Του Νίκου Ξένιου
Το βιβλίο του Ίβο Άντριτς είναι μαγικό: εγκλείει τη μια αφήγηση μες στην άλλη κι ακινητοποιεί τον αναγνώστη με καταιγισμό συναισθημάτων, καθώς την απόλυτη μελαγχολία διαδέχεται ο θυμός, την αγανάκτηση η φιλοσοφική ενατένιση των ανθρωπίνων: κι όλα αυτά μέσα από απανωτές, πτυσσόμενες κι αλληλοπερικλειόμενες εξιστορήσεις. Ο Άντριτς ζητά την κατανόηση του αναγνώστη, του ζητά ν’ αφουγκρασθεί τις ιστορίες του, γιατί «ποιος ξέρει πώς θα μαθαίναμε για όλα αυτά τα πράγματα αν δεν υπήρχαν οι κουραστικοί ετούτοι που μας λένε ιστορίες...»
Ο βασικός αφηγητής είναι ένας Βόσνιος μοναχός ο οποίος άκουσε από τον γεροκαλόγερο Πέταρ -που μόλις πέθανε- την ιστορία της συμπτωματικής του φυλάκισης σε μια μεγάλη φυλακή της Κωνσταντινούπολης, εκείνη που φέρει το παρατσούκλι «η Καταραμένη Αυλή». Ο (σκάρτος) ένας χρόνος παραμονής του φρα Πέταρ στη φυλακή αρκεί ώστε οι εξιστορήσεις να συναντήσουν η μια την άλλη. Μια αλάνα γεμάτη σκόνη, εκτεθειμένη στους νοσηρούς νοτιάδες που επηρεάζουν τις συνειδήσεις και σκορπίζουν ολόγυρα την απελπισία. Σ’ αυτό το χωνευτήρι συναθροίζονται οι απόκληροι της τουρκικής κοινωνίας: από βαριά καταδικασμένους και σεσημασμένους δολοφόνους μέχρι κλεφτοκοτάδες και φουκαριάρηδες που η λαβίδα της Άδικης Δικαιοσύνης «τσίμπησε» σε μιαν ασύλληπτη στιγμή. Όλοι βράζουν στο ίδιο ζουμί, σ’ ένα είδος πολυεθνικού Καθαρτηρίου, όπου τον κύριο λόγο έχει ο «Καραγκιόζης»: αυτός είναι ένα κάθαρμα, ένα κοινωνικό απόβρασμα, ένα απόλυτα αμοραλιστικό παχύδερμο που πέρασε, ως είθισται, από την παρανομία στην άσκηση του Νόμου.
Φυλακή, μεγάλο χωνευτήρι και μήτρα παραλογισμού
Η κοινωνική καταγγελία της στρατευμένης λογοτεχνίας του Άντριτς στοχεύει το σαθρό μουσουλμανικό δίκαιο. Στη μεθόριο τριών κόσμων και τριών φανατικών θρησκειών, ο συγγραφέας αναζητά την οικουμενική θεώρηση, τη γεφύρωση των διαφορών. Κι επιλέγει ως σκηνικό της μυθοπλασίας του το καζάνι της μεγάλης φυλακής, που αυτόματα μετατρέπεται σε αλληγορία της αυθαιρεσίας με την οποία απονέμεται το Δίκαιο στον κόσμο ετούτο. Δεν επιλέγει το πρώτο πρόσωπο για την αφήγησή του, γιατί, όπως εξηγείται ο ίδιος απευθυνόμενος στον αναγνώστη, «το Εγώ είναι μια λέξη φοβερή, που μας υποχρεώνει για πάντα, μας δένει με όσα σκεφτήκαμε και είπαμε, αλλά και με όλα εκείνα που ποτέ δεν πέρασε από τον νου μας να ταυτιστούμε μαζί τους».
Με την αστική του κατοικία να συνορεύει προκλητικά με το κολαστήριο του οποίου προΐσταται, ο σχεδόν μονόφθαλμος «Καραγκιόζης» συγκεφαλαιώνει τα γνωρίσματα του μόνωπος, μισαλλόδοξου υπηρέτη της εξουσίας, σαν γρύπας μυθικός ή σαν Κέρβερος που δεν ξέρεις ποιο μάτι του κοιμάται και ποιο καιροφυλακτεί. Καιροσκόπος που επιβιώνει γδέρνοντας κυριολεκτικά τους γύρω του, είναι ταυτόχρονα η ενσάρκωση και ο σφετεριστής της κυκλώπειας Εξουσίας, την οποία υποστηρίζει και αναθεμελιώνει πάνω στη βάση του παραλογισμού: ανηλεής στη συνάφειά του προς τους φυλακισμένους, σαρκαστικός και αήθης, αποκτηνωμένος και δημαγωγός, ο δεσμοφύλακας ορίζει τα υπαρξιακά πλαίσια της απελπισίας όποιου πέσει στη λαβίδα ενός τέτοιου Νόμου. Και, βέβαια, ενώ δεν είναι ο πρωταγωνιστής της νουβέλας, στην ουσία οριοθετεί το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η άτυχη ιστορία του νεαρού Κιαμίλ.
Ο πρίγκιπας, ο παραμυθάς και η Ιστορία
Με τη λιτή, καλογερική αφηγηματική του ματιά ο φρα Πέταρ σκιαγραφεί τον Κιαμίλ, στον αντίποδα της βαρβαρότητας του Καραγκιόζη: η απόλυτα μελαγχολική, αριστοκρατική φυσιογνωμία του Κιαμίλ βρίσκεται στο μεταίχμιο της οριστικής αποποίησης της πραγματικότητας, σαν να πλαισιώνεται από ένα φωτοστέφανο ποιητικότητας ή και τρέλας. Η ιστορία του είναι προσχηματική κι έρχεται, με τη σειρά της, να εγκιβωτισθεί στην «ιστορία της ιστορίας» που αφηγείται η νουβέλα. Μια σειρά λεκτικών παρεξηγήσεων και παρερμηνειών μιας καλλιεργημένης συνείδησης κι ενός προχωρημένου βαθμού αυτογνωσίας ρίχνουν τον νεαρό Τούρκο στα νύχια της εξουσίας. Αληθοφανής ή μη, η παρεξήγηση συνοψίζει την έχθροτητα του ακατέργαστου ανθρώπινου τέρατος προς ό,τι μετωνυμικό. Με άλλα λόγια: ο Κιαμήλ παραλληλίζει την προσωπική του ιστορία με την ιστορία του Τζιεμ, του ιστορικού αδελφού του άγριου σουλτάνου Βαγιαζήτ του Δεύτερου. Αυτή η –πρώτη- μετωνυμία παραφράζεται ως ταύτισή του με τον τρέχοντα Σουλτάνο (σαν να λέμε: ο Ιησούς και η Βασιλεία των Ουρανών για την αντίληψη του Πόντιου Πιλάτου). Η εσφαλμένη κατανόηση της εξιστόρησης τον εμπλέκει στα πλοκάμια της έρευνας που διενεργεί ο ενεργός Σουλτάνος για συνωμοσίες. Και βρίσκεται υπόδικος, αυτός, ο πρίγκιπας, με όλα αυτά τα κοινωνικά αποβράσματα, στην ίδια, τεράστια, αποτρόπαια, σκονισμένη «Καταραμένη Αυλή». Ώστε να συναντηθεί με τον αφηγητή της ενδιάμεσης αφήγησης.
Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο πρόσωπο στην ιστορία του Άντριτς, που κλείνει τον κύκλο της διαλεκτικής: ο παραμυθάς, φαφλατάς Χαΐμ. Ο ντοστογιεφσκικός Χαΐμ που, θαρρείς βγαλμένος από τους «Αδελφούς Καραμαζόφ», έρχεται να εξισορροπήσει τις αλληλοσυγκρουόμενες αφηγήσεις. Ν’ αποκαταστήσει την αρμονία στο φανταστικό τοπίο της νουβέλας. Να παρηγορήσει, να καταπραϋνει την οργή, τη μελαγχολία, τα θεμελιώδη συναισθήματα του αναγνώστη. Στους διαλόγους με τον μισό Έλληνα-μισό Τούρκο Χαϊμ –πράγμα που εν μέρει οφείλεται στην όμορφη μετάφραση του Χρήστου Γκούβη- γεννιούνται συνειρμοί της κοινωνιστικής λογοτεχνίας του Θεοτόκη. Το ταξίδι στη φυλακή επισπεύδεται και τα πρώτα συμπεράσματα συνάγονται, μ’ έναν κάπως πεπαλαιωμένο, αλλά πάντα αγαπητό τρόπο: υπάρχει, λέει ο Άντριτς, πάντα ένας Κάιν κι ένας Άβελ, ένας κακός κι ένας καλός αδελφός. Το πάθος της εξουσίας θα συγκρουστεί αναπόφευκτα με το πάθος για την αλήθεια. Μα, κυρίως, ένα ιδεώδες θα έλθει να κατασιγάσει τα πάθη: το φάσμα της συναδέλφωσης των αντίθετων πολιτιστικών κλιμάτων, των παραπληρωματικών χαρακτήρων, των αντίπαλων θρησκειών. Στο άδειο κελλί του αποβιώσαντος αφηγητή τα εργαλεία του συσσωρεύονται το ένα πάνω στ’ άλλο σαν αλληγορία των λογοτεχνικών εργαλείων του συγγραφέα: «χους εί και εις χουν απελεύσει». Με στόχο την καταγγελία της μονολιθικότητας και του δογματισμού, με τη σοφή ματιά του σφαιρικού ανθρωπιστή και με τη μαγική πέννα του αθεράπευτα ρομαντικού παραμυθά, ο Ίβο Άντριτς γράφει τον επικήδειο του συμπατριώτη του γεροκαλόγερου διαπιστώνοντας ότι όλο αυτό το σύννεφο από χρώματα, ήχους, συναισθήματα χαράς, οδύνης, μίσους, όλα αυτά τα επάλληλα ψυχικά τοπία, όλα θα ξαναγυρίσουν στο απόλυτο λευκό του χιονιού και στην αταραξία της στάχτης.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το βιβλίο παραπέμπει στο σινεμά του Εμίρ Κουστουρίτσα, που στις συνεντεύξεις του υμνεί τον δημιουργό της αριστουργηματικής τριλογίας «Το γεφύρι του Δρίνου», «Χρονικό του Τράβνικ» και «Η δεσποινίς». Η νουβέλα «Καταραμένη αυλή» του Ίβο Άντριτς πρωτομεταφράστηκε στην Ελλάδα για λογαριασμό των εκδόσεων Λιβάνη και τώρα επανεκδίδεται στην πλήρη σειρά των έργων του από τον Καστανιώτη. Το 1961 ο συγγραφέας βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την επική δύναμη των λογοτεχνικών του θεμάτων και τον τρόπο που απεικονίζει την ανθρώπινη μοίρα, αντλώντας υλικό από την ιστορία της πατρίδας του».
Η καταραμένη αυλή
Ίβο Άντριτς
Μτφρ: Χρήστος Γκούβης
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013
σελ. 136.
Μτφρ: Χρήστος Γκούβης
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2013
σελ. 136.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου