tvxs.gr/node/115985
Στη σκιά της κρίσης του ευρώ και του «δημοσιονομικού γκρεμού» στις ΗΠΑ είναι εύκολο κανείς να αγνοήσει τα μακροπρόθεσμα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Όμως ενώ η παγκόσμια κοινότητα επικεντρώνεται σε άμεσες ανησυχίες, τα μακροπρόθεσμα προβλήματα ενισχύονται και σε βάρος μας τα παραβλέπουμε.
Το πιο σημαντικό είναι η υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι χαμηλές επιδόσεις της παγκόσμιας οικονομίας έχουν οδηγήσει σε επιβράδυνση της αύξησης της εκπομπής ρύπων, ωστόσο αυτό είναι περιστασιακό. Είμαστε πολύ μακριά από τους στόχους, η επίτευξη των οποίων απαιτεί δραστικές μειώσεις των εκπομπών.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως δεδομένης της οικονομικής επιβράδυνσης θα πρέπει το ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη να τεθεί στο περιθώριο. Αντίθετα, η αναδιάρθρωση της παγκόσμια οικονομίας με επίκεντρο την κλιματική αλλαγή θα βοηθήσει και στην αποκατάσταση της συνολικής ζήτησης και της ανάπτυξης.
Παράλληλα, ο ρυθμός της τεχνολογικής προόδου και της παγκοσμιοποίησης απαιτεί γρήγορες διαρθρωτικές αλλαγές τόσο στις ανεπτυγμένες χώρες όσο και στις αναπτυσσόμενες. Αυτές οι αλλαγές μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι μια τραυματική εμπειρία και οι αγορές να μην μπορούν να τις χειριστούν καταλλήλως.
Ακριβώς όπως στη «Μεγάλη Ύφεση», που προέκυψε εν μέρει από τις δυσκολίες στη μετάβαση από μια αγροτική σε μία αστική οικονομία, έτσι και τα σημερινά προβλήματα πηγάζουν εν μέρει από την ανάγκη μετάβασης από την παραγωγή στις υπηρεσίες. Νέες επιχειρήσεις πρέπει να δημιουργηθούν. Η σύγχρονη χρηματοπιστωτική αγορά έχει επικεντρωθεί στην κερδοσκοπία και την εκμετάλλευση και όχι στην παροχή κεφαλαίων για νέες επενδύσεις.
Επιπλέον κάνοντας τη μετάβαση απαιτούνται επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Ανάμεσα στις υπηρεσίες που οι άνθρωποι επιθυμούν να τους παρέχονται είναι η υγεία και η εκπαίδευση, δύο τομείς στους οποίους η κυβέρνηση παίζει σημαντικό ρόλο λόγω εγγενών ατελειών της αγοράς στους συγκεκριμένους τομείς.
Πριν από την κρίση του 2008 είχαν ενταθεί οι συζητήσεις για τις παγκόσμιες ανισότητες, καθώς και η ανάγκη για αύξηση της κατανάλωσης από τις εμπορικά πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Κίνα. Σε αυτό το ζήτημα δεν έχουν γίνει και πάρα πολλά. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κρίσης του ευρώ, ενώ το πλεόνασμα της Κίνας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, έχει μειωθεί αλλά τα αποτελέσματα δεν έχουν ακόμη φανεί.
Το συνολικό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ δεν πρόκειται να εξαφανιστεί χωρίς αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης και μια πιο ουσιώδη αλλαγή στις παγκόσμιες νομισματικές ισοτιμίες. Το ότι η Κίνα αυξάνει την κατανάλωσή της αυτό δεν σημαίνει ότι θα προμηθευτεί προϊόντα από τις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα είναι πιθανότερο να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε μη εμπορικά αγαθά, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές αναταράξεις στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.
Υπάρχει όμως και το πρόβλημα της παγκόσμια ανισότητας. Το εν λόγω πρόβλημα δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός πως μια ομάδα συγκεντρώνει το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομικής πίτας, αλλά και στο γεγονός πως η μεσαία τάξη δεν επωφελείται από την οικονομική ανάπτυξη, αντίθετα η φτώχεια μεγαλώνει. Στις ΗΠΑ οι ίσες ευκαιρίες αποτελούν περισσότερο ένα μύθο. Η Μεγάλη Ύφεση έχει επιδεινώσει τις τάσεις αυτές, οι οποίες ήταν εμφανείς και πριν από την έναρξή της. Πράγματι, προσωπικά, αλλά και άλλοι οικονομολόγοι, έχω υποστηρίξει ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι ένας από τους λόγους για την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ένα οικονομικό και πολιτικό σύστημα που δεν προσφέρει στους περισσότερους πολίτες είναι καταδικασμένο μακροπρόθεσμα να καταρρεύσει. Η πίστη στη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς διαβρώνεται και η νομιμότητα των υφιστάμενων θεσμών και δομών τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Τα καλά νέα είναι ότι το χάσμα μεταξύ των αναδυόμενων και ανεπτυγμένων χωρών έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Παρ΄όλα αυτά εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και υπήρξε μόνο μια μικρή πρόοδος στη μείωση του χάσματος μεταξύ των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και των υπολοίπων.
Σε αυτό το σημείο οι αθέμιτες εμπορικές συμφωνίες συμπεριλαμβανομένης και της επιμονής των αδικαιολόγητων γεωργικών επιδοτήσεων, οι οποίες συμπιέζουν τις τιμές των προϊόντων από τα οποία εξαρτώνται οι περισσότερες από τις φτωχές χώρες έχουν παίξει κάποιο ρόλο. Παράλληλα, οι ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν τηρήσει μέχρι σήμερα την υπόσχεσή τους, όπως αυτή αποφασίσθηκε στη Ντόχα το Νοέμβριο του 2001 ή τη δέσμευσή τους στη σύνοδο κορυφής της G8 το 2005, που προέβλεπε την παροχή σημαντικά μεγαλύτερης βοήθειας.
Η αγορά δεν μπορεί από μόνη της να λύσει κανένα από αυτά τα προβλήματα, ενώ η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια «πεμπτουσία» του προβλήματος. Για να γίνουν οι διαρθρωτικές αλλαγές που ο κόσμος έχει ανάγκη πρέπει οι κυβερνήσεις να αναλάβουν ένα πιο ενεργό ρόλο σε μια εποχή που οι απαιτήσεις για περικοπές ολοένα και αυξάνονται σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Επιχειρώντας να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις του σήμερα αίτημά μας θα πρέπει να είναι οι αποφάσεις να μην επιδεινώνουν τα μακροπρόθεσμα προβλήματά μας. Η διαδρομή που έχει επιλεγεί χαρακτηρίζεται από τη μείωση του ελλείμματος και τα μέτρα λιτότητας, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την οικονομία και υπονομεύοντας τις μελλοντικές προοπτικές. Η ειρωνεία είναι πως η ανεπαρκής συνολική ζήτηση που είναι πηγή της παγκόσμιας ύφεσης δίνει τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης και αυτή είναι η επένδυση στο μέλλον μας, με τρόπους που μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, την παγκόσμια ανισότητα, τη φτώχεια και την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές.
Παράλληλα, ο ρυθμός της τεχνολογικής προόδου και της παγκοσμιοποίησης απαιτεί γρήγορες διαρθρωτικές αλλαγές τόσο στις ανεπτυγμένες χώρες όσο και στις αναπτυσσόμενες. Αυτές οι αλλαγές μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να είναι μια τραυματική εμπειρία και οι αγορές να μην μπορούν να τις χειριστούν καταλλήλως.
Ακριβώς όπως στη «Μεγάλη Ύφεση», που προέκυψε εν μέρει από τις δυσκολίες στη μετάβαση από μια αγροτική σε μία αστική οικονομία, έτσι και τα σημερινά προβλήματα πηγάζουν εν μέρει από την ανάγκη μετάβασης από την παραγωγή στις υπηρεσίες. Νέες επιχειρήσεις πρέπει να δημιουργηθούν. Η σύγχρονη χρηματοπιστωτική αγορά έχει επικεντρωθεί στην κερδοσκοπία και την εκμετάλλευση και όχι στην παροχή κεφαλαίων για νέες επενδύσεις.
Επιπλέον κάνοντας τη μετάβαση απαιτούνται επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Ανάμεσα στις υπηρεσίες που οι άνθρωποι επιθυμούν να τους παρέχονται είναι η υγεία και η εκπαίδευση, δύο τομείς στους οποίους η κυβέρνηση παίζει σημαντικό ρόλο λόγω εγγενών ατελειών της αγοράς στους συγκεκριμένους τομείς.
Πριν από την κρίση του 2008 είχαν ενταθεί οι συζητήσεις για τις παγκόσμιες ανισότητες, καθώς και η ανάγκη για αύξηση της κατανάλωσης από τις εμπορικά πλεονασματικές χώρες, όπως η Γερμανία και η Κίνα. Σε αυτό το ζήτημα δεν έχουν γίνει και πάρα πολλά. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της κρίσης του ευρώ, ενώ το πλεόνασμα της Κίνας, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, έχει μειωθεί αλλά τα αποτελέσματα δεν έχουν ακόμη φανεί.
Το συνολικό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ δεν πρόκειται να εξαφανιστεί χωρίς αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης και μια πιο ουσιώδη αλλαγή στις παγκόσμιες νομισματικές ισοτιμίες. Το ότι η Κίνα αυξάνει την κατανάλωσή της αυτό δεν σημαίνει ότι θα προμηθευτεί προϊόντα από τις ΗΠΑ. Στην πραγματικότητα είναι πιθανότερο να αυξήσουν την κατανάλωσή τους σε μη εμπορικά αγαθά, όπως η υγειονομική περίθαλψη και η εκπαίδευση, με αποτέλεσμα να προκληθούν σημαντικές αναταράξεις στην παγκόσμια αλυσίδα εφοδιασμού.
Υπάρχει όμως και το πρόβλημα της παγκόσμια ανισότητας. Το εν λόγω πρόβλημα δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός πως μια ομάδα συγκεντρώνει το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομικής πίτας, αλλά και στο γεγονός πως η μεσαία τάξη δεν επωφελείται από την οικονομική ανάπτυξη, αντίθετα η φτώχεια μεγαλώνει. Στις ΗΠΑ οι ίσες ευκαιρίες αποτελούν περισσότερο ένα μύθο. Η Μεγάλη Ύφεση έχει επιδεινώσει τις τάσεις αυτές, οι οποίες ήταν εμφανείς και πριν από την έναρξή της. Πράγματι, προσωπικά, αλλά και άλλοι οικονομολόγοι, έχω υποστηρίξει ότι η αυξανόμενη ανισότητα είναι ένας από τους λόγους για την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ένα οικονομικό και πολιτικό σύστημα που δεν προσφέρει στους περισσότερους πολίτες είναι καταδικασμένο μακροπρόθεσμα να καταρρεύσει. Η πίστη στη δημοκρατία και την οικονομία της αγοράς διαβρώνεται και η νομιμότητα των υφιστάμενων θεσμών και δομών τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Τα καλά νέα είναι ότι το χάσμα μεταξύ των αναδυόμενων και ανεπτυγμένων χωρών έχει μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Παρ΄όλα αυτά εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και υπήρξε μόνο μια μικρή πρόοδος στη μείωση του χάσματος μεταξύ των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών και των υπολοίπων.
Σε αυτό το σημείο οι αθέμιτες εμπορικές συμφωνίες συμπεριλαμβανομένης και της επιμονής των αδικαιολόγητων γεωργικών επιδοτήσεων, οι οποίες συμπιέζουν τις τιμές των προϊόντων από τα οποία εξαρτώνται οι περισσότερες από τις φτωχές χώρες έχουν παίξει κάποιο ρόλο. Παράλληλα, οι ανεπτυγμένες χώρες δεν έχουν τηρήσει μέχρι σήμερα την υπόσχεσή τους, όπως αυτή αποφασίσθηκε στη Ντόχα το Νοέμβριο του 2001 ή τη δέσμευσή τους στη σύνοδο κορυφής της G8 το 2005, που προέβλεπε την παροχή σημαντικά μεγαλύτερης βοήθειας.
Η αγορά δεν μπορεί από μόνη της να λύσει κανένα από αυτά τα προβλήματα, ενώ η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια «πεμπτουσία» του προβλήματος. Για να γίνουν οι διαρθρωτικές αλλαγές που ο κόσμος έχει ανάγκη πρέπει οι κυβερνήσεις να αναλάβουν ένα πιο ενεργό ρόλο σε μια εποχή που οι απαιτήσεις για περικοπές ολοένα και αυξάνονται σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Επιχειρώντας να αντιμετωπίσουμε τις κρίσεις του σήμερα αίτημά μας θα πρέπει να είναι οι αποφάσεις να μην επιδεινώνουν τα μακροπρόθεσμα προβλήματά μας. Η διαδρομή που έχει επιλεγεί χαρακτηρίζεται από τη μείωση του ελλείμματος και τα μέτρα λιτότητας, αποδυναμώνοντας ουσιαστικά την οικονομία και υπονομεύοντας τις μελλοντικές προοπτικές. Η ειρωνεία είναι πως η ανεπαρκής συνολική ζήτηση που είναι πηγή της παγκόσμιας ύφεσης δίνει τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής λύσης και αυτή είναι η επένδυση στο μέλλον μας, με τρόπους που μας βοηθούν να αντιμετωπίσουμε ταυτόχρονα το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη, την παγκόσμια ανισότητα, τη φτώχεια και την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές.
* Άρθρο του νομπελίστα οικονομολόγου Τζόζεφ Στίγκλιτς στη Guardian
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου