Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, που διεξήχθη τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στη Νότια Αφρική, έδωσε το έναυσμα για πληθώρα άρθρων που εξυμνούσαν τη Μαύρη Ηπειρο ως το νέο Ελντοράντο των δυτικών εταιρειών που βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση αγορών. Ομως, προσοχή στις ψευδαισθήσεις: σε πολλές αφρικανικές χώρες, η αύξηση των ανισοτήτων υποδηλώνει ότι η σταθερότητα δεν θα επιτευχθεί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη.
Μέσα σε μία δεκαετία, η ρητορική των οικονομικών εφημερίδων για τους Αφρικανούς άλλαξε τελείως. Ορισμένα έντυπα, μάλιστα, πέρασαν από την αφρο-απαισιοδοξία του τέλους του αιώνα σε μια μακάρια αφρο-αισιοδοξία. Στην αρχή, η ανακάλυψη μιας «κρυφής αγοράς» στην Αφρική αποτέλεσε, γύρω στο 2000, το αντικείμενο του ενδιαφέροντος εξειδικευμένων οικονομικών περιοδικών. Την περίοδο που η Κίνα άρχισε να διεισδύει στις σφαίρες επιρροής των παραδοσιακών αποικιοκρατικών δυνάμεων (και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούσαν ένα νέο σαφάρι στην Αφρική), ο αγγλοσαξονικός τύπος ακολούθησε το ρεύμα.
Από το 2008 και τις πρώτες εκδηλώσεις της κρίσης στις παραδοσιακές αγορές τους, οι γαλλικοί επιχειρηματικοί κύκλοι, με τη συνοδεία των φερεφώνων τους στο χώρο της ενημέρωσης, ξεχύθηκαν, με τη σειρά τους, στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής που δεν ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της «γαλλικής Αφρικής» (Francafrique -έκφραση που υποδηλώνει τα δίκτυα επιρροής της Γαλλίας στις αφρικανικές πρώην αποικίες της): Κένυα, Γκάνα, Νότια Αφρική, Νιγηρία, Μοζαμβίκη, Ανγκόλα...
Στους κόλπους ενός παλαιού κόσμου που βρίσκεται σε κρίση, έστω και μια μικρή υποσαχάρια πελατεία θεωρείται πλέον «μοχλός ανάπτυξης» από τις δυτικές πολυεθνικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, των τηλεπικοινωνιών, της αγοράς ακινήτων, των ειδών πολυτελείας ή των συμβούλων μάρκετινγκ. Τα αφρικανικά χρηματιστήρια δίνουν το μέτρο των εμπορικών συμφερόντων που διακυβεύονται σήμερα. Ετσι, «εάν είχατε τοποθετήσει 1.000 δολάρια στο χρηματιστήριο του Λάγκος ή του Ναϊρόμπι στις αρχές του 2010, σήμερα θα είχατε κερδίσει επιπλέον 150 δολάρια. Εάν είχατε επενδύσει το ίδιο ποσό στον αμερικανικό S&Ρ 500 (1), θα είχατε ζημιές», σημειώνει ο Μάθιου Τόστεβιν (2), υπεύθυνος του γραφείου Αφρικής στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς. «Παλαιότερα, θεωρούσα ότι αναλαμβάνω μεγάλο ρίσκο επενδύοντας στην Αφρική. Αλλά, με τον ερχομό της χρηματοπιστωτικής κρίσης, θεωρώ πλέον ότι οι επενδύσεις μας έχουν μικρότερο ρίσκο από τις επενδύσεις ορισμένων δυτικών ομίλων στις αναπτυγμένες χώρες», σχολίαζε στη «Γιαουντέ» [Καμερούν], στις 10 Μαΐου, ο Ντομινίκ Λαφόν, επικεφαλής του τμήματος Αφρικής του ομίλου Μπολορέ (3).
Για τους επιχειρηματίες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, «η αναδυόμενη αφρικανική αγορά είναι έτοιμη να σκοράρει», διαλαλούσε το ειδικό αφιέρωμα των «Financial Times». Η Αφρική φέρνει κέρδη -οι καλύτερες αποδόσεις επένδυσης στον πλανήτη- και μπορεί να φέρει πολύ περισσότερα (4). Μελέτη που δημοσιεύτηκε στα μέσα Ιουνίου από το McKinsey Global Institute εκτιμά ότι «οι άμεσες πωλήσεις, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, ο γεωργικός τομέας και οι υποδομές θα μπορούσαν να αποδίδουν μαζί έσοδα μέχρι και 2,6 τρισ. δολάρια ετησίως από το 2020, δηλαδή 1 τρισ. δολάρια περισσότερα από ό,τι σήμερα». Η έκθεση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η Αφρική πηγαίνει πολύ καλύτερα απ' ό,τι νομίζουμε και ο επιχειρηματικός κόσμος δεν θα έχει την πολυτέλεια να την αγνοεί για πολύ καιρό (5)».
Η «δεύτερη Αφρική»
Η Αφρική που «πηγαίνει καλύτερα» για τους αναλυτές είναι, πρώτα απ' όλα, η δυνητική αγορά των τριακοσίων εκατομμυρίων καταναλωτών «πάνω από το όριο της φτώχειας» -σε σύνολο ενός δισεκατομμυρίου κατοίκων: αυτά τα τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι, η λεγόμενη «δεύτερη Αφρική», που πορεύονται ανάμεσα στη μεγάλη πλειοψηφία της «τρίτης Αφρικής», η οποία ζει με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, και τις ελίτ της «πρώτης Αφρικής» (6). Η «νέα» αφρικανική μεσαία τάξη θα μπορούσε να αριθμεί 43 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2030, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Θα επρόκειτο για μια «μικρή» μεσαία τάξη, η οποία «έχει επενδύσει σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεών της σε μια κατοικία στα προάστια κάποιας μεγάλης αφρικανικής πόλης και έχει να χάσει πολλά από την πολιτική αστάθεια, την ανασφάλεια, την κακή δημοσιονομική διαχείριση ή τον πληθωρισμό (7)».
Αυτή η αστική πληθυσμιακή ομάδα, που εργάζεται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα -ορισμένες φορές, στα απομεινάρια των κλάδων που ερειπώθηκαν από τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής της δεκαετίας του 1980, όπως η πάλαι ποτέ δημόσια υγεία ή η δημόσια εκπαίδευση-, αποδεικνύεται «πολύ επιρρεπής στα επώνυμα προϊόντα», διευκρινίζει ο Πατρίκ Ντιπού, αναπληρωτής διευθυντής του ομίλου Boston Consulting Group στην Καζαμπλάνκα. «Το άτομο μετατρέπεται σε σημαντικό πελάτη», υπερθεματίζει ο Μπερτράν Τιμπό, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της εταιρείας CFAO Automotive, θυγατρικής ενός από τους ιστορικούς επιχειρηματικούς ομίλους της «γαλλικής Αφρικής». «Προσαρμοζόμαστε στα νέα αυτά δεδομένα, διευρύνοντας την γκάμα των προϊόντων μας και τις μεθόδους μάρκετινγκ που ακολουθούμε (8)».
Ο Αφρικανός, «που δεν εισήλθε αρκετά στη σκηνή της Ιστορίας», σύμφωνα με τη διατύπωση του Νικολά Σαρκοζί, στο λόγο που εκφώνησε στο Ντακάρ, στις 26 Ιουλίου 2007, που είχε πάρει κακό δρόμο γιατί τον συμβούλεψαν άσχημα οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, βρίσκεται σήμερα, σύμφωνα με τους ίδιους οργανισμούς, σε καλύτερη θέση. Οι οικονομικοί αναλυτές, με τον ίδιο τρόπο που συνέχιζαν να πιστεύουν στις αρετές αυτορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενώ το οικοδόμημα είχε ήδη παραδοθεί στις φλόγες, έτσι εκτιμούν σήμερα ότι οι νέοι αφρικανοί καταναλωτές έχουν συγκεντρώσει την κρίσιμη μάζα που τους επιτρέπει να παίξουν σταθεροποιητικό ρόλο.
Στα τέλη 2007-αρχές 2008, όμως, σε μια άλλη χώρα-έμβλημα αυτών των frontier markets (αναδυόμενων αγορών), προς τις οποίες έχουν εφορμήσει οι επιχειρηματικοί όμιλοι, την Κένυα, αυτές οι μεσαίες τάξεις παρακολούθησαν, ανήμπορες, την έκρηξη βίας που πυροδότησε η νοθεία στις προεδρικές εκλογές, με αντιπάλους τον τότε πρόεδρο Μουάι Κιμπάκι και τον Ράιλα Οντίνγκα. Ορισμένοι δημοσιογράφοι στο Ναϊρόμπι έφθασαν, τότε, μέχρι του σημείου να κάνουν λόγο για αποτυχία που έπρεπε να αποδοθεί ευθέως στους άνδρες και τις γυναίκες της μεσαίας τάξης, οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ατομικές ελευθερίες παρά για το κοινό καλό. Ετσι, εκείνη την περίοδο, ο δημοσιογράφος Τομ Μσίντι εκτιμούσε ότι τα τσιτάχ (τοπικό παρατσούκλι για τις μεσαίες τάξεις) είχαν αποτύχει να βγάλουν τη χώρα από την κρίση: «Η μεσαία τάξη, παρ' ότι διέθετε τα μεγαλύτερα κοινωνικά και πνευματικά εφόδια, ήταν μορφωμένη, είχε ιδιοκτησία και είχε αποκοπεί από τις παραδόσεις των φυλών, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα πάθη και τη φωτιά που άναψε (9)».
Αλλο στερεότυπο που διακινείται από τον οικονομικό τύπο: Η άποψη ότι η δειλά εμφανιζόμενη οικονομική ευημερία που μεταμόρφωνε σταδιακά τη Μαύρη Ηπειρο, θα αφορούσε όλους τους κατοίκους της. Και, επομένως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πισωγύρισμα. Στην Κένυα και πάλι, όπως επισημαίνει η εφημερίδα Business Daily, έρευνα της εταιρείας Target Group Index (TGI) αποκάλυψε πρόσφατα ότι «η κατηγορία των χαμηλών και μικρομεσαίων εισοδημάτων περιλαμβάνει σήμερα το 80% των νοικοκυριών, έναντι 73% πριν από πέντε χρόνια, γεγονός που μειώνει το ποσοστό του πληθυσμού που απολαμβάνει το μέσο εισόδημα σε 18%, από 27% το 2005 (...) Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών έχει διευρυνθεί (10)». Και δεν πρόκειται για εξαίρεση: πράγματι, στις χώρες που φημίζονται για τις μεγαλύτερες ανισότητες στην αφρικανική ήπειρο -από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κένυα-, παρατηρείται η ανάπτυξη μιας μικρής πληθυσμιακής κατηγορίας φερέγγυων και καταναλωτικών πελατών, προσδεδεμένων στην παγκοσμιοποίηση, και, ταυτόχρονα, η διολίσθηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού στη φτώχεια. Το φαινόμενο αυτό, που αφορούσε, στην αρχή, το αγγλόφωνο τμήμα της ηπείρου, επεκτείνεται πλέον στο σύνολο της αστικής Αφρικής.
Το νέο οικονομικό ον
Ο Τζον Σάμιουελ, διευθυντής του διεθνούς τμήματος της Action Aid, αναδεικνύει καίρια ορισμένες πτυχές του καταναλωτικού πυρετού που έχει καταλάβει μια μικρή ομάδα Αφρικανών: «Η οικονομική ανάπτυξη και η εξέλιξη των τεχνολογικών εργαλείων μπορούν να φέρουν πιο κοντά τις ανέσεις. Μπορούν, όμως, επίσης, μετατρέποντας τον άνθρωπο από κοινωνικό σε οικονομικό ον, που οδηγείται από παρορμητικές οικονομικές πρακτικές, να γεννήσουν φαινόμενα ατομικισμού, κοινωνικής αποσύνθεσης, παράνοιας, με τις συνέπειες που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει στο χρόνο που αφιερώνει κανείς στην ποίηση, την πολιτική, τα συναισθήματα, τη φιλία, την κοινότητα. Αυτή η παράνοια, η συναισθηματική ανασφάλεια και η απώλεια της αίσθησης του συλλογικού ανοίγουν την πόρτα σε καινούριες αγορές, προσανατολισμένες στην πνευματικότητα, και σε θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες απαντούν στις νέες προσδοκίες. Νεοεμφανιζόμενοι γκουρού εκμεταλλεύονται την κοινωνική ανασφάλεια που πλήττει όσους αποτελούν τους φορείς και, ταυτόχρονα, τα θύματα των νέων δυνάμεων της αγοράς (11)».
Οι νοτιοαφρικανοί ανθρωπολόγοι Τζιν και Τζον Κόμαροφ καλούν, από την πλευρά τους, να επιδείξουμε περισσότερο από ποτέ «κριτική δυσπιστία» απέναντι στον σημερινό καταιγισμό των καθησυχαστικών άρθρων για την Αφρική. Στο βιβλίο τους «Zombies et frontieres a l' ere neoliberale», υπογραμμίζουν: «Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του απαρτχάιντ έβαλε φωτιά στην ουτοπιστική φαντασία. Αλλά η απελευθέρωση κάτω από την αιγίδα του νεοφιλελευθερισμού συνοδεύτηκε από ανησυχητική ανάδυση της βίας, της εγκληματικότητας και των φαινομένων κατάλυσης της τάξης. Το όραμα της δημοκρατίας, ο σεβασμός στους νόμους, η ευημερία και τα πολιτικά δικαιώματα κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε συγκρούσεις και διεκδικήσεις και, μάλιστα, να οδηγήσουν σε πολιτικό χάος, εν μέσω υπονομευτικών μηνυμάτων, σύμφωνα με τα οποία "ο φτωχός δεν τρέφεται με ψηφοδέλτια και δεν μπορεί να ζήσει μόνο με ένα καλό σύνταγμα". (...) Οι πολυάριθμοι πολίτες που αισθάνονται παγιδευμένοι στο ακυβέρνητο καράβι που λέγεται "Κράτος", προσπαθούν να ανέβουν στο καράβι "Επιχείρηση". Με τον τρόπο αυτό, όμως, εκτίθενται στα πανίσχυρα ρεύματα της νέας παγκόσμιας τάξης που μετατοπίζουν τους θαλάσσιους δρόμους και εξουδετερώνουν τους συνηθισμένους ελιγμούς (12)».
Ενας δημοσιογράφος της εφημερίδας «La Tribune de Madagascar» επισημαίνει, από την πλευρά του, ότι η ανάδυση αυτών «των νέων μεσαίων τάξεων που σκοτώνουν τη δημοκρατία» μπορεί να είναι το προανάκρουσμα της επανεμφάνισης της πάλης των τάξεων στην αφρικανική ήπειρο. «Οποιοι και να είναι οι λόγοι, τα πλήγματα που καταφέρουν στη δημοκρατία οι μεσαίες τάξεις έχουν την ανεπιθύμητη συνέπεια να γκρεμίζουν τους ηθικούς φραγμούς άλλων κοινωνικών στρωμάτων. (...) Στις Φιλιππίνες, από τα κατώτερα στρώματα προέρχεται ο κορμός του οργισμένου πλήθους που ζητά την επιστροφή ενός Τζόζεφ Εστράντα και την οποία εμποδίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Στη Νότια Αμερική, συναντάμε το ίδιο άρωμα της πάλης των τάξεων στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Εβο Μοράλες ή του Ούγο Τσάβες (13)».
Στο μεταξύ, η Νότια Αφρική, ο «αδύναμος κρίκος του ιμπεριαλισμού», για να θυμηθούμε την ορολογία του Λένιν, έχει μετατραπεί σε φυσικό εργαστήριο των βιαιοτήτων που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη εμπειρία. Θα γίνει, άραγε, η πρώτη αφρικανική χώρα που θα χαράξει έναν άλλο δρόμο; Η διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια μαρτυρά ότι καλλιεργείται κάποιας μορφής συνειδητοποίηση. Περιμένοντας την εκδήλωσή της, οι Τζιν και Τζον Κόμαροφ, σε πρόσφατο βιβλίο τους (14), μας καλούν να αντλήσουμε ένα τελευταίο δίδαγμα, πολύτιμο για όλους. Με ό,τι συμβαίνει στο έδαφός της -αποπολιτικοποιημένες μεσαίες τάξεις, αύξηση των ανισοτήτων, αχαλίνωτος καταναλωτισμός, προσωπική αναδίπλωση- η Αφρική μοιάζει με προνομιακό εργαστήριο ανάλυσης αυτού που ήδη είναι (ή ετοιμάζονται να γίνουν) οι ήπειροι του Βορρά, και ιδιαίτερα η Ευρώπη και η Αμερική.
(1) Χρηματιστηριακός δείκτης που απαρτίζεται από τις μετοχές πεντακοσίων εισηγμένων στο αμερικανικό χρηματιστήριο μετοχών και εποπτεύεται από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's.
(2) «New Africa about much more than football», Africa News Blog, www.reuters.com, 11 Ιουνίου 2010.
(3) «Pourquoi l'Afrique resiste a la crise», Challenges, Παρίσι, 19 Μαΐου 2010.
(4) William Wallis, «Africa's frontier market ready to score», αφιέρωμα «Emerging Africa», «Financial Times», Λονδίνο, 1η Ιουνίου 2010.
(5) «Lions on the move : the progress and potential of African economies», www.mckinsey.com, Ιούνιος 2010.
(6) Βλ. Vijay Mahajan, «Africa Rising. How 900 Million African Consumers Offer More Than You Think», Wharton School Publishing, Φιλαδέλφεια, 2008.
(7) «L'Afrique riche de ses nouveaux consommateurs», www.lexpansion.com, 3 Ιουνίου 2010.
(8) Οπ. προηγ.
(9) Tom Mshindi, «The middle-class has failed to steer Kenya out of crisis», Daily Nation, Ναϊρόμπι, 2 Φεβρουαρίου 2008.
(10) Mwaura Kimani, «Stalled wages, inflation leave Kenya's middle class poorer», «Business Daily», Ναϊρόμπι, 6 Απριλίου 2010.
(11) John Samuel, «Unhappy highways : Economic growth, technology and alienation», www.pambazuka.org, 19 Μαρτίου 2008.
(12) Jean et John Comaroff, «Zombies et frontieres a l' ere neoliberale», Les Prairies ordinaires, Παρίσι, 2010.
(13) «Ces classes moyennes qui tuent la democratie», «La Tribune de Madagascar», 31 Μαρτίου 2010.
(14) Jean and John Comaroff, «Theory from the South. Or, How Euro-America Is Evolving Toward Africa», Paradigm Publishers, Μπόλντερ, 2010.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Afrique du Sud. Un siecle de resistance. 1910-2010», Consart, Λοζάνη, 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου