Το βιβλίο του Ε. Ζάχου - Παπαζαχαρίου, «Η λαϊκότητα στον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Φαρφουλάς».
Η μελέτη αυτή προσπαθεί να ρίξει φως στη γέννηση και στον προαναγγελθέντα θάνατο ενός ανεπανάληπτου καλλιτεχνικού και κοινωνικού φαινομένου, που κυριάρχησε στην Ελλάδα δύο ολόκληρες δεκαετίες. Του λεγόμενου "παλιού ελληνικού κινηματογράφου", που στην κρίσιμη εποχή μας επιμένει και εξακολουθεί να μας διδάσκει τον λαϊκό ηθικο-εθιμικό κώδικα της συμπεριφοράς και επικοινωνίας που όλα αυτά τα χρόνια τον είχαμε παραμερίσει.
Το βιβλίο ρίχνει επίσης φως στις προπολεμικές ρίζες της ελιτίστικης αρνητικής κριτικής που αναπτύχθηκε στις δεκαετίες ’70 και ’80, η οποία στόχευε να απαξιώσει τις ταινίες αλλά και τους ανθρώπους του παλιού ελληνικού σινεμά. Μια κριτική που σε συνδυασμό με την παρεμβατική πολιτική των κρατικών φορέων προκάλεσαν το θάνατό του και την τελική πτώχευση του ελληνικού κινηματογράφου συνολικά. Είναι μια ματιά από αυτόπτη μάρτυρα, που παρακολούθησε ενεργά τις εξελίξεις και που συνεχίζει να… γουστάρει βλέποντας σήμερα στα τηλεοπτικά κανάλια τις αμίμητες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Περισσότερα:
Λαϊκότητα και Λαϊκισμός
(πηγή :www.oktonia.com )
"Ο λαϊκισμός αποτελεί κακοήθη όγκο στο σώμα της δημοκρατίας και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το πνεύμα του λαού"
Ν. Μακρής
"Ο λαϊκισμός αποτελεί εξαπάτηση του λαού, πολιτιστική υποβάθμισή του, υποκατάστασή του στον ιστορικό του ρόλου και διατήρησή του στο περιθώριο των εξελίξεων"
Ι. Ε. Μανωλεδάκης
Ορισμός: Λαϊκισμός
Α) η ιδέα σύμφωνα με την οποία οι επιθυμίες και οι πεποιθήσεις των λαϊκών μαζώναποτελούν βάσιμο οδηγό πολιτικής δράσης.
Β) ο έπαινος και η κολακεία των αδυναμιών και των ελαττωμάτων του λαού, καθώς και η υιοθέτηση επιχειρημάτων ή θέσεων που ευχαριστούν το λαό, χωρίς όμως και νατον ωφελούν, με σκοπό την εξασφάλιση της εύνοιάς του. Η κακόσημη πλευρά τηςλαϊκότητας
Λαϊκότητα: Το γνήσιο λαϊκό στοιχείο με χαρακτηριστικά την απλότητα και τη λιτότητα
Χώροι στους οποίους κάνει την εμφάνισή του ο λαϊκισμός:
Πολιτικός χώρος:
Έντονος είναι ο λαϊκισμός των πολιτικών προσώπων. Η δημαγωγία, η αβάσιμη υποσχεσιολογία προς το λαό είναι χαρακτηριστικά των λαϊκιστών πολιτικών. Οι λόγοι των τελευταίων διανθίζονται με λέξεις...για το μέλλον του τόπου μας......για το καλό του λαού.... να χτίσουμε μαζί έναν καλύτερο κόσμο.....κλπ. Επίσης, η ψεύτικη υπεράσπιση των δικαιωμάτων του απλού λαού ορισμένες φορές μόνο και μόνο για την ικανοποίηση προσωπικών ή κομματικών οφελών είναι συχνή. Ειδικότερα, η παραπάνω τακτική των πολιτικών γίνεται εμφανής από τα "παράθυρα" των τηλεοπτικών καναλιών
Πολιτική και Εκπαίδευση:
Χωρίς αμφιβολία, οι εξαγγελίες των κομματικών παρατάξεων για την παροχή ποιοτικής εκπαίδευσης στο σύνολο του λαού ανωτάτης βαθμίδας αποτελεί ένδειξη λαϊκισμού. Εκτός από αυτό, οι σπουδές χωρίς εμπόδια τετραετούς φοίτησης στο πανεπιστήμιο περιλαμβάνονται σε όλες τις προγραμματικές δηλώσεις των πολιτικών που σχετίζονται με την εκπαίδευση. Επιπλέον, η κολακεία των καθηγητών προς τους μαθητές/ ο λεκτικός έπαινος, οι πολύ υψηλές βαθμολογίες των πρώτων σε παιδιά που δεν είναι άξια αυτών είναι ένα είδος λαϊκισμού στο χώρο της εκπαίδευσης.
Τέχνη:
Η δημιουργία εύπεπτων τραγουδιών που ερμηνεύουν οι σύγχρονοι "λαϊκοί" τραγουδιστές, τα χυδαία θεατρικά έργα που ανεβάζουν οι θίασοι επειδή "αυτά θέλει ο κόσμος", η παραγωγή τέχνης μέσω τηλεθεαμάτων χορού, τραγουδιού κλπ που προβάλλονται κυρίως για λόγους τηλεθέασης αποτυπώνουν τη χαμηλή αισθητική και καλλιτεχνική παιδεία των καιρών μας.
Αίτια λαϊκισμού:
Κοινωνικός τομέας:
Ανενδοίαστα, η επίδραση των ΜΜΕ στην επιβολή του λαϊκισμού είναι σημαντική. Λαϊκίστικα πρότυπα ζωής, πολιτικάντηδες που παρουσιάζονται ως προστάτες του λαού πλημμυρίζουν καθημερινά τα προγράμματα της τηλεόρασης. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η τηλεόραση, ο τύπος με μεθοδευμένες, καλοστημένες κινήσεις εξυπηρετούν τα ιδιωτικά συμφέροντα των πολιτικών
Πνευματικός τομέας:
Δυστυχώς, το γενικά χαμηλό πνευματικό επίπεδου του λαού διευκολύνει τη δράση των λαϊκιστών. Για περισσότερη ευκρίνεια αναφέρουμε την ευκολία με την οποία αποδέχονται ό,τι είδους μηνύματα βλέπει, ό, τι ακούει χωρίς ίχνος επεξεργασίας και επομένως κρίσης. Η έλλειψη προβληματισμού χαρακτηρίζει το σύγχρονο άνθρωπο ο οποίος δεν μπορεί πολλές φορές να συνειδητοποιήσει πότε καταπατούνται τα δικαιώματά του, πως μπορεί να ενεργήσει ώστε να συμβάλλει έστω και σε μικρό βαθμό στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας του. Έτσι, οι πολιτικοί ηγέτες εκμεταλλεύονται την πνευματική νωθρότητα και με την επιτηδευμένη χρήση του λόγου παραπλανούν τους πολίτες αντί να τους διαφωτίζουν.
Πολιτικός τομέας:
Οι τακτικές των πολιτικών διαπνέονται από πατερναλισμό. Αν και οι ίδιοι είναι στυγνοί ψηφοθήρες, θέλουν να πείσουν τους πολίτες ότι μοχθούν με τους ίδιους, ότι τους νοιάζονται και ότι θωρακίζουν τα δικαιώματά τους. Στην εκδήλωση της κατ΄ επίφαση λαϊκότητας κάποια γενικά χαρακτηριστικά της εποχής, όπως τα ακόλουθα: η γρήγορη εκτύλιξη της ζωής στις μεγαλουπόλεις, η μαζοποίηση, τα σοβαρά και δυσεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα, ανεργία, φτώχια κλπ
Ηθικός τομέας:
Η αλλαγή που έχει επέλθει στην τοποθέτηση των αξιών (πχ: η δημοκρατία είναι υποδεέστερη της δημοκοπίας, τα χρήματα θεωρούνται η ύψιστη αξία). Η μετατροπή αυτή των απαξιών σε αξίες επιτρέπει την ανάδειξη ανθρώπων αδίστακτων που "μαγεύουν" τον κόσμο με τους κενούς τους λόγους και τα ανούσια μηνύματά τους.
Συνέπειες του λαϊκισμού:
Πολιτικός τομέας:
Η υποβάθμιση της δημοκρατίας και η υπερίσχυση τακτικών που χαρακτηρίζουν ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι ο απότοκος της υιοθέτησης του λαϊκισμού. Αν και ο λαός πρέπει να εξουσιάζει μέσω των αντιπροσώπων του, ωστόσο ο ίδιος γίνεται άθυρμα των πολιτικών πατρώνων. Δεν είναι υπερβολικό να υποστηριχθεί, δηλαδή, ότι οι πολίτες ταυτίζονται με τα πρόσωπα της πολιτικής στο βαθμό που θεωρούν τα κηρύγματά του μεσσιανικά. Εκτός από αυτά, τα κόμματα αντί να λειτουργούν ως πυρήνες αναπαραγωγής δημοκρατικών ηθών γίνονται κέντρα χαριστικών παροχών εκ μέρους υπουργών ή βουλευτών σε κομματικούς οπαδούς. Είναι, επομένως, εμφανέςότι όλο το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα υπολειτουργεί και οι φορείς του ευτελίζονται
Πολιτισμικός τομέας
Ο λαϊκισμός ισοπεδώνει το λαϊκό μας πολιτισμό και διαβρώνει την πολιτιστική κληρονομιά μας. Η αυθεντικότητα της γνήσιας τέχνης βιομηχανοποιείται για να καταναλωθεί πιο γρήγορα και πιο εύκολο από το σύνολο των ατόμων (πχ: τα φθηνά τουριστικά αντικείμενα είναι εντελώς άσχετα με τα λαϊκά κομψοτεχνήματα). Επίσης, η απόδοση τιμών σε δημιουργούς κακόγουστων απομιμήσεων λαϊκών τραγουδιών, η αναγόρευση των αθλητών σε λαϊκούς ήρωες είναι λαϊκίστικα φαινόμενα.
Κοινωνικός τομέας:
Η επιβολή ειδώλων (πχ: πολιτικοί ηγέτες, τραγουδιστές, αθλητές) είναι μια άλλη τραγική απόληξη του φαινομένου που εξετάζουμε. Οι ίδιοι προβάλλονται ως αντιπροσωπευτικοί τύποι με γνήσια λαϊκή ψυχή και συνείδηση τους οποίους το κοινό αξίζει να θαυμάζει και να μιμηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, οι άνθρωποι σαν "κοπάδι" άκριτα ευθυγραμμίζονται με αυτά τα μοντέρνα είδωλα αψηφώντας ότι αυτά προωθούνται για εμπορικούς λόγους
Τρόποι αντιμετώπισης:
Πνευματικός τομέας:
Πνευματική αντίσταση στην αρνητική επίδραση του λαϊκισμού. Μόνο τα πνευματικώς ώριμα άτομα μπορούν να μην ετεροκατευθύνονται από την προπαγάνδα των πολιτικών. Η σωστή γνώση της ελληνικής γλώσσας μπορεί να αποτρέψει τη χειραγώγηση του κοινού από τους πολιτικούς εκπροσώπους του
Πνευματικοί άνθρωποι:
Οι ίδιοι μπορούν με τη διεισδυτική ικανότητά τους να διακρίνουν τις παραπλανητικές μεθόδους των πολιτικών, τα δήθεν λαϊκά καλλιτεχνικά δημιουργήματα κλπ. Έτσι, έχουν χρέος να αποκαλύπτουν την αλήθεια στο κοινό προκειμένου το ίδιο να μην παγιδεύεται
Πολιτικός τομέας:
Ορθή λειτουργία της δημοκρατίας
Σφυρηλάτηση των δημοκρατικών αξιών
Ελάττωση της δημοκοπίας εκ μέρους των κομμάτων
Λεξιλόγιο:
Πατερναλισμός: η τάση να προσπαθεί κανείς( ηγέτης, συνδικαλιστής, αρχηγός ομάδας κλπ) να προστατεύσει και να κηδεμονεύσει όσους εκπροσωπεί.
Οι αμέτοχοι
(από το διαδίκτυο:http://theodosia8.wordpress.com/)
Η εποχή μας, πολύ συχνά χαρακτηρίζεται από μια γενική αλλοτρίωση, από μια αλλοίωση εννοιών, συνειδήσεων, συναισθημάτων. Η κατάσταση χωλαίνει ολοένα και πιο πολύ, με τους έχοντες μια οποιαδήποτε εξουσία να τηρούν μια χλευαστική στάση απέναντι στη νοημοσύνη των ανθρώπων, διοχετεύοντας καθημερινά μια πληθώρα πληροφοριών και εικόνων στις οποίες η αλήθεια είναι μια σταγόνα σε ένα ωκεανό γεμάτο ψέμα. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί, πως αφού ζούμε σε χώρα με δημοκρατικό πολίτευμα, ο λαός μπορεί να συμμετέχει στην πολιτική εξουσία. Αντίθετα, όμως, αυτό που κυριαρχεί στις μέρες μας δεν είναι η λαϊκότητα, αλλά ο λαϊκισμός.
Ο λαϊκισμός είναι η επιφανειακή λαϊκότητα. Ο άνθρωπος νομίζει πως συμμετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή της χώρας του, νομίζει πως έχει φωνή, νομίζει πως επιλέγει εκείνος για τον εαυτό του. Απλά νομίζει, γιατί η πραγματικότητα δυστυχώς είναι λίγο διαφορετική από αυτές του τις πεποιθήσεις. Η λαϊκή συμμετοχή στη δημόσια ζωή μειώνεται μέρα με τη μέρα κι αυτό γιατί η προσοχή των πολιτών στρέφεται σε άλλα θέματα, ανούσια, κενά. Σε αυτή την έλλειψη, ο λαϊκισμός βρίσκει πρόσφορο έδαφος. Εκεί , εμφανίζονται κάποιοι με το πρόσχημα πως θέλουν να βοηθήσουν, να δράσουν ανιδιοτελώς, για την προστασία του λαού, με αγάπη, εφαρμόζοντας ένα πατερναλιστικό σύστημα.
Πεφωτισμένοι, κουστουμαρισμένοι κύριοι, «εξοπλισμένοι» με ουτοπικές υποσχέσεις και εκλεπτυσμένο λόγο σε κάθε τους εμφάνιση εκθέτουν τα σχέδια τους για το μέλλον, τονίζουν πως δρουν υπέρ του κοινωνικού συνόλου, αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς. Σε κάθε τους εμφάνιση, σε κάθε τους συγκέντρωση, ο λαϊκισμός οργιάζει. Διαδίδουν ψευδείς πληροφορίες, περνούν πρότυπα που ικανοποιούν τα συμφέροντα τους, προβάλλουν πρόσωπα και καταστάσεις που προσελκύουν την προσοχή, την περιέργεια του λαού ώστε ανενόχλητοι να πετύχουν τους στόχους τους, τη δύναμη και τον πλούτο. Το λαϊκό πνεύμα καθημερινά νοθεύεται από κάθε είδους «σκουπίδι» που βρίσκει ένα «παράθυρο» προβολής. Το δημοκρατικό πολίτευμα αποδυναμώνεται. Τείνει να μείνει μόνο στα χαρτιά. Και ο φασισμός βρίσκεται προ των πυλών.
Οι πολίτες, πιστεύοντας πως συμμετέχουν ενεργά στα κοινωνικά δρώμενα, ροχετεύουν μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης παρακολουθώντας προγράμματα που θίγουν τη νοημοσύνη τους, με τους παρουσιαστές να εξευτελίζονται ή να μιλούν με ένταση για τα δικαιώματα του λαού φτάνοντας στα όρια του λαϊκισμού. Αυτοί οι πολίτες αποποιούνται τις ευθύνες τους και κατηγορούν άλλους όταν η κατάσταση φτάνει σε άθλιο σημείο. Όμως η ευθύνη είναι και δική τους. Ευθύνονται που άφησαν τους άλλους να υπνωτίσουν το πνεύμα τους, ευθύνονται που άφησαν το πνεύμα τους να πέσει σε λήθαργο, ευθύνονται που όταν έπρεπε δεν φώναξαν δυνατά να ακουστεί η φωνή τους, που δεν είπαν όχι.
Όσο όλα αυτά συμβαίνουν, ο λαϊκισμός θα υπάρχει, και μάλιστα θα βρίσκεται σε έξαρση. Όσο οι πολιτικοί όροι σκόπιμα θα συγχέονται και οι πολίτες θα τους αφομοιώνουν με το λανθασμένο νόημα, η κατάσταση αυτή θα παραμένει αμετάβλητη. Οι άνθρωποι οφείλουν να γνωρίζουν τα δικαιώματα τους, να τα υπερασπίζονται, να αγωνίζονται κάθε μέρα, κάθε ώρα γι’ αυτά. Είναι καιρός να αποκατασταθεί το πραγματικό νόημα των πολιτικών όρων. Είναι καιρός να αποκατασταθεί η αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να σωπαίνουν. Όταν κάτι δεν πάει καλά, η φωνή τους πρέπει να ακούγεται τόσο δυνατά που να ταρακουνιέται όλη η γη. Δεν πρέπει να είμαστε πιόνια στο παιχνίδι τους. Δεν ανήκουμε εκεί…..“…Δεν γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν’ ανήκω πουθενά ˙ τιμαριώτης τ’ ουρανού κει πάλι ζητώ ν’ αποκατασταθώ στα δίκαια μου….” Οδυσσέας Ελύτης
Στα γενέθλια του «λαϊκισμού»
(απόσπασμα) Tου Παντελη Μπουκαλα, Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Λαϊκιστές δεν γίνονται μονάχα όσοι κρατάνε από τζάκι και από πολιτικάντικο υπολογισμό επιχειρούν να φερθούν «σαν τον λαό», τον οποίο κολακεύουν αγρίως, απομιμούμενοι κακόγουστα κάποια εξόφθαλμα στοιχεία της συμπεριφοράς του και τάζοντάς του τ’ άστρα τ’ ουρανού. Ξεφτέρια του λαϊκισμού, όπως μας διδάσκει η πείρα, αποδεικνύονται και άνθρωποι όντως λαϊκοί, οι οποίοι είτε στη διαδρομή τους για την κατάκτηση κάποιου θώκου είτε ως «τροπαιούχοι» δημαγωγούν ανενδοίαστα.
Ο λαϊκισμός δεν είναι μονότροπος ούτε σχετίζεται αποκλειστικά με την πολιτική. Το θεμέλιό του είναι μια εντελώς στρεβλή ιδέα για το τι σημαίνει λαός. Για τον λαϊκιστή, ο λαός, τον οποίο κατά τα λοιπά δοξάζει, δεν μπορεί παρά να είναι κουτοπόνηρος, μάγκας, βωμολόχος, μικρόνους, αφελώς αισθηματίας, επιπόλαιος, πρωτίστως δε ενδοτικός στη χειραγώγηση, ανίκανος να αντισταθεί πνευματικά και ψυχικά στις διαθέσεις του «βοσκού» του· γιατί, σε αυτό το πλαίσιο, ο λαός εννοείται σαν κοπάδι, η δε λαϊκότητα σαν ισοδύναμη με ό,τι ταπεινό, επιδερμικό και άσκεπτο.
Εκατόν είκοσι χρόνια μετά τη γέννηση της λέξης «λαϊκισμός», που πρωτοτυπώθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» τον Απρίλιο του 1887 (ίσως λοιπόν μπορούμε να θεωρήσουμε πατέρα της τον Βλάση Γαβριηλίδη), είμαστε πανέτοιμοι να γιορτάσουμε τα γενέθλιά της με τον εκκωφαντικότερο τρόπο. Η προεκλογική περίοδος που ήδη διανύουμε, υπόσχεται ότι θ’ ακούσουμε πολλά από εκείνα που υποτίθεται ότι ο θρυλικός «πολιτικός πολιτισμός» μας τα έχει ήδη εξοβελίσει. Και μάλλον δεν πρέπει να θεωρηθεί παράδοξο το γεγονός ότι πρωταγωνίστρια του λαϊκισμού αναδεικνύεται μέχρι στιγμής η Θεσσαλονίκη· η πόλη αυτή, παραδομένη από χρόνια σε πολιτικούς, εκκλησιαστικούς αλλά και αθλητικούς αστέρες του πιο χοντροκομμένου λαϊκισμού, δείχνει έτοιμη να πάρει τα ηνία από τη «μαλθακή» Αθήνα.
Ο Μάρκος και οι τρεις λαϊκοί δρόμοι: Πρωτότυπες και τολμηρές απόψεις για έναν κορυφαίο της μουσικής παράδοσης
Ε. ΖΑΧΟΣ-ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΟΥ
Ο Μάρκος και η λαϊκότητα. Εθνολογική και ιστορική μελέτη γύρω από την καταγωγή του ρεμπέτικου τραγουδιού
ΕΚΔ. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», ΣΕΛ. 105
του ΦΟΙΒΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ
Ο γνωστός συγγραφέας Βαγγέλης Ζάχος-Παπαζαχαρίου επιχειρώντας να μας μιλήσει για το μουσικό έργο του Μάρκου Βαμβακάρη κάνει μια βουτιά στα βαθιά νερά της ελληνικής μουσικής λαϊκής παράδοσης.
Το αποτέλεσμα είναι μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική μελέτη που περιλαμβάνει πλήθος υποσημειώσεων για τα θρησκευτικά κινήματα και τις αιρέσεις της Ανατολής που στους κόλπους τους διατήρησαν και περιέσωσαν την ανατολίτικη μουσική παράδοση, η οποία έχει τις ρίζες της στη βυζαντινή μουσική.
Ο συγγραφέας εξηγεί ότι λέγοντας ο Μάρκος «δρόμοι» εννοεί τα Μακάμια ή ήχους της ανατολικής μουσικής. Οι ήχοι είναι οχτώ, αυτοί που διδάσκονται στο βιβλίο της Εκκλησίας, το ονομαζόμενο «Οκτώηχος» ή «Οκταήχι», το οποίο πριν από πενήντα και εκατό χρόνια ήταν το αναγνωστικό που μάθαιναν τα παιδιά γράμματα και μουσική ταυτόχρονα στα σχολεία, από τους μόνους δασκάλους που υπήρχαν τότε. Ο ρυθμικός και μελωδικός τρόπος εκμάθησης διατηρήθηκε στα ελληνικά σχολεία σχεδόν ώς το Μεσοπόλεμο, μέχρι να καταργηθεί από τους «έξυπνους» γερμανοτραφείς ορθολογιστές και αντικληρακαλιστές της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης (σελ. 81).
Κατά τον Ζάχο, υπάρχουν τρεις παραδόσεις της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, των οποίων η μείξη επιτεύχθηκε χάρη στο μπουζούκι και τη λατέρνα, στα οποία ο Μάρκος θήτευσε.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα η λατέρνα κυκλοφορούσε τη μείξη της λαϊκής μουσικής παράδοσης σε διάφορες γειτονιές της Ελλάδας. «Η τελική μείξη συντελέστηκε -γράφει ο Ζάχος- όταν ο Μάρκος με τον Τσιτάνη και τον Παπαϊωάννου πήγαν στη Θεσσαλονίκη». Εκεί ενώθηκαν η ηπειρωτική-βλάχικη και αλβανική λαϊκότητα που διασώζει την παλιά «δημοτική» παράδοση των Ακριτών (Τσιτσάνης), η φραγκοσυριανή λαϊκότητα των απαρχών του ρεμπέτικου (Βαμβακάρης) καθώς και η νεότερη μικρασιατική παράδοση της Ιωνίας και της Πόλης, η οποία χαρακτηρίζεται από το γλεντζέδικο ρεμπέτικο (Παπαϊωάννου). Κατά τον Ζάχο, αυτές οι τρεις παραδόσεις, που διεισδύουν η μία στην άλλη, θα μπορούσαν να ονομαστούν «πρωτοβυζαντινή», «μεσοβυζαντινή» και «μεταβυζαντινή» παράδοση της λαϊκότητας (σ.σ. 82-83).
Και ο Μάρκος είναι «ο κυριότερος αυτουργός» αυτής της μείξης, της αλληλεπίδρασης των τριών πτυχών της λαϊκότητας. Κατ' αρχάς, γιατί ενδυνάμωσε την αναγνώρισή του μπουζουκιού ως βασικού οργάνου της λαϊκής ορχήστρας που έγινε στη δεκαετία του '30 στη μάντρα του Σαραντόπουλου, όταν οι τέσσερις μάγοι του λαϊκού αυτού οργάνου, ο Μάρκος, ο Στράτος, ο Δελιάς και ο Μπάτης έπαιξαν μαζί. Αλλά η πρωτοβουλία ήταν του Μάρκου και για το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη, όπου και τράβηξε τον Τσιτσάνη στους τεκέδες, από τους οποίους ο τελευταίος εμπνεύστηκε τραγούδια ανεπανάληπτα «φορτωμένα με αρχαίες μνήμες». Ο Μάρκος χρησιμοποιεί συνειδητά όλες τις ονομασίες των λαϊκών ηρώων, των λαϊκών προτύπων. Οπως είναι οι λέξεις: μάγκας, κουτσαβάκης, ντερβίσης, ασίκης, αλανιάρης, ρεμπέτης, νταής, λεβέντης, μόρτης, κουρνάζος, μαριόλος. Τις βυζαντινές, δηλαδή, τούρκικες και αδριατικές λέξεις, τις φορτισμένες με την κακή σημασία που τους δίνουν ακόμα και σήμερα «οι προνομιούχοι και οι κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι, ενώ αντίθετα οι λαϊκοί άνθρωποι τις θεωρούν τίτλους τιμής».
Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι, σε σύγκριση με τον Τσιτσάνη και τον Παπαϊωάννου, τα τραγούδια του Μάρκου έχουν περισσότερο έναν χαρακτήρα κοινωνικής διαμαρτυρίας. Την άποψη αυτή του συγγραφέα αντκρούουν οι ένθερμοι φίλοι του Τσιτσάνη, οι οποίοι θυμίζουν αρκετά τραγούδια του όπως το «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά» κ.ά.
Ο Ζάχος επισημαίνει ότι αν και οι τρεις λαϊκότητες αναμείχθηκαν, παρ' όλ' αυτά έμειναν επίσης διακριτές και κατέλαβαν η καθεμιά ειδική θέση στη μνήμη μας. Ο κάθε Ελληνας γνωρίζει απ' έξω 500 ώς 1.000 τραγούδια που κυβερνάνε τη ζωή του, κι ανάλογα με τις προσωπικές του επιλογές αποθηκεύει στη μνήμη του ένα ποσοστό μικρότερο ή μεγαλύτερο από την κάθε παράδοση.
Ο συγγραφέας πιστεύει ότι από τις τρεις παραδόσεις της λαϊκότητας «η πιο εύπεπτη και η πιο γνωστή» στην ελληνική κοινωνία είναι η πρώτη, εκείνη που κουβαλούσε ο Τσιτσάνης, γι' αυτό και κυριάρχησε σε συνεργασία με την τρίτη, τη γλεντζέδικη παράδοση. Η τρίτη παράδοση, εκείνη του Παπαϊωάννου, δεν θέλει συγκρούσεις. Η θεωρία του γλεντιού του 17ου αιώνα παραβλέπει όλες τις ανισότητες, όλες τις αντιθέσεις, όλες τις αδικίες. Είναι «μια κεντρώα λαϊκότητα» που εμπιστεύεται το μέλλον «στο παζάρι, στη διαπραγμάτευση». Η λαϊκότητα όμως του Μάρκου «είναι πολύπλοκη, δύσκολη, είναι συγκρουσιακή και επικίνδυνη». Γι' αυτό, κατά το συγγραφέα, ευαισθητοποιεί περισσότερο σήμερα τη νεολαία, και ειδικά εκείνο το κομμάτι της που την ψάχνει, που νοιάζεται για το μέλλον αυτής της κοινωνίας (σ.σ. 83-84).
Ο Βαγγέλης Ζάχος-Παπαζαχαρίου στο μεστό βιβλίο του για τον Μάρκο παρουσιάζει ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες απόψεις, από τις οποίες δεν λείπει κι ένα βάθος που αποτελεί και τον καμβά όπου πάνω του «κεντάει» το συλλογισμό του. Κατά κάποιον τρόπο επανέρχεται στο κεντρικό θέμα που τον απασχολεί, εκείνο της ανατολίτικης παράδοσης, και σε τελευαία ανάλυση της βυζαντινής, που καθόρισε την πορεία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και της δημοτικής μας μουσικής, όπως και σ' όλες τις βαλκανικές χώρες.
Ο Ζάχος κάνει και κάποιες τολμηρές και «παραβατικές» σκέψεις συγκρίνοντας ευνοϊκά το Μάρκο με τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη! Γιατί, όπως υποστηρίζει, τον καιρό που «οι μεγάλοι της λογοτεχνίας μας» ασχολούνταν με τα «υψηλά» θέματα των δαφνοστεφών αυτοκρατόρων του Βυζαντίου και το κάλλος των αρχαίων μνημείων, ο Μάρκος, χτυπημένος από την κρατική λογοκρισία, τραγουδούσε τα «ευτελή» θέλγητρα της Φραγκοσυριανής και της Πειραιώτισσας ή το σεμνό χασαπάκι της γειτονιάς. «Πέρασαν όμως τα χρόνια -γράφει ο Ζάχος- και οι υψιπετείς της λογοτεχνίας μας ξεθώριασαν. Κανείς σχεδόν πια δεν ανοίγει τα βραδύγδουπα βιβλία τους, ενώ τα τραγούδια του Μάρκου είναι πάλι και ξανά στα χείλη της νεολαίας».
Βέβαια ο συγγραφέας αποφεύγει (ή του διαφεύγει) να επισημάνει το γεγονός ότι για τον απλό άνθρωπο και τον λιγότερο απλό είναι πολύ πιο εύκολο και ευχάριστο να μάθει ένα τραγούδι από το να διαβάσει ένα βιβλίο που απαιτεί, όχι σπάνια, αρκετή σκέψη και προβληματισμό. Οσον αφορά τον κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό στα τραγούδια του Μάρκου, ο συγγραφέας δεν παραθέτει και πολλά στιχάκια, αν και υπάρχουν και τέτοια: «Στον κόσμο το συμφέρον πια/ τα κανονίζει όλα./ Παντού τα πάντα κυβερνά/ αυτό κι η πορτοφόλα...».
Ομως τα τραγούδια του Μάρκου για τη μαστούρα και τον νταλκά θα πρέπει να είναι περισσότερα. Και ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μας δώσει και τέτοια παραδείγματα. «Οταν πίνω τουμπεκάκι/ θα φουμάρω τσιμπουκάκι».
Οι πρωτότυπες σκέψεις που διατυπώνει ο Ζάχος στο βιβλίο του για τον Μάρκο και τη λαϊκότητα γεννούν βέβαια και τον αντίλογο. Αξίζει όμως να τις γνωρίσουμε.
Παράδοση» και «λαϊκότητα» στην κουζίνα και στην πολιτική...
Γράφει ο Aντωνης Kαρκαγιαννης, Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗAσφαλώς και θα έχετε δει την πολυβραβευμένη «Πολίτικη Kουζίνα» και ήθελα να σας ρωτήσω αν συλλάβατε το βαθύτερο νόημα της κινηματογραφικής ταινίας, το οποίο και την έκανε άξια πολλών βραβείων. Πώς δηλαδή, τα εδέσματα της Πόλης, τα μπαχαρικά και τα σουροπιασμένα γλυκά μάς οδηγούν αλάνθαστα πρώτα σε λεπτές συναισθηματικές καταστάσεις και έπειτα σε καίριες πολιτικές τοποθετήσεις, με κοινό σημείο αναφοράς τη γαστρονομική νοσταλγία. Nαι μεν υπάρχει η αναζήτηση της βαθύτερης σχέσης της Kουζίνας με την Iστορία, τον Eρωτα και την Πολιτική, συχνά όμως η αναζήτηση αυτή υποχωρεί στον πολύ δυνατότερο πειρασμό να διεγείρει αναμνήσεις και νοσταλγίες και με αυτές να γεμίσουν οι αίθουσες. Nοσταλγούμε τους χαμένους έρωτες μόνο γιατί είναι χαμένοι και όχι για τα εδέσματα και τα μπαχαρικά που συχνά τους συνοδεύουν.
Για τη μυστηριώδη σχέση της Kουζίνας με την Πολιτική και τον Πολιτισμό πολύ περισσότερο με βοήθησε ο «Tρίτος Δειπνοσοφιστής» του Xρίστου Zουράρι, το κομψό βιβλίο των εκδόσεων Iκαρος, όπου συγκέντρωσε τις επιφυλλίδες του στο «K» της «Kαθημερινής».
Nα σας υπενθυμίσω ότι στον πρώτο «Δειπνοσοφιστή» ο Xρίστος Zουράρις συγκέντρωσε τις συνεργασίες του με την «Kαθημερινή» προ δεκαετίας και πλέον, ενώ ο δεύτερος «Δειπνοσοφιστής» είναι η φυσική συνέχεια του πρώτου. Kαι οι τρεις «Δειπνοσοφιστές» χαρακτηρίζονται από το απαράμιλλο ύφος τους για το οποίο οι δύο πρώτοι «Δειπνοσοφιστές» έγιναν με ενθουσιασμό δεκτοί: Tαυτόχρονα απλό και περίπλοκο, άμεσο και υπαινικτικό, σοβαρό, χωρίς να λείπει το χιούμορ, σαφές αλλά όχι άκαμπτο ή απρόθυμο να υπηρετήσει τα πιο παράλογα παιχνίδια της σκέψης και της γραφής.
Oταν κυκλοφόρησε ο πρώτος «Δειπνοσοφιστής» κατάπληκτος πίστεψα ότι είναι από τα ωραιότερα κείμενα που είχα διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Στον «Tρίτο Δειπνοσοφιστή» έχουμε την πλέον ώριμη γραφή του Xρίστου Zουράρι. Aλλά σκοπός μου σήμερα δεν είναι... να εισπηδήσω στα χωράφια της βιβλιοκριτικής, που χρόνια τώρα καλλιεργεί στην «K» ο Παντελής Mπουκάλας.
Σκοπός μου είναι να αναφερθώ σε δύο συγκεκριμένες επιφυλλίδες, όπου ο Xρίστος Zουράρις αποκαλύπτει τον υπόγειο δεσμό της λεγόμενης παραδοσιακής κουζίνας με την Aκροδεξιά και στην εξέλιξή του με την... Aριστερά. Παραδέχομαι ότι δεν είναι ο μόνος δεσμός που συνδέει τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, είναι όμως αρκετά αποκαλυπτικός.
Eίναι ακλόνητη και γενική η πεποίθηση ότι η «παραδοσιακή» (άλλως λαϊκή ή τοπική) κουζίνα και γενικώς οτιδήποτε «λαϊκό», από τη λαϊκή μουσική ώς τη λαϊκή αγορά της γειτονιάς, αποτελεί σταθερό και αναλλοίωτο γνώρισμα των σύγχρονων εθνών-κρατών, κάτι το ιερό και απαραβίαστο. Στην Eλλάδα και μάλιστα στις άγονες και άνυδρες περιοχές της νότιας Πελοποννήσου η αυστηρή τήρηση της παράδοσης επέβαλε ως εθνικό έδεσμα την πιο λιτή παραδοσιακή συνταγή, το «ελιά και Kώτσο βασιλιά» που αμέσως συνέδεε την παραδοσιακή λαϊκή λιτότητα (άλλο παραμύθι αυτό) με τη βασιλόφρονα παράταξη!
Πιστεύω ότι οι ολέθριες αυτές αντιλήψεις περί «παραδοσιακού» και «λαϊκού» πηγάζουν από τη θεμελιώδη αρχή που περιλαμβάνεται σε όλα τα δημοκρατικά Συντάγματα, ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό και ασκούνται υπέρ αυτού! Eίναι σε όλους γνωστό ότι ούτε πηγάζουν, ούτε ασκούνται υπέρ του λαού, αλλά η αρχή έμεινε στην προμετωπίδα του πολιτεύματος, του πολιτικού μας πολιτισμού και της... παραδοσιακής κουζίνας. Στα πολύ σοβαρά επιχειρήματα του Xρίστου Zουράρι θα ήθελα να προσθέσω το «τεκμήριο της λαϊκότητας» που επί ένα και πλέον αιώνα μας επέβαλε ο δημοτικισμός, ο οποίος ανακήρυξε τον «λαό» σε υπέρτατη αξία και μοναδική πηγή πάσης άλλης και στον λαϊκό αυτό βωμό θυσίασε ολόκληρο τον 19ο αιώνα, την πνευματική του ανησυχία και κυρίως την αστική του νεωτερικότητα.
Mπερδέψαμε ήδη πολλά πράγματα και αισθάνομαι την ανάγκη να τα βάλουμε σε κάποια τάξη: Tο «ελιά-ελιά και Kώτσο βασιλιά» ορθότατα συνέδεσε την άκρα λιτότητα και ακινησία της παραδοσιακής κουζίνας με τη βασιλόφρονα παράταξη, την ακροδεξιά και άκρως συντηρητική. H παραδοσιακή κουζίνα έγινε σύμβολο ακινησίας των θεσμών. Hταν η εποχή όπου η Aριστερά δεν είχε ακόμη ανακαλύψει ούτε το «έθνος» και το «εθνικό», ούτε τον «λαό» και το «λαϊκό». Σε αυστηρή μαρξιστική διαλεκτική η έννοια «λαός» είναι ασύλληπτη και ακατανόητη και η έννοια «έθνος» ισοδυναμούσε με το ταξικό καμουφλάζ των «αφεντικών». Aνακάλυψε τον «λαό» και το «λαϊκό» με τη βοήθεια του δημοτικισμού και έφτασε στο «έθνος» όταν είδε ότι η αστική νεωτερικότητα τείνει να ανατρέψει τα πάντα, θεσμούς και κουζίνες και να εξαλείψει κάθε ιδιαιτερότητα (λέξη που επινοήθηκε ειδικά για την περίπτωση). Kάπως έτσι φτάσαμε στο σύνθημα «ενάντια στην παγκοσμιοποίηση» όπου συχνά συναντώνται η Aριστερά και η Aκροδεξιά!