27 Νοε 2012, tvxsteam tvxs.gr
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στην πρωτεύουσα της Αιγύπτου στην πλατεία Ταχρίρ, εναντίον του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, κατηγορώντας τον πως με ένα διάταγμα που προώθησε, και το οποίο ενισχύει σε μεγάλο βαθμό τη δύναμη και τις αρμοδιότητές του, επιχειρεί να γίνει «νέος φαραώ».
Οι διαδηλωτές ζητούν την πτώση του προέδρου. Νωρίτερα την Τρίτη σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ αστυνομίας και διαδηλωτών κοντά στην πλατεία Ταχρίρ, την πλατεία σύμβολο της επανάστασης που ανέτρεψε πριν από δύο περίπου χρόνια τον πρώην πρόεδρο Χόσνι Μουμπάρακ. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται και στην Αλεξάνδρεια.
«Η Μουσουλμανική Αδελφότητα έκλεψε την επανάσταση» γράφει ένα πανό των διαδηλωτών στην πλατεία Ταχρίρ. Συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας πραγματοποιούνται και στην Αλεξάνδρεια.
Οι διαδηλώσεις πραγματοποιούνται μία ημέρα μετά τη συμφωνία του Μόρσι με τους ανώτατους δικαστικούς της χώρας για περιορισμό των αποφάσεών του που δεν θα μπορούν να προσβληθούν στα δικαστήρια μόνο σε θέματα που σχετίζονται με την «εθνική κυριαρχία». «Ο πρόεδρος είπε ότι σέβεται απεριόριστα τη δικαστική εξουσία και τους εκπροσώπους της», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Αιγύπτιου προέδρου, Γιάσερ Αλι.
Η συμφωνία ήρθε στο πλαίσιο των προσπαθειών του Μόρσι για εκτόνωση της κατάστασης, ωστόσο η αντιπολίτευση αμφισβητεί τις προθέσεις του προέδρου της Αιγύπτου, αλλά και την ουσία της συμφωνίας με τους δικαστικούς. Από την πλευρά του ο Μόρσι υποστηρίζει πως το διάταγμα είναι «απαραίτητο για τη προστασία της επανάστασης και τη μετάβαση της χώρας στη Δημοκρατία».
Σχετικό δημοσίευμα με τις αλλαγές στην Αίγυπτο με την αλλαγή καθεστώτος:
Σύγκρουση πολιτικού Ισλάμ με «βαθύ κράτος» - Αδελφοί Μουσουλμάνοι εναντίον στρατού στις προεδρικές εκλογές της Αιγύπτου
Tου Πετρου Παπακωνσταντινου
Στα εξήντα χρόνια, περίπου, που μεσολάβησαν από την επανάσταση των Ελεύθερων Αξιωματικών και την κατάργηση της μοναρχίας μέχρι την εξέγερση που σάρωσε τον Μουμπάρακ, η Αίγυπτος γνώρισε τέσσερις προέδρους, όλους στρατιωτικούς, και δέκα προεδρικές εκλογές. Ο Νάσερ εξελέγη δύο φορές με το 100% των ψήφων και μία φορά με 99,9%, ποσοστό που κατέγραψε άπαξ και ο διάδοχός του Σαντάτ, ο οποίος κατά την πρώτη εκλογή του είχε αρκεσθεί στο γλίσχρο 90%. Σεμνότερος όλων, ο τελευταίος των Φαραώ, Χόσνι Μουμπάρακ, εξελέγη τέσσερις φορές με ποσοστά που κυμαίνονταν μεταξύ 93,8% και 98,5%, ενώ την τελευταία φορά, το 2005, κατρακύλησε στο... 88,6%!
Με αυτά τα δεδομένα, η ψηφοφορία της περασμένης Τετάρτης και Πέμπτης πέρασε στην Ιστορία ως η πρώτη ελεύθερη προεδρική εκλογή της Δεύτερης Αιγυπτιακής Δημοκρατίας. Καρπός της λαϊκής εξέγερσης που ανέτρεψε τον Μουμπάρακ πριν από 15 μήνες, οι προεδρικές εκλογές διαμορφώνουν σκηνικό οξύτατης διπολικής σύγκρουσης, με αβέβαιη διάρκεια, ένταση και κατάληξη.
Σύμφωνα με ανεπίσημα αποτελέσματα στο 90% των εκλογικών τμημάτων -τα επίσημα αναμένονται στο προσεχές διήμερο- ουδείς εκ των 12 υποψηφίων συγκεντρώνει την απόλυτη πλειοψηφία. Κατά συνέπεια, οι εκλογές θα κριθούν στον δεύτερο, αποφασιστικό γύρο της 16ης και 17ης Ιουνίου, όπου θα αναμετρηθούν -πλην συγκλονιστικού απροόπτου- οι δύο περισσότερο πολωτικοί υποψήφιοι: Ο εκπρόσωπος των Αδελφών Μουσουλμάνων, Μοχάμεντ Μόρσι, ο οποίος φέρεται να συγκεντρώνει γύρω στο 25% και ο τελευταίος πρωθυπουργός του Μουμπάρακ, Αχμέντ Σαφίκ, ο οποίος έρχεται δεύτερος με το 23% των ψήφων. Ανώτατος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας, ο Σαφίκ είχε την ανομολόγητη υποστήριξη του στρατού. Εμφανίστηκε ως υπερασπιστής του λαϊκού κράτους απέναντι στους ισλαμιστές που απειλούν να γυρίσουν τη χώρα πίσω, στους «σκοτεινούς χρόνους», και ως εγγύηση για την επάνοδο στην τάξη και την ασφάλεια, που έχουν διαταραχθεί καίρια στη μετεπαναστατική Αίγυπτο.
Αν όμως οι εξελίξεις μέχρι τον δεύτερο γύρο είναι ομαλές -ένα μεγάλο «αν», με δεδομένη την απροθυμία του στρατού να αποδεχθεί τον περιορισμό του ρόλου και των προνομίων του- ο Σαφίκ θα δυσκολευτεί πολύ να επικρατήσει στον δεύτερο γύρο. Ο Μόρσι ελπίζει βάσιμα να κερδίσει τους περισσότερους οπαδούς του τέταρτου υποψηφίου, Αμπντέλ Αμπολφοτούχ, ο οποίος εμφανιζόταν να συγκεντρώνει το 20%. Ηγετικό στέλεχος των Αδελφών Μουσουλμάνων μέχρι πρόσφατα, ο Αμπολφοτούχ κατέβηκε ως ανεξάρτητος, προβάλλοντας μια πιο ανεκτική, δημοκρατική εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, κερδίζοντας την υποστήριξη μεγάλου τμήματος των φιλελεύθερων και της νεολαίας.
Ακόμη χειρότερα για τον Σαφίκ, την τρίτη θέση, με πολύ μικρή διαφορά, εμφανιζόταν να καταλαμβάνει ο αριστερός Νασεριστής Χαμντίν Σαμπάχι. Με πλούσιες αντιδικτατορικές περγαμηνές και μακρά θητεία στην υπεράσπιση ακτιβιστών και συνδικαλιστών, ο Σαμπάχι ήταν ο υποψήφιος που περισσότερο από κάθε άλλον εξέφρασε το «πνεύμα της πλατείας Ταχρίρ» και τη διάθεση μεγάλης μερίδας του πληθυσμού να συνεχιστεί η αιγυπτιακή επανάσταση μέχρι να αλλάξει όχι μόνο η κορυφή της πυραμίδας, αλλά ολόκληρο το σύστημα μιας ολιγαρχικής εξουσίας.
Ολα δείχνουν ότι οι προεδρικές εκλογές θα εγκαινιάσουν μακρά περίοδο συγκρούσεων ανάμεσα στο «βαθύ κράτος» και το πολιτικό Ισλάμ, που αναδεικνύεται ηγεμονική δύναμη της Αραβικής Ανοιξης, από την Τυνησία μέχρι τη Συρία. Μια εξέλιξη που μοιάζει να βάζει την Αίγυπτο στον δρόμο της Τουρκίας, αλλά με κρίσιμες διαφορές. Εν πρώτοις, το διασπασμένο ισλαμικό στρατόπεδο δεν έχει ακόμη αναδείξει κάποια ηγετική προσωπικότητα της κλάσης του Ταγίπ Ερντογάν. Το κυριότερο, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της αβέβαιης αιγυπτιακής μεταπολίτευσης είναι πολύ δυσμενέστερες.
Στην Τουρκία, τα κοσμικά κόμματα του κατεστημένου αποδιαρθρώθηκαν από μια οξύτατη οικονομική κρίση και τη δρακόντεια λιτότητα που επέβαλε στη συνέχεια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οταν ήρθε στην κυβέρνηση το μετριοπαθές ισλαμικό κόμμα του Ερντογάν, επωφελήθηκε από την ευνοϊκή οικονομική συγκυρία και κατάφερε να ροκανίσει σταδιακά την ισχύ του στρατού και της Κεμαλικής γραφειοκρατίας.
Αντίθετα, αν οι Αιγύπτιοι ισλαμιστές, οι οποίοι ήδη ελέγχουν το Κοινοβούλιο, κατακτήσουν και την εκτελεστική εξουσία (προεδρία και κυβέρνηση), θα κληρονομήσουν μια δεινή οικονομική πραγματικότητα, διεθνώς και εσωτερικά. Στους 15 μήνες που μεσολάβησαν από την εξέγερση, τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας μειώθηκαν κατά τα δύο τρίτα, ο τουρισμός κατά το ένα τρίτο, ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 12%, η επίσημη ανεργία στο 13%, το έλλειμμα στο 10% του ΑΕΠ και τα επιτόκια δανεισμού στο αβάσταχτο 17%. Η επόμενη κυβέρνηση θα πιεστεί είτε να προσφύγει στο ΔΝΤ, επιβάλλοντας σκληρά μέτρα λιτότητας, είτε να τερματίσει τις επιδοτήσεις στην ενέργεια, κάτι που θα απογειώσει τις τιμές των τροφίμων, του ηλεκτρισμού και των μεταφορών. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα…
Σε ό, τι αφορά την εξωτερική πολιτική, διάχυτη είναι η προσδοκία των ψηφοφόρων να επιστρέψει η χώρα τους στον «φυσικό» της ρόλο, του ηγέτη του αραβικού κόσμου, τον οποίο απώλεσε όταν ο πρόεδρος Σαντάτ υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ και ευθυγραμμίστηκε με την Ουάσιγκτον. Η ευρεία πλειοψηφία ισλαμιστών, Νασεριστών και αριστερών που πιέζει προς μια τέτοια κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να επηρεάσει καταλυτικά το μέλλον της Αιγύπτου και όλου του αραβικού κόσμου.
Τα μεγάλα διλήμματα των Αδελφών Μουσουλμάνων
Στις πρώτες, ελεύθερες βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2011 – Ιανουαρίου 2012, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι θριάμβευσαν αποσπώντας το 47% των ψήφων και 235 έδρες, ακολουθούμενοι από τους σαλαφιστές, που έλαβαν 28% και 123 έδρες. Η ηγεμονία του ισλαμικού στοιχείου διαγραφόταν συντριπτική, με μόνο ανοιχτό ερώτημα αν η Αίγυπτος ακολουθούσε το τουρκικό σενάριο, με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στον ρόλο του κόμματος του Ερντογάν (ΑΚΡ) ή αν εξελισσόταν κατά το πρότυπο του Ιράν, όπου μια λαϊκή, δημοκρατική εξέγερση χειραγωγήθηκε τελικά από μια νέα, θεοκρατική εξουσία.
Πολύ γρήγορα, η νίκη των Αδελφών Μουσουλμάνων αποδείχθηκε εύθραυστη. Η ιστορική οργάνωση που ίδρυσε το 1928 ο Χασάν αλ Μπάνα είδε τη δημοτικότητά της να συρρικνώνεται και τον υποψήφιό της, Μοχάμεντ Μόρσι, να συγκεντρώνει μόλις το μισό των προηγούμενων ποσοστών της. Το γεγονός ότι ο στρατός εμπόδισε τον Χαϊράτ αλ Σάτερ, αρχικό υποψήφιο της Αδελφότητας, να κατέβει στις εκλογές έπαιξε κάποιο ρόλο, καθώς ο «αναπληρωματικός» Μόρσι δεν έχει το χάρισμα που απαιτεί μια αναμέτρηση με έντονα προσωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Ωστόσο, βαθύτεροι παράγοντες ήταν εκείνοι που βάρυναν περισσότερο.
Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι
Στη μακρά ιστορική διαδρομή του, το συντηρητικό ρεύμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, πάντα δύσπιστο απέναντι στα επαναστατικά κινήματα μαζών, ενεπλάκη κατ’ επανάληψη σε πραγματιστικούς συμβιβασμούς με την εκάστοτε εξουσία. Αρχικά συμμάχησαν με τον βασιλιά Φαρούκ, εξασφαλίζοντας υποτυπώδη πολιτική νομιμότητα και κυρίως ένα ευρύ δίκτυο κοινωνικών οργανώσεων αλληλοβοήθειας, που τους βοήθησε να ριζώσουν στα λαϊκά στρώματα. Το 1952, στήριξαν τους Ελεύθερους Αξιωματικούς, για να συνωμοτήσουν στη συνέχεια εναντίον του Νάσερ, γεγονός που προκάλεσε κύμα άγριας καταστολής εναντίον τους και οδήγησε τον χαρισματικό ηγέτη τους Σαγέντ Κοτμπ στην αγχόνη. Ξαναβγήκαν στην επιφάνεια επί Ανουάρ Σαντάτ, όταν ο διάδοχος του Νάσερ χρησιμοποίησε την Αδελφότητα ως αντίβαρο απέναντι στους αριστερούς Νασερικούς και τους κομμουνιστές, που τον κατηγορούσαν για τη συμφιλίωση με το Ισραήλ και τη στροφή προς τις ΗΠΑ.Το παιχνίδι του Σαντάτ συνέχισε ο Μουμπάρακ, ο οποίος επέτρεψε στους Αδελφούς Μουσουλμάνους να καταλάβουν μέχρι και το 25% στο Κοινοβούλιο, προκειμένου να αμυνθεί απέναντι στις πιέσεις της Ουάσιγκτον για εκδημοκρατισμό, επισείοντας τον κίνδυνο να γίνει η Αίγυπτος ένα νέο Ιράν. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κατάφεραν να εδραιωθούν ως η μόνη ισχυρή και εν μέρει ανεκτή αντιπολίτευση, καθώς τα απολυταρχικά αραβικά καθεστώτα, οι Αμερικανοί και οι Ισραηλινοί κατέστρεφαν επί μισόν αιώνα τα κοσμικά, απελευθερωτικά ρεύματα του αραβικού κόσμου (Νασερικούς, μπααθιστές, κομμουνιστές).
Η εξέγερση του 2011 αιφνιδίασε τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, η ηγεσία των οποίων όχι μόνο δεν είχε ανάμειξη στην προετοιμασία της (εκείνοι που πρωτοστάτησαν ήταν νέοι ακτιβιστές, εργοστασιακοί συνδικαλιστές και αριστεροί) αλλά και την είδε με δυσπιστία. Αντιθέτως, η νεολαία της Αδελφότητας βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην πλατεία Ταχρίρ. Μετά την απομάκρυνση του Μουμπάρακ, τον Φεβρουάριο του 2011, η ηγεσία της Αδελφότητας συμμάχησε με το στρατιωτικό διευθυντήριο, εξασφαλίζοντας γρήγορες βουλευτικές εκλογές, προτού προλάβουν να οργανωθούν οι φιλελεύθεροι και οι αριστεροί ανταγωνιστές της, με αντάλλαγμα τον πυροσβεστικό ρόλο της στις συνεχιζόμενες λαϊκές κινητοποιήσεις. Για να καθησυχάσει τους στρατιωτικούς (και την Ουάσιγκτον), δεσμεύτηκε να μην κατεβάσει υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές, περιορίζοντας τις φιλοδοξίες της στον έλεγχο της Βουλής και της κυβέρνησης.
Ο μήνας του μέλιτος έδωσε τη θέση του στη ρήξη όταν η στρατιωτική ηγεσία, με το σχέδιο συντάγματος που παρουσίασε, κατέστησε σαφές ότι εννοεί να διατηρήσει επικυριαρχικό ρόλο στη μετα-Μουμπάρακ Αίγυπτο και αρνήθηκε να αποδεχθεί πολιτική κυβέρνηση, διορισμένη από τη δημοκρατικά εκλεγμένη Βουλή. Πλειοψηφική δύναμη στο Κοινοβούλιο, αλλά αποκλεισμένη από την κυβέρνηση, η Αδελφότητα βρέθηκε να εισπράττει τη λαϊκή δυσαρέσκεια για την ανεργία, την ακρίβεια και την κατάρρευση της δημόσιας τάξης, χωρίς να έχει καμία δυνατότητα να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Προκειμένου να ανακόψει αυτή την πορεία φθοράς και απαξίωσης, αναίρεσε την προηγούμενη δέσμευσή της και αποφάσισε να κατεβάσει τον δικό της υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές.
Ωστόσο, η διαρκής σχοινοβασία ανάμεσα στην ηγεσία του στρατού και στο στρατόπεδο της επανάστασης δεν μπορούσε να μην έχει το τίμημά της. Από την εξέγερση του Φεβρουαρίου του 2011 έως σήμερα, η Αδελφότητα γνώρισε σειρά διασπάσεων. Πρώτα ήρθε το κεντρώο κόμμα Αλ Ουασάτ (Το Κέντρο), στο πρότυπο του τουρκικού ΑΚΡ. Ακολούθησε το Κόμμα της Αναγέννησης, υπό τον Μοχάμεντ Χαμπίμπ, ηγετικό στέλεχος της Αδελφότητας. Η τρίτη και πιο επικίνδυνη διάσπαση ήρθε από τον Αμπντέλ Αμπουλφοτούχ, μέλος του πολιτικού γραφείου της Αδελφότητας και ιστορική φυσιογνωμία της αιγυπτιακής αντιπολίτευσης, ο οποίος κατέβηκε από την πρώτη στιγμή στην πλατεία Ταχρίρ, όπου έστησε, ως γιατρός, το αυτοσχέδιο νοσοκομείο των εξεγερμένων. Εν ολίγοις, το ιστορικό ρεύμα των Αδελφών Μουσουλμάνων, που φάνηκε να κερδίζει την ηγεμονία όσο καιρό βρισκόταν στην αντιπολίτευση, απειλείται με πολυδιάσπαση στην πρώτη επαφή με την εξουσία και τα σκληρά της διλήμματα.
«Πακιστανική λύση»
Μέσα σε δύο εβδομάδες από τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, δηλαδή στις αρχές Ιουλίου, το στρατιωτικό διευθυντήριο αναμένεται να παραδώσει την εξουσία στον πρόεδρο και στη Βουλή. Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο, ωστόσο, ότι η στρατιωτική ηγεσία θα επιδιώξει να διατηρήσει τον τελευταίο λόγο σε ζητήματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής, μέσω κάποιου είδους Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Επίσης, θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει ασυλία για τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, αναφορικά με εγκλήματα και σκάνδαλα της εποχής Μουμπάρακ, και να διατηρήσει τον έλεγχο ενός τεράστιου συμπλέγματος βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων, μέσω του οποίου διασφαλίζει προνόμια και πελατειακές σχέσεις.
Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, στελέχη της στρατιωτικής ηγεσίας εξετάζουν, ως λύση ανάγκης, μια υπόγεια συμμαχία με τους σαλαφιστές, οι οποίοι εξασφαλίζουν γενναία οικονομική υποστήριξη από τη Σαουδική Αραβία. Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με τη στρατηγική που ακολούθησε επί δεκαετίες ο στρατός του Πακιστάν, συμμαχώντας υπόγεια με τις πιο σκληροπυρηνικές ισλαμικές οργανώσεις. Για το αιγυπτιακό στρατιωτικό κατεστημένο, οι σαλαφιστές θα αντιπροσώπευαν τη δυνατότητα εκτροπής της λαϊκής δυσαρέσκειας προς ανώδυνες κατευθύνσεις, αλλά και ένα χρήσιμο εργαλείο εξωτερικής πολιτικής σε έναν αραβικό κόσμο όπου τα ισλαμικά ρεύματα κερδίζουν έδαφος.
Ιnfο
- Alaa al-DiArafat, «Les Freres musulmans egyptiens pris au piege du pluralisme», Le Monde Diplomatique, Mai 2012.
- Mike Davis, «Spring confronts winter», New Left Review, Nov/Dec 2011.
- Alecander Smoltczyk & Volkhard Windfuhr, «Disqualified Islamists», Der Spiegel OnLine, 24/4/2012.
Πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ










Αν
ο Μιχάλης Κουτλάκης, καθόταν στ’ αυγά του, αν αποφάσιζε να έχει μια
ήρεμη ζωή απολαμβάνοντας τις δυνατότητες που του παρείχε η αστική του
καταγωγή και η πατρική περιουσία, θα ήταν σήμερα 90 χρονών και πάντως,
όπως και να έχει, θα ζούσε περισσότερο απ’ όσο έζησε. Όμως σκοτώθηκε,
στις 5/1/194, μαζί μ’ άλλους 32 συμμαχητές του, σε ενέδρα των Γερμανών
στην Κουκουβίστα (Καλοσκοπή) της Γκιώνας, όντας ενταγμένος στον
ΕΛΑΣ. Θάφτηκε μαζί με τους υπόλοιπους σε τάφο ομαδικό από τους
χωριανούς της Κουκουβίστας κι έμειναν ξεχασμένοι οι νεκροί κι από το
μετεμφυλιακό Κράτος και τις Δημόσιες Αρχές αλλά, δυστυχώς, κι από την
εκκλησία, αφού ο περιώνυμος μητροπολίτης Άμφισσας Αθανάσιος, κατά κόσμον
Κωνσταντίνος Παρίσης, (πέθανε τον Δεκέμβριο του 1967 κι έχω προσωπική
γνώμη για την πολιτεία του, αφού κατά τα έτη 1963-1966 φοιτούσα στο
Δελμούζιο Γυμνάσιο Αμφίσσης) όταν εκλήθη από πολίτες και συγγενείς, το
1964, να αναπέμπψει μιαν ευχή για τους νεκρούς, αρνήθηκε λέγοντας: εγώ κομμουνιστάς δεν διαβάζω! (την πληροφορία χρωστώ στον ιστορικό / συγγραφέα Ιάσονα Χανδρινό).
Κρυμμένο στο Αιγαίο
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Εκτός
από το downtown, η γεωγραφία του Λος Άντζελες χαρακτηρίζεται ως «το
πουθενά»: γυμνοί δρόμοι, αστική αποσάρθρωση, περιβαλλοντική κατάρρευση –
οι πόλεις-προάστια κλείνουν, κοιμούνται, στις δέκα το βράδυ.
Συσσωματώματα επαύλεων-υπνωτήρια· οι εμπορικές και χρηματιστηριακές
συνοικίες ερημώνουν στις πέντε το απόγευμα. Η αμερικανική δεξιά θεωρεί
τους απολογητές της Νέας Πολεοδομίας συνωμότες που έχουν βάλει σκοπό να
αφαιρέσουν από τους Αμερικανούς τα πολιτικά τους δικαιώματα, δηλαδή το
δικαίωμά τους στην περιουσία· τo δικαίωμά τους στη μονοκατοικία
και στο ιδιωτικό αυτοκίνητο. Η αμερικανική αριστερά θεωρεί τη Νέα
Πολεοδομία μια ακόμα εκδήλωση της κεφαλαιοκρατικής σπατάλης, της
απληστίας και του ρατσισμού, η οποία, είτε από πρόθεση, είτε από κακό
υπολογισμό, θα εκδιώξει τις έγχρωμες κοινότητες και την underclass από
τις ιστορικές γειτονιές αυξάνοντας τις τιμές των ακινήτων τόσο ώστε οι
πράσινες, χαριτωμένες, λειτουργικές κοινότητες να είναι προσιτές μόνον
στους λίγους. Οι Νέοι Πολεοδόμοι επιμένουν: «Χρειαζόμαστε πυκνές πόλεις,
πόλεις που να μην εξαπλώνονται στον χώρο σαν χταπόδια· πόλεις που να περπατιούνται». Αλλά, στην αρχιτεκτονική και στην πολεοδομία, ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει στραβά.
Ύστερα,
Wilshire Center, Windsor, Miracle Mile, Beverly Hills, Westwood, Santa
Monica. Kαι στροφή προς τα νότια, στο Βένις. Γράφει ο Ray Bradbury: «Τον
παλιό καιρό, το Βένις της Καλιφόρνια, είχε πολλά να προσφέρει σε
ανθρώπους που τους άρεσε να είναι θλιμμένοι. Είχε ομίχλη σχεδόν κάθε
μέρα και, σ’ όλο το μήκος της ακτής, ακουγόταν το μουγκρητό των
μηχανημάτων της εξώρυξης του πετρελαίου· κι ακόμα, ο παφλασμός του
σκοτεινού νερού στα κανάλια και το τρίξιμο της άμμου πάνω στα τζάμια των
παραθύρων όταν ο άνεμος φυσούσε δυνατά στους χερσότοπους και τα έρημα
δρομάκια. Στην άκρη ενός καναλιού βρίσκονταν παλιά βαγόνια από καραβάνια
τσίρκων πεταμένα στο χώμα - και στα κλουβιά, αν κοιτούσες καλά, τα
μεσάνυχτα, ζούσαν ψάρια και οστρακόδερμα που σάλευαν μαζί με την
πλημμυρίδα: ήταν λες και τα τσίρκα του χρόνου είχαν καταδικαστεί σε
θάνατο από μια κατάρα και σκούριαζαν σιγά-σιγά και διαλύονταν.»
Έτσι,
ο Eazy-E, ένας πρώην έμπορος ναρκωτικών, ίδρυσε τη δισκογραφική
εταιρεία Ruthless με τα λεφτά που κέρδισε από το pushing. Μετά από
πολλές απογοητεύσεις, ο Dr. Dre και ο Ice Cube άρχισαν να γράφουν ραπ
κομμάτια για τη Ruthless. Aν δεν είχαν προηγηθεί οι Public Enemy, η
Ruthless θα είχε αποτύχει και ο Easy-E ίσως είχε επιστρέψει στο pushing.
Πώς θα χαρακτήριζε κανείς – λόγου χάρη κάποιος σαν εμένα, που τη μια
μέρα περιφέρεται στο Laurel Canyon και την επόμενη στο Skid Row– πώς θα
χαρακτήριζε τις φτωχογειτονιές του Λος Άντζελες; Ruthless –ανηλεείς,
άσπλαχνες– όπως η δισκογραφική εταιρεία του Eazy-E. Και διαπεραστικές,
στριγκές όπως ο κλαυθμηρισμός του ράπερ από το Κόμπτον του L.A.
Το
Skid Row περιγράφεται συχνά σαν την Ιερουσαλήμ του 21ου αιώνα: λεπροί
και σεληνιασμένοι, σακάτηδες και ξεδοντιασμένοι· κραυγές, βρυχηθμοί
ασύλων· μυρωδιά κάτουρου· ανοιχτές πληγές εκτεθειμένες στον μολυσμένο
αέρα· μια γυναίκα πλένει το μωρό της σ’ έναν κουβά και το σκουπίζει με
το σφουγγαρόπανο. Ο Robocop δεν εμφανίζεται ποτέ· οι σειρήνες της
πυροσβεστικής ακούγονται από μακριά· κάπου-κάπου αστράφτει το
στροβοσκοπικό φως των περιπολικών: όποιος συλλαμβάνεται κατηγορείται για
εμπορία ναρκωτικών, όχι για απλή κατοχή· έτσι, η πολιτεία της
Καλιφόρνια απαλλάσσεται από την υποχρέωση της αποτοξίνωσης. Σύμφωνα με
τον νόμο, αν δεν είσαι pusher, αν δεν είσαι dealer, αν είσαι «απλό»
πρεζάκι, τίθεσαι υπό επιτήρηση και η Κομητεία οφείλει να σε βοηθήσει να
θεραπευτείς.
Η
Νέα Υόρκη είναι κατακόρυφη, το Λος Άντζελες οριζόντιο. Μια πόλη
γραμμική, γεωμετρική, ασύμμετρη: όταν φτάνω από τον αυτοκινητόδρομο 40,
παίρνω τον δρόμο για τη δύση, για τον ωκεανό. Κι έπειτα στον 101, ο
άνεμος θροΐζει πάνω στους αμμόλοφους – στη Γκαβιότα στρίβει προς την
ενδοχώρα· μια φορά, πατώντας το γκάζι –step on it! step on it!– είδα το
παρμπρίζ να θρυμματίζεται και τα θρύψαλα να σκορπίζονται στον σιωπηλό
αέρα. Καμιά ταχύτητα δεν μου αρκεί: τα αυτοκίνητα είναι μια μυστική
ιερουργία, το κεφάλι μου ένα πυροτέχνημα.
Το
φιλοσοφικό υπόβαθρο των μεγάλων μυθιστορημάτων γίνεται αντικείμενο
φιλολογικών εικασιών: συχνά οι φιλόλογοι αποδεικνύονται πολύ κουραστικοί
και ελάχιστα δημιουργικοί. Φλύαροι άνθρωποι... Ωστόσο, η φιλοσοφική
ανίχνευση παραμένει ένα συναρπαστικό παιχνίδι: όσο περισσότερα
καταλαβαίνεις για ένα μυθιστόρημα, τόσο λιγότερο πιστεύεις ότι το
ξέρεις. Και το φως του δωματίου γίνεται, καμιά φορά, εκτυφλωτικό. Στον
«Στίλερ» οι φιλόλογοι βάλθηκαν να αναλύουν τις τεχνικές της αφήγησης
περισσότερο από τη φιλοσοφική της βάση -ο Φρις βάζει τον κεντρικό
χαρακτήρα να μιλάει για τον εαυτό του στο τρίτο πρόσωπο σαν να είναι
ξένος- καθώς και την «ασυνεχή», αφοριστική, ανοιχτή δομή του
μυθιστορήματος. Ωστόσο, το μυθιστόρημα, όπως ολόκληρο το έργο του Μαξ
Φρις, προβάλλει μια σειρά από ζητήματα της νεοτερικότητας τα οποία
συναντάμε και στον Kίρκεγκωρ: την αναζήτηση της ταυτότητας που
επηρεάζεται από τους μύθους του ανδρισμού και της θηλυκότητας, την
αγωνία του ανθρώπου χωρίς Θεό και τέλος την αντικατάσταση της θρησκείας
από την επιστήμη - τι κρίμα όμως, «η επιστήμη δεν σκέφτεται», όπως
γράφει ο Χάιντεγκερ.
Η
επανάληψη είναι θετική έννοια στον Κίρκεγκωρ αλλά αρνητική στον
«Στίλερ». Στην «Επανάληψη», ο αφηγητής περιγράφει ένα δεύτερο ταξίδι του
στο Βερολίνο ελπίζοντας, ματαίως, να ξαναζήσει τις εμπειρίες του
πρώτου. Ο Στίλερ όμως φοβάται την επανάληψη και απορρίπτει τη
«συνέχεια»: όπως και στο «Ας με λένε Γκάντενμπαϊν»