μέλη του με την προσπάθεια να προστατεύει το καθένα από αυτά από τον ηθικά καταστροφικό πόλεμο όλων εναντίον όλων.
Ενα κράτος μπορεί να οριστεί κοινωνικό όταν προωθεί την αρχή της κοινής προστασίας και της συλλογικής ασφάλειας ενάντια στην ατομική κακοτυχία και τις συνέπειές της. Αυτή είναι η αρχή που εξυψώνει τη «φανταστική» κοινωνία στο επίπεδο μιας «υπαρκτής» κοινότητας -χειροπιαστής και βιωμένης -η οποία αντικαθιστά (για να αναφέρουμε τις εκφράσεις του Τζον Νταν) την «τάξη του εγωισμού», που γεννάει δυσπιστία και καχυποψία, με την «τάξη της ισότητας», που εμπνέει εμπιστοσύνη και αλληλεγγύη. Η ίδια πάντοτε αρχή του κοινωνικού κράτους εξυψώνει τα μέλη μιας κοινωνίας στο επίπεδο των πολιτών.
Η εφαρμογή αυτής της αρχής μπορεί να προστατεύσει τους ανθρώπους από την τριπλή απειλή της φτώχειας, της ανημπόριας και της ταπείνωσης. Κυρίως, όμως, αυτή μπορεί να γίνει γόνιμη πηγή κοινωνικής αλληλεγγύης, που μετασχηματίζει την κοινωνία σε κοινό αγαθό. Η κοινωνία παραμένει στο υψηλό επίπεδο της κοινότητας όσο είναι σε θέση να προστατεύσει αποτελεσματικά τα μέλη της από τη φρίκη της εξαθλίωσης και της ταπείνωσης, δηλαδή ενάντια στο φόβο να αποκλειστούν, να πεταχτούν έξω από το όχημα της προόδου που τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, καταδικασμένα στην «κοινωνική αχρηστία», δηλαδή στιγματισμένα σαν «ανθρώπινα απορρίμματα».
Περί δικαιωμάτων
Από ένα κράτος που δεν είναι και αρνείται να είναι κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να περιμένουμε καμιά βοήθεια στην ατομική αμέλεια ή ανημπόρια. Χωρίς κοινωνικά δικαιώματα για όλους, ένας μεγάλος αριθμός προσώπων -που προορίζεται πιθανότατα να μεγαλώνει- θα θεωρούν ότι λίγη χρησιμότητα έχουν και επομένως δεν αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή τα πολιτικά τους δικαιώματα. Αν τα πολιτικά δικαιώματα είναι αναγκαία προκειμένου να κατακτηθούν τα κοινωνικά δικαιώματα, αυτά τα τελευταία είναι απαραίτητα για να καθιστούν «πραγματικά» και να διατηρούν λειτουργικά τα πολιτικά δικαιώματα.
Οι δύο κατηγορίες δικαιωμάτων χρειάζονται η μία την άλλη για να εγγυώνται την αμοιβαία τους επιβίωση, που μπορεί να επιτευχθεί μόνον ως κοινή κατάκτηση. Το κοινωνικό κράτος υπήρξε η τελευταία μοντέρνα έκφραση της ιδέας της κοινότητας, δηλαδή μιας θεσμικής επανενσάρκωσης αυτής της ιδέας με τη μοντέρνα μορφή μιας «φανταστικής ολότητας», η οποία διατηρείται ενωμένη από την επίγνωση και την αποδοχή μιας αλληλεξάρτησης, μιας δέσμευσης, μιας αφοσίωσης, μιας αλληλεγγύης και μιας αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Σήμερα, ωστόσο, «εμείς» βαδίζουμε στον αντίθετο δρόμο: οι συλλογικές διαστάσεις -κοινωνία και κοινότητα, πραγματικές ή και μόνο φανταστικές- απουσιάζουν όλο και περισσότερο. Η ατομική αυτονομία επεκτείνει ταχύτατα την ακτίνα δράσης της και πάνω της φορτώνονται όλο και νέες ευθύνες, οι οποίες στο παρελθόν ανήκαν στο κράτος και τώρα παραχωρούνται στην ατομική φροντίδα.
Εγκαταλελειμμένα όλο και περισσότερο στο έλεος των πόρων τους και των πρωτοβουλιών τους, τα πρόσωπα οφείλουν να επινοούν ατομικές λύσεις σε προβλήματα που προέρχονται από την κοινωνία στο σύνολό της. Και οφείλουν να το κάνουν αυτό σε απόλυτη μοναξιά, βασιζόμενα μόνο στις ικανότητές τους και στα αγαθά τους. Αυτή η προοπτική θέτει τα άτομα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και καταλήγει να παρουσιάζει την κοινωνική αλληλεγγύη σε μεγάλο βαθμό ασήμαντη ή ακόμα και αντιπαραγωγική (...).*
Μια πρόκληση για την Ευρώπη
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα διάλεξης του πολωνού κοινωνιολόγου Ζίγκμουντ Μπάουμαν, η οποία δόθηκε στην ιταλική πόλη Πορντενόνε, στο πλαίσιο της τοπικής «Γιορτής του βιβλίου».
Αντίθετα, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πιστεύουμε ότι αυτή η υπερδύναμη μπορεί να γίνει η πρώτη αιτία μιας καταστροφής. Σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης συμβίωσης οι ισχυροί τείνουν να αξιοποιούν τα μέσα που διαθέτουν για να καταστήσουν το περιβάλλον περισσότερο προσαρμοσμένο και ευνοϊκό στον τύπο εξουσίας που κατέχουν. Η υπερδύναμη δεν αποτελεί εξαίρεση.
Δεδομένου ότι το πιο ισχυρό της πλεονέκτημα είναι η στρατιωτική ισχύς, αυτή τείνει να επαναπροσδιορίζει όλα τα πλανητικά προβλήματα -είτε αυτά είναι οικονομικά είτε πολιτικά ή κοινωνικά- σαν προβλήματα στρατιωτικού κινδύνου και στρατιωτικής αναμέτρησης, που μπορούν να λυθούν αποκλειστικά με στρατιωτικές λύσεις. Αντιστρέφοντας τη διατύπωση του Κλαούζεβιτς, οι Ηνωμένες Πολιτείες θεωρούν και ασκούν την πολιτική σαν συνέχεια του πολέμου με άλλα μέσα.
Για να εξασφαλίζει την κυριαρχία της, βασιζόμενη στο μοναδικό και αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημά της -τη στρατιωτική υπεροχή- η Αμερική χρειάζεται να αναδημιουργεί τον υπόλοιπο κόσμο κατ' εικόνα της, καθιστώντας τον «φιλόξενο» στις πολιτικές που αυτή προτιμάει. Οφείλει να μετατρέπει τον πλανήτη σε έναν τόπο όπου τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα θα αντιμετωπίζονται με στρατιωτικά μέσα και στρατιωτική δράση και όπου, αντίθετα, κάθε άλλο μέσο και τύπος δράσης θα στερείται αξίας και θα χαρακτηρίζεται άχρηστος.
Ιδού, λοιπόν, από πού γεννιέται η αληθινή πρόκληση για την Ευρώπη. Η Ευρώπη δεν μπορεί να υπολογίζει σοβαρά ότι θα αποκτήσει στρατιωτική ισχύ ίση με εκείνη της Αμερικής και ότι θα αντισταθεί στη στρατιωτικοποίηση του πλανήτη παίζοντας το αμερικανικό παιχνίδι. Δεν μπορεί ούτε και να ελπίζει ότι θα ανακτήσει την παλαιά βιομηχανική της κυριαρχία, που χάθηκε οριστικά στον όλο και περισσότερο πολυκεντρικό κόσμο μας.
Ωστόσο, μπορεί και οφείλει να προσπαθεί να καταστήσει τον πλανήτη φιλόξενο για άλλες αξίες και για άλλους τρόπους ύπαρξης, διαφορετικούς από εκείνους που εκπροσωπεί και προωθεί η αμερικανική στρατιωτική υπερδύναμη. Μπορεί να καταστήσει τον πλανήτη φιλόξενο στις αξίες και στους τρόπους που η Ευρώπη, περισσότερο από κάθε άλλο μέρος, είναι προετοιμασμένη να προσφέρει στον κόσμο.
Ο Τζορτζ Στάινερ επιμένει στο γεγονός ότι το καθήκον της Ευρώπης «είναι τόσο πνευματικό όσο και διανοητικό».
Το πνεύμα της Ευρώπης είναι γι' αυτόν «το πνεύμα της γλωσσικής, πολιτισμικής και κοινωνικής διαφορετικότητας, ενός πλουσιότατου μωσαϊκού που συχνά μετατρέπει μιαν ασήμαντη απόσταση, μια εικοσαριά χιλιόμετρα, σε σύνορο ανάμεσα σε δύο κόσμους». Ανάλογους στοχασμούς βρίσκουμε στη φιλοσοφική κληρονομιά του Χανς Γκέοργκ Γκάνταμερ. Κατά τη γνώμη του, το «καθήκον της Ευρώπης» είναι να αποκτήσει και να μοιραστεί την τέχνη τού να μαθαίνουν οι μεν από τους δε.
Εγώ θα προσέθετα: αν τη δούμε στο φόντο ενός πλανήτη που σπαράσσεται από συγκρούσεις, η Ευρώπη φαίνεται σαν εργαστήρι όπου σφυρηλατούνται τα εργαλεία που είναι αναγκαία για να επιτευχθεί η καντιανή ενοποίηση του ανθρώπινου γένους.
Για την ώρα, ωστόσο, η Ευρώπη φαίνεται να αναζητάει μιαν απάντηση στα νέα προβλήματα με πολιτικές που βλέπουν στο εσωτερικό μάλλον παρά στο εξωτερικό, με πολιτικές κεντρομόλες μάλλον παρά φυγόκεντρες. Με δυο λόγια, κλειδαμπαρώνουμε τις πόρτες μας και κάνουμε πολύ λίγα, αν όχι τίποτα, για να θεραπεύσουμε την κατάσταση που μας οδήγησε να τις κλείνουμε.
Είναι σαφές ότι η Ευρώπη έχει τους λόγους της να κοιτάζει πάντοτε περισσότερο το εσωτερικό της. Ο κόσμος δεν εμφανίζεται πλέον ελκυστικός. Φαίνεται εχθρικός, αναξιόπιστος, είναι ένας κόσμος που ζητάει εκδίκηση και που πρέπει, ωστόσο, να γίνει ασφαλής για μας. Αυτός είναι ο κόσμος του επικείμενου «πολέμου των πολιτισμών», ένας κόσμος στον οποίο κάθε βήμα που κάνει κανείς, όποιος και αν είναι, παρουσιάζει πολλαπλούς κινδύνους.
Η ασφάλεια είναι ο κύριος σκοπός του παιχνιδιού. Είναι μια αξία η οποία στην πράξη, αν όχι και στη θεωρία, συσκοτίζει και παραγκωνίζει κάθε άλλη αξία. Σε έναν κόσμο ανασφαλή, όπως ο δικός μας, η προσωπική ελευθερία του λόγου και της δράσης, το δικαίωμα για προστασία της ιδιωτικής σφαίρας, η πρόσβαση στην αλήθεια -όλα αυτά τα πράγματα που συνδέαμε με τη δημοκρατία- πρέπει να υποβαθμιστούν ή να ανασταλούν. Αυτό υποστηρίζει η επίσημη εκδοχή, που επιβεβαιώνεται από την επίσημη πρακτική.
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι εμείς δεν μπορούμε να υπερασπιστούμε τις ελευθερίες μας στη χώρα μας αν απομονωθούμε από τον υπόλοιπο κόσμο.
Σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη, στον οποίο η δυσκολία του καθενός καθορίζει τη δυσκολία όλων των άλλων και ταυτόχρονα καθορίζεται από τους άλλους, ελευθερία και δημοκρατία δεν μπορούν πλέον να εξασφαλιστούν «διαχωρισμένα», δηλαδή μόνο σε μία χώρα ή σε μια ομάδα χωρών.
Η τύχη της ελευθερίας και της δημοκρατίας σε κάθε χώρα αποφασίζονται και καθορίζονται σε παγκόσμια κλίμακα και μόνο σε αυτή την κλίμακα μπορούμε να τις υπερασπιστούμε με συγκεκριμένες πιθανότητες επιτυχίας. *
Αναζητώντας νέα «παρθένα εδάφη»
«Χρειάστηκε ένα πραγματικό χρηματιστικό τσουνάμι για να το καταλάβουμε επιτέλους: ο καπιταλισμός δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει», έλεγε ο Γερμανός κοινωνιολόγος Ζίγκμουντ Μπάουμαν μερικούς μήνες νωρίτερα, στην εφημερίδα «Λε Μοντ».
Η καπιταλιστική λογική είναι βιώσιμη υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζεται σε συνεχώς νέα «παρθένα εδάφη». Εκμεταλλεύοντάς τα όμως καταστρέφει την προκαπιταλιστική παρθενικότητά τους και στραγγίζει τις απαραίτητες πηγές για την ανάπτυξή του. Ο καπιταλισμός είναι εξ ορισμού ένα παρασιτικό σύστημα. Ως κάθε παράσιτο προσκολλάται σε ακόμη έναν υγιή οργανισμό και αναπτύσσεται εις βάρος του. Ομως καθώς τον κατατρώγει, βλέπει να ελαττώνονται και οι προϋποθέσεις για τη δική του επιβίωση. Εκτοτε απέδειξε την ικανότητά του να αλλάζει στόχο όταν εξαντλούσε εντελώς τον οργανισμό στον οποίο είχε προσκολληθεί. Από τη στιγμή που εξάντλησε όλα τα νέα παρθένα εδάφη, ο καπιταλισμός αναζητούσε μια νέα «παρθενικότητα». Και αυτό ήταν τα εκατομμύρια καταθετών που δεν είχαν ακόμη πρόσβαση στα δάνεια. Η πιστωτική κάρτα ξεκίνησε με το σύνθημα: «Τι περιμένετε για να ευχαριστήσετε τον εαυτό σας;». Επιθυμείτε κάτι πάνω από τις δυνατότητές σας; Αλλοτε θα πατούσαμε φρένο. Ο Μαξ Βέμπερ απέδιδε σε αυτή τη ματαίωση την έλευση του μοντέρνου καπιταλισμού: σφίγγουμε το ζωνάρι, παραιτούμαστε από διάφορες υπερβολικές επιθυμίες, ξοδεύουμε με μέτρο, αποταμιεύουμε με την ελπίδα πως μια μέρα έπειτα από προσπάθειες τελικά θα πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας... Δόξα τω Θεώ και τη τραπεζική προνοία, αυτή η σκοτεινή εποχή ξεπεράστηκε! Η πιστωτική κάρτα ανέτρεψε το βεμπερικό παράδειγμα: Επωφεληθείτε τώρα και πληρώστε αργότερα! Μας μετέτρεψε σε διαχειριστές των δικών μας απολαύσεων: στο εξής ο σκοπός δεν εξαρτάται από τα μέσα. Οι τραπεζίτες κερδίζουν περισσότερα από τη διαρκή διαχείριση των χρεών παρά από τη γρήγορη εξόφλησή τους. Σύμφωνα με τα κριτήριά τους, ο «ιδανικός πελάτης» είναι εκείνος που δεν θα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει το δάνειό του. Και μάλιστα επιβάλλουν βαριά πρόστιμα σε περίπτωση που εξοφλήσει νωρίτερα το συνολικό ποσό. Μέχρι την πρόσφατη κρίση, οι τράπεζες χορηγούσαν εύκολα νέα δάνεια σε οφειλέτες για να εξοφλήσουν παλαιότερα δάνεια. Στην Αγγλία ένας από τους κυριότερους οργανισμούς χορήγησης δανείων αρνήθηκε να ανανεώσει πιστωτική κάρτα σε πελάτες που αποπλήρωναν κανονικά τις κάρτες τους και δεν τους χρέωναν επί πλέον πρόστιμα. Οι τράπεζες κατάφεραν να μετατρέψουν έναν τεράστιο ανθρώπινο πληθυσμό κάθε ηλικίας σε μια φυλή χρόνιων δανειοληπτών, για τους οποίους η μόνη διέξοδος είναι η υπερχρέωση. Σήμερα, τίποτε δεν είναι πιο εύκολο από το να μπεις στο χορό. Πώς όμως θα βγεις; Ολοι αυτοί μπορούσαν να πάρουν δάνεια, όπως και εκατομμύρια άλλοι που δεν μπορούν να πάρουν, έχουν πέσει στην ίδια παγίδα. Οπως και σε προηγούμενες μετεξελίξεις του καπιταλισμού, έτσι και τώρα, το κράτος συνέβαλε στο να ανοιχτούν καινούργια εδάφη για την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Θυμίζουμε ότι με πρωτοβουλία του προέδρου Κλίντον και την εγγύηση της κυβέρνησής του ξεκίνησαν τα subprimes, τα δάνεια που χορηγούσαν σε αφερέγγυους πελάτες, μετατρέποντας έτσι σε οφειλέτες έναν ολόκληρο πληθυσμό, που μέχρι τότε δεν είχε εκτεθεί σε τέτοιου είδους εκμετάλλευση. Ωστόσο, όπως οι κατασκευαστές υποδημάτων βασίζονται σε μια πελατεία που περπατάει ξυπόλυτη, έτσι και η βιομηχανία δανείων χρειάζεται πελάτες χωρίς οικονομικά βάρη. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε σωστά διαβλέψει: ο καπιταλισμός με τις επεκτατικές του κινήσεις έχει σχεδόν καταβροχθίσει το απαραίτητο περιβάλλον για την επιβίωσή του... Παρά τη βοήθεια των ΜΜΕ και κάποιων πολιτικών, μια πραγματική επανάσταση, η αντίδραση στα credit crunch, έχει διεισδύσει στη λογική του και γαντζώνεται στην ελπίδα μιας ανάκαμψης μέσω της κατανάλωσης: η λύση μπορεί να είναι η χορήγηση κεφαλαίων στις τράπεζες προκειμένου να επανέλθουν στη «κανονική» τους λειτουργία.
Δεν θα έπρεπε να αναρωτηθούμε για τη βιωσιμότητα αυτής της κοινωνίας η οποία κινείται με μια διπλή μηχανή: της κατανάλωσης και του δανεισμού; Η προοπτική μιας «επιστροφής στο κανονικό», δηλαδή μια επιστροφή σε αθέμιτες πρακτικές και δυνητικά επικίνδυνες, πρέπει να μας ανησυχεί. Αποδεικνύει πως ούτε οι διοικητές των χρηματιστικών θεσμών ούτε οι κυβερνήσεις μπόρεσαν να διαγνώσουν τις ρίζες του κακού και ακόμη λιγότερο να τις ξεριζώσουν. Ο Hector Santos, διευθυντής του FSA, αναγκάστηκε να δεχτεί πως «δυστυχώς τα χρηματιστικά μοντέλα δεν προγραμματίζονται για να αντέξουν σε δονήσεις». Και το σχόλιο του χρονογράφου Simon Jenkins, στην «Γκάρντιαν»: «Είναι σαν ένας πιλότος να πει πως εκτός από τις μηχανές, το αεροπλάνο του είναι σε άριστη κατάσταση πτήσης». Ωστόσο ο Jenkins δεν χάνει τις ελπίδες του: από τη στιγμή που η κουλτούρα των χρημάτων φτάσει στο παράλογο, θα επιστρέψουμε σε έναν μη οικονομικό ορισμό της «καλής ζωής» τόσο στην καθημερινότητά μας όσο και στην πολιτική. Πρέπει ακόμη να ελπίζουμε
Ζίγκμουντ Μπάουμαν: Ο μεγάλος Πολωνός στοχαστής σε μια εφ' όλης της ύλης συνέντευξη για την οικονομική κρίση
«Η ζωή με δανεικά είναι εθιστική όσο λίγα ναρκωτικά»
Επίτιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας των Πανεπιστημίων του Λιντς και της Βαρσοβίας, ο 83χρονος Ζίγκμουντ Μπάουμαν, ένας σοφός του καιρού μας, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του «Ζωή για κατανάλωση» (εκδ. «Πολύτροπον»), μιλά στην «Ε» για την κοινωνία της κατανάλωσης, τις πιστωτικές κάρτες, τα χρέη, τις «χαμογελαστές Τράπεζες», τα golden boys, και εξηγεί γιατί η Ρόζα Λούξεμπουργκ, τις ιδέες της οποίας θεωρεί σήμερα περισσότερο επίκαιρες από ποτέ, είχε δίκαιο στις επισημάνσεις της για τη φύση του καπιταλισμού. Με τα λεγόμενά του να αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, αφού σε δύο εβδομάδες ξεκινά η σύνοδος των 20 πλουσιότερων κρατών του πλανήτη (G20) στο Λονδίνο, με βασικό θέμα της την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης.
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, δηλώσατε ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε δίκαιο σε όσα υποστήριζε για τον καπιταλισμό, σχεδόν έναν αιώνα πριν. Για ποιον λόγο; «Επειδή ό,τι έγραψε (η Ρόζα) δεν έχασε τίποτε από την επικαιρότητά του, απλώς εμφανίζεται με πολλές διαφορετικές μεταμορφώσεις που μας οδηγούν στο να ξεχνούμε τις προειδοποιήσεις της. Το πρόσφατο "οικονομικό τσουνάμι" έδειξε "πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας" σε εκατομμύρια ανθρώπους (τους οποίους η οφθαλμαπάτη της "ευημερίας τώρα και για πάντα" οδήγησε εσφαλμένα να πιστέψουν στις καπιταλιστικές αγορές και το καπιταλιστικό τραπεζικό σύστημα ως τις τυποποιημένες μεθόδους μιας επιτυχούς λύσης του προβλήματος) ότι ο καπιταλισμός είναι στα καλύτερά του για να δημιουργεί προβλήματα και όχι για να τα λύνει. Ο καπιταλισμός, όπως και τα συστήματα φυσικών αριθμών του διάσημου θεωρήματος του Κουρτ Γκέντελ, δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα συνεπής και ολοκληρωμένος. Εάν είναι συνεπής με τις δικές του αρχές, ξεπηδούν προβλήματα που δεν μπορεί να ανακόψει (όπως η περιπέτεια των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων που διαφημίστηκε στον κόσμο ως ο τρόπος να σταματήσουν να υπάρχουν άστεγοι και τελικά πολλαπλασίασε τον αριθμό των αστέγων αντί να τον μειώσει, μέσα από την επιδημία της επανακατοχής). Και, αν ο καπιταλισμός προσπαθήσει να λύσει τα προβλήματα, δεν μπορεί να το κάνει χωρίς να περιπέσει σε ασυνέπεια ως προς τις δικές του βασικές αρχές».
Οι οποίες είναι ποιες;
«Σαν παράσιτα τα οποία μπορούν να επιβιώσουν μόνον εφόσον ο οργανισμός επί του οποίου παρασιτούν (ο ξενιστής) παραμένει ζωντανός και παρέχει διατροφή, ο καπιταλισμός αναπαράγεται μέσω της κατάκτησης και της χώνευσης των προκαπιταλιστικών οικονομιών -αλλά η ζωτικότητα του ξενιστή τείνει να εξαντληθεί και να καταστραφεί στην πορεία, και μετά ο καπιταλισμός δεν μπορεί ν' αναπαραγάγει τις συνθήκες της δικής του ζωής. Αυτή ήταν, εκατό χρόνια πριν, η ανακάλυψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Σκέφτηκε ότι η εξάλειψη του καπιταλισμού θα συμβεί όταν η τελευταία προκαπιταλιστική οικονομία κατακτηθεί και "ανοιχθεί" στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, ως αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής/αποικιακής εξάπλωσης. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η δύναμη του καπιταλισμού βρίσκεται στην εκπληκτική εφευρετικότητά του να ψάχνει και να βρίσκει καινούρια είδη ξενιστών, οποτεδήποτε τα προηγηθέντα είδη που υπέστησαν εκμετάλλευση αδυνατίζουν ή εκλείπουν, όπως και στην επινοητικότητα και ταχύτητα με την οποία αναπροσαρμόζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των καινούριων "βοσκοτόπων του"».
Αρα, είναι μάλλον πρόωρο να μιλάμε για το τέλος του καπιταλισμού.
«Ασφαλώς. Η οικονομική κρίση των ημερών μας δεν σηματοδοτεί το τέλος του καπιταλισμού, μόνον την εξάντληση και την ερήμωση ενός επιτυχημένου "βοσκότοπου". Η αναζήτηση ενός καινούριου βοσκότοπου θ' αρχίσει αμέσως, καινούριες "παρθένες γαίες" θα αναζητηθούν και προσπάθειες θα γίνουν για να ανοίξουν αυτές, με δόλωμα ή απάτη, στην εκμετάλλευση, έτσι ώστε η δυναμική τους να μετατραπεί σε κέρδη των μετόχων και μπόνους των διευθυντών, έως ότου, εν τέλει, "στυφτεί". Ανακοινώσεις μιας ακόμη ανακάλυψης ενός αχαρτογράφητου ακόμη νησιού ("επιχειρηματικής ευκαιρίας") θα έλξουν πλήθη τυχοδιωκτών, πολύ περισσότερων απ' όσους αντέχει το μέγεθος της παρθένας περιοχής -πλήθη τα οποία σε μηδέν χρόνο θα πρέπει να τρέξουν και πάλι πίσω στις βάρκες τους για να αποφύγουν την επερχόμενη καταστροφή, ελπίζοντας ότι οι βάρκες παραμένουν άθικτες στο λιμάνι.
Το μεγάλο ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό η λίστα των υποψήφιων για εκμετάλλευση εδαφών θα εξαντληθεί και οι εξερευνήσεις, παρότι φρενιασμένες και εφευρετικές, θα σταματήσουν να αποτελούν προσωρινές διακοπές της συνολικής διαδικασίας. Οι αγορές, κυριαρχούμενες από τη ρευστή μοντέρνα μενταλιτέ του κυνηγού, είναι μάλλον απίθανο να ενδιαφερθούν να θέσουν αυτό το ερώτημα (μεταβαίνοντας από την τυχερή απόδραση ύστερα από το κυνήγι σε μιαν άλλη), όσο μια ακόμη ευκαιρία να αναβληθεί η ώρα της αλήθειας (παρότι για λίγο και με οποιοδήποτε κόστος) υπάρχει στον ορίζοντα.
Η κυριαρχούσα επιχειρηματική φιλοσοφία επιμένει ότι ο σκοπός των μπίζνες είναι να προλαβαίνουν την ικανοποίηση των αναγκών και να δημιουργούν περισσότερες ανάγκες που "φωνασκούν" για ικανοποίηση, καθώς και περισσότερους δυνητικούς πελάτες υποκινούμενους από αυτές τις ανάγκες. Εν ολίγοις, ότι το καθήκον της προσφοράς είναι να δημιουργεί ζήτηση. Αυτή η πεποίθηση ισχύει για όλα τα προϊόντα των εργοστασίων, όπως και των οικονομικών εταιρειών. Στο βαθμό που σχετίζονται με την επιχειρηματική φιλοσοφία, τα δάνεια δεν αποτελούν εξαίρεση. Η προσφορά ενός δανείου πρέπει να δημιουργεί και να μεγεθύνει την ανάγκη του δανεισμού».
Η ίδια λογική κυριάρχησε και με τις πιστωτικές κάρτες;
«Η εισαγωγή των πιστωτικών καρτών ήταν το σημάδι των όσων έρχονταν. Οι πιστωτικές κάρτες ρίχτηκαν στην αγορά υπό το μοναδικά αποπλανητικό σλόγκαν "αφαιρέστε την αναμονή από την επιθυμία". Επιθυμείς κάτι αλλά δεν έχεις αρκετά χρήματα για να πληρώσεις την τιμή πώλησής του; Στις παλιές ημέρες, που "ευτυχώς" πέρασαν και έφυγαν, έπρεπε να καθυστερήσεις τις επιθυμίες σου (αυτή η καθυστέρηση, σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ, έναν από τους πατέρες της μοντέρνας κοινωνιολογίας, ήταν η αρχή που έκανε την έλευση του μοντέρνου καπιταλισμού δυνατή), να σφίξεις το ζωνάρι σου, να αρνηθείς στον εαυτό σου άλλες χαρές, να ξοδεύεις ταπεινά και λιτά και να τοποθετείς τα χρήματα που κατόρθωσες να συγκεντρώσεις με αυτό τον τρόπο σε ένα αποταμιευτικό βιβλιάριο, ελπίζοντας ότι, με τη δέουσα φροντίδα και υπομονή, θα συγκεντρώσεις αρκετά από αυτά ώστε να κάνεις τα όνειρά σου πραγματικότητα. Ομως χάρη στον Θεό και την καλοκαγαθότητα των τραπεζών, όχι πια! Με μια πιστωτική κάρτα μπορείς να αντιστρέψεις τη σειρά: "Απόλαυσε τώρα, πλήρωσε μετά"! Οι πιστωτικές κάρτες σε καθιστούν ελεύθερο να διαχειριστείς την ικανοποίησή σου: να αποκτάς πράγματα όταν τα θέλεις, όχι όταν τα κερδίσεις και αντέχεις να τα πληρώσεις».
Επρόκειτο, συνεπώς, για την απόλυτη ευδαιμονία.
«Χμ, όχι ακριβώς... Γιατί πέραν της κεντρικής υπόσχεσης υπήρχε συνημμένο ένα ακόμη μικρό σημείωμα, δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί, αν και απλό να το μαντέψει κανείς σε μια στιγμή έκλαμψης: ότι το κάθε "αργότερα" θα έρθει κάποια στιγμή μέσα στο "τώρα" και ότι τα δάνεια θα πρέπει τότε να εξοφληθούν και ότι η εξόφληση των δανείων που πήρες για "να βγάλεις την αναμονή έξω από την επιθυμία" και να ικανοποιήσεις άμεσα παλιές επιθυμίες, θα κάνει όλο και πιο δύσκολο το να ικανοποιήσεις καινούριες επιθυμίες... Το να μη σκέφτεσαι για το μετά σήμαινε, όπως πάντα, να συσσωρεύεις τα προβλήματα. Οποιος θέλει μπορεί να σταματήσει ν' ανησυχεί για το μέλλον μόνο με δικό του κίνδυνο, αφού, ασφαλώς, θα υπάρξει ένα βαρύ τίμημα να πληρώσει. Κι αυτό που ο ίδιος άνθρωπος θ' ανακάλυπτε μάλλον σύντομα παρά αργά είναι ότι η κάπως δυσάρεστη "καθυστέρηση της επιθυμίας" αντικαταστάθηκε από μια μικρή καθυστέρηση της πραγματικά τρομακτικής τιμωρίας για τη βιασύνη. Μπορείς να έχεις τη χαρά όταν την επιθυμείς· αλλά το να επιταχύνεις την έλευσή της δεν θα κάνει την ευχαρίστηση περισσότερο προσιτή. Στον τελικό λογαριασμό, το μόνο που θα καθυστερήσει θα είναι η συνειδητοποίηση αυτής της θλιβερής αλήθειας...
Παρά την τοξικότητα και τη θλίψη που το διέκριναν, αυτό δεν ήταν το μόνο μικρό σημείωμα συνημμένο στη με μεγάλα γράμματα υπόσχεση τού "γλέντησε τώρα, πλήρωσε αργότερα". Εχοντας ως σκοπό την αποφυγή μείωσης της αποτελεσματικότητας των πιστωτικών καρτών και του εύκολου δανεισμού σε ένα "μια κι έξω" κέρδος του δανειστή, το τρέχον χρέος έπρεπε να μετατραπεί σε ένα μόνιμης κερδοφορίας πλεονέκτημα. Δεν μπορείς να ξεπληρώσεις το χρέος σου; Πρώτ' από όλα, δεν θα έπρεπε καν να το προσπαθήσεις. Το να μην έχεις καθόλου χρέη δεν είναι με τίποτε η ιδανική κατάσταση για να βρίσκεσαι...Κατά δεύτερον, δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι: σε αντίθεση με τους παλιού στιλ διαβολικούς δανειστές -πρόθυμους να δεχτούν την εξόφληση των δανείων τους νωρίτερα απ' τον αρχικά συμφωνηθέντα χρόνο και αντίθετους στην επέκτασή τους- εμείς, οι μοντέρνοι φιλικοί δανειστές, δεν ζητούμε τα χρήματά μας πίσω. Αντίθετα, προσφερόμαστε να σου δανείσουμε με μεγαλύτερη πίστωση για να ξεπληρώσεις το παλιό χρέος, αφήνοντάς σε και με μερικά πρόσθετα χρήματα (δηλ. χρέος...) για να αγοράσεις νέες χαρές. Είμαστε οι τράπεζες που του αρέσει να λένε "ναι". Οι δικές σας, φιλικές τράπεζες. "Οι χαμογελαστές τράπεζες" -όπως ένα από τα πιο εφευρετικά διαφημιστικά μηνύματα διακήρυσσε».
Τελικά, τι κρυβόταν πίσω από το χαμογελαστό προσωπείο των τραπεζών;
«Κρυβόταν αυτό που κανένα από τα διαφημιστικά δεν δήλωνε ανοιχτά, αφήνοντας την αλήθεια στα μαύρα προαισθήματα των χρεωστών. Δηλαδή, ότι οι τράπεζες-δανειστές δεν θέλουν στην πραγματικότητα τους χρεώστες να πληρώνουν τα δάνειά τους. Εάν οι χρεώστες ήταν ακριβείς στην εξόφληση των δανείων τους, θα έπαυαν πλέον να χρωστούν. Αλλά είναι τα χρέη τους (ο μηνιαίος τόκος που πληρώνεται από αυτά) που οι μοντέρνοι, φιλικοί (και εξαιρετικά εφευρετικοί) δανειστές αποφάσισαν και κατόρθωσαν να προσθέσουν στην αρχική πηγή του κέρδους τους. Οι πελάτες που επιστρέφουν αμέσως τα χρήματα που δανείστηκαν, αποτελούν τον εφιάλτη των δανειστών. Ανθρωποι που αρνούνται να ξοδέψουν χρήματα τα οποία δεν κέρδισαν και συγκρατούνται από το να δανειστούν, δεν έχουν καμία χρησιμότητα για τους δανειστές -όπως κι εκείνοι που (υποκινούμενοι είτε από ταπεινότητα είτε από παλιομοδίτικη εντιμότητα) σπεύδουν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους έγκαιρα. Για τα δικά τους συμφέροντα, τράπεζες και παροχείς πιστωτικών καρτών βασίζονται στη συνεχή "εξυπηρέτηση" των χρεών μάλλον, παρά στην άμεση εξόφλησή τους. Στον βαθμό που τους ενδιαφέρει, ο "ιδανικός δανειζόμενος" είναι εκείνος που ποτέ δεν θα ξεπληρώσει το χρέος του στο ακέραιο. Τους ανθρώπους που κρατούν αποταμιευτικούς λογαριασμούς αλλά όχι πιστωτικές κάρτες τούς βλέπουν σαν πρόκληση για τις ικανότητές τους στο μάρκετινγκ: σαν "παρθένες περιοχές" που "φωνάζουν" για επικερδή εκμετάλλευση. Με το που θα "τραβηχτούν σε καλλιέργεια" (δηλ. στο παιχνίδι των δανείων) δεν θα πρέπει ποτέ να τούς επιτραπεί να επιλέξουν την έξοδο -να "εξοκείλουν" ξανά. Πληρώνεις βαριά ποινή, εάν επιθυμείς να εξοφλήσεις την υποθήκη του δανείου εξολοκλήρου πριν την ώρα του. Μέχρι το πρόσφατο πιστωτικό κρας, τράπεζες και εκδότες πιστωτικών καρτών ήταν περισσότερο από πρόθυμοι να προσφέρουν νέα δάνεια στους χρεώστες για να καλύψουν τους απλήρωτους τόκους προηγούμενων δανείων. Μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες πιστωτικών καρτών στη Βρετανία ξεσήκωσε πρόσφατα τη δημόσια κατακραυγή όταν "άφησε το γουρούνι να βγει από το σακί": όταν αρνήθηκε να επανεκδώσει κάρτες σε πελάτες, οι οποίοι κάθε μήνα ξεπλήρωναν τα χρέη τους στο ακέραιο, μη επισύροντας έτσι οικονομικές κυρώσεις...».
Πώς κρίνετε την αντίδραση των κρατών στην κρίση;
«Οι μύες του κράτους, για πολύ καιρό σε αχρηστία ακριβώς γι' αυτόν το σκοπό, ξανάγιναν δημόσια ευλύγιστοι -αυτή τη φορά για το καλό της συνέχισης του παιχνιδιού που κάνει την ευλυγισία τους ανυπόφορη και, παρ' όλα αυτά, αναπόφευκτη. Ενα παιχνίδι που περιέργως δεν μπορεί να αντέξει να έχει το κράτος ευλύγιστους τους μυς του αλλά και που δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αυτό. Η αντίδραση στην κρίση, μέχρι στιγμής εντυπωσιακή, ακόμη και επαναστατική, όπως ίσως εμφανίστηκε στους τίτλους των media και τις στομφώδεις διακηρύξεις των πολιτικών, αποτέλεσε μία από τα ίδια: τη μάταιη ελπίδα ότι η αναζωογονημένη δυναμική αυτής της φάσης που βασίστηκε στο δίπολο κέρδος-κατανάλωση δεν εξαντλήθηκε ακόμη ολοκληρωτικά. Μια προσπάθεια να καταστούν οι χρεώστες "αντάξιοι πίστωσης" ακόμη μια φορά, έτσι ώστε η μπίζνα τού να δανείζεις και να δανείζεσαι, να πέφτεις στο χρέος και να μένεις εκεί, να κατορθώσει να επιστρέψει στο συνηθισμένο».
Δεν αγγίχθηκαν, λέτε, οι ρίζες τού προβλήματος...
«Οχι, γιατί οι ρίζες του τρέχοντος θρήνου και πόνου, όπως οι ρίζες κάθε κοινωνικού κακού, είναι βαθιά βυθισμένες στο μοντέλο ζωής μας, με την προσεκτικά καλλιεργημένη και βαθιά τοποθετημένη συνήθεια να τρέχουμε για καταναλωτική πίστωση όποτε υπάρχει κάποιο πρόβλημα ν' αντιμετωπίσουμε ή κάποια δυσκολία να υπερβούμε. Η ζωή η βασισμένη στην πίστωση είναι εθιστική όσο λίγα άλλα ναρκωτικά και δεκαετίες άφθονης προμήθειας ενός ναρκωτικού δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν σε σοκ και τραύμα οποτεδήποτε η προμήθεια σταματά ή μειώνεται. Τώρα, μάς έχει προταθεί ο φανερά εύκολος τρόπος εξόδου από το σοκ που προκαλεί πόνο τόσο στους ναρκο-εθισμένους όσο και στους ναρκο-προμηθευτές: μέσω της επανέναρξης προμήθειας των ναρκωτικών... Ξανά πίσω στον εθισμό που μέχρι τώρα φαινόταν να μας υπηρετεί όλους τόσο καλά, χωρίς ανησυχία για το πρόβλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: τη στιγμή όλο αυτό αναχαιτήθηκε στην άκρη του γκρεμού χάρη στην ένεση άφθονων χρημάτων των φορολογουμένων, η TBS Lloyds τράπεζα άρχισε να κάνει λόμπινγκ στο υπουργείο Οικονομικών ώστε να διαχωρίσει μέρος του πακέτου σωτηρίας για τα μερίσματα των μετόχων της. Μη ακολουθώντας την επίσημη αγανάκτηση των εκπροσώπων της πολιτείας, συνέχισε απαρέγκλιτα να πληρώνει μπόνους σε εκείνους των οποίων η απληστία κατακρήμνισε τις τράπεζες και τους πελάτες τους. Το ίδιο και στις ΗΠΑ: 70 δισ. δολάρια, περίπου το 10% των επιχορηγήσεων που οι ομοσπονδιακές αρχές θα διοχετεύσουν στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για να πληρωθούν τα μπόνους των ανθρώπων που έφεραν το σύστημα τόσο κοντά στην καταστροφή! Ανεξαρτήτως του πόσο εντυπωσιακά είναι τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί από τις κυβερνήσεις, ως προθέσεις ή ως διακηρύξεις, όλα στοχεύουν στο να καταστήσουν τις τράπεζες ικανές να επιστρέψουν στις "νορμάλ μπίζνες". Με άλλα λόγια, να επιστρέψουν στη δραστηριότητα που έχει το βάρος της κύριας ευθύνης για την παρούσα κρίση».
Τι βλέπετε για το μέλλον;
«Η πρόθεση αυτής της "επιστροφής στο νορμάλ" γεννά ανησυχίες: σηματοδοτεί ότι ούτε οι άνθρωποι που διευθύνουν τα οικονομικά ινστιτούτα ούτε οι κυβερνήσεις μας έφτασαν στις ρίζες του προβλήματος κατά τις διαγνώσεις τους.
Σχολιάζοντας τη δήλωση ενός οικονομικού γκουρού, του Εκτορ Σαντς, επικεφαλής των "Finances Services Authority", για τα κυρίαρχα -έως πρόσφατα- οικονομικά μοντέλα, ο Σάιμον Τζένκινς, ένας εξαιρετικά διορατικός αναλυτής του «Guardian», παρατήρησε: "Ηταν σαν να διαμαρτυρόταν ένας πιλότος ότι το αεροπλάνο του πετούσε μια χαρά - αν εξαιρέσει κανείς τις βλάβες στις μηχανές του"... Αλλά ο Τζένκινς δεν χάνει την ελπίδα του: συνεχίζει να θεωρεί ότι από τη στιγμή που η κουλτούρα του τύπου "η απληστία είναι καλή" δοκιμάστηκε και απέτυχε, οι μη οικονομικές συνιστώσες αυτού που ασαφώς χαρακτηρίζουμε "καλή ζωή" θα αποκτήσουν μεγαλύτερη υπεροχή, τόσο στη ζωή μας όσο και στην πολιτική στρατηγική των κυβερνήσεών μας. Ας ελπίσουμε κι εμείς μαζί του: δεν φτάσαμε ακόμη στο σημείο της μη επιστροφής, υπάρχει ακόμη χρόνος (αν και λίγος) ν' αλλάξουμε την τροχιά, μπορούμε ακόμη να μετατρέψουμε το σοκ και το τραύμα σε αβαντάζ για μας και τα παιδιά μας...».
ΖΙΓΚΜΟΥΝΤ ΜΠΑΟΥΜΑΝ
Ενας από τους κορυφαίους σύγχρονους κοινωνιολόγους
Ο 85χρονος σήμερα Ζίγκμουντ Μπάουμαν είναι ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους κοινωνιολόγους και έχει γράψει πολλά και σημαντικά έργα, μερικά από τα οποία μεταφράστηκαν τα τελευταία χρόνια και στη γλώσσα μας. Μέχρι το 1968, ο Πολωνός Μπάουμαν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Επειτα υποχρεώθηκε να μεταναστεύσει και συνέχισε τη διδακτική του δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο του Λιντς στη Μεγάλη Βρετανία. Το κείμενό του αυτό είναι η εισήγησή του σε θεωρητικό συμπόσιο με θέμα «Ανησυχίες στη νεωτερικότητα», που έγινε με πρωτοβουλία της οργάνωσης Arci στη Φλωρεντία, τον Δεκέμβριο του 2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου