Του ΝΙΚΟΛΑ ΖΗΡΓΑΝΟΥ, Εφημερίδα ΕΛΥΕΘΡΟΤΥΠΙΑ
«Θα συναντηθούμε στον Παράδεισο». Το χειρόγραφο σημείωμα που βρέθηκε στο διαμελισμένο κορμί της 17χρονης «μαύρης χήρας» ή «σαχίντι», Τζενέτ Αμπντουραχμάνοβα, στον σταθμό «Πάρκο της Κουλτούρας» της Μόσχας, δεν θα μπορούσε να είναι πιο συμβολικό. «Τζενέτ» σημαίνει Παράδεισος και ο άνθρωπος που έγραψε το σημείωμα ήταν ήδη εκεί και την περίμενε.
Ο 30χρονος αντάρτης Ουμαλάτ Μαγκομέντοφ, «εμίρης των μουτζαχεντίν στο βιλαέτι του Νταγκεστάν», είχε πεθάνει το βράδυ της Πρωτοχρονιάς του 2010 σε μπλόκο αστυνομικών, μαζί με άλλους τρείς ένοπλους συντρόφους του. Είχε γνωρίσει την Τζενέτ ένα χρόνο πριν, μέσα από το Διαδίκτυο. Η νεαρή κοπέλα ζούσε με τη μητέρα της (που ήταν εντελώς ανύποπτη) και τον αδελφό της που είχε προσχωρήσει ιδεολογικά στους ισλαμιστές.
Η Τζενέτ και μία ακόμη από τις «σαχίντι» που ανατινάχτηκαν τη Μεγάλη Δευτέρα μέσα στο Μετρό της Μόσχας και δολοφόνησαν 40 ανύποπτους πολίτες. Η άλλη «μαύρη χήρα» ήταν η 29χρονη Μάρκα Σαρίποβα, καθηγήτρια πληροφορικής σε σχολείο του Νταγκεστάν, χήρα τσετσένου οπλαρχηγού που σκοτώθηκε από ρωσικές δυνάμεις τον περασμένο Οκτώβριο. Η Σαρίποβα πυροδότησε τα εκρηκτικά στο σταθμό «Λιουμπιάνκα», εκεί όπου στεγαζόταν η μυστική αστυνομία των Μπολσεβίκων, πρώην έδρα της KGB και σημερινή έδρα του διαδόχου της, της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας, της «FSB».
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις σόκαραν με πολύ επώδυνο τρόπο τους Μοσχοβίτες, που είχαν πιστέψει ότι το «Τσετσενικό» είχε λυθεί από τον Πούτιν, και υπενθύμισαν ότι πλέον το πρόβλημα είναι ευρύτερο. Αν ο Γέλτσιν είχε να αντιμετωπίσει την εθνικιστική ελίτ των Τσετσένων που πάλευαν με τα όπλα για την ανεξαρτησία τους, τώρα ο Μεντβέντεφ έχει απέναντί του τους ουαχαμπίτες αντάρτες που θέλουν να δημιουργήσουν ισλαμικό εμιράτο σε ολόκληρο τον Καύκασο.
Η μακρά αυτή πορεία, που αποτυπώνεται με τη διολίσθηση του αντάρτικου από τον εθνικισμό στην ισλαμική τζιχάντ, είναι ταυτόχρονα και μια μετάβαση από μια μάχη με κανόνες σε έναν ολοκληρωτικό ασύμμετρο πόλεμο. Ο σημερινός ηγέτης των ισλαμιστών ανταρτών στον Καύκασο, «Ντόκα» Ουμάροφ, είναι από τους ελάχιστους επιζώντες οπλαρχηγούς των δύο πολέμων στην Τσετσενία.
Ο 46χρονος Ουμάροφ σπούδασε πολιτικός μηχανικός, εργαζόταν στη Μόσχα και το 1994 πήγε να πολεμήσει εθελοντικά για την ανεξαρτησία της Τσετσενίας. Τότε, δήλωνε απλά πατριώτης. Κατά τη διάρκεια του πρώτου τσετσενικού πολέμου που κόστισε τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, ανέβηκε τη στρατιωτική ιεραρχία και το 1997, μετα την ήττα και την αποχώρηση των Ρώσων από τη Τσετσενία, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση του Γκρόζνι.
Εκείνη την περίοδο, οι εθνικιστές προσπάθησαν μέσω του Ουμάροφ να κάμψουν την όλο και αυξανόμενη επιρροή των ουαχαμπιτών ισλαμιστών, παλαιμάχων του πολέμου στο Αφγανιστάν, που είχαν αρχίσει να συρρέουν στον Καύκασο. Ο Ουμάροφ απέτυχε στην αποστολή του και αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση, καθώς επί των ημερών του η κατάσταση είχε γίνει ανεξέλεγκτη.
Οταν άρχισε η ρωσική αντεπίθεση και ο δεύτερος πόλεμος στην Τσετσενία, ο Ουμάροφ πήρε πάλι τα όπλα. Τραυματίστηκε πολλές φορές, όμως επέζησε. Η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται. Ωστόσο, εναντιώθηκε στην εξτρεμιστική πολιτική του τότε ηγέτη των ισλαμιστών, Μπασάγεφ, που ενέκρινε τις επιθέσεις αυτοκτονίας και τα τυφλά χτυπήματα κατά του ρωσικού πληθυσμού. Ηταν αντίθετος στην αιματηρή επίθεση στο σχολείο του Μπεσλάν και άσκησε κριτική για τη συμμετοχή «σαχίντι» στην επιχείρηση καθώς και για την επιλογή να πληγούν παιδιά και άμαχοι.
Ομως η στάση του άρχισε να αλλάζει σταδιακά, όσο αυξάνονταν τα θύματα μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Μέσα σε λίγα χρόνια έχασε δύο αδελφούς στη μάχη, ενώ ένας ακόμη συνελήφθη από τους Ρώσους, βασανίστηκε και εξαφανίστηκε. Τσετσένοι πιστοί στη Μόσχα απήγαγαν και ελευθέρωσαν στη συνέχεια την αδελφή, τη γυναίκα και ένα παιδί του. Ο πατέρας του, που επίσης απήχθη, δεν γύρισε ζωντανός. Ο εξάδελφός του και ο θείος του είχαν την ίδια τύχη.
Οπως είχε δηλώσει τότε στον δημοσιογράφο των «Τάιμς» Μαρκ Φρανκέτι, δεν ήξερε ούτε πώς να προσεύχεται. Ομως, από το 2006, όταν ανέλαβε την ηγεσία του αντάρτικου μετά τον θάνατο του Μπασάγεφ, ο Ουμάροφ άρχισε να ριζοσπαστικοποιείται και να υιοθετεί την τακτική του προκατόχου του. Το 2007 έγινε «εμίρης του Καυκάσου» και έβαλε στόχο να ενώσει όλο τον ρωσικό Καύκασο σε ένα ισλαμικό κράτος.
Στο τελευταίο του μήνυμα προς το Κρεμλίνο, ο Ουμάροφ ήταν προάγγελος θανάτου. «Ο πόλεμος θα έρθει στα σπίτια σας, θα τον νιώσετε στο πετσί σας». Την ίδια ώρα, ειδικά αποσπάσματα έφυγαν από τη Μόσχα και ψάχνουν στα βουνά του Καυκάσου να εξοντώσουν τον τσετσένο οπλαρχηγό και τους 300 ένοπλους μαχητές του. Ανάμεσά τους είναι και περί τις 30 μαύρες χήρες. Ο φαύλος κύκλος του αίματος συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου