Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Η άλλη πλευρά του «κέλτικου τίγρη» Οι τέσσερις ζωές του «ιρλανδικού μοντέλου» «Αναγέννηση» μέσα από τη λιτότητα - Από τον ενθουσιασμό των ΜΜΕ στην κοινωνική απόγνωση

Η πραγματικότητα της ιρλανδικής οικονομίας επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους: το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας έχει εκτοξευθεί στο 32% του ΑΕΠ! Την ίδια στιγμή, το Δουβλίνο διαπιστώνει ότι το πρόγραμμα λιτότητας που εφαρμόζει για να καθησυχάσει τους επενδυτές επιδεινώνει την ύφεση και... προκαλεί την ανησυχία των αγορών. Διόλου απίθανο, λοιπόν, ο κέλτης «καλός μαθητής» να βρεθεί στη γωνία των αφερέγγυων, μαζί με τον έλληνα «σκράπα».
Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Η φούσκα κρυβόταν πίσω από το ιρλανδικό «οικονομικό θαύμα». Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου, αυτή τη φορά λιγότερο αξιοθαύμαστη από τις προηγούμενες.
«Οταν ο υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού της Κολομβίας επισκέφθηκε, πριν από μερικές εβδομάδες, την αίθουσα σύνταξης της "Wall Street Journal", η Ιρλανδία ήταν το τελευταίο θέμα στο οποίο θα περίμενα να αναφερθεί. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι πρώτες του κουβέντες ήταν για την Ιρλανδία». Ετσι, στις αρχές Μαρτίου του 2008, η Μαίρη Αναστάζια Ο' Γκράντι συμπεραίνει κατάπληκτη: «Η Μπογοτά ενδιαφέρεται έντονα για το ιρλανδικό μοντέλο» («Wall Street Journal», 25 Μαρτίου 2008). Ομως, δεν επρόκειτο για κάποια περίεργη, ξαφνική μανία της κολομβιανής κυβέρνησης.
«Στο ιρλανδικό μοντέλο βλέπω μονάχα πλεονεκτήματα· αυτό το success story στέλνει ένα μήνυμα στη Γαλλία», δήλωνε ενθουσιασμένος ο (συντηρητικός) γάλλος πρωθυπουργός Ζαν Πιέρ Ραφαρέν (Δουβλίνο, 24 Μαΐου 2004). Εναν χρόνο αργότερα, σε επίσημη ανακοίνωση της λιθουανικής κυβέρνησης αναφερόταν ότι στόχος της χώρας είναι η «αναπαραγωγή του ιρλανδικού σεναρίου οικονομικής ανάπτυξης(1)». Πολύ σύντομα, το Συντηρητικό Κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας στέλνει στο νησί στελέχη του για να «παρατηρήσουν και να μάθουν τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη». Την ίδια εποχή, οι εργοδότες στην Τζαμάικα αναρωτιούνταν: «Ποια διδάγματα μπορούμε να αποκομίσουμε από την πρωτοφανή επιτυχία της Ιρλανδίας;» Ο προβληματισμός των ομολόγων τους στο Κεμπέκ, τη γαλλόφωνη επαρχία του Καναδά, πηγαίνει ακόμα πιο μακριά: «Χωρίς αμφιβολία, η Ιρλανδία αποτελεί το πλέον ενδεδειγμένο μοντέλο(2)» -για την επαρχία τους. Παντού, από τη δεξιά της Λετονίας έως το Εθνικό Συμβούλιο της Εργοδοσίας στην Ονδούρα και από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών έως το Αμερικανο-Ουρουγουανικό Εμπορικό Επιμελητήριο, κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα: «Το ιρλανδικό μοντέλο είναι μια στρατηγική η οποία μπορεί να λειτουργήσει και σε άλλες χώρες, ανεξάρτητα από την εποχή ή τη γεωγραφική ζώνη(3)».
Ολα άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990, όταν, ξαφνικά, η ιρλανδική οικονομία απογειώθηκε: μεταξύ 1994 και 2004, ο μέσος ρυθμός αύξησης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) έφτασε το 7%, μια επίδοση διπλάσια από την αντίστοιχη των Ηνωμένων Πολιτειών και τριπλάσια εκείνης της ζώνης του ευρώ.
Το «σμαραγδένιο νησί»
Στα μέσα ενημέρωσης δεν διέφυγε της προσοχής κανενός ότι το «θαύμα» συνέβη μετά τη δρομολόγηση των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Μέσα σε λιγότερα από δέκα χρόνια, ο «Economist» αναθεωρεί την κριτική που είχε ασκήσει στη χώρα, ότι «βαδίζει προς την καταστροφή» (16 Ιανουαρίου 1988): «Η Ιρλανδία αποδεικνύει με αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι εάν μια χώρα αγκαλιάσει την "παγκοσμιοποίηση", θα βρει την πλέον σύντομη οδό για την αφθονία» (15 Μαΐου 1997).
Το γεγονός ότι όλοι -από τους «New York Times» ώς τη «Figaro» κι από τη «Wall Street Journal» ώς την (κεντροαριστερή) «Liberation» - έχουν καταγοητευθεί από το «Σμαραγδένιο νησί» και συμφωνούν ότι το «ιρλανδικό θαύμα» συνίσταται ουσιαστικά στο «θαύμα του νεοφιλελευθερισμού». Συνεπώς, υπάρχει φυσικότερο πράγμα από το να καλέσεις και τον υπόλοιπο κόσμο να ακολουθήσει αυτό το παράδειγμα; Ετσι δημιουργήθηκε το ιρλανδικό μοντέλο.
Τον Δεκέμβριο του 1995, ολόκληρη η Γαλλία είχε κατέβει στους δρόμους(4). Το γαλλικό οικονομικό περιοδικό «Capital» εξηγεί στους απεργούς ότι στο Δουβλίνο «οι κοινωνικοί εταίροι έπαιξαν το παιχνίδι» και «έδωσαν μια ανάσα οξυγόνου στις επιχειρήσεις». Πράγματι, από το 1987, το κράτος, η εργοδοσία και τα συνδικάτα έχουν συμφωνήσει σε μια «κοινωνική συνεργασία», της οποίας ο κυριότερος στόχος είναι η «μισθολογική αυτοσυγκράτηση». Αποτέλεσμα: «Το χαμηλό μισθολογικό κόστος και τα μετριοπαθή συνδικάτα επέτρεψαν να αλλάξει εντελώς η εικόνα που υπήρχε ανέκαθεν γι' αυτή τη χώρα: αγροτική και νωχελική» («Le Point», 6 Απριλίου 1996).
Ομως, οι προσπάθειες της Ιρλανδίας δεν περιορίστηκαν σε αυτή τη συνδικαλιστική μετριοπάθεια. Το περιοδικό «Le Point» χαιρετίζει επίσης «την τολμηρή οικονομική πολιτική, η οποία κατόρθωσε να προσελκύσει ξένες εταιρείες». Με ποιον τρόπο; Κατεβάζοντας τη φορολογία των εταιρικών κερδών στο 10%(5), στο χαμηλότερο επίπεδο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, η Ιρλανδική Δημοκρατία εφαρμόζει «τιμές μεταφοράς των κερδών», οι οποίες επιτρέπουν στις πολυεθνικές να δηλώνουν τα κέρδη τους στη χώρα, απολαμβάνοντας το πλέον ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς. Σε αυτόν τον τομέα, η Ιρλανδία είναι ασυναγώνιστη: οι αρχές της επέλεξαν να «απενεργοποιήσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς τους(6)».
Φορολογικός παράδεισος
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παρόμοια ευρηματικότητα θα άγγιζε τα όρια της παρανομίας. Ωστόσο, προκαλεί τον θαυμασμό της «Brussels Journal», «της φωνής των συντηρητικών στην Ευρώπη». Κι όπως επαναλαμβάνει εδώ και πολύ καιρό αυτή η εφημερίδα, «η οικονομική ανάπτυξη τονώνεται με τη μείωση της φορολογίας και τον περιορισμό της γραφειοκρατίας: Η Ιρλανδία αποδεικνύει ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν και μας δείχνει τον τρόπο για να το επιτύχουμε» (25 Νοεμβρίου 2005).
Οι πολυεθνικές σπεύδουν. Η Ιρλανδία ανεβαίνει στο βάθρο του πρώτου φορολογικού παραδείσου στον κόσμο, χάρη στον επαναπατρισμό των κερδών στις χώρες απ' όπου προέρχονται οι πολυεθνικές (μπροστά κι από τις Βερμούδες): Αυτά τα κέρδη φτάνουν το 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Οι εξελίξεις ωθούν τους οικονομολόγους να μετρούν στο εξής τη δραστηριότητα της ιρλανδικής οικονομίας με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι πλέον το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν(7). Γιατί, παρά το μικρό μέγεθός της (1% του ευρωπαϊκού πληθυσμού), η Ιρλανδία προσελκύει το ένα τέταρτο των αμερικανικών επενδύσεων που προορίζονται για τη δημιουργία νέων παραγωγικών εγκαταστάσεων.
Τους αμερικανούς επενδυτές ακολουθούν και μερικοί Γάλλοι. Στις 22 Ιουνίου του 2005, το τηλεοπτικό δελτίο του (δημόσιου γαλλικού) καναλιού France 2 τους αφιερώνει ένα ρεπορτάζ: Ενας εκπατρισμένος «δημιουργός πλούτου» αναφέρεται στη Γαλλία: «Οι εργοδοτικές εισφορές είναι υπερβολικά υψηλές! Μα απίστευτα υψηλές!» Ενας δημοσιογράφος περιγράφει τη χώρα στην οποία βρίσκονται: «Η Ιρλανδία, με τους πολύ χαμηλούς φόρους της και την ιδιαίτερα ευέλικτη κοινωνική νομοθεσία της»...
Ομως, η «ιρλανδική συνταγή» δεν έχει τίποτε το πραγματικό εξαιρετικό. Σε γενικές γραμμές, επιβλήθηκε -με την ονομασία «προγράμματα διαρθρωτικών αλλαγών»- σε πολλές άλλες χώρες, στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα. Πώς εξηγείται τότε το γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν δημιούργησε κι εκεί αντίστοιχα θαύματα; Ισως επειδή, σε τελική ανάλυση, η απογείωση της ιρλανδικής οικονομίας δεν είχε μεγάλη σχέση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές των ιρλανδών ιθυνόντων που λάτρευαν την «ελευθερία των ανταλλαγών».
Ορισμένοι άλλοι παράγοντες φωτίζουν καλύτερα την κατάσταση. Κατ'αρχάς, η σταδιακή χειραφέτηση των γυναικών. Το 1992, η νομιμοποίηση των αντισυλληπτικών οδηγεί σε σημαντική μείωση της γεννητικότητας. Οι Ιρλανδέζες εισέρχονται μαζικά στην αγορά εργασίας, ενισχύοντας το παραγωγικό δυναμικό της χώρας, το οποίο μέχρι τότε ήταν ένα από τα χαμηλότερα της Ευρώπης.
Συνεπώς, το «θαύμα» εξηγείται επίσης και με την κάλυψη της υστέρησης που χαρακτήριζε μια καθυστερημένη οικονομία. Με άλλα λόγια, η Ιρλανδία ωφελήθηκε λιγότερο από το ξένο κεφάλαιο που φιλοξενούσε, απ' όσο ωφελήθηκε το ξένο κεφάλαιο από το εύρωστο παραγωγικό δυναμικό που του προσφερόταν σε χαμηλή τιμή. Ομως, με αυτόν τον τρόπο, η Ιρλανδική Δημοκρατία ήταν εκτεθειμένη στον κίνδυνο να υποστεί τις συνέπειες ακόμα και της παραμικρής επιβράδυνσης της δραστηριότητας των ξένων επιχειρήσεων που φιλοξενούσε. Κι όταν από το 2000 η αμερικανική οικονομία μπαίνει σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, ο «Κέλτικος Τίγρης» άρχισε να μουδιάζει.
«Υγιείς» πολιτικές
Ομως, για κάθε πρόβλημα υπάρχει και μια υποδειγματική λύση: η ιρλανδική οικονομία κατόρθωσε να ξαναπάρει ανάσα και να ξαναρχίσει μια δεύτερη ζωή. Οπως και στις Ηνωμένες Πολιτείες, έτσι κι εδώ το κράτος ευνόησε την πιστωτική επέκταση, την «επινοητικότητα» των τραπεζών και κυρίως την κερδοσκοπία στην κτηματαγορά. Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με ρυθμό τριπλάσιο από εκείνον που παρατηρείται στη Γαλλία, κι ο ρυθμός της έκδοσης οικοδομικών αδειών επιταχύνεται έντονα, χωρίς την παραμικρή σχέση με τη ζήτηση. Πολύ σύντομα, το 17% των κρατικών εσόδων προέρχεται από τους φόρους που καταβάλλει ο κατασκευαστικός τομέας.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν ανησυχεί. Το 2004, οι εκτελεστικοί διευθυντές του χαιρετίζουν «τις πάντα αξιοθαύμαστες επιδόσεις της ιρλανδικής οικονομίας, οι οποίες στηρίζονται σε υγιείς οικονομικές πολιτικές και προσφέρουν ένα χρήσιμο μάθημα στις υπόλοιπες χώρες(8)». Τι κι αν το μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία μειώνεται πολύ πιο γρήγορα απ' ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ οι ανισότητες αυξάνονται ραγδαία; Πρόκειται για κάτι εντελώς αδιάφορο. Ο Τόμας Φρίντμαν, ο ανεκδιήγητος αρθρογράφος που γράφει το κύριο άρθρο των «New York Times», συνοψίζει το δίλημμα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπες η Γερμανία και η Γαλλία: «Να μετατραπούν σε Ιρλανδία ή να μετατραπούν σε μουσείο» (1η Ιουλίου 2005).
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ολόκληρος ο πλανήτης βυθίζεται σιγά σιγά στην οικονομική κρίση, η ιρλανδική οικονομία παίρνει τον κατήφορο, το Χρηματιστήριο του Δουβλίνου καταρρέει. Το 2008, η ανεργία πραγματοποιεί ένα άλμα 85% -πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη- και τα φορολογικά έσοδα του κράτους μειώνονται κατά 13%. Η Ιρλανδία είναι η πρώτη χώρα που βουλιάζει στην ύφεση. Υπάρχουν «μοντέλα» που χάθηκαν στη λήθη για λιγότερο σημαντικούς λόγους.
Μοντέλο προς μίμηση
Ομως, όπως ο νεοφιλελεύθερος φοίνικας ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του για να επιβάλει λύσεις στα προβλήματα που ο ίδιος δημιούργησε, έτσι και το ιρλανδικό μοντέλο ανασταίνεται άλλη μια φορά και συνεχίζει να μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το δρόμο της λιτότητας, αυτή τη φορά.
Το Δουβλίνο ανάγει την κοινωνική βαναυσότητα σε πραγματική αρετή. Κι εύκολα μαντεύει κανείς, μια κι έχει μετατραπεί πλέον σε συνήθεια, ότι η αυστηρότητα που επιδεικνύει το Δουβλίνο εισάγει «ένα μοντέλο το οποίο πρέπει να μιμηθούν οι υπόλοιπες χώρες της ζώνης του ευρώ» («Financial Times», 21 Ιουλίου 2010): μείωση του μισθού των δημόσιων υπαλλήλων (έως και 20%), περικοπή των οικογενειακών επιδομάτων κατά 10%, αντίστοιχη μείωση όλων των κοινωνικών παροχών. Κι όταν τον Φεβρουάριο του 2010 η Ευρώπη θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει «να προχωρήσει ακόμα πιο μακριά» στον δημοσιονομικό ασκητισμό, τι της προτείνει η Γερμανία; Μα, φυσικά, «να μιμηθεί την Ιρλανδία» (Reuters, 16 Φεβρουαρίου 2010).
Τον Απρίλιο, η Ιρλανδία δέχεται -άλλη μια φορά- τα συγχαρητήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το πρότυπο της λιτότητας ανακηρύσσεται σε υπόδειγμα «κοινωνικής συνοχής».
Αν και οι Ιρλανδοί είναι όντως πολύ θυμωμένοι, αυτός ο θυμός δύσκολα εκφράζεται. Η ταυτότητα των δύο μεγαλύτερων πολιτικών σχηματισμών (του Fianna F―il και του Fine Gael) οικοδομήθηκε γύρω από το ζήτημα της ανεξαρτησίας από την αγγλική κυριαρχία, για το οποίο είχαν αντίθετες απόψεις(9). Εντούτοις, η νεοφιλελεύθερη συναίνεση ενώνει τα δύο κόμματα. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα συνδικάτα έχουν εμπεδώσει τις αρετές του «κοινωνικού διαλόγου». Κι ο πληθυσμός παραμένει σε τόσο μεγάλο βαθμό απορροφημένος από την αντιπαράθεση Καθολικών και Προτεσταντών στη Βόρεια Ιρλανδία, που καταλήγει, μερικές φορές, να αδιαφορεί για τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Τέλος, καθώς ξαναρχίζει η μετανάστευση(10), και μάλιστα με έντονους ρυθμούς(11), προσφέρεται στους πλέον δυσαρεστημένους η ελπίδα ότι κάπου αλλού τα πράγματα θα είναι καλύτερα γι' αυτούς.
Συνταγή Δουβλίνου
Ηδη από τον Απρίλιο του 2009, ο Μπράιαν Λένιχαν, ο ιρλανδός υπουργός Οικονομικών, εξέφραζε την ικανοποίησή του επειδή «οι εταίροι μας στην Ευρώπη είναι ενθουσιασμένοι από την ικανότητά μας να υπομένουμε τον πόνο. Εάν δοκίμαζαν κάτι τέτοιο στη Γαλλία, θα είχαν εξεγέρσεις». Εναν χρόνο αργότερα, λίγο πριν δώσουν στη δημοσιότητα τον δικό τους προϋπολογισμό λιτότητας, οι βρετανοί Συντηρητικοί -οι οποίοι βρίσκονται πλέον στην εξουσία μαζί με τους φιλελεύθερους συμμάχους τους- έστρεψαν το βλέμμα τους προς την απέναντι όχθη της Θάλασσας της Ιρλανδίας: «Εκπρόσωποι του υπουργείου Οικονομικών πέρασαν πολύ χρόνο σε τηλεφωνικές επαφές με τους ομολόγους τους στο Δουβλίνο για να (...) κατανοήσουν πώς η ιρλανδική κυβέρνηση συνασπισμού κατόρθωσε να πετσοκόψει τις δαπάνες χωρίς να προκληθεί κοινωνικός αναβρασμός παρόμοιος με εκείνον που παρατηρείται στην Ελλάδα» («Financial Times», 23 Μαΐου 2010).
Ομως, η πιο πρόσφατη μεταμόρφωση του ιρλανδικού μοντέλου -η τέταρτη ζωή του- προκαλεί πολύ λιγότερο θαυμασμό(12).
«Εάν η Ιρλανδία δεν είχε ενεργήσει με τον τρόπο που το έκανε, θα μπορούσε να είχε καταλήξει όπως η Ελλάδα», διαβεβαίωναν οι «Financial Times» στις 10 Μαΐου του 2010. Τρεις μήνες αργότερα, στην Αθήνα δικαιούνται να χαμογελούν ειρωνικά. Ακόμα κι η «Wall Street Journal» αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις απόψεις της: «Μέχρι πρόσφατα, πιστεύαμε ότι η Ιρλανδία θα κατόρθωνε να επιλύσει τα οικονομικά της προβλήματα χάρη σε ένα επιθετικό πρόγραμμα δημοσιονομικών περικοπών, το οποίο ήταν και το σημαντικότερο που εφαρμόστηκε στη ζώνη του ευρώ. Ομως, καθώς τα προβλήματα της Ιρλανδίας συνεχίζουν να υφίστανται, οι επενδυτές θεωρούν ότι η αξιοπιστία της μειώνεται» (9 Σεπτεμβρίου 2010). Στο εξής, οι επενδυτές φοβούνται την επανάληψη του «ελληνικού σεναρίου», εξαιτίας των οικονομικών καταστροφών που έχει προκαλέσει η λιτότητα στην Ιρλανδία.
Σήμερα, κανένας πλέον δεν μιλάει για θαύμα. Ωστόσο, από την εμπειρία της Ιρλανδίας μπορούμε να αποκομίσουμε πλήθος διδαγμάτων. Για παράδειγμα, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών λιτότητας.
Οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 15% το 2008 και κατά 30% το 2009. Κάτω από την πίεση των δημοσιονομικών περικοπών, των μισθολογικών περιορισμών και της συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, η κατανάλωση καταποντίστηκε ακόμα περισσότερο, κατά 7% το 2009. Με λίγα λόγια, η οικονομική δραστηριότητα έχει γνωρίσει και πολύ καλύτερες εποχές: το 2008, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μειώθηκε κατά 3%, ενώ το 2009 έκανε μια βουτιά 11%. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's, ο «πίθος των Δαναΐδων» της διάσωσης του τραπεζικού τομέα έχει αυξήσει σημαντικά το δημόσιο χρέος. Ενώ το 2001 αντιστοιχούσε στο 33% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, το 2012 ενδέχεται να ξεπεράσει το 110%. Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα αντιστοιχεί, το 2010, στο... 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος και στο 23% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Πρόκειται για πραγματικά ασυνήθιστες εξελίξεις.
Τελευταία πράξη
Μέχρι χθες, οι υπέρμαχοι της λιτότητας συμμερίζονταν τη γνώμη του διευθυντή της σκοτσέζικης εφημερίδας «The Scotsman» και διακήρυσσαν ότι «η ιρλανδική εμπειρία διαψεύδει την κεϊνσιανή κριτική, σύμφωνα με την οποία οι δημοσιονομικές περικοπές είναι αντιπαραγωγικές γιατί βυθίζουν την οικονομία ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ύφεση» (5 Ιουλίου 2010). Μήπως αυτή η τελευταία μετάλλαξη του ιρλανδικού μοντέλου πρέπει να τους κάνει να αναθεωρήσουν κάπως τις απόψεις τους;
Πάντως, όσον αφορά το ΔΝΤ, αποκλείεται παρόμοιο ενδεχόμενο. Τον Αύγουστο του 2010, χωρίς να παρεκκλίνει στο παραμικρό από την έως τώρα στάση του, κάλεσε το Δουβλίνο να «προχωρήσει σε νέες δημοσιονομικές περικοπές, για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών» («Financial Times», 26 Αυγούστου 2010).
(1) Αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole στο «Ship of Fools. How Stupidity and Corruption Sank the Celtic Tiger, Faber and Faber», Λονδίνο 2010.
(2) Perspectives, Μόντρεαλ, 30 Απριλίου 2008.
(3) Συμπεράσματα μιας διάσκεψης που οργανώθηκε από τη The Americas Society, τον Αύγουστο του 2007.
(4) (ΣτΜ) Οταν η συντηρητική κυβέρνηση του Αλέν Ζιπέ επιχείρησε να ξηλώσει το ασφαλιστικό σύστημα, οι εργαζόμενοι στον σιδηρόδρομο και στο μετρό ξεκίνησαν απεργία πολλών εβδομάδων, καταλαμβάνοντας τα αμαξοστάσια, με αποτέλεσμα η χώρα να παραλύσει εντελώς. Καθώς μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συντάχθηκε με το μέρος των απεργών -παρά την ταλαιπωρία- η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
(5) 12,5% από το 2003.
(6) Κυβερνητικό φυλλάδιο το οποίο αναφέρεται από τον Fintan Ο'Toole, ό.π.
(7) Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν μετράει τη συνολική αξία της παραγωγής μιας χώρας, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την εθνικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν μετράει τον πλούτο που παράγεται από τους κατοίκους μιας χώρας, στην εγχώρια αγορά ή αλλού. Συνεπώς, δεν συμπεριλαμβάνει τα κέρδη που εισάγουν στη χώρα από το εξωτερικό οι ξένες πολυεθνικές που την επιλέγουν ως έδρα τους.
(8) Αναφέρεται από τον Jim Ο'Leary στο «External surveillance of Irish fiscal policy during the boom», μπλογκ The Irish Economy, Ιούλιος 2010.
(9) (ΣΤΜ) Το πρώτο ήταν περισσότερο εθνικιστικό και ριζοσπαστικό, ενώ το δεύτερο προτιμούσε να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Βρετανούς και συμβιβαζόταν με μικρότερες, σταδιακές κατακτήσεις. Να σημειωθεί ότι, την περίοδο 1922-1923, ξέσπασε ο ιρλανδικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα σε αυτά τα δύο πολιτικά ρεύματα.
(10) (ΣτΜ) Η Ιρλανδία ήταν, μέχρι τη δεκαετία του 1980, σημαντική χώρα εξαγωγής μεταναστών και η μετανάστευση είναι βαθιά ριζωμένη στην ιρλανδική κουλτούρα. Μεταξύ 16ου και 19ου αιώνα, πλήθος Ιρλανδών αναγκάστηκε να μεταναστεύσει (κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες), όταν οι Αγγλοι άποικοι κατάσχεσαν τη γη του.
(11) Το 2009, στην Ιρλανδία καταγράφηκε το υψηλότερο ποσοστό μετανάστευσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση (9 στους 1.000 κατοίκους), με τη Λιθουανία να βρίσκεται στη δεύτερη θέση αυτής της κατάταξης (4,6 στους 1.000).
(12) (ΣτΕ) Διαβάστε επίσης, «Κ.Ε.»- «Le Monde Diplomatique., «Μύθοι και αλήθειες της Ιρλανδίας», 22/08/2010 και στο Ιντερνετ «Le "miracle" irlandais ne seduit plus les medias» (http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2010-10-01-miracle-irlandais)
*Δημοσιογράφος «Le Monde diplomatique».

Ο αντικατοπτρισμός των μεσαίων τάξεων στην Αφρική

Το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, που διεξήχθη τον Ιούνιο και τον Ιούλιο στη Νότια Αφρική, έδωσε το έναυσμα για πληθώρα άρθρων που εξυμνούσαν τη Μαύρη Ηπειρο ως το νέο Ελντοράντο των δυτικών εταιρειών που βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση αγορών. Ομως, προσοχή στις ψευδαισθήσεις: σε πολλές αφρικανικές χώρες, η αύξηση των ανισοτήτων υποδηλώνει ότι η σταθερότητα δεν θα επιτευχθεί χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη.
Μέσα σε μία δεκαετία, η ρητορική των οικονομικών εφημερίδων για τους Αφρικανούς άλλαξε τελείως. Ορισμένα έντυπα, μάλιστα, πέρασαν από την αφρο-απαισιοδοξία του τέλους του αιώνα σε μια μακάρια αφρο-αισιοδοξία. Στην αρχή, η ανακάλυψη μιας «κρυφής αγοράς» στην Αφρική αποτέλεσε, γύρω στο 2000, το αντικείμενο του ενδιαφέροντος εξειδικευμένων οικονομικών περιοδικών. Την περίοδο που η Κίνα άρχισε να διεισδύει στις σφαίρες επιρροής των παραδοσιακών αποικιοκρατικών δυνάμεων (και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούσαν ένα νέο σαφάρι στην Αφρική), ο αγγλοσαξονικός τύπος ακολούθησε το ρεύμα.
Από το 2008 και τις πρώτες εκδηλώσεις της κρίσης στις παραδοσιακές αγορές τους, οι γαλλικοί επιχειρηματικοί κύκλοι, με τη συνοδεία των φερεφώνων τους στο χώρο της ενημέρωσης, ξεχύθηκαν, με τη σειρά τους, στις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής που δεν ανήκουν στη σφαίρα επιρροής της «γαλλικής Αφρικής» (Francafrique -έκφραση που υποδηλώνει τα δίκτυα επιρροής της Γαλλίας στις αφρικανικές πρώην αποικίες της): Κένυα, Γκάνα, Νότια Αφρική, Νιγηρία, Μοζαμβίκη, Ανγκόλα...
Στους κόλπους ενός παλαιού κόσμου που βρίσκεται σε κρίση, έστω και μια μικρή υποσαχάρια πελατεία θεωρείται πλέον «μοχλός ανάπτυξης» από τις δυτικές πολυεθνικές του χρηματοπιστωτικού τομέα, των τηλεπικοινωνιών, της αγοράς ακινήτων, των ειδών πολυτελείας ή των συμβούλων μάρκετινγκ. Τα αφρικανικά χρηματιστήρια δίνουν το μέτρο των εμπορικών συμφερόντων που διακυβεύονται σήμερα. Ετσι, «εάν είχατε τοποθετήσει 1.000 δολάρια στο χρηματιστήριο του Λάγκος ή του Ναϊρόμπι στις αρχές του 2010, σήμερα θα είχατε κερδίσει επιπλέον 150 δολάρια. Εάν είχατε επενδύσει το ίδιο ποσό στον αμερικανικό S&Ρ 500 (1), θα είχατε ζημιές», σημειώνει ο Μάθιου Τόστεβιν (2), υπεύθυνος του γραφείου Αφρικής στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς. «Παλαιότερα, θεωρούσα ότι αναλαμβάνω μεγάλο ρίσκο επενδύοντας στην Αφρική. Αλλά, με τον ερχομό της χρηματοπιστωτικής κρίσης, θεωρώ πλέον ότι οι επενδύσεις μας έχουν μικρότερο ρίσκο από τις επενδύσεις ορισμένων δυτικών ομίλων στις αναπτυγμένες χώρες», σχολίαζε στη «Γιαουντέ» [Καμερούν], στις 10 Μαΐου, ο Ντομινίκ Λαφόν, επικεφαλής του τμήματος Αφρικής του ομίλου Μπολορέ (3).
Για τους επιχειρηματίες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, «η αναδυόμενη αφρικανική αγορά είναι έτοιμη να σκοράρει», διαλαλούσε το ειδικό αφιέρωμα των «Financial Times». Η Αφρική φέρνει κέρδη -οι καλύτερες αποδόσεις επένδυσης στον πλανήτη- και μπορεί να φέρει πολύ περισσότερα (4). Μελέτη που δημοσιεύτηκε στα μέσα Ιουνίου από το McKinsey Global Institute εκτιμά ότι «οι άμεσες πωλήσεις, οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, ο γεωργικός τομέας και οι υποδομές θα μπορούσαν να αποδίδουν μαζί έσοδα μέχρι και 2,6 τρισ. δολάρια ετησίως από το 2020, δηλαδή 1 τρισ. δολάρια περισσότερα από ό,τι σήμερα». Η έκθεση καταλήγει στο εξής συμπέρασμα: «Η Αφρική πηγαίνει πολύ καλύτερα απ' ό,τι νομίζουμε και ο επιχειρηματικός κόσμος δεν θα έχει την πολυτέλεια να την αγνοεί για πολύ καιρό (5)».
Η «δεύτερη Αφρική»
Η Αφρική που «πηγαίνει καλύτερα» για τους αναλυτές είναι, πρώτα απ' όλα, η δυνητική αγορά των τριακοσίων εκατομμυρίων καταναλωτών «πάνω από το όριο της φτώχειας» -σε σύνολο ενός δισεκατομμυρίου κατοίκων: αυτά τα τριακόσια εκατομμύρια άνθρωποι, η λεγόμενη «δεύτερη Αφρική», που πορεύονται ανάμεσα στη μεγάλη πλειοψηφία της «τρίτης Αφρικής», η οποία ζει με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα, και τις ελίτ της «πρώτης Αφρικής» (6). Η «νέα» αφρικανική μεσαία τάξη θα μπορούσε να αριθμεί 43 εκατομμύρια ανθρώπους μέχρι το 2030, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Παγκόσμιας Τράπεζας. Θα επρόκειτο για μια «μικρή» μεσαία τάξη, η οποία «έχει επενδύσει σημαντικό μέρος των αποταμιεύσεών της σε μια κατοικία στα προάστια κάποιας μεγάλης αφρικανικής πόλης και έχει να χάσει πολλά από την πολιτική αστάθεια, την ανασφάλεια, την κακή δημοσιονομική διαχείριση ή τον πληθωρισμό (7)».
Αυτή η αστική πληθυσμιακή ομάδα, που εργάζεται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα -ορισμένες φορές, στα απομεινάρια των κλάδων που ερειπώθηκαν από τα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής της δεκαετίας του 1980, όπως η πάλαι ποτέ δημόσια υγεία ή η δημόσια εκπαίδευση-, αποδεικνύεται «πολύ επιρρεπής στα επώνυμα προϊόντα», διευκρινίζει ο Πατρίκ Ντιπού, αναπληρωτής διευθυντής του ομίλου Boston Consulting Group στην Καζαμπλάνκα. «Το άτομο μετατρέπεται σε σημαντικό πελάτη», υπερθεματίζει ο Μπερτράν Τιμπό, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της εταιρείας CFAO Automotive, θυγατρικής ενός από τους ιστορικούς επιχειρηματικούς ομίλους της «γαλλικής Αφρικής». «Προσαρμοζόμαστε στα νέα αυτά δεδομένα, διευρύνοντας την γκάμα των προϊόντων μας και τις μεθόδους μάρκετινγκ που ακολουθούμε (8)».
Ο Αφρικανός, «που δεν εισήλθε αρκετά στη σκηνή της Ιστορίας», σύμφωνα με τη διατύπωση του Νικολά Σαρκοζί, στο λόγο που εκφώνησε στο Ντακάρ, στις 26 Ιουλίου 2007, που είχε πάρει κακό δρόμο γιατί τον συμβούλεψαν άσχημα οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, βρίσκεται σήμερα, σύμφωνα με τους ίδιους οργανισμούς, σε καλύτερη θέση. Οι οικονομικοί αναλυτές, με τον ίδιο τρόπο που συνέχιζαν να πιστεύουν στις αρετές αυτορύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ενώ το οικοδόμημα είχε ήδη παραδοθεί στις φλόγες, έτσι εκτιμούν σήμερα ότι οι νέοι αφρικανοί καταναλωτές έχουν συγκεντρώσει την κρίσιμη μάζα που τους επιτρέπει να παίξουν σταθεροποιητικό ρόλο.
Στα τέλη 2007-αρχές 2008, όμως, σε μια άλλη χώρα-έμβλημα αυτών των frontier markets (αναδυόμενων αγορών), προς τις οποίες έχουν εφορμήσει οι επιχειρηματικοί όμιλοι, την Κένυα, αυτές οι μεσαίες τάξεις παρακολούθησαν, ανήμπορες, την έκρηξη βίας που πυροδότησε η νοθεία στις προεδρικές εκλογές, με αντιπάλους τον τότε πρόεδρο Μουάι Κιμπάκι και τον Ράιλα Οντίνγκα. Ορισμένοι δημοσιογράφοι στο Ναϊρόμπι έφθασαν, τότε, μέχρι του σημείου να κάνουν λόγο για αποτυχία που έπρεπε να αποδοθεί ευθέως στους άνδρες και τις γυναίκες της μεσαίας τάξης, οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ατομικές ελευθερίες παρά για το κοινό καλό. Ετσι, εκείνη την περίοδο, ο δημοσιογράφος Τομ Μσίντι εκτιμούσε ότι τα τσιτάχ (τοπικό παρατσούκλι για τις μεσαίες τάξεις) είχαν αποτύχει να βγάλουν τη χώρα από την κρίση: «Η μεσαία τάξη, παρ' ότι διέθετε τα μεγαλύτερα κοινωνικά και πνευματικά εφόδια, ήταν μορφωμένη, είχε ιδιοκτησία και είχε αποκοπεί από τις παραδόσεις των φυλών, δεν κατάφερε να συγκρατήσει τα πάθη και τη φωτιά που άναψε (9)».
Αλλο στερεότυπο που διακινείται από τον οικονομικό τύπο: Η άποψη ότι η δειλά εμφανιζόμενη οικονομική ευημερία που μεταμόρφωνε σταδιακά τη Μαύρη Ηπειρο, θα αφορούσε όλους τους κατοίκους της. Και, επομένως, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πισωγύρισμα. Στην Κένυα και πάλι, όπως επισημαίνει η εφημερίδα Business Daily, έρευνα της εταιρείας Target Group Index (TGI) αποκάλυψε πρόσφατα ότι «η κατηγορία των χαμηλών και μικρομεσαίων εισοδημάτων περιλαμβάνει σήμερα το 80% των νοικοκυριών, έναντι 73% πριν από πέντε χρόνια, γεγονός που μειώνει το ποσοστό του πληθυσμού που απολαμβάνει το μέσο εισόδημα σε 18%, από 27% το 2005 (...) Το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών έχει διευρυνθεί (10)». Και δεν πρόκειται για εξαίρεση: πράγματι, στις χώρες που φημίζονται για τις μεγαλύτερες ανισότητες στην αφρικανική ήπειρο -από τη Νότια Αφρική μέχρι την Κένυα-, παρατηρείται η ανάπτυξη μιας μικρής πληθυσμιακής κατηγορίας φερέγγυων και καταναλωτικών πελατών, προσδεδεμένων στην παγκοσμιοποίηση, και, ταυτόχρονα, η διολίσθηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού στη φτώχεια. Το φαινόμενο αυτό, που αφορούσε, στην αρχή, το αγγλόφωνο τμήμα της ηπείρου, επεκτείνεται πλέον στο σύνολο της αστικής Αφρικής.
Το νέο οικονομικό ον
Ο Τζον Σάμιουελ, διευθυντής του διεθνούς τμήματος της Action Aid, αναδεικνύει καίρια ορισμένες πτυχές του καταναλωτικού πυρετού που έχει καταλάβει μια μικρή ομάδα Αφρικανών: «Η οικονομική ανάπτυξη και η εξέλιξη των τεχνολογικών εργαλείων μπορούν να φέρουν πιο κοντά τις ανέσεις. Μπορούν, όμως, επίσης, μετατρέποντας τον άνθρωπο από κοινωνικό σε οικονομικό ον, που οδηγείται από παρορμητικές οικονομικές πρακτικές, να γεννήσουν φαινόμενα ατομικισμού, κοινωνικής αποσύνθεσης, παράνοιας, με τις συνέπειες που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει στο χρόνο που αφιερώνει κανείς στην ποίηση, την πολιτική, τα συναισθήματα, τη φιλία, την κοινότητα. Αυτή η παράνοια, η συναισθηματική ανασφάλεια και η απώλεια της αίσθησης του συλλογικού ανοίγουν την πόρτα σε καινούριες αγορές, προσανατολισμένες στην πνευματικότητα, και σε θρησκευτικές πρακτικές, οι οποίες απαντούν στις νέες προσδοκίες. Νεοεμφανιζόμενοι γκουρού εκμεταλλεύονται την κοινωνική ανασφάλεια που πλήττει όσους αποτελούν τους φορείς και, ταυτόχρονα, τα θύματα των νέων δυνάμεων της αγοράς (11)».
Οι νοτιοαφρικανοί ανθρωπολόγοι Τζιν και Τζον Κόμαροφ καλούν, από την πλευρά τους, να επιδείξουμε περισσότερο από ποτέ «κριτική δυσπιστία» απέναντι στον σημερινό καταιγισμό των καθησυχαστικών άρθρων για την Αφρική. Στο βιβλίο τους «Zombies et frontieres a l' ere neoliberale», υπογραμμίζουν: «Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του απαρτχάιντ έβαλε φωτιά στην ουτοπιστική φαντασία. Αλλά η απελευθέρωση κάτω από την αιγίδα του νεοφιλελευθερισμού συνοδεύτηκε από ανησυχητική ανάδυση της βίας, της εγκληματικότητας και των φαινομένων κατάλυσης της τάξης. Το όραμα της δημοκρατίας, ο σεβασμός στους νόμους, η ευημερία και τα πολιτικά δικαιώματα κινδυνεύουν να εκφυλιστούν σε συγκρούσεις και διεκδικήσεις και, μάλιστα, να οδηγήσουν σε πολιτικό χάος, εν μέσω υπονομευτικών μηνυμάτων, σύμφωνα με τα οποία "ο φτωχός δεν τρέφεται με ψηφοδέλτια και δεν μπορεί να ζήσει μόνο με ένα καλό σύνταγμα". (...) Οι πολυάριθμοι πολίτες που αισθάνονται παγιδευμένοι στο ακυβέρνητο καράβι που λέγεται "Κράτος", προσπαθούν να ανέβουν στο καράβι "Επιχείρηση". Με τον τρόπο αυτό, όμως, εκτίθενται στα πανίσχυρα ρεύματα της νέας παγκόσμιας τάξης που μετατοπίζουν τους θαλάσσιους δρόμους και εξουδετερώνουν τους συνηθισμένους ελιγμούς (12)».
Ενας δημοσιογράφος της εφημερίδας «La Tribune de Madagascar» επισημαίνει, από την πλευρά του, ότι η ανάδυση αυτών «των νέων μεσαίων τάξεων που σκοτώνουν τη δημοκρατία» μπορεί να είναι το προανάκρουσμα της επανεμφάνισης της πάλης των τάξεων στην αφρικανική ήπειρο. «Οποιοι και να είναι οι λόγοι, τα πλήγματα που καταφέρουν στη δημοκρατία οι μεσαίες τάξεις έχουν την ανεπιθύμητη συνέπεια να γκρεμίζουν τους ηθικούς φραγμούς άλλων κοινωνικών στρωμάτων. (...) Στις Φιλιππίνες, από τα κατώτερα στρώματα προέρχεται ο κορμός του οργισμένου πλήθους που ζητά την επιστροφή ενός Τζόζεφ Εστράντα και την οποία εμποδίζει το Ανώτατο Δικαστήριο. Στη Νότια Αμερική, συναντάμε το ίδιο άρωμα της πάλης των τάξεων στις διαμάχες μεταξύ των οπαδών και των αντιπάλων του Εβο Μοράλες ή του Ούγο Τσάβες (13)».
Στο μεταξύ, η Νότια Αφρική, ο «αδύναμος κρίκος του ιμπεριαλισμού», για να θυμηθούμε την ορολογία του Λένιν, έχει μετατραπεί σε φυσικό εργαστήριο των βιαιοτήτων που προκαλεί η νεοφιλελεύθερη εμπειρία. Θα γίνει, άραγε, η πρώτη αφρικανική χώρα που θα χαράξει έναν άλλο δρόμο; Η διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια μαρτυρά ότι καλλιεργείται κάποιας μορφής συνειδητοποίηση. Περιμένοντας την εκδήλωσή της, οι Τζιν και Τζον Κόμαροφ, σε πρόσφατο βιβλίο τους (14), μας καλούν να αντλήσουμε ένα τελευταίο δίδαγμα, πολύτιμο για όλους. Με ό,τι συμβαίνει στο έδαφός της -αποπολιτικοποιημένες μεσαίες τάξεις, αύξηση των ανισοτήτων, αχαλίνωτος καταναλωτισμός, προσωπική αναδίπλωση- η Αφρική μοιάζει με προνομιακό εργαστήριο ανάλυσης αυτού που ήδη είναι (ή ετοιμάζονται να γίνουν) οι ήπειροι του Βορρά, και ιδιαίτερα η Ευρώπη και η Αμερική.
(1) Χρηματιστηριακός δείκτης που απαρτίζεται από τις μετοχές πεντακοσίων εισηγμένων στο αμερικανικό χρηματιστήριο μετοχών και εποπτεύεται από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor's.
(2) «New Africa about much more than football», Africa News Blog, www.reuters.com, 11 Ιουνίου 2010.
(3) «Pourquoi l'Afrique resiste a la crise», Challenges, Παρίσι, 19 Μαΐου 2010.
(4) William Wallis, «Africa's frontier market ready to score», αφιέρωμα «Emerging Africa», «Financial Times», Λονδίνο, 1η Ιουνίου 2010.
(5) «Lions on the move : the progress and potential of African economies», www.mckinsey.com, Ιούνιος 2010.
(6) Βλ. Vijay Mahajan, «Africa Rising. How 900 Million African Consumers Offer More Than You Think», Wharton School Publishing, Φιλαδέλφεια, 2008.
(7) «L'Afrique riche de ses nouveaux consommateurs», www.lexpansion.com, 3 Ιουνίου 2010.
(8) Οπ. προηγ.
(9) Tom Mshindi, «The middle-class has failed to steer Kenya out of crisis», Daily Nation, Ναϊρόμπι, 2 Φεβρουαρίου 2008.
(10) Mwaura Kimani, «Stalled wages, inflation leave Kenya's middle class poorer», «Business Daily», Ναϊρόμπι, 6 Απριλίου 2010.
(11) John Samuel, «Unhappy highways : Economic growth, technology and alienation», www.pambazuka.org, 19 Μαρτίου 2008.
(12) Jean et John Comaroff, «Zombies et frontieres a l' ere neoliberale», Les Prairies ordinaires, Παρίσι, 2010.
(13) «Ces classes moyennes qui tuent la democratie», «La Tribune de Madagascar», 31 Μαρτίου 2010.
(14) Jean and John Comaroff, «Theory from the South. Or, How Euro-America Is Evolving Toward Africa», Paradigm Publishers, Μπόλντερ, 2010.
*Δημοσιογράφος, συγγραφέας του βιβλίου «Afrique du Sud. Un siecle de resistance. 1910-2010», Consart, Λοζάνη, 2010.

Δημόσια εκπαίδευση, κοινωνικό αγαθό ή .....

Πολύς λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για την καθιέρωση ενός ευρύτερου συστήματος αξιολόγησης για μαθητές, εκπαιδευτικούς και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, στις ΗΠΑ, που έχουν ήδη εφαρμόσει ένα τέτοιο σύστημα, μια αρμόδια πρώην υφυπουργός αναθεωρεί ριζικά, σήμερα, όλα όσα υποστήριζε παλαιότερα για το θέμα της αξιολόγησης.
Οταν το 1991 ανέλαβα καθήκοντα υφυπουργού Παιδείας στην κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους πατρός, δεν είχα κάποια κατασταλαγμένη άποψη για το ζήτημα της «ελεύθερης επιλογής» στην εκπαίδευση ή για το πώς θα καταστούν οι εκπαιδευτικοί «περισσότερο υπεύθυνοι». Ομως, όταν δύο χρόνια αργότερα εγκατέλειψα την κυβέρνηση, υποστήριζα την αρχή της αμοιβής του εκπαιδευτικού ανάλογα με την αξία του: θεωρούσα ότι οι εκπαιδευτικοί των οποίων οι μαθητές επιτύγχαναν καλύτερα αποτελέσματα έπρεπε να αμείβονται καλύτερα από τους υπόλοιπους. Υποστήριζα, επίσης, τη γενίκευση των τεστ αξιολόγησης τα οποία μου φαίνονταν χρήσιμα, ούτως ώστε να εντοπίζουμε με ακρίβεια ποια σχολεία χρειάζονταν συμπληρωματική βοήθεια. Ετσι, εξέφρασα τον ενθουσιασμό μου όταν, το 2001, το Κογκρέσο ψήφισε έναν νόμο προς αυτήν την κατεύθυνση, τον νόμο NCLB («Νο Child Left Behind», «Κανένα παιδί δεν θα εγκαταλειφθεί στην τύχη του»), και όταν στη συνέχεια, το 2002, ο πρόεδρος Μπους τον έθεσε σε ισχύ με την υπογραφή του.
Σήμερα, παρατηρώντας τις χειροπιαστές επιπτώσεις αυτών των πολιτικών, έχω αλλάξει γνώμη: θεωρώ πλέον ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης που λαμβάνουν τα παιδιά έχει μεγαλύτερη σημασία από τα προβλήματα διαχείρισης, οργάνωσης ή αξιολόγησης των σχολικών μονάδων.
Ο νόμος NCLB απαιτεί από κάθε πολιτεία των ΗΠΑ να αξιολογήσει τις ικανότητες όλων των μαθητών στην ανάγνωση και στις μαθηματικές πράξεις, από το επίπεδο της τρίτης δημοτικού έως εκείνο της δευτέρας γυμνασίου. Στη συνέχεια, τα αποτελέσματα κάθε σχολικής μονάδας αναλύονται σε συνάρτηση με την εθνοτική προέλευση, το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας, την ενδεχόμενη ύπαρξη αναπηριών ή μαθησιακών δυσκολιών και το εισόδημα των γονέων. Σε κάθε μία από τις ομάδες που συγκροτούνται με αυτόν τον τρόπο, επιβάλλεται να επιτευχθεί, μέχρι το 2014, ποσοστό επιτυχίας 100% στα τεστ. Εάν σε ένα σχολείο, ακόμα και μία μονάχα από αυτές τις ομάδες δεν επιτυγχάνει συνεχείς προόδους προς την εκπλήρωση του στόχου που έχει τεθεί, η σχολική μονάδα υπόκειται σε κυρώσεις, των οποίων η σοβαρότητα αυξάνεται σταδιακά. Την πρώτη χρονιά, το σχολείο δέχεται μια επίπληξη. Την επόμενη, σε όλους τους μαθητές (ακόμα και σε εκείνους που πέτυχαν υψηλή βαθμολογία) προσφέρεται η δυνατότητα να αλλάξουν σχολική μονάδα. Την τρίτη χρονιά, οι φτωχότεροι μαθητές δικαιούνται δωρεάν ενισχυτική διδασκαλία. Εάν το σχολείο δεν κατορθώσει να επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί μέσα σε διάστημα πενταετίας, βρίσκεται αντιμέτωπο με τα ενδεχόμενα της ιδιωτικοποίησής του, της μετατροπής του σε charter school (βλέπε παρακάτω), της πλήρους αναδιάρθρωσής του ή, απλούστατα, του κλεισίματός του. Το δε προσωπικό του μπορεί να απολυθεί. Αυτή τη στιγμή, περίπου το ένα τρίτο των δημόσιων σχολείων της χώρας (δηλαδή, περισσότερα από 30.000) έχουν ενταχθεί στην κατηγορία των σχολικών μονάδων που δεν επιτυγχάνουν «ικανοποιητικά ετήσια αποτελέσματα».
Το κρίσιμο σημείο του νόμου NCLB είναι ότι άφησε τις πολιτείες να ορίσουν τα δικά τους κριτήρια αξιολόγησης. Ετσι, μερικές ανάμεσά τους εκμεταλλεύθηκαν τη δυνατότητα να μειώσουν τις απαιτήσεις τους... έτσι ώστε να διευκολύνονται οι μαθητές να επιτύχουν τους στόχους που έχουν τεθεί. Ομως, αυτή η βελτίωση του σχολικού επιπέδου που προβάλλεται σε τοπικό επίπεδο δεν επιβεβαιώνεται πάντα από τα ομοσπονδιακά τεστ.
ΤΥΧΑΙΑ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Πράγματι, το Κογκρέσο υποχρεώνει τα σχολεία να υποβάλουν ορισμένους από τους μαθητές τους, επιλεγμένους με τυχαίο τρόπο, σε μια αξιολόγηση σε εθνικό επίπεδο, στη National Assessment of Educational Progress (ΝΑΕΡ), ούτως ώστε να γίνεται δυνατή η σύγκριση των αποτελεσμάτων τους με εκείνα που παρουσιάζουν οι πολιτείες. Στο Τέξας, για παράδειγμα, όπου οι αρχές εμφανίζουν ότι έχουν επιτύχει ένα πραγματικό παιδαγωγικό θαύμα, οι επιδόσεις των μαθητών στο τεστ ανάγνωσης παρουσιάζουν στασιμότητα εδώ και δέκα χρόνια. Κατά τον ίδιο τρόπο, ενώ η πολιτεία του Τενεσί υποστήριζε ότι το 90% των μαθητών της είχε επιτύχει τους στόχους που είχαν τεθεί για το έτος 2007, η αξιολόγηση της ΝΑΕΡ αποδείχθηκε πολύ λιγότερο κολακευτική (μόλις το 26% αρίστευσε).
Ξοδεύτηκαν δισεκατομμύρια δολάρια για τη σύνταξη όλων αυτών των τεστ στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, καθώς και για τη διεξαγωγή των αντίστοιχων εξετάσεων. Σε πολλά σχολεία, αρκετούς μήνες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής τους, οι εκπαιδευτικοί παύουν να ασχολούνται με τη διδακτέα ύλη και αφοσιώνονται στην εντατική προετοιμασία των μαθητών τους για τα τεστ. Ωστόσο, πλήθος ειδικών απέδειξε ότι τα παιδιά δεν επωφελούνται από όλη αυτή τη διαδικασία, δεδομένου ότι μαθαίνουν περισσότερο τις τεχνικές με τις οποίες μπορούν να επιτύχουν καλά αποτελέσματα στα τεστ και λιγότερο το πραγματικό περιεχόμενο του εξεταζόμενου μαθήματος.
Παρ' όλο το χρήμα και τον χρόνο που διατέθηκε γι' αυτόν τον σκοπό, οι επιδόσεις στη ΝΑΕΡ ελάχιστα βελτιώθηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, έμειναν απλούστατα στάσιμες. Μάλιστα, στα μαθηματικά παρατηρούνταν μεγαλύτερη πρόοδος πριν από την εφαρμογή του νόμου NCLB. Σύμφωνα δε με τις υπάρχουσες εκτιμήσεις, όσον αφορά την ανάγνωση, το επίπεδο βελτιώθηκε στην τετάρτη δημοτικού, ενώ στη δευτέρα γυμνασίου οι επιδόσεις του 2009 ήταν ίδιες με εκείνες που είχαν καταγραφεί το 1998.
Αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι αυτά καθεαυτά τα αποτελέσματα που επιτυγχάνουν οι μαθητές στα τεστ, ούτε και ο τρόπος με τον οποίο οι πολιτείες και οι πόλεις κατορθώνουν να επιτύχουν τα αποτελέσματα. Το πραγματικό θύμα αυτής της επιμονής των αρχών σε παρόμοιες μεθόδους είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης. Καθώς η ανάγνωση και τα πρακτικά μαθηματικά έχουν πλέον απόλυτη προτεραιότητα, οι εκπαιδευτικοί συνειδητοποιούν ότι αυτά τα δύο μαθήματα καθορίζουν το μέλλον του σχολείου τους -αλλά και τη διατήρηση της θέσης τους- με αποτέλεσμα να παραμελούν τα υπόλοιπα. Η ιστορία, η λογοτεχνία, η γεωγραφία, οι φυσικές επιστήμες, οι ξένες γλώσσες, η αγωγή του πολίτη και τα καλλιτεχνικά μαθήματα υποβαθμίζονται σε εντελώς δευτερεύοντα.
«ΙΣΧΥΡΑ» ΙΔΡΥΜΑΤΑ
Από την άλλη πλευρά, εδώ και δεκαπέντε χρόνια περίπου, μια άλλη πρόταση έχει προσελκύσει την προσοχή ισχυρών ιδρυμάτων και πλούσιων εκπροσώπων της εργοδοσίας: Πρόκειται για την «ελεύθερη επιλογή», η οποία ενσαρκώνεται κυρίως στα charter schools που έκαναν την εμφάνισή τους στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Από εκείνη την εποχή, αυτά τα σχολεία έχουν δημιουργήσει ένα ευρύτατο κίνημα που περιλαμβάνει περισσότερα από 5.000 σχολεία με 1.500.000 μαθητές. Αυτές οι σχολικές μονάδες χρηματοδοτούνται με δημόσιους πόρους, αλλά διοικούνται όπως οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και δεν υπάγονται στις περισσότερες από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που ισχύουν για το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Για παράδειγμα, η πλειονότητα (ποσοστό μεγαλύτερο του 95%) αρνείται να προσλάβει συνδικαλισμένους εκπαιδευτικούς. Κι όταν οι αρχές της πολιτείας της Νέας Υόρκης θέλησαν να πραγματοποιήσουν αξιολόγηση και έλεγχο της λειτουργίας των charter schools στα οποία είχαν χορηγήσει άδεια λειτουργίας, αυτά προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη για να αποτρέψουν παρόμοιο ενδεχόμενο: η πολιτεία όφειλε να τους έχει εμπιστοσύνη και να τα αφήσει να πραγματοποιήσουν αυτοέλεγχο και αυτοαξιολόγηση.
Το επίπεδο αυτών των σχολείων είναι υπερβολικά άνισο. Σε μερικά είναι εξαιρετικό, ενώ σε άλλα είναι καταστροφικό. Συνήθως το επίπεδο κυμαίνεται ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα. Μέχρι σήμερα, έχει επιχειρηθεί μονάχα μία προσπάθεια αξιολόγησής τους σε εθνικό επίπεδο: πρόκειται για την έρευνα της Μάργκαρετ Ρέιμοντ, οικονομολόγου στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ(1). Αν και χρηματοδοτήθηκε από το ίδρυμα Walton Family Foundation, το οποίο υπεραμύνεται φανατικά των charter schools, απέδειξε ότι μόλις το 17% των συγκεκριμένων σχολείων έχουν επιτύχει ανώτερο επίπεδο από εκείνο που απαντάται σε ένα συγκρίσιμο δημόσιο σχολείο. Το υπόλοιπο 83% επιτυγχάνει παρεμφερείς ή κατώτερες επιδόσεις. Οσον αφορά δε τις εξετάσεις της ΝΑΕΡ στην ανάγνωση και στα μαθηματικά, οι μαθητές που φοιτούν στα charter schools επιτυγχάνουν τα ίδια αποτελέσματα με εκείνους των δημόσιων σχολείων, ανεξαρτήτως κατηγορίας (μαύροι, ισπανόφωνοι, φτωχοί, κάτοικοι μεγάλων πόλεων). Παρ' όλα αυτά, το μοντέλο των charter schools θεωρείται ότι αποτελεί τη θαυματουργή λύση για όλα τα προβλήματα του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος, τόσο για τη δεξιά -φυσικά- όσο και για πολλούς δημοκρατικούς. Μάλιστα, οι τελευταίοι έχουν δημιουργήσει και μια ομάδα πίεσης, τους «Δημοκρατικούς για την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση».
Ορισμένα charter schools αποτελούν ιδιωτικές επιχειρήσεις, ενώ άλλα είναι μη κερδοσκοπικά σωματεία. Η λειτουργία τους στηρίζεται στο υψηλό ποσοστό ανανέωσης του προσωπικού τους, καθώς οι εκπαιδευτικοί τους εργάζονται απίστευτα πολλές ώρες (έως και 60 ή 70 ώρες την εβδομάδα), ενώ παράλληλα είναι υποχρεωμένοι να έχουν πάντοτε το κινητό τηλέφωνό τους ανοιχτό, έτσι ώστε να μπορούν οι μαθητές τους να έρθουν σε επαφή μαζί τους οποιαδήποτε στιγμή. Η απουσία συνδικάτων διευκολύνει την επιβολή παρόμοιων συνθηκών εργασίας.
ΤΑ CHARTER SCHOOLS
Οταν τα μέσα ενημέρωσης ενδιαφέρονται για τα charter schools, εστιάζουν πολύ συχνά την προσοχή τους στα σχολεία με τα εξαιρετικά αποτελέσματα. Ετσι, είτε ηθελημένα είτε όχι, δημιουργούν την εντύπωση ότι πρόκειται για πραγματικούς «παραδείσους» γεμάτους νεαρούς και δυναμικούς εκπαιδευτικούς και μαθητές με στολή, άψογους τρόπους και ικανούς να συνεχίσουν όλοι τους σε σπουδές στο πανεπιστήμιο. Ομως, αυτά τα ρεπορτάζ αποσιωπούν ορισμένους παράγοντες που έχουν αποφασιστική σημασία. Κατ' αρχήν, οι μαθητές αυτών των σχολείων προέρχονται από τις οικογένειες που ενδιαφέρονται περισσότερο για τη σχολική επίδοση των παιδιών τους. Επιπλέον, δέχονται την εγγραφή λιγότερων παιδιών με ξένη μητρική γλώσσα, με μαθησιακές δυσκολίες ή άστεγων(2), γεγονός που τους εξασφαλίζει ένα πλεονέκτημα σε σύγκριση με τα δημόσια σχολεία. Τέλος, έχουν το δικαίωμα να διώξουν και να στείλουν σε δημόσιο σχολείο τους μαθητές που «κηλιδώνουν» την εικόνα του σχολείου.
Οταν αναπτύχθηκε το κίνημα υπέρ των charter schools, στηριζόταν στη βεβαιότητα ότι αυτά τα σχολεία θα ιδρύονταν και θα στελεχώνονταν από εκπαιδευτικούς γεμάτους ζήλο, οι οποίοι θα ενδιαφέρονταν να βοηθήσουν τους μαθητές που αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Καθώς θα είχαν ελευθερία κινήσεων, θα μπορούσαν να καινοτομήσουν και να βρουν τρόπους για να βοηθηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο αυτή η κατηγορία μαθητών. Ετσι, θα ωφελούνταν το σύνολο της κοινότητας όταν αυτοί οι μαθητές θα επέστρεφαν στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Ομως, σήμερα, τα σχολεία αυτού του τύπου ανταγωνίζονται ανοιχτά τα δημόσια σχολεία. Στο Χάρλεμ, τα δημόσια σχολεία είναι αναγκασμένα να οργανώνουν διαφημιστικές καμπάνιες που απευθύνονται στους γονείς. Οι προϋπολογισμοί των (τουλάχιστον) 500 δολαρίων για διαφημιστικά φυλλάδια φαίνονται αστείοι μπροστά στο ποσό των 325.000 δολαρίων που διαθέτει για διαφήμιση ο ισχυρός όμιλος που προσπαθεί να διώξει τα δημόσια σχολεία από την «εκπαιδευτική αγορά».
Τον Ιανουάριο του 2009, όταν ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα, ήμουν σίγουρη ότι θα καταργούσε τον νόμο NCLB και θα ξεκινούσε την προσπάθειά της πάνω σε υγιείς βάσεις. Ομως, συνέβη το ακριβώς αντίθετο: υιοθέτησε τις πιο επικίνδυνες ιδέες και επιλογές της περιόδου Μπους. Το πρόγραμμά της -με την ονομασία «Race to the Top» (Αγώνας Δρόμου προς την Κορυφή)- υπόσχεται επιδοτήσεις 4,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε πολιτείες οι οποίες αντιμετωπίζουν τεράστια οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της κρίσης. Για να επωφεληθούν από αυτόν τον πακτωλό, οφείλουν να καταργήσουν κάθε νομοθετικό φραγμό που αφορά τη δημιουργία των charter schools. Ετσι, η εξάπλωση αυτών των σχολείων υλοποιεί το παλιό όνειρο των επιχειρήσεων της εκπαίδευσης και των οπαδών της θεωρίας ότι τα πάντα πρέπει να ρυθμίζονται από την αγορά, οι οποίοι φιλοδοξούν να διαλύσουν εντελώς το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα.
Ομως, είναι παράλογο να αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί με βάση τα αποτελέσματα των μαθητών τους, καθώς αυτά δεν εξαρτώνται μονάχα από όλα όσα συμβαίνουν μέσα στην τάξη. Εξίσου σημαντικό ρόλο παίζουν εξωτερικοί παράγοντες, όπως οι οικονομικοί πόροι της οικογένειας, ο ζήλος τους για μάθηση, καθώς και η υποστήριξη την οποία πρέπει -ή μπορούν- να τους εξασφαλίσουν οι γονείς τους. Κι όμως, οι μόνοι που θεωρούνται υπεύθυνοι για τις επιδόσεις των μαθητών είναι οι εκπαιδευτικοί. Οσον αφορά δε τις «αλλαγές» στις σχολικές μονάδες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες, πρόκειται για έναν ευφημισμό που αποκρύπτει ότι πρόκειται ακριβώς για τα μέτρα που προέβλεπε και ο NCLB.
ΤΙΜΩΡΙΑ... ΣΧΟΛΕΙΩΝ
Εάν οι επιδόσεις των μαθητών δεν βελτιώνονται με ταχύ ρυθμό, τα σχολεία περνούν στην αρμοδιότητα της πολιτείας, κλείνουν, ιδιωτικοποιούνται ή μετατρέπονται σε charter schools. Οταν οι αρχές της πολιτείας του Ροντ Αϊλαντ ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να απολύσουν όλο το διδακτικό προσωπικό του μοναδικού λυκείου της πόλης Σέντραλ Φολς, η απόφασή τους επικροτήθηκε από τον υπουργό Παιδείας, Αρνε Ντάνκαν, κι από τον ίδιο τον δημοκρατικό πρόεδρο. Πρόσφατα, το προσωπικό επαναπροσελήφθη, αφού προηγουμένως δέχθηκε να εργάζεται περισσότερες ώρες και να προσφέρει περισσότερη εξατομικευμένη βοήθεια στους μαθητές.
Η έμφαση που δίνει η κυβέρνηση Ομπάμα στην αξιολόγηση ώθησε τις πολιτείες να τροποποιήσουν τη σχετική νομοθεσία τους, ελπίζοντας ότι θα τους χορηγηθούν τα ομοσπονδιακά κονδύλια που τόσο πολύ χρειάζονται. Η Φλόριντα ψήφισε πρόσφατα έναν νόμο με τον οποίο απαγορεύεται η πρόσληψη εκπαιδευτικών που δεν διαθέτουν προϋπηρεσία, το ήμισυ του μισθού τους συνδέεται με τις επιδόσεις των μαθητών τους, ενώ καταργούνται και τα κονδύλια για τη διά βίου επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Παράλληλα, η διαδικασία αξιολόγησης των σχολικών μονάδων χρηματοδοτείται με την παρακράτηση από την πολιτεία του 5% του προϋπολογισμού κάθε περιφέρειας για την εκπαίδευση. Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί ένωσαν τις δυνάμεις τους και κατόρθωσαν να πείσουν τον κυβερνήτη Τσάρλι Κριστ να μην υπογράψει αυτόν τον νόμο, γεγονός που, πιθανότατα, σήμανε και το τέλος της πολιτικής του καριέρας στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα(3). Ομως, παρόμοια μέτρα λαμβάνονται σχεδόν παντού σε ολόκληρη τη χώρα.
* Ερευνήτρια των επιστημών της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Εχει, μεταξύ άλλων, εκδώσει το «The Death and Life of the Great American School System: How Testing and Choice Are Undermining Education», Basic Books, Νέα Υόρκη, 2010. Αυτό το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο περιοδικό «The Nation» (Νέα Υόρκη), 14 Ιουνίου 2010, με τον τίτλο «Why Ι changed my mind».
(1) «Multiple choice: Charter school performance in 16 states», Center for Research on Education Outcomes (Credo), Stanford University, Ιούνιος 2009.
(2) (Σ.τ.μ.) Στις Ηνωμένες Πολιτείες, λόγω του κύματος των κατασχέσεων των κατοικιών την τελευταία τριετία, εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες είναι πλέον άστεγες και ζουν -αν όχι στον δρόμο- σε τροχόσπιτα και σε σκηνές. Παρ' όλες τις δυσκολίες, μεγάλο μέρος των παιδιών τους προσπαθεί να συνεχίσει τη φοίτησή του στο σχολείο.
(3) (Σ.τ.ε.) Ο κυπριακής καταγωγής Τσάρλι Κριστ, κυβερνήτης της Φλόριντα από το 2006, αποφάσισε φέτος να διεκδικήσει την έδρα της πολιτείας για τη Γερουσία. Στις προκριματικές εκλογές, όμως, για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, έχασε από τον Μάρκο Ρούμπιο, εκφραστή του ακραίου κινήματος Tea Party (Κόμμα του Τσαγιού). Ο Κριστ κατέβηκε στις εκλογές της 2ας Νοεμβρίου ως ανεξάρτητος, αλλά τελικά ηττήθηκε από τον Ρούμπιο.

Οι Δουβλινέζοι Ή, αλλιώς, η γκαντεμιά (;) του Καλατράβα

Οταν ο Καλατράβα χτίζει φαραωνικά έργα σε μια μικρή και βασανισμένη χώρα, κάποιο κακό προοιωνίζεται. Μετά από μας, το κατάλαβαν και οι Ιρλανδοί. Τη δεκαετία των 00s διάβαιναν, μεθυσμένοι από την πλαστή ευτυχία τού να ζεις αρχοντικά με δανεικά, τις νέες φαντασμαγορικές γέφυρες του ισπανού αρχιτέκτονα στο παλιό λιμάνι του Δουβλίνου, που έγινε μοντέρνο προς δόξαν του νέου πλούτου. Ξεχνώντας, ίσως, τη ρήση του Σάμιουελ Μπέκετ, «Προσπάθησε ξανά, απότυχε ξανά, απότυχε καλύτερα». Μαγεμένοι από το σύνδρομο της Σταχτοπούτας, απολάμβαναν το ότι από φτωχοί έγιναν πλούσιοι. Για να γίνουν στο μεσονύκτιο της κρίσης, αυτοί οι περήφανοι Κέλτες, θύματα μιας καλά στημένης ψευδαίσθησης. Και ξανά φτωχοί.
Από τα χρόνια που πάλευαν για την ανεξαρτησία τους έως και σήμερα, οι Ιρλανδοί μοιάζουν συνηθισμένοι στις ουρές. Το 1922 ως εσωτερικοί μετανάστες, λόγω των ταραχών στη διάρκεια του εμφυλίου που ακολούθησε την υπογραφή της αγγλο-ιρλανδικής συνθήκης· το 2010 ως άνεργοι και άποροι στα δωρεάν συσσίτια που διανέμουν φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Από τα χρόνια που πάλευαν για την ανεξαρτησία τους έως και σήμερα, οι Ιρλανδοί μοιάζουν συνηθισμένοι στις ουρές. Το 1922 ως εσωτερικοί μετανάστες, λόγω των ταραχών στη διάρκεια του εμφυλίου που ακολούθησε την υπογραφή της αγγλο-ιρλανδικής συνθήκης· το 2010 ως άνεργοι και άποροι στα δωρεάν συσσίτια που διανέμουν φιλανθρωπικές οργανώσει
Ο Τζίμι σκορπά τα λεφτά τού μπαμπά σε μουσικούς, χαρτιά και αυτοκίνητα, πρόθυμος να τα χάσει όλα προκειμένου να μπει στον κύκλο των πλούσιων ξένων νεαρών μποέμ. Η Εβελιν έχει μπροστά της το εισιτήριο που θα την απαλλάξει από μια μίζερη και υποταγμένη ζωή, αλλά δεν τολμά -από φόβο- το ταξίδι της ελευθερίας. Ο Κόρλεϊ πουλά αδιάντροπα έρωτες σε υπηρετριούλες, αποσπώντας τους λεφτά για να διασκεδάσει με τους φίλους του. Ο Λένεχαν, στα τριάντα του, έχει απαυδήσει να τη βολεύει με τεχνάσματα και να ονειρεύεται μάταια μια καλή δουλειά και ένα δικό του σπίτι. Η Μαντάμ Μόνεϊ φροντίζει η κόρη της να ατιμαστεί, ώστε να εξασφαλίσει έναν καλό γάμο. Ο μικρός Τσάντλερ ζηλεύει τον επιτυχημένο στην Αγγλία φίλο του και νιώθει πόσο μάταιο είναι να αγωνίζεται ενάντια στη μοίρα σε μια χώρα όπου για να πετύχεις πρέπει να την εγκαταλείψεις. Ο Φάρινγκτον καταφεύγει σε τοκογλύφους για να μπορέσει να μετάσχει στα παραδοσιακά κεράσματα στις παμπ κι έπειτα ξεσπά στα παιδιά του για τη φτώχειά του. Οι «Δουβλινέζοι» του Τζέιμς Τζόις, εκείνοι οι αντιήρωες του ξεπεσμού, του περιθωρίου, του κενού, σχεδόν έναν αιώνα μετά συναντούν τους Δουβλινέζους τού σήμερα στο πρόσωπο της 81χρονης Αν Καμίνσκι, που κάηκε ζωντανή πριν από μερικές μέρες από τα κεριά που φώτιζαν και ζέσταιναν την οικογένειά της, επειδή ο άνεργος γαμπρός της δεν μπορούσε να πληρώσει το λογαριασμό του ηλεκτρικού.
Το ονειρικό διάλειμμα της ευημερίας και του άκρατου καταναλωτισμού έδωσε τη θέση του στην «άλωση και την παράδοση άνευ όρων», όπως χαρακτηρίζουν τα ιρλανδικά μίντια την προσφυγή της Ιρλανδίας στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. και ΔΝΤ, λαβώνοντας έναν πατριωτισμό που αμφισβήτησε δύο φορές την οικοδόμηση της Ε.Ε. και τώρα θα δει μη εκλεγμένους γραφειοκράτες να διαχειρίζονται τις υποθέσεις της χώρας.
Η «κέλτικη τίγρη» βρυχάται πληγωμένη θανάσιμα, έτσι όπως συντρίφτηκε, μετά τη θεαματική ανάπτυξη που την έκανε σε ελάχιστα χρόνια από τη φτωχότερη αγροτική χώρα της Ε.Ε. στη δεύτερη σε πλούτο μετά το Λουξεμβούργο. Χάρη κυρίως στους πόρους του Ταμείου Συνοχής, στη στροφή στις εξαγωγές και στο μόλις 12,5% του φόρου επί των επιχειρηματικών κερδών, κατέκτησε τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρώπη και προσέλκυσε περισσότερες από 1.300 πολυεθνικές. Τι κι αν το «θαύμα της ανάπτυξης» παρέμεινε αθέατο για το 17% των εργαζόμενων, που ήδη την εποχή της άνθησης (2005) ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας... Μικρό το τίμημα για την είσοδο στο κλαμπ των πλουσίων.
Η «επιτυχία» τη μέθυσε, κι όσο οι Ιρλανδοί απολάμβαναν άπληστα το στάτους του νεόπλουτου «καλού μαθητή» του φιλελευθερισμού που τους καλούσε να καταναλώνουν, να δανείζονται, να υποκλίνονται στο πλαστικό χρήμα, εκείνη απορρύθμισε το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, χρεώθηκε χωρίς μέτρο, η τράπεζά της στοιχημάτισε τυφλά στο χρηματιστήριο της οικοδομής οδηγώντας στη «φούσκα» των στεγαστικών. Πληρώνοντας (μαζί με τη φιλαργυρία) τις ακρότητες και την ανικανότητα πολιτικών, τραπεζιτών, κατασκευαστών, κτηματομεσιτών που τροφοδοτούσαν το κυνήγι του κέρδους και του τζόγου, έγινε η πρώτη που πήρε το ρετσινόλαδο της λιτότητας το φθινόπωρο του 2008, όταν η «φούσκα» έσκασε με αντίκτυπο ατομικής βόμβας πάνω στη ζωή των πολιτών.
Οι 4,5 εκατομμύρια Ιρλαδοί ξύπνησαν έκπληκτοι από το σοκ, χρεωμένοι καθένας τους με 12.500 ευρώ από το κόστος διάσωσης των τραπεζών. Μπορεί ο κόσμος να μην κάνει ουρές μπροστά στα πιστωτικά ιδρύματα για να αποσύρει τα λεφτά του, το έκαναν όμως οι επιχειρήσεις, αποσύροντας ήδη από την Τράπεζα Ιρλανδίας το 12% των καταθέσεων και από την Anglo Irish το 17%, αφήνοντας το τραπεζικό σύστημα υπό κατάρρευση, παρά την ένεση των 50 δισ. που ήδη πήρε.
Η ανεργία τριπλασιάστηκε από το 2006 και πλησιάζει το 14%, φτάνοντας το 30% στους νέους και στις κατασκευές, εκεί που ο κυνικός ευφημισμός αποκαλεί τους άνεργους «αυταποασχολούμενους οικοδόμους». Οι μισθοί έχουν περικοπεί από 5% ώς 20%, οι δημόσιες υπηρεσίες καταρρέουν μειώνοντας δραματικά τις κοινωνικές παροχές, ο νέος προϋπολογισμός που επιδιώκει να περάσει η υπό παραίτηση (ώς την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές) κυβέρνηση προβλέπει νέες περικοπές για το 2011 ύψους 6 δισ. ευρώ, ενώ κάπου 20.000 θα χάσουν τη δουλειά τους στον δημόσιο τομέα, πέραν των 12.000 που την έχασαν φέτος.
Στη χώρα που -με δάνεια και υποθηκευμένα σπίτια- τους έκαναν να πιστέψουν ότι τα κύματα μετανάστευσης θάφτηκαν στην Ιστορία, οι ανύπαρκτες προοπτικές έχουν οδηγήσει ήδη 40.000 -κυρίως νέους- εργαζόμενους (μόνο φέτος) να μεταναστεύσουν. Ενας στους πέντε πτυχιούχους ψάχνει δουλειά στο εξωτερικό, 1.250 φοιτητές το μήνα εγκαταλείπουν τη χώρα και η Ενωση Φοιτητών Ιρλανδίας εκτιμά πως 150.000 φοιτητές θα μεταναστεύσουν την επόμενη πενταετία.
«Είναι μια νέα Μεγάλη Εξοδος, μια τρελή φυγή. Εχουμε φτιάξει μουσεία αφιερωμένα στην ιστορία της μετανάστευσης, πιστεύοντας ότι είχε τελειώσει, και τώρα ξεκινάμε από την αρχή» λέει ο Φρανκ Ο' Μπράιαν στην «Ιντιπέντεντ», καθώς αποχαιρετά τους δύο γιους του που μεταναστεύουν στον Καναδά, επαναλαμβάνοντας αυτό που οι γονείς του έκαναν τη δεκαετία του '50 και ο ίδιος τη δεκαετία του '80. Και επιβεβαιώνοντας τον Τζόις, όταν έγραφε στην αγαπημένη του Νόρα, «Κανένας που σέβεται τον εαυτό του δεν μένει πια στην Ιρλανδία. Ολοι προσπαθούν να φύγουν μακριά απ' τη χώρα που την κατέχει ένας θυμωμένος και εκδικητικός Δίας», συγκρίνοντας τη ράτσα με ιταλίδα πόρνη και τη χώρα με γουρούνα που τρώει τα παιδιά της.
Πολλοί ακόμη θα έφευγαν, αλλά δεν μπορούν να πουλήσουν τα σπίτια τους και παραμένουν, περιμένοντας να βυθιστεί ο Τιτανικός. Ηδη 200.000 δανειολήπτες χρωστούν περισσότερα από την αξία των σπιτιών τους, ενώ 300.000 σπίτια μένουν απούλητα, παρότι οι τιμές τους έπεσαν κατά 35% από το 2006.
Η κρίση θολώνει το αύριο και, ελλείψει προοπτικής, όλο και περισσότερες γυναίκες καταφεύγουν στην Αγγλία για μία άμβλωση, καθώς στην Ιρλανδία απειλούνται με ισόβια κάθειρξη αν αποφασίσουν ότι η ανεργία και η ανέχεια δεν τους επιτρέπουν πια την πολυτέλεια ενός παιδιού. Η φιλανθρωπική οργάνωση Barnardo λέει πως οικογένειες που εξαρτώνται από κρατικά επιδόματα είδαν το 2010 να μειώνονται οι παροχές κατά 120 ευρώ το μήνα. Τα κέντρα κοινωνικής στήριξης παιδιών και ηλικιωμένων αρχίζουν και κλείνουν λόγω έλλειψης πόρων. Και οργανώσεις που μοιράζουν γεύματα σε άστεγους και άπορους λένε ότι εφταπλασιάστηκε στο Δουβλίνο ο αριθμός των πολιτών που επιβιώνουν με δωρεάν συσσίτια.
Απέναντι σε όλα αυτά, η κυβέρνηση απαντά μοιράζοντας 50 τόνους τσένταρ στους πιο φτωχούς, κάνοντας μιντιακή υπόθεση ένα κοινοτικό πρόγραμμα που ισχύει εδώ και δέκα χρόνια. Και με ζήλο που μόνο μία καθολική θεοκρατία θα μπορούσε να επιδείξει, ενώ τα δημόσια ταμεία αιμορραγούσαν, η κυβέρνηση πλήρωσε 1,2 δισ. ευρώ (δηλαδή, το 90%) των αποζημιώσεων για τα θύματα της παιδεραστικής λαγνείας των παπάδων.
Οι αγώνες είναι κι αυτοί ιρλανδέζικη παράδοση. Επάνω, διαδήλωση συμπαράστασης σε μέλη του κόμματος Σιν Φέιν, τα οποία απειλούνταν με εκτέλεση το 1921. Κάτω, εργάτες στη μεγαλειώδη διαμαρτυρία του 2009 κατά των τότε κυβερνητικών μέτρων. Τώρα, το μνημόνιο θα τους βγάλει ξανά στους δρόμους...
Οι αγώνες είναι κι αυτοί ιρλανδέζικη παράδοση. Επάνω, διαδήλωση συμπαράστασης σε μέλη του κόμματος Σιν Φέιν, τα οποία απειλούνταν με εκτέλεση το 1921. Κάτω, εργάτες στη μεγαλειώδη διαμαρτυρία του 2009 κατά των τότε κυβερνητικών μέτρων. Τώρα, το μνημόνιο θα τους βγάλει ξανά στους δρόμους
Πώς να μη σαλέψεις ύστερα απ' αυτήν τη μεταμόρφωση από φτωχό σε νεόπλουτο και μετά σε νεόπτωχο, σε μια χώρα όπου τα οικονομικά προβλήματα έχουν αυξήσει κατά 70% τον κίνδυνο αυτοκτονιών, ιδίως στους νέους, και όπου οι αυτοκτονίες έχουν ξεπεράσει τους θανάτους από τροχαία;
Αυτή η χώρα -που έζησε στο ρυθμό επαναστάσεων, ηρώων, λιμών και μετανάστευσης- τύλιξε τη μελαγχολία της σε μπαλάντες και ποίηση και αντέταξε στις δυστυχίες πνεύμα και φλεγματικό χιούμορ. Από τον Γέιτς και τον Ουάιλντ ώς τους Σουίφτ, Σο, Τζόις ή Μπέκετ, μια αφρόκρεμα διανοητών κάνει τέχνη με ιστορίες για ξεπεσμένους, πολιτικάντηδες, τυχοδιώκτες, μέθυσους, παραστρατημένες γυναίκες, ανθρώπους συμβιβασμένους σε αδιέξοδα κενά, απελπισία, πίκρα και ανεκπλήρωτα όνειρα. Είναι αυτοί που σήμερα αναβιώνουν στους δρόμους ενός Δουβλίνου που χάνει τη ζωντάνια και τις μικρές του απολαύσεις.
Και ίσως δεν υπάρχει κανένας καλύτερος δείκτης αυτής της απώλειας από την κατανάλωση αλκοόλ, στην οποία οι Ιρλανδοί υπήρξαν πρωταθλητές της Ε.Ε. Ο Λέοπολντ Μπλουμ, ήρωας του «Οδυσσέα» του Τζόις, έλεγε ότι ήταν απίθανο να διασχίσεις κάποιο στενό του Δουβλίνου χωρίς να συναντήσεις ένα μπαρ. Σήμερα, ωστόσο, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό, διότι η ακρίβεια μείωσε την κατανάλωση αλκοόλ κατά 8,9% σε σχέση με πέρυσι και 1.500 παμπ έχουν κλείσει (αφήνοντας άνεργα 15.000 άτομα το τελευταίο 18μηνο) - μικρό μόνο τμήμα των χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, που αυξήθηκαν κατά 81% σε σχέση με πέρυσι.
Σαν να ζει σε άλλη πραγματικότητα, η πόλη συνεχίζει να διαφημίζει την πολεοδομική της αναγέννηση, με το εντυπωσιακό της Aviva Stadium (αξίας 400 εκατ. ευρώ, από τα οποία τα 190 έδωσε η κυβέρνηση), τα νέα πολυτελή ξενοδοχεία σαν το Gibson στο Point Village, την τελευταία φάση της πολυδάπανης ανάπλασης των Docklands στο παλιό λιμάνι, που πλαισιώνεται από συνεδριακό κέντρο, το Θέατρο της Μεγάλης Διώρυγας, εμπορικά καταστήματα και την (πανομοιότυπη με άλλες και αξίας 60 εκατ. ευρώ - εξαπλάσια από το αρχικό της κόστος) γέφυρα του Καλατράβα στη μνήμη του Μπέκετ, που θεωρείται σύμβολο του νέου Δουβλίνου. Ενός Δουβλίνου που ξαφνικά πάλιωσε και επέστρεψε στα παλιά δεινά.
«Για τη γενιά μου, η εξουσία της Καθολικής Εκκλησίας δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα στην καθημερινότητά μας. Αλλες εξουσίες και άλλη θρησκεία, αυτή του χρήματος, πήραν τη θέση της. Και αυτό είχε ηθικές επιπτώσεις: στη διάρκεια της οικονομικής άνθησης ο πλούσιος δεν ήταν κάποιος πιο τυχερός, αλλά κάποιος καλύτερος» λέει η Τέινα Φρεντς, που με το πρώτο της μυθιστόρημα «In the Woods» κέρδισε ένα Εντγκαρ (το Νόμπελ του «μαύρου» μυθιστορήματος). Γι' αυτό και οι «εγκληματίες» της δεν είναι οι συνήθεις ύποπτοι διεστραμμένοι παιδεραστές παπάδες ή οι μέθυσοι βίαιοι πατεράδες, αλλά πολιτικοί και κατασκευαστές, θυμίζοντάς μας ότι «Σε 15 χρόνια ζήσαμε ριζικές αλλαγές. Αν κάποιος έχει ζήσει στη μιζέρια και ξαφνικά του πέσει το ΛΟΤΤΟ, αλλά συνεχίζει να διατηρεί το φόβο μήπως πεινάσει, δεν θα μπορέσει να ζήσει υγιώς τον πλούτο. Εκτός από τη φιλαργυρία, άλλο βίτσιο που πάλλεται στην καρδιά της ιρλανδικής κοινωνίας είναι μια πολύ περίεργη σχέση με την εξουσία. Είμαστε μια πρώην αποικία: τείνουμε να πειθαρχούμε στην εξουσία και να αναζητούμε τρόπους να αποφύγουμε τους κανόνες της».
Τώρα που νέα λιτότητα και περικοπές τούς περιμένουν, είναι άγνωστο πώς θα επιχειρήσουν να αποφύγουν τους κανόνες του μνημονίου που έρχεται αυτοί οι πολίτες που νιώθουν διπλά λαβωμένοι από το γεγονός ότι πλέ- ον είναι εκείνοι και όχι οι Ελληνες οι χειρότεροι μαθητές της Ε.Ε. Ναι, η κυβέρνηση Κάουεν και του Fianna Fail, που αδιάλειπτα σχεδόν κυβερνά τη χώρα επί δεκαετίες και ευθύνεται για την κρίση, αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, αλλά πριν θα επιδιώξει να ψηφιστεί ο νέος προϋπολογισμός της λιτότητας και το μνημόνιο με Ε.Ε. και ΔΝΤ.
Την ίδια μέρα που η κυβέρνηση προσέφευγε στο μηχανισμό στήριξης Ε.Ε. - ΔΝΤ, κάποιες εργατικές ενώσεις προειδοποιούσαν: «Είμαστε στα πρόθυρα μιας σοβαρής κοινωνικής αναταραχής, τέτοιας που δεν έχουμε δει εδώ και δεκαετίες», καλώντας άλλα συνδικάτα να συμφωνήσουν σε γενική απεργία. Αλλά τον περασμένο Ιούνιο, με τη συμφωνία του Croke Park, η Διάσκεψη των Ιρλανδικών Συνδικάτων συνομολόγησε 4ετή παύση απεργιών και συναίνεσε σε περικοπές μισθών και στην απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, θεωρώντας ότι «αυτή η θυσία είναι απαραίτητη για να βγει η χώρα από την οικονομική θύελλα».
Λες και τα δεινά και οι αδικίες της ύφεσης έγιναν συστατικό κομμάτι της εθνικής ιρλανδικής ταυτότητας εδώ και δύο χρόνια και μόνο λίγη οργή και πολλή παραίτηση σημαδεύουν την αντίδραση των Ιρλανδών ώς τα τώρα, με μία μεγαλειώδη διαδήλωση πέρυσι και άλλη μία φέτος τον Μάιο στο Δουβλίνο. Οργή για την απώλεια της κυριαρχίας που φέρνει η υπαγωγή στο μηχανισμό στήριξης και για τους πολιτικούς που οδήγησαν στην εθνική τραγωδία, αλλά και αυτό το νοσηρό αίσθημα ενοχής, μετέωρο ανάμεσα σε μαζοχισμό και αυτομα- στίγωση, χαρακτηριστικό μιας καθολικής κοινωνίας, γράφει ο Ντέβιν Ο' Ντιούερ των «Αϊρις Τάιμς»: «Οπως αποδεχτήκαμε τις ακρότητες στη διάρκεια της οικονομικής άνθησης, έτσι προσαρμοστήκαμε και στο νέο μας στάτους των φτωχών, χωρίς να κάνουμε τίποτ' άλλο εκτός από το να λυπόμαστε συλλογικά. Κοιτάξτε πώς αντιδράσαμε στο ρόλο μας του παγκόσμιου εκπροσώπου της λιτότητας. Τα κόλπα όσων προκάλεσαν τη στεγαστική φούσκα θα οδηγούσαν κανονικά σε εξεγέρσεις, πόσω μάλλον όταν συνοδεύονται από τεράστιες ενέσεις δημόσιων χρημάτων στους θεσμούς που τη χρηματοδότησαν. Αλλά εμείς παραμείναμε φλεγματικοί και λες και παρηγοριόμαστε κάθε φορά που μας συγχαίρουν γιατί υφιστάμεθα στωικά τη λιτότητα. Οταν βλέπουμε τους Ελληνες να εξεγείρονται και τους Ισπανούς να διαδηλώνουν, μετανιώνουμε που δεν τους μιμούμαστε ή μήπως τους κατηγορούμε γιατί δεν παίρνουν σοφά το φάρμακό τους;»
Ο κύριος Ντάφι, πρώην ταμίας σε ιδιωτική τράπεζα, έλεγε στους «Δουβλινέζους» ότι καμιά κοινωνική επανάσταση δεν είναι αρκετή για να συγκλονίσει το Δουβλίνο πριν περάσουν αιώνες. Εχει περάσει μόνο ένας από τότε που ο Τζόις έγραψε αυτές τις γραμμές, και οι Ιρλανδοί μοιάζουν να ζουν περιμένοντας τον Γκοντό ως υπερφυσικό από μηχανής θεό, σε μια «τραγικωμωδία» δύο πράξεων, όπως θα έλεγε κι ο Μπέκετ.
Διαβάστε
..............1.............
Τζέιμς Τζόις, «Οι Δουβλινέζοι», μτφρ. Μαντώ Αραβαντινού, εκδ. Ηριδανός
Ενα καταραμένο βιβλίο για εγκλωβισμένους ανθρώπους σε μια εγκλωβισμένη χώρα, που κανείς δεν ήθελε να εκδώσει στην Ιρλανδία (εκδόθηκε τελικά στο Λονδίνο). Οπως άλλωστε και το μνημειώδες «Οδυσσέας» (μετ. Σωκράτης Καψάσκης, εκδ. Κέδρος), το οποίο απαγορεύτηκε ως άσεμνο στις ΗΠΑ, που παρουσιάζει -μέσα από τη διήγηση μιας ημέρας της ζωής του ήρωα- και μια ιστορία της ζωής στο Δουβλίνο.
..............2..............
Φρανκ ΜακΚορτ, «Οι στάχτες της Αντζελα», μτφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, εκδ. Λιβάνης
Γεννημένος στο Μπρούκλιν από ιρλανδούς μετανάστες και μεγαλωμένος στις φτωχογειτονιές του Λίμερικ της Ιρλανδίας, ο ΜακΚορτ επέζησε για να αφηγηθεί τα χρονικά της φτώχειας, της αδιαφορίας και της σκληρότητας απέναντι σε μια ολόκληρη γενιά. Το βιβλίο μετέφερε στο σινεμά ο Αλαν Πάρκερ.
Δείτε
..............1..............
«In America», σκην. Τζιμ Σέρινταν
Ο σκηνοθέτης της βραβευμένης ταινίας «Το αριστερό μου πόδι» αφηγείται την οδύσσεια μιας οικογένειας Ιρλανδών που, μετά το θάνατο του γιου τους, μεταναστεύουν με τις κόρες τους στη Νέα Υόρκη, νοικιάζουν ένα άθλιο διαμέρισμα και προσπαθούν να ορθοποδήσουν.
«Το κορίτσι "ταξιδιώτης"», σκην. Πέρι Ογκντεν
Η ζωή ενός δεκάχρονου κοριτσιού, βίαιου κατά καιρούς και εξαιρετικά ευαίσθητου, που ζει με τη μητέρα και τα πολλά αδέλφια της σε ένα τροχόσπιτο στα περίχωρα του Δουβλίνου.