Η πραγματικότητα της ιρλανδικής οικονομίας επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους: το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έχει εκτοξευθεί στο 32% του ΑΕΠ! Την ίδια στιγμή, το Δουβλίνο διαπιστώνει ότι το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζει για να καθησυχάσει τους επενδυτές επιδεινώνει την ύφεση και... προκαλεί την ανησυχία των αγορών. Διόλου απίθανο, λοιπόν, ο κέλτης «καλός μαθητής» να βρεθεί στη γωνία των αφερέγγυων, μαζί με τον έλληνα «σκράπα».
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου, αυτή τη φορά λιγότερο αξιοθαύμαστη από τις προηγούμενες.
«Οταν ο υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Κολομβίας επισκέφθηκε, πριν από μερικές εβδομάδες, την αίθουσα σύνταξης της "Wall Street Journal", η Ιρλανδία ήταν το τελευταίο θέμα στο οποίο θα περίμενα να αναφερθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι πρώτες του κουβέντες ήταν για την Ιρλανδία». Ετσι, στις αρχές Μαρτίου του 2008, η Μαίρη Αναστάζια Ο' Γκράντι συμπεραίνει κατάπληκτη: «Η Μπογοτά ενδιαφέρεται έντονα για το ιρλανδικό μοντέλο» («Wall Street Journal», 25 Μαρτίου 2008). Ομως, δεν επρόκειτο για κάποια περίεργη, ξαφνική μανία της κολομβιανής κυβέρνησης.
«Στο ιρλανδικό μοντέλο βλέπω μονάχα πλεονεκτήματα· αυτό το success story στέλνει ένα μήνυμα στη Γαλλία», δήλωνε ενθουσιασμένος ο (συντηρητικός) γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιέρ Ραφαρέν (Δουβλίνο, 24 Μαΐου 2004). Εναν χρόνο αργότερα, σε επίσημη ανακοίνωση της λιθουανικής κυβέρνησης αναφερόταν ότι στόχος της χώρας είναι η «αναπαραγωγή του ιρλανδικού σεναρίου οικονομικής ανάπτυξης(1)». Πολύ σύντομα, το Συντηρητικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας στέλνει στο νησί στελέχη του για να «παρατηρήσουν και να μάθουν τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη». Την ίδια εποχή, οι εργοδότες στην Τζαμάικα αναρωτιούνταν: «Ποια διδάγματα μπορούμε να αποκομίσουμε από την πρωτοφανή επιτυχία της Ιρλανδίας;» Ο προβληματισμός των ομολόγων τους στο Κεμπέκ, τη γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά, πηγαίνει ακόμα πιο μακριά: «Χωρίς αμφιβολία, η Ιρλανδία αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο(2)» -για την επαρχία τους. Παντού, από τη δεξιά της Λετονίας έως το Εθνικό Συμβούλιο της Εργοδοσίας στην Ονδούρα και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών έως το Αμερικανο-Ουρουγουανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: «Το ιρλανδικό μοντέλο είναι μια στρατηγική η οποία μπορεί να λειτουργήσει και σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από την εποχή ή τη γεωγραφική ζώνη(3)».
Ολα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν, ξαφνικά, η ιρλανδική οικονομία απογειώθηκε: μεταξύ 1994 και 2004, ο μέσος ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έφτασε το 7%, μια επίδοση διπλάσια από την αντίστοιχη των Ηνωμένων Πολιτειών και τριπλάσια εκείνης της ζώνης του ευρώ.
Το «σμαραγδένιο νησί»
Στα μέσα ενημέρωσης δεν διέφυγε της προσοχής κανενός ότι το «θαύμα» συνέβη μετά τη δρομολόγηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Μέσα σε λιγότερα από δέκα χρόνια, ο «Economist» αναθεωρεί την κριτική που είχε ασκήσει στη χώρα, ότι «βαδίζει προς την καταστροφή» (16 Ιανουαρίου 1988): «Η Ιρλανδία αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι εάν μια χώρα αγκαλιάσει την "παγκοσμιοποίηση", θα βρει την πλέον σύντομη οδό για την αφθονία» (15 Μαΐου 1997).
Το γεγονός ότι όλοι -από τους «New York Times» ώς τη «Figaro» κι από τη «Wall Street Journal» ώς την (κεντροαριστερή) «Liberation» - έχουν καταγοητευθεί από το «Σμαραγδένιο νησί» και συμφωνούν ότι το «ιρλανδικό θαύμα» συνίσταται ουσιαστικά στο «θαύμα του νεοφιλελευθερισμού». Συνεπώς, υπάρχει φυσικότερο πράγμα από το να καλέσεις και τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα; Ετσι δημιουργήθηκε το ιρλανδικό μοντέλο.
Τον Δεκέμβριο του 1995, ολόκληρη η Γαλλία είχε κατέβει στους δρόμους(4). Το γαλλικό οικονομικό περιοδικό «Capital» εξηγεί στους απεργούς ότι στο Δουβλίνο «οι κοινωνικοί εταίροι έπαιξαν το παιχνίδι» και «έδωσαν μια ανάσα οξυγόνου στις επιχειρήσεις». Πράγματι, από το 1987, το κράτος, η εργοδοσία και τα συνδικάτα έχουν συμφωνήσει σε μια «κοινωνική συνεργασία», της οποίας ο κυριότερος στόχος είναι η «μισθολογική αυτοσυγκράτηση». Αποτέλεσμα: «Το χαμηλό μισθολογικό κόστος και τα μετριοπαθή συνδικάτα επέτρεψαν να αλλάξει εντελώς η εικόνα που υπήρχε ανέκαθεν γι' αυτή τη χώρα: αγροτική και νωχελική» («Le Point», 6 Απριλίου 1996).
Ομως, οι προσπάθειες της Ιρλανδίας δεν περιορίστηκαν σε αυτή τη συνδικαλιστική μετριοπάθεια. Το περιοδικό «Le Point» χαιρετίζει επίσης «την τολμηρή οικονομική πολιτική, η οποία κατόρθωσε να προσελκύσει ξένες εταιρείες». Με ποιον τρόπο; Κατεβάζοντας τη φορολογία των εταιρικών κερδών στο 10%(5), στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφαρμόζει «τιμές μεταφοράς των κερδών», οι οποίες επιτρέπουν στις πολυεθνικές να δηλώνουν τα κέρδη τους στη χώρα, απολαμβάνοντας το πλέον ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Σε αυτόν τον τομέα, η Ιρλανδία είναι ασυναγώνιστη: οι αρχές της επέλεξαν να «απενεργοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς τους(6)».
Φορολογικός παράδεισος
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρόμοια ευρηματικότητα θα άγγιζε τα όρια της παρανομίας. Ωστόσο, προκαλεί τον θαυμασμό της «Brussels Journal», «της φωνής των συντηρητικών στην Ευρώπη». Κι όπως επαναλαμβάνει εδώ και πολύ καιρό αυτή η εφημερίδα, «η οικονομική ανάπτυξη τονώνεται με τη μείωση της φορολογίας και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας: Η Ιρλανδία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν και μας δείχνει τον τρόπο για να το επιτύχουμε» (25 Νοεμβρίου 2005).
Οι πολυεθνικές σπεύδουν. Η Ιρλανδία ανεβαίνει στο βάθρο του πρώτου φορολογικού παραδείσου στον κόσμο, χάρη στον επαναπατρισμό των κερδών στις χώρες απ' όπου προέρχονται οι πολυεθνικές (μπροστά κι από τις Βερμούδες): Αυτά τα κέρδη φτάνουν το 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Οι εξελίξεις ωθούν τους οικονομολόγους να μετρούν στο εξής τη δραστηριότητα της ιρλανδικής οικονομίας με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι πλέον το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(7). Γιατί, παρά το μικρό μέγεθός της (1% του ευρωπαϊκού πληθυσμού), η Ιρλανδία προσελκύει το ένα τέταρτο των αμερικανικών επενδύσεων που προορίζονται για τη δημιουργία νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων.
Τους αμερικανούς επενδυτές ακολουθούν και μερικοί Γάλλοι. Στις 22 Ιουνίου του 2005, το τηλεοπτικό δελτίο του (δημόσιου γαλλικού) καναλιού France 2 τους αφιερώνει ένα ρεπορτάζ: Ενας εκπατρισμένος «δημιουργός πλούτου» αναφέρεται στη Γαλλία: «Οι εργοδοτικές εισφορές είναι υπερβολικά υψηλές! Μα απίστευτα υψηλές!» Ενας δημοσιογράφος περιγράφει τη χώρα στην οποία βρίσκονται: «Η Ιρλανδία, με τους πολύ χαμηλούς φόρους της και την ιδιαίτερα ευέλικτη κοινωνική νομοθεσία της»...
Ομως, η «ιρλανδική συνταγή» δεν έχει τίποτε το πραγματικό εξαιρετικό. Σε γενικές γραμμές, επιβλήθηκε -με την ονομασία «προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών»- σε πολλές άλλες χώρες, στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα. Πώς εξηγείται τότε το γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν δημιούργησε κι εκεί αντίστοιχα θαύματα; Ισως επειδή, σε τελική ανάλυση, η απογείωση της ιρλανδικής οικονομίας δεν είχε μεγάλη σχέση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των ιρλανδών ιθυνόντων που λάτρευαν την «ελευθερία των ανταλλαγών».
Ορισμένοι άλλοι παράγοντες φωτίζουν καλύτερα την κατάσταση. Κατ'αρχάς, η σταδιακή χειραφέτηση των γυναικών. Το 1992, η νομιμοποίηση των αντισυλληπτικών οδηγεί σε σημαντική μείωση της γεννητικότητας. Οι Ιρλανδέζες εισέρχονται μαζικά στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το οποίο μέχρι τότε ήταν ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.
Συνεπώς, το «θαύμα» εξηγείται επίσης και με την κάλυψη της υστέρησης που χαρακτήριζε μια καθυστερημένη οικονομία. Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία ωφελήθηκε λιγότερο από το ξένο κεφάλαιο που φιλοξενούσε, απ' όσο ωφελήθηκε το ξένο κεφάλαιο από το εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που του προσφερόταν σε χαμηλή τιμή. Ομως, με αυτόν τον τρόπο, η Ιρλανδική Δημοκρατία ήταν εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υποστεί τις συνέπειες ακόμα και της παραμικρής επιβράδυνσης της δραστηριότητας των ξένων επιχειρήσεων που φιλοξενούσε. Κι όταν από το 2000 η αμερικανική οικονομία μπαίνει σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, ο «Κέλτικος Τίγρης» άρχισε να μουδιάζει.
«Υγιείς» πολιτικές
Ομως, για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μια υποδειγματική λύση: η ιρλανδική οικονομία κατόρθωσε να ξαναπάρει ανάσα και να ξαναρχίσει μια δεύτερη ζωή. Οπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι κι εδώ το κράτος ευνόησε την πιστωτική επέκταση, την «επινοητικότητα» των τραπεζών και κυρίως την κερδοσκοπία στην κτηματαγορά. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ρυθμό τριπλάσιο από εκείνον που παρατηρείται στη Γαλλία, κι ο ρυθμός της έκδοσης οικοδομικών αδειών επιταχύνεται έντονα, χωρίς την παραμικρή σχέση με τη ζήτηση. Πολύ σύντομα, το 17% των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους φόρους που καταβάλλει ο κατασκευαστικός τομέας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ανησυχεί. Το 2004, οι εκτελεστικοί διευθυντές του χαιρετίζουν «τις πάντα αξιοθαύμαστες επιδόσεις της ιρλανδικής οικονομίας, οι οποίες στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές πολιτικές και προσφέρουν ένα χρήσιμο μάθημα στις υπόλοιπες χώρες(8)». Τι κι αν το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία μειώνεται πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία; Πρόκειται για κάτι εντελώς αδιάφορο. Ο Τόμας Φρίντμαν, ο ανεκδιήγητος αρθρογράφος που γράφει το κύριο άρθρο των «New York Times», συνοψίζει το δίλημμα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες η Γερμανία και η Γαλλία: «Να μετατραπούν σε Ιρλανδία ή να μετατραπούν σε μουσείο» (1η Ιουλίου 2005).
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ολόκληρος ο πλανήτης βυθίζεται σιγά σιγά στην οικονομική κρίση, η ιρλανδική οικονομία παίρνει τον κατήφορο, το Χρηματιστήριο του Δουβλίνου καταρρέει. Το 2008, η ανεργία πραγματοποιεί ένα άλμα 85% -πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη- και τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώνονται κατά 13%. Η Ιρλανδία είναι η πρώτη χώρα που βουλιάζει στην ύφεση. Υπάρχουν «μοντέλα» που χάθηκαν στη λήθη για λιγότερο σημαντικούς λόγους.
Μοντέλο προς μίμηση
Ομως, όπως ο νεοφιλελεύθερος φοίνικας ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του για να επιβάλει λύσεις στα προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε, έτσι και το ιρλανδικό μοντέλο ανασταίνεται άλλη μια φορά και συνεχίζει να μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το δρόμο της λιτότητας, αυτή τη φορά.
Το Δουβλίνο ανάγει την κοινωνική βαναυσότητα σε πραγματική αρετή. Κι εύκολα μαντεύει κανείς, μια κι έχει μετατραπεί πλέον σε συνήθεια, ότι η αυστηρότητα που επιδεικνύει το Δουβλίνο εισάγει «ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να μιμηθούν οι υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ» («Financial Times», 21 Ιουλίου 2010): μείωση του μισθού των δημόσιων υπαλλήλων (έως και 20%), περικοπή των οικογενειακών επιδομάτων κατά 10%, αντίστοιχη μείωση όλων των κοινωνικών παροχών. Κι όταν τον Φεβρουάριο του 2010 η Ευρώπη θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει «να προχωρήσει ακόμα πιο μακριά» στον δημοσιονομικό ασκητισμό, τι της προτείνει η Γερμανία; Μα, φυσικά, «να μιμηθεί την Ιρλανδία» (Reuters, 16 Φεβρουαρίου 2010).
Τον Απρίλιο, η Ιρλανδία δέχεται -άλλη μια φορά- τα συγχαρητήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το πρότυπο της λιτότητας ανακηρύσσεται σε υπόδειγμα «κοινωνικής συνοχής».
Αν και οι Ιρλανδοί είναι όντως πολύ θυμωμένοι, αυτός ο θυμός δύσκολα εκφράζεται. Η ταυτότητα των δύο μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών (του Fianna F―il και του Fine Gael) οικοδομήθηκε γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτησίας από την αγγλική κυριαρχία, για το οποίο είχαν αντίθετες απόψεις(9). Εντούτοις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ενώνει τα δύο κόμματα. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα συνδικάτα έχουν εμπεδώσει τις αρετές του «κοινωνικού διαλόγου». Κι ο πληθυσμός παραμένει σε τόσο μεγάλο βαθμό απορροφημένος από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία, που καταλήγει, μερικές φορές, να αδιαφορεί για τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Τέλος, καθώς ξαναρχίζει η μετανάστευση(10), και μάλιστα με έντονους ρυθμούς(11), προσφέρεται στους πλέον δυσαρεστημένους η ελπίδα ότι κάπου αλλού τα πράγματα θα είναι καλύτερα γι' αυτούς.
Συνταγή Δουβλίνου
Ηδη από τον Απρίλιο του 2009, ο Μπράιαν Λένιχαν, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, εξέφραζε την ικανοποίησή του επειδή «οι εταίροι μας στην Ευρώπη είναι ενθουσιασμένοι από την ικανότητά μας να υπομένουμε τον πόνο. Εάν δοκίμαζαν κάτι τέτοιο στη Γαλλία, θα είχαν εξεγέρσεις». Εναν χρόνο αργότερα, λίγο πριν δώσουν στη δημοσιότητα τον δικό τους προϋπολογισμό λιτότητας, οι βρετανοί Συντηρητικοί -οι οποίοι βρίσκονται πλέον στην εξουσία μαζί με τους φιλελεύθερους συμμάχους τους- έστρεψαν το βλέμμα τους προς την απέναντι όχθη της Θάλασσας της Ιρλανδίας: «Εκπρόσωποι του υπουργείου Οικονομικών πέρασαν πολύ χρόνο σε τηλεφωνικές επαφές με τους ομολόγους τους στο Δουβλίνο για να (...) κατανοήσουν πώς η ιρλανδική κυβέρνηση συνασπισμού κατόρθωσε να πετσοκόψει τις δαπάνες χωρίς να προκληθεί κοινωνικός αναβρασμός παρόμοιος με εκείνον που παρατηρείται στην Ελλάδα» («Financial Times», 23 Μαΐου 2010).
Ομως, η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του ιρλανδικού μοντέλου -η τέταρτη ζωή του- προκαλεί πολύ λιγότερο θαυμασμό(12).
«Εάν η Ιρλανδία δεν είχε ενεργήσει με τον τρόπο που το έκανε, θα μπορούσε να είχε καταλήξει όπως η Ελλάδα», διαβεβαίωναν οι «Financial Times» στις 10 Μαΐου του 2010. Τρεις μήνες αργότερα, στην Αθήνα δικαιούνται να χαμογελούν ειρωνικά. Ακόμα κι η «Wall Street Journal» αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις απόψεις της: «Μέχρι πρόσφατα, πιστεύαμε ότι η Ιρλανδία θα κατόρθωνε να επιλύσει τα οικονομικά της προβλήματα χάρη σε ένα επιθετικό πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο που εφαρμόστηκε στη ζώνη του ευρώ. Ομως, καθώς τα προβλήματα της Ιρλανδίας συνεχίζουν να υφίστανται, οι επενδυτές θεωρούν ότι η αξιοπιστία της μειώνεται» (9 Σεπτεμβρίου 2010). Στο εξής, οι επενδυτές φοβούνται την επανάληψη του «ελληνικού σεναρίου», εξαιτίας των οικονομικών καταστροφών που έχει προκαλέσει η λιτότητα στην Ιρλανδία.
Σήμερα, κανένας πλέον δεν μιλάει για θαύμα. Ωστόσο, από την εμπειρία της Ιρλανδίας μπορούμε να αποκομίσουμε πλήθος διδαγμάτων. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας.
Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 15% το 2008 και κατά 30% το 2009. Κάτω από την πίεση των δημοσιονομικών περικοπών, των μισθολογικών περιορισμών και της συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, η κατανάλωση καταποντίστηκε ακόμα περισσότερο, κατά 7% το 2009. Με λίγα λόγια, η οικονομική δραστηριότητα έχει γνωρίσει και πολύ καλύτερες εποχές: το 2008, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 3%, ενώ το 2009 έκανε μια βουτιά 11%. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's, ο «πίθος των Δαναΐδων» της διάσωσης του τραπεζικού τομέα έχει αυξήσει σημαντικά το δημόσιο χρέος. Ενώ το 2001 αντιστοιχούσε στο 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2012 ενδέχεται να ξεπεράσει το 110%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αντιστοιχεί, το 2010, στο... 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 23% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Πρόκειται για πραγματικά ασυνήθιστες εξελίξεις.
Τελευταία πράξη
Μέχρι χθες, οι υπέρμαχοι της λιτότητας συμμερίζονταν τη γνώμη του διευθυντή της σκοτσέζικης εφημερίδας «The Scotsman» και διακήρυσσαν ότι «η ιρλανδική εμπειρία διαψεύδει την κεϊνσιανή κριτική, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιονομικές περικοπές είναι αντιπαραγωγικές γιατί βυθίζουν την οικονομία ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ύφεση» (5 Ιουλίου 2010). Μήπως αυτή η τελευταία μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου πρέπει να τους κάνει να αναθεωρήσουν κάπως τις απόψεις τους;
Πάντως, όσον αφορά το ΔΝΤ, αποκλείεται παρόμοιο ενδεχόμενο. Τον Αύγουστο του 2010, χωρίς να παρεκκλίνει στο παραμικρό από την έως τώρα στάση του, κάλεσε το Δουβλίνο να «προχωρήσει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών» («Financial Times», 26 Αυγούστου 2010).
(1) Αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole στο «Ship of Fools. How Stupidity and Corruption Sank the Celtic Tiger, Faber and Faber», Λονδίνο 2010.
(2) Perspectives, Μόντρεαλ, 30 Απριλίου 2008.
(3) Συμπεράσματα μιας διάσκεψης που οργανώθηκε από τη The Americas Society, τον Αύγουστο του 2007.
(4) (ΣτΜ) Οταν η συντηρητική κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ επιχείρησε να ξηλώσει το ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο και στο μετρό ξεκίνησαν απεργία πολλών εβδομάδων, καταλαμβάνοντας τα αμαξοστάσια, με αποτέλεσμα η χώρα να παραλύσει εντελώς. Καθώς μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συντάχθηκε με το μέρος των απεργών -παρά την ταλαιπωρία- η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
(5) 12,5% από το 2003.
(6) Κυβερνητικό φυλλάδιο το οποίο αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole, ό.π.
(7) Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μετράει τη συνολική αξία της παραγωγής μιας χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εθνικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μετράει τον πλούτο που παράγεται από τους κατοίκους μιας χώρας, στην εγχώρια αγορά ή αλλού. Συνεπώς, δεν συμπεριλαμβάνει τα κέρδη που εισάγουν στη χώρα από το εξωτερικό οι ξένες πολυεθνικές που την επιλέγουν ως έδρα τους.
(8) Αναφέρεται από τον Jim Ο'Leary στο «External surveillance of Irish fiscal policy during the boom», μπλογκ The Irish Economy, Ιούλιος 2010.
(9) (ΣΤΜ) Το πρώτο ήταν περισσότερο εθνικιστικό και ριζοσπαστικό, ενώ το δεύτερο προτιμούσε να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς και συμβιβαζόταν με μικρότερες, σταδιακές κατακτήσεις. Να σημειωθεί ότι, την περίοδο 1922-1923, ξέσπασε ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ρεύματα.
(10) (ΣτΜ) Η Ιρλανδία ήταν, μέχρι τη δεκαετία του 1980, σημαντική χώρα εξαγωγής μεταναστών και η μετανάστευση είναι βαθιά ριζωμένη στην ιρλανδική κουλτούρα. Μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα, πλήθος Ιρλανδών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει (κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες), όταν οι Αγγλοι άποικοι κατάσχεσαν τη γη του.
(11) Το 2009, στην Ιρλανδία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (9 στους 1.000 κατοίκους), με τη Λιθουανία να βρίσκεται στη δεύτερη θέση αυτής της κατάταξης (4,6 στους 1.000).
(12) (ΣτΕ) Διαβάστε επίσης, «Κ.Ε.»- «Le Monde Diplomatique., «Μύθοι και αλήθειες της Ιρλανδίας», 22/08/2010 και στο Ιντερνετ «Le "miracle" irlandais ne seduit plus les medias» (http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2010-10-01-miracle-irlandais)
*Δημοσιογράφος «Le Monde diplomatique».