Της Σώτης Τριανταφύλλου
Το ντοκυμαντέρ «Εames: The Architect and the Painter”[1], που είδα πριν από λίγους μήνες στη Νέα Υόρκη, και το βίντεο του “Ιce Cube Celebrates the Eames”[2]
εντείνουν τη Wanderlust που δεν με αφήνει να ησυχάσω: οι δρόμοι μού
γνέφουν – αν δεν με συγκρατήσει κάποιος ή κάτι, θα με παρασύρει ο άνεμος
όπως παρασέρνει τους θύσανους στην έρημο.
Διασχίζοντας την έρημο φτάνω στο Λος Άντζελες, στον δρόμο των Κλεφτών - Thieves’ Highway - τον
επιπλωμένο με κτίρια του Victor Gruen, με εξωφρενικές κατασκευές:
σπίτια-αγκινάρες, Blockhauser, επαύλεις φτιαγμένες στο εργαστήριο του
τρελού επιστήμονα, του αρχιτέκτονα-Φρανκενστάιν· τεχνοτροπίες WASP,
εμπνευσμένες από την ισπανική αποικιοκρατία. Aρχιτεκτονικές follies.
Τόποι για το τέλειο έγκλημα: το πάρκινγκ του γηπέδου των Dodgers –που
οι κάτοικοι του Μπρούκλυν δεν τους συγχώρησαν ποτέ για το ότι
εγκατέλειψαν το Μπρούκλυν για να γίνουν ομάδα του Λος Άντζελες– το Eames
House που αρέσει στον Ιce Tube (Mην ρίχνεις πέτρες σε γυάλινα σπίτια), το Chemosphere House, τα κοινότοπα dingbats, η καλιφορνέζικη παραλλαγή του κτιρίου-κουτιού.
Οδηγώντας από το downtown προς τη Σάντα
Μόνικα, κι από το Μάλιμπου ώς το Balboa, μου αποκαλύπτεται μια πόλη που
διαφημίζει τον εαυτό της: το βιβλίο του Robert Venturi “Learning from
Las Vegas” –που απενοχοποίησε την αμερικανική αρχιτεκτονική μετά το
1972– θα μπορούσε να ονομάζεται “Learning from Los Angeles”∙ από τα
πειράματα των Νέων Πολεοδόμων, από την αμφίβολη αισθητική των
αρχιτεκτονικών follies, συναρμολογείται το Λος Άντζελες. Η Κοιλάδα του
Σαν Φερνάντο, οι Λόφοι του Χόλλυγουντ, η ακτή του Ειρηνικού είναι ένα
οικόπεδο όπου ξεδιπλώνεται η φαντασία, όπου το Zeitgeist τρέχει με
ιλιγγιώδεις ρυθμούς ξεπερνώντας την εποχή του.
Τι συμβαίνει άραγε μέσα στα απλά, ξύλινα
σπίτια; Τι συμβαίνει στα απρόσωπα κλιματιζόμενα γραφεία; Σιωπή· ο ήχος
ενός ραδιοφώνου· τηλεοπτικές διαφημίσεις· η ζέστη του τσιμέντου. Θυμάμαι
συχνά τον Φρανκ Ζάππα, το πώς έβλεπε, το πώς σχολίαζε τη Νότια
Καλιφόρνια – αναρωτιέμαι αν ο Ιce Cube ακούει ποτέ Mothers of Invention,
Captain Beefheart, Kim Fowley· αν συμμερίζεται την ιδέα της Κοιλάδας
των Χαζοκόριτσων – Valley Girls.
Εκτός
από το downtown, η γεωγραφία του Λος Άντζελες χαρακτηρίζεται ως «το
πουθενά»: γυμνοί δρόμοι, αστική αποσάρθρωση, περιβαλλοντική κατάρρευση –
οι πόλεις-προάστια κλείνουν, κοιμούνται, στις δέκα το βράδυ.
Συσσωματώματα επαύλεων-υπνωτήρια· οι εμπορικές και χρηματιστηριακές
συνοικίες ερημώνουν στις πέντε το απόγευμα. Η αμερικανική δεξιά θεωρεί
τους απολογητές της Νέας Πολεοδομίας συνωμότες που έχουν βάλει σκοπό να
αφαιρέσουν από τους Αμερικανούς τα πολιτικά τους δικαιώματα, δηλαδή το
δικαίωμά τους στην περιουσία· τo δικαίωμά τους στη μονοκατοικία
και στο ιδιωτικό αυτοκίνητο. Η αμερικανική αριστερά θεωρεί τη Νέα
Πολεοδομία μια ακόμα εκδήλωση της κεφαλαιοκρατικής σπατάλης, της
απληστίας και του ρατσισμού, η οποία, είτε από πρόθεση, είτε από κακό
υπολογισμό, θα εκδιώξει τις έγχρωμες κοινότητες και την underclass από
τις ιστορικές γειτονιές αυξάνοντας τις τιμές των ακινήτων τόσο ώστε οι
πράσινες, χαριτωμένες, λειτουργικές κοινότητες να είναι προσιτές μόνον
στους λίγους. Οι Νέοι Πολεοδόμοι επιμένουν: «Χρειαζόμαστε πυκνές πόλεις,
πόλεις που να μην εξαπλώνονται στον χώρο σαν χταπόδια· πόλεις που να περπατιούνται». Αλλά, στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία, ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει στραβά.
Πόλεις που να περπατιούνται. Πόλεις
όπου να μπορείς να μετακινείσαι με ποδήλατο, με skateboard, με
roller-skates, με δεκανίκια, με αναπηρικό καροτσάκι. Πόλεις με
αστεροειδές πλέγμα, με κέντρο, με περίμετρο, με οπτικό ενδιαφέρον: καθώς
περπατάς να βλέπεις χαμηλά σπίτια, πολυώροφα σπίτια, πάρκα,
δεντροφυτεμένες αλέες, μπακάλικα, οπωροπωλεία, συνεργεία αυτοκινήτων,
κουρεία, ψιλικατζίδικα. Υγιής πόλη, πόλη με θετικές δονήσεις:
εκείνη που έχει corner shops –οικογενειακά μαγαζάκια που πουλάνε από
εφημερίδες μέχρι κουβαρίστρες–, ένα ποτάμι· γέφυρες· ή θάλασσα, λιμάνι,
προκυμαίες, υπαίθριες αγορές. Μερικές φορές, όταν το Λος Άντζελες μού
διαφεύγει, όταν ακινητοποιούμαι σε μποτιλιάρισμα κάτω από τον ήλιο,
σκέφτομαι: στη Φλόριντα είναι χειρότερα· στο Seaside όπου γυρίστηκε το
«Truman Show” –ένας εφιάλτης της νεωτερικότητας– είναι χειρότερα. Κι
όμως, εκεί, στη μέση του freeway, αισθάνομαι σαν να μοιράζομαι τις
χειροπέδες μου μ’ ένα πτώμα. Στο βάθος, στην κορυφή του κτιρίου της US
Bank, στον 73ο όροφο, φαντάζομαι τον Κινγκ Κονγκ. Ο Κινγκ Κονγκ πάνω από
την πόλη.
Οδηγώντας στο Strip παραβλέπω τον
σεξισμό των διαφημιστικών πινακίδων: γύρω μου απλώνεται η Αμερική των
στριπτιζάδικων, των καζίνο, των γαμήλιων παρεκκλησιών, των πάρκινγκ γύρω
από τα προαστιακά σούπερ-μάρκετ. Το Strip, μια αμερικανική επινόηση:
οδηγώντας στη φωταγωγημένη έρημο, θυμάμαι το άλμπουμ των Ed Palermo Big
Band, το αφιερωμένο στον Φρανκ Ζάππα: Take Your Clothes Off When You Dance.
Ύστερα,
Wilshire Center, Windsor, Miracle Mile, Beverly Hills, Westwood, Santa
Monica. Kαι στροφή προς τα νότια, στο Βένις. Γράφει ο Ray Bradbury: «Τον
παλιό καιρό, το Βένις της Καλιφόρνια, είχε πολλά να προσφέρει σε
ανθρώπους που τους άρεσε να είναι θλιμμένοι. Είχε ομίχλη σχεδόν κάθε
μέρα και, σ’ όλο το μήκος της ακτής, ακουγόταν το μουγκρητό των
μηχανημάτων της εξώρυξης του πετρελαίου· κι ακόμα, ο παφλασμός του
σκοτεινού νερού στα κανάλια και το τρίξιμο της άμμου πάνω στα τζάμια των
παραθύρων όταν ο άνεμος φυσούσε δυνατά στους χερσότοπους και τα έρημα
δρομάκια. Στην άκρη ενός καναλιού βρίσκονταν παλιά βαγόνια από καραβάνια
τσίρκων πεταμένα στο χώμα - και στα κλουβιά, αν κοιτούσες καλά, τα
μεσάνυχτα, ζούσαν ψάρια και οστρακόδερμα που σάλευαν μαζί με την
πλημμυρίδα: ήταν λες και τα τσίρκα του χρόνου είχαν καταδικαστεί σε
θάνατο από μια κατάρα και σκούριαζαν σιγά-σιγά και διαλύονταν.»[3] Στο Βένις παρκάρω και κάθομαι στην άμμο: στην άλλη όχθη του Ειρηνικού βρίσκεται η Ιαπωνία.
O Mike Davis θεωρεί το Λος Άντζελες πολεοδομικό τερατούργημα[4] – ποτέ δεν θα συμφωνήσουμε: καταλήγουμε σε διαφορετικά συμπεράσματα επειδή δεν βλέπουμε την ίδια πόλη. Ήδη από το Beyond Blade Runner: Urban Control, The Ecology of Fear
(1992), ο Μike Davis διατύπωνε μια καταστροφολογική θεωρία – όμως η
συντέλεια δεν ήρθε· το Λος Άντζελες διέψευσε όλες τις σκοτεινές
προφητείες.
Πράγματι, οι πολεοδομικές ουτοπίες του
20ού αιώνα δεν υλοποιήθηκαν – παραμένουν, εν πολλοίς, ουτοπίες. Η Garden
City, η Radiant City, η Βroadacre City παραμένουν σχέδια πάνω σε
χαρτιά, μακέτες, ελλειπτικά τοπικά πειράματα. Μερικά από αυτά σάπισαν,
ενώ άλλα παρεξηγήθηκαν. Οι «Νέες Πόλεις» χτίστηκαν από το μηδέν και
επέστρεψαν στο μηδέν: δεν μπορείς να ζήσεις χωρίς παρελθόν, χωρίς ουλές,
χωρίς ίχνη. Δεν μπορείς να ζήσεις κοντά σε άλλους μόνο και μόνο επειδή
σε συνδέει μια δραστηριότητα (το γκολφ, το τένις, η θέση στελέχους
πολυεθνικής επιχείρησης) ή μια ηλικία: στο Λος Άντζελες, οι ηλικιωμένοι
που έχουν την οικονομική άνεση να νοικιάσουν μια «όαση», περιορίζονται
–στην πραγματικότητα, υποβάλλονται εθελοντικά σε κατ’ οίκον περιορισμό–
σε καταπράσινες, ολοκάθαρες κοινότητες, μακριά από το πλήθος, μακριά από
τους ήχους και τις εικόνες που ρυπαίνουν την ζωή όπως τη φαντάζονται οι
senior citizens. Γαλήνη. Σιωπή πριν από τον θάνατο. Άραγε οι
ηλικιωμένοι κάτοικοι των senior communities –όπως το Mulholland Park–
υποπτεύονται ότι είναι τα πολυτελή απορρίμματα του αμερικανικού
πληθυσμού; Ότι ζουν περισσότερο απ’ όσο συμφέρει στην κοινωνία; Ότι η
υγεία τους, η κλινική τους ευταξία στοιχίζει ακριβά; Έχουν
ακούσει άραγε ότι αυτές οι κατοικίες, που μοιάζουν τις μακέτες των
πολεοδομικών οραμάτων, αποκαλούνται «Θάλαμοι αναμονής για τον Κάτω
Κόσμο»;
Ωστόσο, όλα τα προβλήματα του Λος
Άντζελες –το ότι, για παράδειγμα, μερικές συνοικίες είναι παραδομένες
στις συμμορίες ή το ότι στην ευρύτερη περιοχή ευδοκιμεί η βιομηχανική,
μαζική κουλτούρα– δεν αρκούν για να απορριφθεί το πολεοδομικό του
μοντέλο. Χρειάζεται ποικιλία για να φτιαχτεί ένας κόσμος· δεν είναι
πάντα επιθυμητή η «περπατήσιμη» πόλη, η χωρίς πλοκάμια, η φιλική στα
παιδιά με τα πατίνια. Το κάθε πολεοδομικό σχήμα ευνοεί διαφορετικές
υποκουλτούρες, διαφορετικούς τρόπους ζωής – και πάλι, χρειάζονται πολλές
υποκουλτούρες, πολλοί τρόποι ζωής για να φτιαχτεί ένας πολιτισμός.
Έτσι,
ο Eazy-E, ένας πρώην έμπορος ναρκωτικών, ίδρυσε τη δισκογραφική
εταιρεία Ruthless με τα λεφτά που κέρδισε από το pushing. Μετά από
πολλές απογοητεύσεις, ο Dr. Dre και ο Ice Cube άρχισαν να γράφουν ραπ
κομμάτια για τη Ruthless. Aν δεν είχαν προηγηθεί οι Public Enemy, η
Ruthless θα είχε αποτύχει και ο Easy-E ίσως είχε επιστρέψει στο pushing.
Πώς θα χαρακτήριζε κανείς – λόγου χάρη κάποιος σαν εμένα, που τη μια
μέρα περιφέρεται στο Laurel Canyon και την επόμενη στο Skid Row– πώς θα
χαρακτήριζε τις φτωχογειτονιές του Λος Άντζελες; Ruthless –ανηλεείς,
άσπλαχνες– όπως η δισκογραφική εταιρεία του Eazy-E. Και διαπεραστικές,
στριγκές όπως ο κλαυθμηρισμός του ράπερ από το Κόμπτον του L.A.
Τι μπορεί να σου συμβεί όταν έχεις
γεννηθεί το 1964 στο δυτικό Κόμπτον: να προσχωρήσεις στους Bloods ή
στους Crips· να δοκιμάσεις την τύχη σου στην τοπική ραπ –rap is easy–
να γίνεις nerd και να γραφτείς στα μαθήματα αστρονομίας του δήμου
παραδίδοντας το όπλο σου στις αρχές έναντι εκατό δολαρίων σε είδος, όχι
σε ρευστό. Tέλος, έχεις τετραπλάσιες πιθανότητες να δολοφονηθείς –αν δεν
προλάβεις να δολοφονήσεις– απ’ ό,τι σε άλλες αμερικανικές κοινότητες
ίσου μεγέθους. Στις 26 Μαρτίου 1995, ο Eazy-E πέθανε από AIDS: το 1993,
υποστήριξε δημοσίως τον Θίοντορ Μπριζένο, τον μοναδικό αστυνομικό που
εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον ξυλοδαρμό του Ρόντνεϋ Κινγκ. Όλα
αυτά είναι συστατικά της Νότιας Καλιφόρνια – κι όλες οι μεγαλουπόλεις
έχουν κάτι να κρύψουν.
Στο Λος Άντζελες, στις
συνοικίες-κοράκια, εφτά χιλιάδες άνθρωποι ζουν σε χαρτόκουτα που γράφουν
απ’ έξω KELLOG’S CORNFLAKES· PERSIL ΓΙΑ ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ· ΣΤΙΓΜΙΑΙΟΣ ΚΑΦΕΣ, ή
σε κουρελιασμένες σκηνές σκεπασμένες με κουβέρτες· ο ήλιος είναι
ανελέητος. Στις βόρειες πόλεις η κατάσταση είναι χειρότερη: το χιόνι, η
βροχή, η λάσπη –don’t eat the yellow snow– εδώ δεν χιονίζει ποτέ και
βρέχει σποραδικά από τον Νοέμβριο μέχρι τον Απρίλιο. Στους
μισογκρεμισμένους τοίχους, σιβυλλικά γκραφίτι: Στον Άδη τα νοίκια είναι φτηνά – θρησκευτικές προτροπές: Μετανοήστε! Υπογραφή: Εκκλησία του Ιησού Χριστού Αγίων της Έσχατης Ημέρας. Μετά από έναν βιασμό στο αφώτιστο δρομάκι, ένα ακόμα γκραφίτι: Nevermore. Ποτέ πια.
Το
Skid Row περιγράφεται συχνά σαν την Ιερουσαλήμ του 21ου αιώνα: λεπροί
και σεληνιασμένοι, σακάτηδες και ξεδοντιασμένοι· κραυγές, βρυχηθμοί
ασύλων· μυρωδιά κάτουρου· ανοιχτές πληγές εκτεθειμένες στον μολυσμένο
αέρα· μια γυναίκα πλένει το μωρό της σ’ έναν κουβά και το σκουπίζει με
το σφουγγαρόπανο. Ο Robocop δεν εμφανίζεται ποτέ· οι σειρήνες της
πυροσβεστικής ακούγονται από μακριά· κάπου-κάπου αστράφτει το
στροβοσκοπικό φως των περιπολικών: όποιος συλλαμβάνεται κατηγορείται για
εμπορία ναρκωτικών, όχι για απλή κατοχή· έτσι, η πολιτεία της
Καλιφόρνια απαλλάσσεται από την υποχρέωση της αποτοξίνωσης. Σύμφωνα με
τον νόμο, αν δεν είσαι pusher, αν δεν είσαι dealer, αν είσαι «απλό»
πρεζάκι, τίθεσαι υπό επιτήρηση και η Κομητεία οφείλει να σε βοηθήσει να
θεραπευτείς.
Στο Λος Άντζελες τα προβλήματα δημόσιας
υγείας μετατρέπονται σε ποινικά αδικήματα. Πράγμα που δεν με εμπόδισε να
πάω στο «Smell», στη γωνία Main και Δεύτερης και ν’ ακούσω τους Black
Fiction, τους Antelope κι άλλες εφήμερες μπάντες σ’ ένα περιβάλλον που
μύριζε μαριχουάνα αλλά όπου δεν επιτρεπόταν η κατανάλωση οινοπνεύματος.
Το «Smell» δεν έχει άδεια πώλησης οινοπνευματωδών: στην περιοχή του Skid
Row, είναι δύσκολο να βρεις μπίρα – οι ενέσεις είναι πιο προσιτές. Για
να είμαι δίκαιη: δίπλα στο «Smell» υπάρχει ένα θορυβώδες western μπαρ,
όπου πράγματι μπορείς να βρεις μπίρες. Όλη νύχτα, κάθε νύχτα.
Η
Νέα Υόρκη είναι κατακόρυφη, το Λος Άντζελες οριζόντιο. Μια πόλη
γραμμική, γεωμετρική, ασύμμετρη: όταν φτάνω από τον αυτοκινητόδρομο 40,
παίρνω τον δρόμο για τη δύση, για τον ωκεανό. Κι έπειτα στον 101, ο
άνεμος θροΐζει πάνω στους αμμόλοφους – στη Γκαβιότα στρίβει προς την
ενδοχώρα· μια φορά, πατώντας το γκάζι –step on it! step on it!– είδα το
παρμπρίζ να θρυμματίζεται και τα θρύψαλα να σκορπίζονται στον σιωπηλό
αέρα. Καμιά ταχύτητα δεν μου αρκεί: τα αυτοκίνητα είναι μια μυστική
ιερουργία, το κεφάλι μου ένα πυροτέχνημα.
Ταξιδεύοντας, ακτινοβολώντας σαν μαύρο
σώμα, βλέπω, με τα μάτια μου, την ύλη να υψώνεται, γελώντας, σαν μια
πόλη που ξυπνάει. Σαν μια πόλη γεμάτη οδόσημα κι αμφίβια σκούτερ – βλέπω
την ύλη να διαλύεται σαν μια βροχή από αστρικά θραύσματα.
[1] Jason Cohn, Bill Jersey, 2011.
[2]http://www.youtube.com/watch?v=FRWatw_ZEQI (μέρος των εκθέσεων http://www.pacificstandardtime.org). Προτού γίνει ράπερ ο Ιce Tube ήταν φοιτητής της αρχιτεκτονικής.
[3] Death is a Lonely Business, Alfred A. Knopf, 1985.
[4] City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles, 1990.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου