Το έντυπο βιβλίο θα εκτοπιστεί από το ψηφιακό; Κι αν ναι, τι αλλάζει στον τρόπο που θα διαβάσουμε;
Του Σωτήρη Βανδώρου
Τίποτε από αυτά που συμβαίνουν τους τελευταίους μήνες δεν είναι απολύτως καινοφανές, αλλά αν κανείς τα αντιμετωπίσει σωρευτικά υποψιάζεται ότι είμαστε στα πρόθυρα τεκτονικών μετατοπίσεων στο πεδίο της ανάγνωσης και πιθανόν σε όλο το οικοδόμημα της εκδοτικής βιομηχανίας.
Μπορεί οι e-readers (συσκευές ανάγνωσης που έχουν δυνατότητα αποθήκευσης κι επεξεργασίας ηλεκτρονικών βιβλίων κι άλλων κειμένων) να πρωτοβγήκαν στην αγορά πριν από 12 χρόνια και να πέρασαν τη μισή, τουλάχιστον, ζωή τους στην αφάνεια. Σήμερα όμως είναι τόσο εκλεπτυσμένοι και προσομοιάζουν στη σελίδα του έντυπου βιβλίου τόσο ικανοποιητικά ώστε έχουν δώσει ισχυρή ώθηση στην πώληση ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books): το διαδικτυακό βιβλιοπωλείο-κολοσσός Amazon πούλησε περισσότερα ηλεκτρονικά παρά συμβατικά βιβλία, για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα.
Μπορεί η ψηφιοποίηση κειμένων να είναι μια παλιά υπόθεση –το Project Gutenberg ξεκίνησε το μακρινό 1971– σήμερα όμως η φιλόδοξη Google σκανάρει με καταιγιστικούς ρυθμούς βιβλία, έχοντας ξεπεράσει τα επτά εκατομμύρια. Δημόσιοι φορείς ψηφιοποιούν συλλογές τους και τις διαθέτουν δωρεάν στο Διαδίκτυο, καινοτόμες εταιρίες σαν την Apple μπαίνουν στο παιχνίδι με συσκευές όπως το I-pad που προορίζεται και για ανάγνωση βιβλίων, οι εκδότες –και στην Ελλάδα– επενδύουν στο ψηφιακό βιβλίο, εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα λανσάρονται κι ο κατάλογος τέλος δεν έχει. Κι αν παλαιότερες γενιές αναγνωστών αντιμετωπίζουν με αδιαφορία ή και εχθρότητα αυτές τις εξελίξεις, οι νεότερες –που ήρθαν πιθανότατα πρώτα σε επαφή με οθόνες παρά με έντυπα κείμενα– δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να τις οικειοποιηθούν.
Κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει πώς ακριβώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, αλλά έχουμε την αίσθηση ότι θα βιώσουμε μια κατάσταση περισσότερο ενδιαφέρουσα, διαφοροποιημένη κι αντιφατική απ΄ όσο μια τεχνοφοβική, νοσταλγική προσέγγιση διαβλέπει θρηνώντας – βλ. ενδεικτικά «The Gutenberg Elegies». Εξίσου, όμως, ίσως είναι επιπόλαιο να προεξοφλούμε ενθουσιασμένοι πως το τυπωμένο χαρτί έκλεισε τον κύκλο του κι ότι μόνο η ληξιαρχική πράξη θανάτου εκκρεμεί (που θα βγάλει η «γενιά του download») – βλ. ενδεικτικά «Print Is Dead».
Το σημαντικό ερώτημα είναι αν και πώς ο υπό συγκρότηση ψηφιακός χώρος ανάγνωσης (και γραφής) επαναπροσδιορίζει τον αντίστοιχο χώρο της εποχής της τυπογραφίας. Τα νέα μέσα μεταλλάσσουν, άραγε, το βιβλίο μόνο ως προς την υλική του μορφή, ή επιφέρουν βαθύτερες μεταβολές που αγγίζουν την ίδια την έννοια του βιβλίου όπως έχει καθιερωθεί λίγο-πολύ τα τελευταία 500 χρόνια; Θα περιθωριοποιήσει ή ακόμη κι αντικαταστήσει η ψηφιακή ανάγνωση την έντυπη, θέτοντας τον δικό της αναγνωστικό «κανόνα»; Ή θα συνυπάρξουν; Και θα πρόκειται για μια αρμονική σχέση συμπληρωματικότητας ή έντασης και σύγκρουσης;
Οι νέες τεχνολογίες πάνε κόντρα στη γραμμική αφήγηση
Ας σκεφτούμε το έντυπο βιβλίο σε αντιπαραβολή προς μια ηλεκτρονική συσκευή, συνδεδεμένη με το διαδίκτυο. Το πρώτο ευνοεί τη γραμμική γραφή κι ανάγνωση, τη σταθερότητα, έχει τελικό κλείσιμο κι επομένως οριστική έκβαση, είναι ένα αυτοτελές έργο σε παγιωμένη μορφή (κάτι που τονίζεται και από την ιδιότητά του ως υλικό αντικείμενο: διακρίνεται σαφώς από αυτά που το περιβάλλουν). Αντίθετα, τα νέα μέσα, ευνοούν τη διασυνδεσιμότητα και τη δυνατότητα άμεσης μετάβασης σε μη συνεχόμενα σημεία εντός του κειμένου και, βεβαίως, εκτός αυτού. Αντί της σταθερότητας και της οριστικής μορφής, προκρίνεται η παροδικότητα και μετατρεψιμότητα του κειμένου, η ταχύτητα, η αλλαγή, η διαδραστικότητα.
Μπροστά στην οθόνη, η ίδια η –αυτονόητη την εποχή της τυπογραφίας– οργάνωση της γνώσης στις δομές βιβλίο-εγκυκλοπαίδεια-βιβλιοθήκη τείνει να γίνεται όλο και περισσότερο άνευ αντικειμένου, αφού τα πάντα τείνουν να συναιρούνται σε ένα δίκτυο μη ιεραρχικών κειμενικών αλληλοπαραπομπών με ή χωρίς συνδέσμους (links). Αλλά και η διαφορά μεταξύ φερ’ ειπείν βιβλίου, εφημερίδας, blog κ.ο.κ. υποσκάπτεται. Ακόμη χειρότερα, θα ισχυριζόταν κάποιος, αυτά συμβαίνουν σ’ ένα ψηφιακό περιβάλλον που ευνοεί τα γραφικά και τα οπτικοακουστικά μέσα σε βάρος του κειμένου. Το τελευταίο βιώνει έτσι έναν ανεπανάληπτο ανταγωνισμό: αν με τη συσκευή μου, μπορώ να ακούω μουσική, να βλέπω ταινίες και τηλεόραση, να επικοινωνώ με φίλους και γνωστούς, να «σερφάρω» ακατάπαυστα στο διαδίκτυο και να διαβάσω το βιβλίο που έχω αποθηκεύσει σε αυτό –κι αν όλα αυτά απέχουν μεταξύ τους όσο ο δείκτης μου από ένα πλήκτρο– τότε ο πειρασμός να μετατραπώ σε έναν επιπόλαιο αναγνώστη-σέρφερ φαντάζει σχεδόν ακαταμάχητος. Μπορεί κάποιος να πει λοιπόν ότι το υβριδικό μόρφωμα των vooks (ψηφιακά βιβλία στα οποία το κείμενο διαδέχεται βίντεο κ.ο.κ.) συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα «προσαρμογής» του βιβλίου στο νέο του περιβάλλον: το κείμενο διακόπτεται κινούμενη εικόνα, μετατρέπεται σε πολυμέσο και τελικά χάνει (;) την ιδιαιτερότητά του. Μήπως, επομένως, η μοίρα του βιβλίου είναι να ενσωματωθεί σε μια απίθανη ροή ψηφιακών δεδομένων, από την οποία το ίδιο δύσκολα θα ξεχωρίζει πια;
Υπερκείμενο
Πριν μας πιάσουν οι μαύρες σκέψεις, πρέπει να δούμε και την άλλη όψη. Η κατεξοχήν εθισμένη στην ψηφιακή ανάγνωση ακαδημαϊκή κοινότητα δεν έχει μεταβάλλει ιδιαίτερα τις πρακτικές της, αλλά τουναντίον έχει προωθήσει μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας τη διαφύλαξη και διάδοση έργων δυσπρόσιτων και σπάνιων, χαρίζοντάς τους μια δεύτερη ζωή. Η ευκολία πρόσβασης στα κείμενα που έχει επιτευχθεί συνιστά ένα τεράστιο κέρδος: δημιουργεί, δυνητικά τουλάχιστον, νέους αναγνώστες και πολλαπλασιάζει τις δυνατότητες των παλαιών. Υπό μια έννοια, πρόκειται για έναν εκδημοκρατισμό της ανάγνωσης.
Επιπλέον, η γραμμικότητα στη γραφή και την ανάγνωση δεν είναι κάτι το «φυσικό», αλλά συνιστά μια πολιτισμική επιλογή η οποία επηρέασε κι επηρεάστηκε από την τυπογραφία. Δεν είναι η μοναδική, ούτε απαραίτητα η καλύτερη. Τον 20ο αιώνα πλήθος ρευμάτων σκέψης αμφισβήτησε τον κανόνα της. Κανείς μπορεί να επικαλεστεί ακόμη και τον Λόρενς Στέρν ο οποίος ήδη τον 18ο αι. με το «Τρίστραμ Σάντι» προσπάθησε να την υπονομεύσει.
Αλλά είναι με τα ψηφιακά μέσα που η αντίπαλη δομή, αυτή του υπερκειμένου, μπορεί να αποκτήσει την εντελή της μορφή. Υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ αυτής, με γενικότερο αυτό που υποστηρίζει ότι ταιριάζει καλύτερα στον ανθρώπινο νου, ακριβώς επειδή ο τελευταίος λειτουργεί με συνειρμούς, αναθεωρήσεις και πηγαινέλα μεταξύ των συλλογισμών. Επιπλέον, αυτή η δομή ασφαλώς αναβαθμίζει τον αναγνώστη. Όπως παρατηρούν οι G. Cavallo, R. Cartier στο «Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο», «ο αναγνώστης μπροστά στην οθόνη μετατρέπεται σε έναν από τους δημιουργούς μιας γραφής παραγόμενης από περισσότερα χέρια, ή τουλάχιστον έχει τη δυνατότητα να συντάξει ένα νέο κείμενο χρησιμοποιώντας κομμάτια που έχει ελεύθερα αποσπάσει και συγκεντρώσει… Η όλη σχέση με το γραπτό έχει ριζικά ανατραπεί» (σελ. 44).
Στο εξαιρετικό «Οι μεταμορφώσεις της γραφής» ο J. Βolter ισχυρίζεται ότι η αποσπασματικότητα (που δημιουργεί το υπερκείμενο το οποίο δεν απαιτεί μια «κανονική», συμβατική τάξη, όπως διαδοχικές αριθμημένες σελίδες) δεν σημαίνει αναγκαστικά διάσπαση, αλλά μια κατάσταση αέναης επανοργάνωσης. Τη δομή του υπερκειμένου έχει υιοθετήσει μια πλειάδα λογοτεχνών τις τελευταίες δύο δεκαετίες (και βάλε) έτσι ώστε πια να μπορούμε να μιλάμε για υπερκειμενική μυθοπλασία. Αυτό που κατεξοχήν αλλάζει εδώ είναι η σχέση του αναγνώστη με το κείμενο. Με τα λόγια του Bolter: «Αυτή είναι η βασική διαφορά ανάμεσα στο [γραμμένο απευθείας για υπολογιστή με χρήση ειδικού λογισμικού] «afternoon» του Michael Joyce και σε κάποιο μυθιστόρημα γραμμένο στο, και για, το χαρτί. Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ιστορία, της οποίας κάθε ανάγνωση να αποτελεί μια εκδοχή, επειδή κάθε ανάγνωση καθορίζει την ιστορία καθώς εξελίσσεται. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υπάρχει καθόλου ιστορία. Υπάρχουν μόνο αναγνώστες» (σελ. 175).
Το έντυπο βιβλίο υποβάλλει την αντίληψη ενός (αντι)κειμένου στοχασμού, σεβασμού κι ανάμνησης, που έχει τη θέση του στα ράφια της βιβλιοθήκης και δύναται να διαβαστεί εκ νέου. Αντίθετα, στην ψηφιακή μορφή του υποβάλλει την αντίληψη ενός εφήμερου και αναλώσιμου αναγνώσματος που δεν περιβάλλεται με κάποιο κύρος και κατά προέκταση η ίδια η λειτουργία της ανάγνωσης φαίνεται να υποβαθμίζεται. Όμως, από την άλλη, η «εξαΰλωση» αυτή έχει μια απελευθερωτική όψη, εφόσον ακριβώς καταργεί τα υλικά εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει ο αναγνώστης στην πρόσβαση στα κείμενα. Βιβλιόφιλε, όπως όλα δείχνουν, δεν είναι μακριά η εποχή –έχουμε ήδη διαβεί το κατώφλι της– που όλη γνώση η οποία έχει διασωθεί από καταβολής κόσμου δεν θα βρίσκεται διασκορπισμένη σε χίλια δυο μέρη. Αλλά θα την έχεις στην τσέπη σου, θα είναι προέκταση του σώματός σου, θα την παίζεις στα ακροδάκτυλά σου. Και πες μου, αν μπορείς, ότι στη σκέψη και μόνον δεν σε πιάνει ίλιγγος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ
Οι μεταμορφώσεις της γραφής
Υπολογιστές, υπερκείμενο και οι αναμορφώσεις της τυπογραφίας
Jay D. Bolter
Μτφρ. Δημήτρης Ντούνας
Μεταίχμιο 2006
ΣΕΛ. 336,
Υπολογιστές, υπερκείμενο και οι αναμορφώσεις της τυπογραφίας
Jay D. Bolter
Μτφρ. Δημήτρης Ντούνας
Μεταίχμιο 2006
ΣΕΛ. 336,
Ιστορία της ανάγνωσης στον Δυτικό κόσμο
Επιμ. Guglielmo Cavallo, Roger Cartier
Eισαγωγή Χριστίνα Μπάνου
Μτφρ. Αφροδίτη Θεοδωρακάκου κ.ά.
Μεταίχμιο 2008
ΣΕΛ. 468,
Επιμ. Guglielmo Cavallo, Roger Cartier
Eισαγωγή Χριστίνα Μπάνου
Μτφρ. Αφροδίτη Θεοδωρακάκου κ.ά.
Μεταίχμιο 2008
ΣΕΛ. 468,
The Gutenberg Elegies
The Fate of Reading in an Electronic Age
Sven Birkerts
Faber & Faber 2006
ΣΕΛ. 272,
The Fate of Reading in an Electronic Age
Sven Birkerts
Faber & Faber 2006
ΣΕΛ. 272,
Print Is Dead
Books in Our Digital Age
Jeff Gomez
Palgrave Macmillan 2009
ΣΕΛ. 304,
Books in Our Digital Age
Jeff Gomez
Palgrave Macmillan 2009
ΣΕΛ. 304,
Διαχρονικά γνωρίσματα της εκδοτικής βιομηχανίας στον Δυτικό πολιτισμό
Χριστίνα Μπάνου
Κότινος 2008
ΣΕΛ. 180,
Χριστίνα Μπάνου
Κότινος 2008
ΣΕΛ. 180,
Ιστορία του βιβλίου
Frederic Barbier
Μτφρ. Mαρία Παπαηλιάδη
Μεταίχμιο 2002
ΣΕΛ. 502,
Frederic Barbier
Μτφρ. Mαρία Παπαηλιάδη
Μεταίχμιο 2002
ΣΕΛ. 502,