Του Γιώργου Λαμπράκου
«Αυτός ο κόσμος έχει ανάγκη τα πάντα, εκτός από επιπλέον πληροφορίες.» Μισέλ Ουελμπέκ, Η επέκταση του πεδίου της πάλης
Στον χώρο των κλασικών ανθρωπιστικών επιστημών, οι θεωρίες των μέσων, της επικοινωνίας και της πληροφορίας δεν χαίρουν συχνά ιδιαίτερης εκτίμησης. Παρότι διεθνώς (και ιδίως στις ΗΠΑ) οι ραγδαίες εξελίξεις στα τεχνικά μέσα επικοινωνίας γίνονται αμέσως αντικείμενο θεωρητικού στοχασμού, στη χώρα μας, παρότι διαθέτουμε και χρησιμοποιούμε καθημερινά τα ίδια αυτά μέσα, οι ανάλογες μελέτες είναι δυστυχώς λίγες.
Αυτό δεν θα αποτελούσε πρόβλημα, αν δεν ήταν λίγες και οι ανάλογες μεταφράσεις έργων που έχουν γραφτεί στις χώρες όπου παράγονται, και από όπου εισάγονται, αυτές οι νέες τεχνολογίες. Πέρασαν πάνω από 25 χρόνια ώσπου να μεταφραστεί η Βίβλος των Μέσων (Μάρσαλ Μακλούαν, Understanding Media, πρώτη έκδοση: 1964), μια μετάφραση που μάλλον πέρασε απαρατήρητη, εκτός ίσως από κάποια πανεπιστημιακά τμήματα. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σημαντική εκδοτική προσπάθεια κάλυψης αυτού του κενού, κυρίως με βιβλία του Βίλεμ Φλούσερ, του Φρίντριχ Κίτλερ, του Πολ Βιριλιό, του Χιούμπερτ Ντρέιφους, του Νόρμπερτ Μπολτς, και, last but not least, του Ζαν Μποντριγιάρ.
Ωστόσο, ο φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στα τεχνικά μέσα και την επίδραση αυτών στη ζωή μας δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του δίχως γνώση της ιστορίας τους. Από αυτή την άποψη ο Τζέιμς Γκλέικ, γνωστός (και μαζί μάλλον άγνωστος) στην Ελλάδα για τα βιβλία του Χάος: μια νέα επιστήμη (μτφρ. Μανώλης Κωνσταντινίδης, Κάτοπτρο, 1990) και Faster: η επιτάχυνση όλων των πραγμάτων(μτφρ. Αγορίτσα Μπακοδήμου, Ελληνικά Γράμματα, 2004), είναι μια σημαντική περίπτωση εκλαϊκευτή των επιστημών. Ο ίδιος ούτε είναι ούτε δηλώνει επιστήμονας, αλλά ένας δημοσιογράφος και συγγραφέας που εξιστορεί κορυφαία επιστημονικά επιτεύγματα. Βιογράφος του Ισαάκ Νεύτωνα και του Ρίτσαρντ Φάινμαν, ο Γκλέικ δημοσίευσε το 2011 κατόπιν επταετούς έρευνας το ογκώδες βιβλίο με τον τίτλο Η Πληροφορία: η ιστορία, η θεωρία, ο χείμαρρος, που έγινε μπεστ-σέλερ στις ΗΠΑ και αμέσως εκδόθηκε εξαιρετικά φροντισμένο στα ελληνικά από έναν συνήθη ύποπτο σε τέτοια εγχειρήματα, τις εκδόσεις Τραυλός, σε μετάφραση Γιώργου Κυριακόπουλου και επιστημονική επιμέλεια Θεοφάνη Γραμμένου.
Από πού να ξεκινήσει κανείς για να μιλήσει για το πιο συνηθισμένο γεγονός της καθημερινής μας ζωής, την πληροφορία; Για τον Γκλέικ, το έτος που σημαδεύει τις εξελίξεις για τις οποίες θα μιλήσει είναι το 1948: αφενός είναι η χρονιά που ανακοινώνεται η εφεύρεση του «τρανζίστορ», του μικροσκοπικού ηλεκτρονικού ημιαγωγού που θα φέρει επανάσταση σε όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που έκτοτε χρησιμοποιούμε (οι εφευρέτες του θα πάρουν το Νόμπελ Φυσικής). Αφετέρου, είναι η χρονιά που ο Κλοντ Σάνον, ένας ιδιοφυής αμερικανός μαθηματικός και εφευρέτης, θα οριστικοποιήσει τη θεωρία με την οποία η έννοια της «πληροφορίας» εισέρχεται επισήμως στο πεδίο των επιστημών. Ο Σάνον θα δημοσιεύσει τη Μαθηματική θεωρία της επικοινωνίας και θα επινοήσει τη λέξη bit (binary digit, δυαδικό ψηφίο), μια νέα μονάδα μέτρησης που θα αλλάξει ριζικά τον κόσμο μας. Τι μετράει το bit; Την πληροφορία μέσα σε ένα οποιοδήποτε πλαίσιο επικοινωνίας. «Αρχικά», μας λέει ο Γκλέικ, «η θεωρία της πληροφορίας εμφανίστηκε σαν μια γέφυρα από τα μαθηματικά στην ηλεκτρολογία, και από εκεί στους υπολογιστές». Στη συνέχεια, ωστόσο, θα βρει εφαρμογή σε πολλούς επιστημονικούς και τεχνικούς κλάδους, από τη φυσική και τη βιολογία μέχρι φυσικά την κατασκευή ηλεκτρονικών μηχανών.
Το βιβλίο του Γκλέικ θα εξιστορήσει λοιπόν την επώδυνη γέννηση και την πολυδιάστατη αξιοποίηση της έννοιας και της θεωρίας της πληροφορίας. Ο Γκλέικ μάς εκπλήσσει και μας εξάπτει εξαρχής τη φαντασία: μας μιλά για τα αφρικανικά τύμπανα, τα οποία είναι η πρώτη νεότερη «τεχνολογία» για την ταχεία μετάδοση μηνυμάτων. Οι Αφρικανοί κατάφερναν με τον ήχο των τυμπάνων να κωδικοποιούν διάφορα μηνύματα και να τα στέλνουν γρήγορα σε μεγάλες αποστάσεις, όταν οι Ευρωπαίοι είχαν ακόμα αγγελιοφόρους με άλογα. Και το κατάφερναν επειδή οι αφρικανικές γλώσσες είναι «τονικές», δηλαδή το ύψος του τόνου καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το νόημα. Προς τιμήν του, πάντως, ο Γκλέικ δεν παραλείπει να αναφέρει τη μετάδοση του μάλλον πρώτου σημαντικού μηνύματος στην ιστορία της Δύσης: την πτώση της Τροίας, η είδηση της οποίας πιθανόν μαθεύτηκε την ίδια κιόλας νύχτα στις Μυκήνες. «Και ποιος θα έφερνε τόσο γρήγορα το μήνυμα εδώ;» ρωτά αρκετούς αιώνες μετά ο ευλόγως φιλοπερίεργος Χορός στον αισχύλειο Αγαμέμνονα, για να πάρει απάντηση από την ίδια την Κλυταιμνήστρα, που λέει ότι οι φρυκτοί, δηλαδή οι πυρσοί, μετέφεραν την είδηση διαμέσου των βουνών (φρυκτωρία: η επικοινωνία μέσω πυρσών τοποθετημένων ψηλά). Το δε νόημα του μηνύματος ήταν αναγκαστικά μια δυαδική επιλογή («κάτι» ή «τίποτα»), δηλαδή μια επιλογή εκπεφρασμένη σε ένα bit. Αυτό το «κάτι» που στάλθηκε ήταν το μήνυμα: «η Τροία έπεσε».
Το να μιλήσει κανείς για την επικοινωνία και τις πληροφορίες που αυτή μεταφέρει προϋποθέτει ότι θα μιλήσει για τη γλώσσα και τη γραφή. Σύμφωνα με τον Γκλέικ η γραφή, η «πρώτη από όλες τις τεχνολογίες», χρειάστηκε χιλιετίες μέχρι να γίνει η δεύτερη φύση μας. Απεναντίας, υποστηρίζει πως η γλώσσα δεν είναι κάτι ξεχωριστό από τη νόηση ώστε να θεωρηθεί «τεχνολογία»: γλώσσα είναι ακριβώς «αυτό που κάνει η νόηση». Μα και η εξέλιξη της ιδιαίτερης αυτής τεχνολογίας που ονομάζεται «γραφή» πέρασε από διάφορα στάδια: «από το εικονόγραμμα –τη γραφή της εικόνας– στο ιδεόγραμμα –τη γραφή της ιδέας– και κατόπιν στο λογόγραμμα – τη γραφή της λέξης». Ωστόσο, με τη γραφή που χρησιμοποιούσε αλφάβητο μπόρεσε κυρίως να αναπτυχθεί ο λόγος «με θέμα τον ίδιο τον λόγο», συνεπώς ο έλλογος στοχασμός, η «πραγματική αρχή της συνείδησης», και ασφαλώς μπόρεσε να σταθεροποιηθεί η μνήμη ανθρώπων και λαών. Τέλος, η γραφή γέννησε και τα μαθηματικά, που παίζουν κυρίαρχο ρόλο σε τούτο το βιβλίο και στα θέματα με τα οποία καταπιάνεται.
Ένα από τα συναρπαστικότερα κεφάλαια της Πληροφορίας περιγράφει τις θεμελιώδεις τεχνολογικές ιδέες του Τσαρλς Μπάμπατζ (εφευρέτη και επίτιμου καθηγητή μαθηματικών στην έδρα που κατείχε ο Νεύτωνας στο Κέμπριτζ) κατά τον 19ο αιώνα, καθώς και την υποστήριξή τους από την αυτοδίδακτη μαθηματική ιδιοφυία Άντα Λάβλεϊς, που προτού παντρευτεί ονομαζόταν Άντα Μπάιρον (ναι, ήταν κόρη του γνωστού μας λόρδου…). Ο πανεπιστήμων Μπάμπατζ συνέλαβε για πρώτη φορά την ιδέα μιας μηχανής που, όπως γράφει ο Γκλέικ, «ήταν σχεδιασμένη για την παραγωγή τεράστιων ποσοτήτων ενός συγκεκριμένου αντικειμένου. Το αντικείμενό της ήταν οι αριθμοί» (είχε προηγηθεί η «Πασκαλίνα» του Πασκάλ, που έκανε απλούς υπολογισμούς). Ήταν η Διαφορική Μηχανή, που «άνοιγε έναν δίαυλο από τον χειροποίητο κόσμο της ύλης σε έναν κόσμο αμιγώς αφαιρετικό». Ωστόσο, ο πρωθυπουργός διέκοψε τη χρηματοδότηση (με το σκεπτικό ότι είναι ένα «πανάκριβο παιχνίδι») κι έτσι η κατασκευή της έμεινε ανολοκλήρωτη, όπως και η επακόλουθη εφεύρεση του Μπάμπατζ, η Αναλυτική Μηχανή, μια μηχανή με αντικείμενο κάτι που δεν υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή, παρά μόνο στο προφητικό μυαλό του: «την πληροφορία: τη μεταβίβαση μηνυμάτων, την κωδικοποίηση, την επεξεργασία».
Ο Μπάμπατζ είχε λοιπόν κατορθώσει να επινοήσει μια «λογική μηχανή», έναν «κόμβο μεταξύ δύο δρόμων – του μηχανισμού και της σκέψης», αλλά αυτοί οι «υπολογιστές» ήταν ακόμα τρομερά πρώιμοι (δεν υπήρχαν καν οι αντίστοιχες λέξεις). Σχεδόν ένας αιώνας χρειάστηκε, τονίζει ο Γκλέικ, «ώσπου να διαμορφωθεί το απαραίτητο τεχνολογικό υπόβαθρο» για την κατασκευή τους, ωστόσο το όραμα του Μπάμπατζ ήταν μεγαλειώδες και, όπως αποδείχτηκε, εφικτό. Η Άντα Μπάιρον τον συνέδραμε, επινοώντας διάφορους υπολογιστικούς αλγορίθμους και γράφοντας σε ανθρωπομορφικό τόνο ότι οι μηχανές του Μπάμπατζ δεν θα εκτελούσαν απλώς υπολογισμούς, αλλά «λειτουργίες». Αυτό το αντιλήφθηκαν και πολλοί σύγχρονοί του συγγραφείς, μεταξύ αυτών ο Ντίκενς, ο Έμερσον και ο Πόε, που αναφέρονταν με θαυμασμό στις υπολογιστικές μηχανές του Μπάμπατζ. Από την άλλη, εμφανίστηκαν κριτικοί που αναφέρονταν σε αυτές με τρόμο: «Ένα τέρας του Φράνκενσταϊν, ένα πράγμα χωρίς εγκέφαλο και χωρίς καρδιά, πολύ ανόητο για να κάνει ένα λάθος». Όπως και να το κάνουμε, είχε δίκιο: τα λάθη είναι ανθρώπινα, με την έννοια ότι τα κάνουν οι «έξυπνοι» άνθρωποι και όχι οι «ανόητες» μηχανές.
Στη συνέχεια του βιβλίου ο Γκλέικ, αφού εξετάσει το πρώτο λεξικό της αγγλικής γλώσσας (του Ρόμπερτ Κόντρεϊ, 1604), αλλά και μεταγενέστερα λεξικά προκειμένου να δείξει τη σημασία της κωδικοποίησης και της ορθογραφίας των λέξεων (που μέχρι τότε γράφονταν ποικιλοτρόπως), αξιοποιεί τις επιστημονικές επαναστάσεις του 17ου και 18ου για να δείξει πώς άλλαξαν τα επικοινωνιακά δεδομένα στον ευρωπαϊκό χώρο των Νέων Χρόνων. Αρχικά εμφανίστηκαν οι οπτικοί τηλέγραφοι των αδερφών Σαπ στη μετεπαναστατική Γαλλία, μια εφεύρεση που για τους αδερφούς είχε ως στόχο την ενίσχυση της κρατικής ισχύος και όχι το ίδιον οικονομικό όφελος. Λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα, με την εντεινόμενη χρήση του ηλεκτρισμού ο αμερικανός εφευρέτης Σάμιουελ Μορς και ο προστατευόμενός του Άλφρεντ Βάιλ θεμελιώνουν την εφεύρεση του ηλεκτρικού τηλέγραφου κατορθώνοντας να κωδικοποιήσουν το αλφάβητο «χρησιμοποιώντας σήματα ως υποκατάστατα των γραμμάτων», με τον Μορς να μένει στην ιστορία για τον περίφημο «κώδικά» του (αν και ο ίδιος, ζωγράφος ήθελε να γίνει…) Αξίζει να σημειωθεί το ιστορικό περιστατικό ότι ο Μορς, όταν πρότεινε το 1838 στους Γάλλους τον δικό του εξελιγμένο τηλέγραφο, εκείνοι τον απέρριψαν περιφρονώντας τα «ευτελή καλώδια»: σε αντίθεση με τους Αγγλοαμερικάνους, οι Γάλλοι δεν αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι τα καλώδια έμελλε να κυριαρχήσουν στο μέλλον του κόσμου.
Ο Γκλέικ περιγράφει γλαφυρά τις επαναστάσεις της περιόδου, από την επινόηση της ηλεκτρομαγνητικής βελόνας μέχρι τις ανακαλύψεις του Φάραντεϊ, του Μπουλ, του Μάξουελ και του Ομ (Ohm Sweet Ohm, για να θυμηθούμε τους Kraftwerk), δείχνοντας πώς επιλύθηκε το μεγάλο πρόβλημα, η εύρεση «του σημείου τομής μεταξύ του ηλεκτρισμού και της γλώσσας – και το σημείο επαφής μεταξύ της μηχανής και του ανθρώπου». Ο τηλέγραφος άλλαξε ριζικά τις έννοιες του χώρου και του χρόνου, οριστικοποιώντας τον ταυτοχρονισμό: τα μηνύματα με τις πληροφορίες τους μεταδίδονταν πλέον (σχεδόν) «παντού» και (σχεδόν) «τώρα», συνεπώς τα γεγονότα γίνονταν πλέον αισθητά ως ταυτόχρονα. Άλλες κομβικές έννοιες εμφανίστηκαν επίσης την ίδια εποχή, όπως το δίκτυο και η κωδικοποίηση. Μετά το 1870, η εφεύρεση του τηλεφώνου από τον Αλεξάντερ Μπελ θα εκτοξεύσει ακόμα πιο μακριά την αίσθηση και την ιδέα του ταυτοχρονισμού, επιταχύνοντας δραματικά όλες τις εμπορικές συναλλαγές και ωθώντας ακόμα περισσότερο τη βιομηχανική επανάσταση. Ο Γκλέικ εξηγεί χωρίς αναχρονισμούς την εμφάνιση των εφευρέσεων, δείχνοντας αφενός ότι πολλές εφευρέσεις προηγούνταν κατά πολύ των αντίστοιχων εννοιών που τις θεμελίωναν, αφετέρου την αγωνία των επιστημόνων να ονοματίσουν σωστά και έτσι να κατοχυρώσουν την εκάστοτε εφεύρεσή τους. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αλλαγή λέξεων και εννοιών: η λέξη information άρχισε να αντικαθιστά τη λέξη intelligence στη δεκαετία του 1920 ως η νέα λέξη που σηματοδοτεί την πληροφορία, ενώ και η λέξη computer, μέχρι την εμφάνιση των υπολογιστών, σήμαινε τους ανθρώπους που έκαναν υπολογισμούς στο χέρι.
Πώς φτάσαμε όμως στους υπολογιστές; Ο Γκλέικ τοποθετεί στο επίκεντρο τις εργασίες του Σάνον σχετικά με τη δυαδική αριθμητική (0 και 1) και τον ηλεκτρονόμο (το γνωστό «ρελέ»). Το μηδέν του ηλεκτρονόμου αναπαριστά ένα κλειστό κύκλωμα, ενώ το ένα αναπαριστά ένα ανοιχτό. Αυτό ήταν ένα «λογικό κύκλωμα», η προσπάθεια να συνδυαστεί η μαθηματική λογική με τον ηλεκτρισμό: ο Σάνον είχε ήδη εργαστεί πλάι στον Βάνεβαρ Μπους, τον κατασκευαστή ενός πρωτοϋπολογιστή, μιας (όπως έγραφαν τότε οι εφημερίδες) «σκεπτόμενης μηχανής» εκατό τόνων στο ΜΙΤ. Αλλά τα προβλήματα, εκτός από μηχανικά-ηλεκτρολογικά, ήταν και λογικά-μαθηματικά. Ο Γκλέικ ανασυγκροτεί την ιστορία της μαθηματικής λογικής στον 20ό αιώνα: από την απόπειρα των Ράσελ και Γουάιτχεντ, μα και άλλων μαθηματικών, να τυποποιήσουν οριστικά τη μαθηματική και τυπική λογική, μέχρι την ταφόπλακα που έβαλε ο Γκέντελ τη δεκαετία του 1930 σε κάθε παρόμοια επιδίωξη για ένα πλήρες και συνεπές σύστημα. Παράλληλα με τις εργασίες του Σάνον, η κορυφαία μορφή του Άλαν Τούρινγκ δεσπόζει στις διανοητικές προσπάθειες για την κατασκευή των πρώτων υπολογιστών (ο Γκλέικ αναφέρει λιγότερο τον άλλο πρωτεργάτη των υπολογιστών, Τζον φον Νόιμαν). Ο Τούρινγκ «όρισε τον υπολογισμό ως μια μηχανική διαδικασία, έναν αλγόριθμο», εξαλείφοντας τη διάκριση «ανάμεσα στα δεδομένα και στις οδηγίες: τελικά, όλα ήταν αριθμοί». Πολλά χρόνια αργότερα, η ανθρωπότητα θα μάθαινε πως ο Τούρινγκ ήταν αυτός που έσπασε στην Αγγλία τον γερμανικό πολεμικό κώδικα Enigma και έτσι έγειρε την πλάστιγγα υπέρ των Συμμάχων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Τούρινγκ και ο Σάνον εργάζονταν την ίδια περίοδο (το 1943, μεσούντος του πολέμου) στα Εργαστήρια Μπελ, αλλά σε διαφορετικά πρότζεκτ, και μάλιστα απόρρητα. Και οι δύο πάντως ασχολούνταν κυρίως με την κρυπτογραφία και την κωδικοποίηση: για τον Γκλέικ, ο Σάνον «θεμελίωσε τις επιστημονικές αρχές της κρυπτογραφίας». Ο Σάνον φιλοδοξούσε να διατυπώσει μαθηματικά το πρόβλημα της μετάδοσης της πληροφορίας, δηλαδή «της αναπαραγωγής σε κάποιο σημείο –είτε ακριβώς είτε κατά προσέγγιση- ενός μηνύματος που έχει επιλεγεί σε ένα άλλο σημείο» δίχως καμία αναφορά στο «νόημα». Σύμφωνα με την χαρακτηριστική δήλωσή του, την οποία αρκετοί εκπρόσωποι των ανθρωπιστικών επιστημών ευλόγως αρνούνταν να δεχτούν: «Το “νόημα” ενός μηνύματος είναι γενικά άσχετο». Τα εμπόδια που αντιμετώπιζε ο Σάνον στην προσπάθεια για θεμελίωση της θεωρίας της πληροφορίας ήταν λοιπόν λογικά και μηχανικά, όχι ψυχολογικά και ανθρωπιστικά. Συνάμα, βασικό διακύβευμα του Σάνον ήταν η επίλυση παρεμβολών και διαστρεβλώσεων (όπως ο «θόρυβος», η «εντροπία», κ.α.) ώστε να επιτυγχάνεται η άψογη μετάδοση των μηνυμάτων, ό,τι «νόημα» κι αν αυτά εντέλει εμπεριείχαν. Απεναντίας, οι περισσότεροι φιλόσοφοι, αλλά και πανεπιστήμονες όπως π.χ. ο επινοητής της κυβερνητικής Νόρμπερτ Γουίνερ, δεν διανοούνταν να σκεφτούν την πληροφορία χωρίς το εκάστοτε νόημά της, δηλαδή να θεωρήσουν τρόπον τινά ότι ένα μπιτ είναι ένα μπιτ είναι ένα μπιτ... Τη μεταπολεμική περίοδο αρχίζει να εντείνεται και η όλη συζήτηση για τη σύγκριση/ αναλογία/ ταύτιση του ανθρώπινου εγκεφάλου με την υπολογιστική μηχανή, μια συζήτηση με τρομερό πάθος και επιχειρήματα από όλες τις πλευρές, η οποία κορυφώνεται στις μέρες μας (πρόσφατα ανακοινώθηκε η κατασκευή του Spaun, που είναι ένα από τα πρώτα επιτυχή λογισμικά μοντέλα προσομοίωσης του εγκεφάλου). Εδώ στο επίκεντρο βρίσκονται τα θεμελιώδη ερωτήματα που έθετε ο Τούρινγκ μέχρι τον τραγικό θάνατό του το 1954.
Η θεωρία της πληροφορίας επέδρασε σημαντικά στους κλάδους της μοριακής βιολογίας και της γενετικής, που μεταπολεμικά γνώρισαν τρομακτική άνθηση. Οι έννοιες του κώδικα και της πληροφορίας, όπως χρησιμοποιούνταν από τον Τζέιμς Γουάτσον και τον Φράνσις Κρικ, που το 1953 ανακάλυψαν το DNA, δεν χρησιμοποιούνταν συμβολικά, αλλά απολύτως κυριολεκτικά. Όπως σημειώνει ο Γκλέικ: «Η αντιγραφή του DNA είναι μια αντιγραφή πληροφορίας. Η κατασκευή των πρωτεϊνών είναι μια μεταβίβαση πληροφορίας: η αποστολή ενός μηνύματος». Και αμέσως παρακάτω: «Το γονίδιο δεν είναι ένα μακρομόριο που μεταφέρει πληροφορία. Το γονίδιο είναι η πληροφορία […] τα ίδια τα γονίδια είναι φτιαγμένα από bits». Τη θεωρία αυτή υιοθέτησε και ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, όχι μόνο για τα γονίδια, αλλά για τα πολύ πιο επισφαλή μιμίδια. Συνάμα, η θεωρία της πληροφορίας βρήκε εφαρμογή και στη φυσική, π.χ. στο έργο του Τζον Άρτσιμπαλντ Γουίλερ, μαθητή του Μπορ και δασκάλου του Φάινμαν, που εισήγαγε τις «μαύρες τρύπες» και πρότεινε την ιδέα του “It from Bit”, δηλαδή ότι η πληροφορία προηγείται κάθε φυσικής διεργασίας.
Τελειώνοντας το βιβλίο του, κι έχοντας αναλύσει επισταμένα την ιστορία και θεωρία της πληροφορίας (όχι μόνο του Σάνον, αλλά και άλλες θεωρίες, όπως π.χ. του Σολομόνοφ, του Κολμογκόροφ και του Τσέιτιν, που εδώ είναι αδύνατον να τις συνοψίσουμε) ο Γκλέικ σχολιάζει την τρίτη λέξη του υπότιτλου του βιβλίου του, τον «χείμαρρο». Αναφέρεται στον κυβερνοχώρο και στον χείμαρρο της πληροφορίας που διαχέεται εκεί και από τη μία μας βοηθά με τον πλούτο του, από την άλλη μας πνίγει με την ορμητικότητά του. Ο Γκλέικ αναγνωρίζει κάπως τους κινδύνους των ανεξέλεγκτων πληροφοριών στο Διαδίκτυο (όταν γράφει π.χ. ότι «όταν η πληροφορία είναι φτηνή, η προσοχή είναι ακριβή», και πράγματι η αυτοσυγκέντρωση είναι το μεγάλο θύμα του ονλάιν σέρφινγκ, καθώς η πληροφορία δεν είναι απλώς φτηνή, είναι δωρεάν, τα πάντα free…), αλλά δεν κινδυνολογεί. Βλέπει στις νέες τεχνολογίες έναν πρωτόφαντο τόπο στον οποίον πρέπει μάλλον να μάθουμε να ζούμε και, αν όχι να τον απολαμβάνουμε, τουλάχιστον να τον αξιοποιούμε προς όφελός μας. Το γεγονός ότι «η θεωρία της πληροφορίας γεννήθηκε μαζί με την άσπλαχνη θυσία του νοήματος – της ποιότητας που δίνει στην πληροφορία την αξία της και τον σκοπό της» δεν τον ανησυχεί (όσο θα έπρεπε), καθώς πιστεύει πως οι επιστήμονες της επικοινωνίας και της πληροφορίας του 20ού αιώνα μάς απελευθέρωσαν μια και καλή από την αυταπάτη για την υποτιθέμενη τελειότητα της φυσικής γλώσσας και, συνακόλουθα, του άψογου νοήματος. Κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, λέει ο Γκλέικ: το αληθές και το ψευδές θα εξακολουθήσουν να συνυπάρχουν και εναπόκειται στο «γνωσιακό υποκείμενο» να κάνει την επιλογή του. Όπως θα γράψει διορατικά ο Μακλούαν το 1967: «Ο τροφοσυλλέκτης άνθρωπος, με έναν αλλόκοτο τρόπο, επανεμφανίζεται ως συλλέκτης πληροφορίας […] Σ’ αυτόν τον ρόλο, ο “ηλεκτρονικός” άνθρωπος δεν είναι λιγότερο νομάς απ’ ό,τι οι παλαιολιθικοί πρόγονοί του».
Αν το βιβλίο του Γκλέικ περιοριζόταν στις εμπεριστατωμένες αναλύσεις κάποιων επιστημονικών επιτευγμάτων, τότε θα ήταν μάλλον κουραστικό για τον αναγνώστη. Ωστόσο ο Γκλέικ, σε κάθε κεφάλαιο και σε κάθε ανάλυσή του, μεταβαίνει από το κατεξοχήν τεχνικό τμήμα μιας εφεύρεσης στην επίδρασή της στη ζωή μας. Παράλληλα, διανθίζει την ιστοριογραφική του αφήγηση με πολλά εύστοχα σχόλια από τον χώρο της λογοτεχνίας, καθώς ορθά θεωρεί ότι οι συγγραφείς είναι συχνά ευαίσθητοι δέκτες των τεχνικών και επιστημονικών διεργασιών. Παραπέμπει στον κορυφαίο βικτοριανό στοχαστή και λογοτέχνη Σάμιουελ Μπάτλερ, στον Ε. Α. Πόε και την εμμονή του με την κρυπτογραφία, στους περίφημους στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ που εκφράζουν την αγωνία του για έναν κόσμο έμπλεο πληροφορίας και (ως εκ τούτου) κενό σε σοφία, στον φόβο του ποιητή του 18ου αιώνα Αλεξάντερ Πόουπ ότι «ένας χείμαρρος από Συγγραφείς σάρωσε τη γη» (πού να ήξερε…), στον Τσαρλς Ντίκενς που παίρνει χαρακτηρολογικά στοιχεία από τον Μπάμπατζ για να χτίσει έναν ήρωά του, στον Χ. Τζ. Γουέλς και στην πρόβλεψή του για τον επερχόμενο «παγκόσμιο εγκέφαλο» των δικτύων, στον Χ. Λ. Μπόρχες και τη Βιβλιοθήκη της Βαβέλ ως μεταφορά της Wikipedia, στον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και στη θέση του για τον Απόλυτο Θόρυβο, στη Μάργκαρετ Άτγουντ και την πρόθυμη εμπλοκή της στον κόσμο του Twitter, στον Γουίλιαμ Γκίμπσον που επινόησε την έννοια του κυβερνοχώρου (ο Γκίμπσον που, αναφερόμενος δικαίως στην ανισότητα που γεννιέται (και) με την τεχνική, είπε: «το μέλλον είναι ήδη εδώ, απλώς δεν είναι και τόσο ομαλά κατανεμημένο»). Και σε πολλούς άλλους.
Η Πληροφορία του Γκλέικ προσφέρει στο έπακρο όλα όσα υπόσχεται, με συστηματική δομή και χωρίς να αραδιάζει εύκολες πληροφορίες: περιγράφει την τεχνολογική ιστορία της επικοινωνίας, αναλύει τη μαθηματική θεωρία της πληροφορίας και χαρτογραφεί τον χειμαρρώδη ψηφιακό κόσμο του 21ου αιώνα. Ας τονίσουμε, ωστόσο, ότι προκειμένου να εμβαθύνουμε την κατανόησή μας ως προς όλες αυτές τις τεχνολογίες που μας συναρπάζουν και (θα έπρεπε συνάμα να) μας προβληματίζουν, απαραίτητη προϋπόθεση είναι μια φιλοσοφία της επικοινωνίας και του νοήματος, σε ατομική και συλλογική βάση. Επομένως, το εμβριθές ιστορικό και θεωρητικό πόνημα του Γκλέικ αξίζει να συμβαδίζει με μια ευρύτερη στοχαστική αντίληψη για το πώς αλλάζει η συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου καθώς παλεύει να κολυμπήσει μες στον χείμαρρο των πληροφοριών, μια αντίληψη που θα περιλαμβάνει και τις κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις αυτής της αλλαγής (μερικούς στοχαστές που προσφέρουν κάτι τέτοιο αναφέραμε στην αρχή). Ο κόσμος μας είναι εν πολλοίς ο κόσμος της επιστήμης: καλώς ή κακώς, από αρχαιοτάτων χρόνων ο επιστήμονας έκανε τις εφευρέσεις του απτόητος, δίχως να συλλαμβάνει επακριβώς τις συνέπειές τους. Αυτό δεν συνέβαινε επειδή ήταν κατ’ ανάγκην αφελής ή αδιάφορος, αλλά διότι το κύμα των αλλαγών που επιφέρει μια τεχνική εφεύρεση είναι εν πολλοίς απρόβλεπτο. Από την άλλη, χωρίς στοχασμό πάνω στην επίδραση των τεχνολογιών στον ψυχισμό μας, θα καταντήσουμε (αν δεν είμαστε ήδη) έρμαια της πληροφορίας και μαριονέτες της επικοινωνίας, πληροφοριακά υπερφορτωμένοι έως καμένοι. Και ο στοχασμός προϋποθέτει αυτό το ωραίο και κοπιαστικό πράγμα που λέγεται διάβασμα, αυτό που ο Νικόλας Νεγροπόντης στονΨηφιακό κόσμο του παραδέχεται με μια μάλλον ανεξήγητη υπερηφάνεια ότι δεν του αρέσει να κάνει…
Στις μέρες μας γίνεται ήδη λόγος για την επερχόμενη Τρίτη Μεγάλη Οικονομική Επανάσταση, μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση του 19ου αιώνα και την Πληροφορική Επανάσταση του 20ού αιώνα: πρόκειται για την επερχόμενη δημιουργία του λεγόμενου Βιομηχανικού Διαδικτύου, που θα συνενώνει ηλεκτρονικά και σε παγκόσμιο επίπεδο τον κόσμο της βιομηχανικής παραγωγής με τον κόσμο της ψηφιακής επικοινωνίας. Είναι μια ενδεχόμενη εξέλιξη που, είτε μας αρέσει και θέλουμε να την ενστερνιστούμε είτε μας τρομάζει και θέλουμε να την καταπολεμήσουμε, θα πρέπει αν μη τι άλλο πρώτα να την κατανοήσουμε. Και για να κατανοήσουμε τι θέλουμε και τι όχι, τι αξίζει να αγκαλιάσουμε και τι να αγνοήσουμε, τι είναι ποιοτικό και τι είναι σκουπίδι, θα πρέπει να κάνουμε κάποιες επιλογές, όσες εν πάση περιπτώσει είναι στο χέρι μας, στο μυαλό μας, στην πολιτισμική και οικονομική θέση μας. Από την πλευρά μας θεωρούμε ότι η ποιότητα μπορεί να βρεθεί ακόμα και σε έναν άνισο κόσμο, όπως επίσης μπορούμε να αξιολογούμε όχι τόσο το πώςστέλνεται κάτι, όσο το τι σημασία έχει: το γεγονός ότι ένα οποιοδήποτε βίντεο κλιπ στο You Τube ενέχει περισσότερα bits από τα ηλεκτρονικά Άπαντα του Σέξπιρ δεν λέει προφανώς τίποτα. Για να κλείσουμε με τον Boss, αφεντικό στα παιδικά μας ροκ ακούσματα: «A message came back from the great beyond/ There's fifty-seven channels and nothin' on».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου