Συνέντευξη στην Ισαμπέλα Σασλόγλου, στο w/e, το νέο γυναικείο περιοδικό της «Κ.Ε.»
Στο κανάλι που έχει γερµανούς ιδιοκτήτες και στην εκποµπή που λέγεται «Αλ Τσαντίρι Νιουζ», κάθε Τρίτη βράδυ στις 9 παρακολουθούµε τον άνθρωπο που µιλάει στη γλώσσα µας! Οι δυόµισι αυτές ώρες ζωντανής µετάδοσης κάνουν τις υπόλοιπες µέρες και ώρες της τηλεοπτικής µας βδοµάδας να µοιάζουν «ξενόγλωσσες».
Φωτογραφία: Jordan Makarof, http://www.jordanmakarof.com
Και ναι µεν, κουτσά στραβά, τις µάθαµε τις «ξένες γλώσσες», αλλά σαν τη µητρική µας δεν τις µιλάµε. Ο Λάκης Λαζόπουλος έγινε ο κοινός µας λόγος. Σε ένα µέσο που έχει (ξε)χάσει, προς το παρόν, το στόχο του, ο ίδιος πετυχαίνει διάνα – µε όπλο την ουσία του µέσου: την κοινή λογική. Ναι, κυρία µου!
Κυρία µου, έχω να σου πω. Κυρία µου, άκου ένα ανέκδοτο. Ποια είναι η κυρία στην οποία απευθύνεστε κάθε φορά στην εκποµπή;
Έχω µια εικόνα από τη γειτονιά µου, ένα άκουσµα, «Κυρίες, καλές κυρίες, χαλιά έχω, κιλίµια, καστανόχωµα έχω!». Πάντα οι πλανόδιοι απευθύνονταν στην κυρία του σπιτιού. Από κει κατάλαβα ότι στη γυναίκα απευθύνεσαι όταν θες να πεις κάτι για το σπίτι, για τη ζωή, για το νοικοκυριό. Και στη «Λυσιστράτη» που έπαιξα το 1986, το αίσθηµα ήταν ότι στη γυναίκα πρέπει να ανατεθεί το δηµόσιο ταµείο, η γυναίκα µπορεί να µαζέψει τα έξοδα, να κρατήσει το σπίτι, να πάρει τις αποφάσεις ζωής. Η εκποµπή, λοιπόν, απευθύνεται στη γυναίκα που είναι σπίτι και περιµένει να γυρίσει ο άντρας της. Στο µυαλό µου έχω τη µάνα µου που περίµενε να γυρίσει ο πατέρας µου, γιατί ο πατέρας µου γυρνούσε αργά. Εννιά η ώρα, λοιπόν, που ξεκινάει η εκποµπή, είναι µια γυναίκα µόνη στο σπίτι που της µιλάω µέχρι να γυρίσει ο άντρας της. Έτσι, κυρία µου, έχεις εµένα να σου µιλάω.
Κλισέ ερώτηση, αλλά η απάντηση θα την αποζηµιώσει. Ποιες γυναίκες σηµάδεψαν δηµιουργικά τη ζωή σας;
Η µητέρα έτσι κι αλλιώς σηµαδεύει τη ζωή ενός παιδιού. Δεν δίνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη µητέρα µου γιατί µοιάζει µε τις µητέρες της γενιάς της. Οι νεότερες έχουν αλλάξει αρκετά, αλλά όχι τόσο. Οπωσδήποτε και η γυναίκα µου και η κόρη µου µε έχουν σηµαδέψει. Κυρίως η κόρη µου, γιατί είναι µικρή και µου πέρασε όλη την αντίληψη της ηλικίας της µέσα από τις συζητήσεις µας. Ο τρόπος συνεννόησης µε το παιδί µου είναι ο τρόπος που συνεννοούµαι µε τα παιδιά όλου του κόσµου. Μου λένε ότι είµαι χαριστικός, αλλά αν ακούω το παιδί µου δεν γίνεται στα άλλα παιδιά, να σηκώνω δάχτυλο. Εγώ απλώς ακούω τι µου λένε, δεν είµαι χαριστικός. Κάθε γενιά έχει τον δικό της τρόπο, τη δική της σκέψη. Κι εγώ αντίστοιχα θυµάµαι τον εαυτό µου. Ευτυχώς, θυµάµαι!
Πώς µπόρεσε και πέρασε σηµειολογικά η χήρα Μήτση ακόµα και σε παιδιά 10 χρονών τότε, που δεν είχαν προσλαµβάνουσες από εκείνες τις γυναίκες;
Το τίναγµα της φούστας, το ξεσκόνισµα µε τα µανίκια, η κλίση του κορµού στο πλάι. Η αλήθεια περνάει πάντα και µεταγγίζεται ελεύθερα από εποχή σε εποχή. Βλέπω τις παλιές ελληνικές ταινίες και η Βασιλειάδου στέκεται πιάνοντας τη µέση της αριστερά, γιατί τότε οι γυναίκες κρατούσαν τη σκούπα από τη δεξιά πλευρά για να σκουπίσουν. Με την ηλεκτρική σκούπα άλλαξε η στάση και δεν πιάνεται καµιά στα αριστερά, αλλά πίσω σε όλη τη µέση. Το βίωµα µιας εποχής όταν περάσει στο σώµα, αναγνωρίζεται σε οποιαδήποτε άλλη εποχή. Στη χήρα Μήτση, λοιπόν, εκτός από την ελαφρά κλίση του σώµατος, το τίναγµα της φούστας είναι η κίνηση για τα ψίχουλα. Οι Έλληνες έχουµε µανία µε το ψωµί. Με «αξίωσε» κι εµένα η ζωή, σε εισαγωγικά το αξίωσε, να πάω σε καλά τραπέζια. Στην αρχή, όταν µου έβαζαν τα ψωµάκια µπροστά, έχοντας µάθει στο σπίτι µου να κόβω τη φρατζόλα και το ζυµωτό ψωµί, νόµιζα ότι κάποιος µου έπαιρνε τη ζωή. Έτρωγαν οι άλλοι, αλλά εµένα το µυαλό µου ήταν στο πανέρι µε τα ψωµιά. Πότε θα ξανάρθει αυτός ο κύριος να φέρει το αντίδωρο! Η κίνηση της χήρας, το τίναγµα, έχει να κάνει µε το ψωµί. Όλοι τρώνε ψωµί, πάντα κάτι πέφτει κάτω, ε, όπως και να ’χει, ένα ψίχουλο θα πέσει για να το τινάξεις. Είναι αναγνωρίσιµη κίνηση.
Τη σηµερινή γυναίκα, πώς θα την επινοούσατε αν έπρεπε να κάνετε έναν ακόµα χαρακτήρα στους Μήτσους;
Είναι η εργαζόµενη που γυρνάει µεταξύ λαϊκής, δουλειάς, σπιτιού, φροντιστηρίων, παιδιών, παρακολούθησης παιδιών και άντρα της, και µετά ταµπουρώνεται µέσα στο σπίτι φοβούµενη την εγκληµατικότητα και το ληστή που θα µπει. Σήµερα η γυναίκα ξεκινάει να δουλέψει, να προσφέρει στο σπίτι της, έχει άγχος και ενοχές ότι δεν ανατρέφει σωστά τα παιδιά της, δεν ξέρει τι κάνει ο άντρας της τόσες ώρες που λείπει, γυρνάει σπίτι της πολύ κουρασµένη, αλλά θέλει να φροντίσει και λίγο τον εαυτό της. Ενδιάµεσα, λοιπόν, παίρνει και µερικές άσχετες πληροφορίες για µόδα και οµορφιά που µπορεί να µην της ταιριάζουν, αλλά τις δανείζεται γιατί έχει να αντιµετωπίσει και αυτές που ο άντρας της βλέπει στην τηλεόραση. Δεν της φτάνει που δουλεύει για να ζήσει το σπίτι της, έρχεται και ανταγωνίζεται όλες αυτές που παρακολουθεί ξαπλωµένος ο άντρας της. Αυτό το άγχος το έχει η µέση εργαζόµενη Ελληνίδα κι εγώ αυτήν θα έκανα στους Μήτσους σήµερα. Είναι το πρόσωπο της δεκαετίας. Σκέψου µόνο ότι η γυναίκα έφτασε να δικαιούται να ζήσει διά της εργασίας! Να µην είναι όµηρος, δηλαδή, ενός άντρα. Γι’ αυτό και αυξήθηκαν τα διαζύγια όταν άρχισε να δουλεύει. Μπόρεσε επιτέλους να πει όχι. Γιατί γάµος δεν υπάρχει όταν µια γυναίκα µένει γιατί δεν την παίρνει οικονοµικά να ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Μια υποκρισία της Εκκλησίας είναι, που στηρίζει όλο αυτό το εµπορικό κοµµάτι που αρπάζει χρήµατα µε βάση τις ενοχές των ανθρώπων. Η Εκκλησία ενοχοποιεί κυρίως τη γυναίκα.
Δε νοµίζω ότι υπάρχουν αθώα θύµατα πια. Η γυναίκα κατέκτησε τα πάντα.
Εδώ γίνεται ένα λάθος. Η νεότερη γυναίκα είναι πάρα πολύ επιθετική ερωτικά απέναντι στον άντρα. Υπάρχει µια διαδικασία που σε κάνει να επιθυµείς κάποιον. Ας χρησιµοποιήσουµε την κλασική έννοια. Όταν ένας κυνηγός πάει στο δάσος για να πιάσει µπεκάτσες, ε, δεν θέλει την µπεκάτσα να του παραδοθεί. Η διαδικασία µετράει. Ο άντρας θέλει να βγάλει τα κουµπούρια του και τώρα η µπεκάτσα τον αφόπλισε. Αν αφοπλίσεις τα γύρω κουµπούρια, αφοπλίζεις και το κεντρικό! Γι’ αυτό όλοι βαριούνται γρήγορα. Γιατί όλα έγιναν εύκολα. Η ευκολία σκότωσε τη δηµιουργικότητα. Καθετί έχει µια διαδικασία. Όταν παραβιάσεις τη διαδικασία, τελειώνει το ενδιαφέρον, τελειώνει η εκµάθηση. Αν λύσεις την άσκηση µε λυσάρι, ποτέ δεν θα µάθεις τις πράξεις που σε οδηγούν στη λύση. Αυτή τη στιγµή ζούµε τα αποτελέσµατα χωρίς να έχουµε µάθει τις πράξεις. Γι’ αυτό κουραστήκαµε. Έγιναν όλα εύκολα.
Ο Έλληνας πρέπει να πάρει Ξυπνητόλ. Έχουµε πάθει κατάθλιψη όλοι, ζούµε τη διάλυση. Οι Έλληνες δεν θέλουµε να ξέρουµε από ποια νόσο πάσχουµε. Προσπαθούµε να διασκεδάσουµε την κατάσταση, κάνουµε ότι δεν τρέχει τίποτα.
Εννοείτε ότι η εξίσωση ισχύει και για τη γενικότερη κατάσταση που ζούµε τώρα;
Η κατρακύλα του Έλληνα ξεκινάει από την περίοδο Σηµίτη. Η οκταετία Σηµίτη ήταν καταλυτική. Ξαφνικά βρέθηκε ο Έλληνας να παρακολουθεί µία µετοχή των Μύλων Αγίου Γεωργίου στα καλά καθούµενα, και ξέχασε τα πάντα. Πήρε λεφτά από κει που δεν το περίµενε και άρχισε να παριστάνει κάποιον άλλον. Γέµισε χιλιάδες νεόπλουτους και νεοκλέφτες η εποχή, δηµόσιοι υπάλληλοι που βρέθηκαν τυχαία σε θέσεις µε πολλά λεφτά, άνθρωποι του ΠαΣοΚ οργανωµένοι στο υπουργείο Οικονοµικών που έπαιρναν πληροφορίες και έµπαιναν σε µετοχές φούσκες, όλοι αυτοί ανέπτυξαν έναν καινούργιο κόσµο. Άνθρωποι απαίδευτοι που έστησαν τον δικό τους µηχανισµό αξιών για να µπορέσουν να υπάρξουν, έχοντας βασική τους προτεραιότητα να φωτογραφίζονται στα περιοδικά. Δεν υπάρχουν αν δεν φωτογραφίζονται.
Κοσµικές στήλες, λοιπόν. Τι στήλες;
Εκατό σελίδες σε κάθε περιοδικό, πεντακόσιες σελίδες τη µέρα.
Ζει και βασιλεύει η Γρουµπουλάκη;
Βέβαια! Λέω τον ερχόµενο Σεπτέµβριο-Οκτώβριο να κάνω δυο-τρία καινούργια επεισόδια Μήτσων. Φέτος δεν τα κατάφερα λόγω θεάτρου. Η Γρουµπουλάκη είναι ίδια µε τότε, πάντα στην Εκάλη. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Δεν αλλάζουν εποχές εκεί. Ο χρόνος µένει ακίνητος. Στην Εκάλη µόνο οι Φιλιππινέζες µεγαλώνουν. Η πλήξη του πλούσιου είναι αλλόκοτη. Άκουσα πριν από λίγο καιρό µια τραγική ιστορία. Μία µανικιουρίστα, γυναίκα µεγάλης ηλικίας, έφτιαχνε τα νύχια µιας κυρίας στην Εκάλη. Έπαθε συγκοπή την ώρα του µανικιούρ και πέθανε επί τόπου η γυναίκα. Η πλούσια, λοιπόν, παίρνει τη φίλη της να την ειδοποιήσει ότι δεν θα πάει εκεί που ήταν καλεσµένες το βράδυ γιατί δεν είχε φτιάξει τα νύχια της. Κι όταν η άλλη τη ρωτάει γιατί, µετά της λέει ότι πέθανε η µανικιουρίστα. Το πρόβληµα ήταν τα νύχια της! Είναι αληθινό συµβάν, αυτό σου λέω µόνο. Το πιστεύεις; Αυτές είναι η Γρουµπουλάκη, αυτές µε τις ξανθές ανταύγειες, που τις κατηγοριοποιείς ανάλογα µε τα κοµµωτήρια. Υπάρχουν δέκα κοµµωτήρια που έχουν σηµαδέψει όλη την Ελλάδα. Τις βλέπεις και λες, αυτές είναι του τάδε κοµµωτηρίου Κηφισίας, αυτές του κέντρου Αθήνας κ.λπ. Με επίπεδο γνώσεων HELLO και OK βρίσκονται δίπλα σε άντρες που έχουν λεφτά, γιατί κι αυτοί τέτοιες γυναίκες θέλουν, να λένε µόνο κατινιές και χαζοµάρες και να παίζουν τον παράγοντα. Όλοι αυτοί που κάνουν τον παράγοντα σήµερα είναι χωρίς παιδεία και γνώσεις. Ως γνωστόν, τα χρήµατα δεν έχουν καµία γνώση. Ξέρουν να αγοράζουν, αλλά δεν ξέρουν να σκέφτονται.
Υπάρχει Ladose για την ελληνική πραγµατικότητα;
Α, ωραίο αυτό. Μόνο που ο Έλληνας πρέπει να πάρει Ξυπνητόλ. Έχουµε πάθει κατάθλιψη όλοι, περιµένουµε να δούµε τι θα µας συµβεί, ζούµε τη διάλυση. Άκουσα µια λέξη τις προάλλες, ανοσογνωσία. Οι Έλληνες δεν θέλουµε να ξέρουµε από ποια νόσο πάσχουµε. Προσπαθούµε να διασκεδάσουµε την κατάσταση, κάνουµε ότι δεν τρέχει τίποτα. Όπως ο πατέρας µου, που ένας γιατρός τού είχε πει ότι έχει πρόβληµα. Έψαξε, όµως, και βρήκε τον µοναδικό γιατρό που του είπε να φάει και να καπνίσει όσο θέλει, πως δεν έχει τίποτα. Μετά από δυο χρόνια είχαµε τα δυσάρεστα. Έτσι και ο Έλληνας, δεν θέλει να του πουν τα δύσκολα. Μια Δευτέρα, όµως, θα έρθουν τα πάνω κάτω. Και όλοι θα αναρωτιούνται: µα πού ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι και δεν τους είχαµε δει; Επιµένω ότι αυτό θα συµβεί εντός του χρόνου τούτου.
Τι εννοείτε;
Πληθαίνουν τον τελευταίο καιρό οι δηµοσιογραφικές φωνές που αντιδρούν. Δεν θέλω να κατηγορήσω όλους τους δηµοσιογράφους, αλλά...
Σε κατεστηµένα µίντια ή σε µπλογκ;
Και τα περισσότερα µπλογκ κατεστηµένα είναι. Αυτά είναι το καινούργιο µεγάλο κατεστηµένο. Δεν µιλάω, βέβαια, για τα ανεξάρτητα. Παρακολουθώ, πάντως, και διαπιστώνω ότι στο ΣΚΑΪ, για παράδειγµα, δυο-τρεις δηµοσιογράφοι µιλάνε πολύ πιο ελεύθερα πια. Στα µεγάλα κανάλια είναι δύσκολο να συµβεί κάτι τέτοιο, σχεδόν αδύνατο. Οι δηµοσιογράφοι παίζουν το ρόλο τους, που είναι να ηρεµήσουν τον κόσµο, αυτοί είναι το Ladose της εξουσίας. Καθηµερινά το χορηγούν στον κόσµο για να µην ξεσηκωθεί. Θα έρθει η µέρα στην Ελλάδα που θα διαψευστούν όλα τα γκάλοπ, οι έρευνες, οι δηµοσιογράφοι. Φέτος θα γίνει αυτό, επαναλαµβάνω. Αποκλείεται ο Έλληνας να µείνει υποχωρητικός ώς το τέλος.
Γελάτε µε τον εαυτό σας;
Εννοείς αν αυτοσαρκάζοµαι; Ασφαλώς, και πολύ. Μου αρέσει. Δεν µπορείς να φανταστείς τι λέω στον εαυτό µου.
Με τη Μισέλ τι γίνεται;
Η Μισέλ, επίσης, είναι σαν τα χιλιάδες κοριτσάκια που βλέπουµε σήµερα στην τηλεόραση. Θέλουν να κάνουν καριέρα, φαντάζονται διάφορα, έχουν ένα συντακτικό µε ό,τι ελληνικά βρεθούν µπροστά τους και, επειδή τα δείχνουν στην τηλεόραση και τα αναγνωρίζουν όταν πάνε σε ένα µαγαζί, νοµίζουν ότι είναι κάτι. Όλοι ξέρουµε ότι αυτό που ζουν είναι ένα τίποτα, αλλά όταν αυτό το τίποτα το αναπαράγει η τηλεόραση, µήπως είναι κάτι;
Άρα, πολλαπλασιάστηκαν οι Μισέλ;
Βεβαίως. Γεµίσαµε. Ως ηρωίδα η Μισέλ, τελικά, είναι ο θεµέλιος λίθος όλης αυτής της χαζοµάρας που ακολούθησε. Η Μισέλ έχει λόγο ύπαρξης σήµερα. Θα ήταν πανελίστρια σε µεσηµεριανή εκποµπή, θα έλεγε τη γνώµη της, έτσι θα είναι στους επόµενους Μήτσους.
Το µεσηµέρι πανελίστρια και το βράδυ τραγουδίστρια;
Ναι, θα ασχοληθεί µε το τραγούδι, «σκέφτοµαι σοβαρά να αχοληθώ και µε το τραγούδι», έτσι λένε, «θα δούµε, υπάρχουν κάποιες προτάσεις, αλλά δεν θέλω να πάρω βιαστικές αποφάσεις». Όλα κι όλα τέσσερεις κουβέντες, δηλαδή. Με µια βαλιτσούλα µε δεκαπέντε φράσεις πορεύονται οι Μισέλ. Δεν µε ενοχλούν, αλλά όταν κάνεις σάτιρα, όπως κάνω εγώ από το 1981, είναι σαν να παρακολουθείς την κοινωνία ανάσα ανάσα και περιγράφεις αυτά που συµβαίνουν δίπλα σου. Η σάτιρα είναι σαν να περιγράφεις σε τυφλό αυτούς τους ήρωες και ο τυφλός να καταλάβει ποια είναι η χώρα.
Πού πατάτε για να στήσετε τη γυναικεία καρικατούρα;
Κατ’ αρχήν, µιλώντας µε τις φίλες µου, διαπιστώνω ότι κάθε γυναίκα έχει έναν µυστικό κωδικό. Πάντα νιώθεις ότι κάτι κρατάει στο µάτι, δεν τα λέει όλα. Προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτό που δεν µου λέει και γιατί δεν µου το λέει. Είναι ο κρυφός της πόνος. Όταν τον βρω, µπορώ να φτιάξω την ηρωίδα µου. Για να φτιάξεις έναν θεατρικό ήρωα δεν πρέπει να τον κρίνεις, αλλά να µπεις µέσα του, να βρεις τις δικαιολογίες του. Με αυτές ζει και πάνω σε αυτές στηρίζεται. Νοµίζω ότι όσο περνούν τα χρόνια, η ανάγκη µου για κατανόηση µε φέρνει σε αυτή τη θέση, να µπορώ να γράψω για µια γυναίκα. Να καταλαβαίνω πώς σκέφτεται, τι περνάει, πώς είναι να ζεις µε έναν άντρα, να είσαι εξαρτηµένη οικονοµικά και να ανέχεσαι τις προσβολές, πώς είναι να τρως ξύλο και να µένεις, όλα αυτά. Ξέρεις, το Αλ Τσαντίρι, µέσα από τα µέιλ που έρχονται, µου έφερε και πολλές ιστορίες γυναικών. Συγκλονιστικές ιστορίες και επώνυµων γυναικών που ποτέ δεν θα πω τα ονόµατα γιατί δεν είναι δουλειά µου να κυνηγάω την είδηση, αλλά και ανώνυµων. Μικρές, µεγάλες, µετανάστριες, πλούσιες, φτωχές, πολλές ιστορίες.
It’s a man’s world;
Έχω δύο απαντήσεις. Μία από τα Ανώγεια και µία δική µου. Είµαστε στην πλατεία των Ανωγείων, µε µια παρέα από την Αθήνα και πιο δίπλα είναι µια γιαγιά που προσέχει τα εγγόνια της που παίζουν. Όπως κοιτάµε µια παλιά φωτογραφία, λέει ένας πολύ γνωστός άνθρωπος από την παρέα, «Η κοινωνία τότε ήταν πατριαρχική. Απόδειξη αυτή η φωτογραφία που ο άντρας είναι καβάλα στο άλογο και η γυναίκα κουβαλάει το δεµάτι µε τα ξύλα». Η γιαγιά που µε είχε αναγνωρίσει και είχε το θάρρος, µου σκουντάει το χέρι και µου λέει, «Πες τους ότι αν ήταν κουρασµένος δεν θα του σηκωνόταν το βράδυ. Γι’ αυτό τα κουβαλούσα. Για να είναι ξεκούραστος το βράδυ!». Εκείνη τη στιγµή άκουσα µιαν άλλη ερµηνεία της φωτογραφίας. Διαφύλαξε, λοιπόν, µία της χαρά η γιαγιά. Αυτή την κουβέντα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Αυτή είναι η µία απάντηση. Η δική µου απάντηση είναι, από τη στιγµή που η γυναίκα βγήκε για δουλειά και δηµιουργεί και στέκεται µόνη της, τα πράγµατα έχουν µοιραστεί. Είναι ο κόσµος του άντρα και της γυναίκας.
Η σηµερινή γυναίκα είναι η εργαζόµενη που γυρνάει µεταξύ λαϊκής, δουλειάς, φροντιστηρίων, παιδιών και άντρα της, και µετά ταµπουρώνεται στο σπίτι φοβούµενη την εγκληµατικότητα και το ληστή που θα µπει.
Υπάρχει κάποια που ξεχωρίζετε για το δυναµισµό και την προσωπικότητά της;
Μου λείπει µια γυναίκα σαν τη Μελίνα. Η προσωπικότητα, η λάµψη... είχε και έναν τρόπο να λέει αλήθειες και να πλησιάζει τον κόσµο. Νοµίζω πως για κανέναν άνθρωπο δεν έχει κλάψει η Ελλάδα, όπως έκλαψε στην κηδεία της Μελίνας. Είµαστε σε µια εποχή που η τέχνη του αγράµµατου είναι ο χαβαλές. Έχουµε και σήµερα δυναµικές γυναίκες που δεν έχουν πάρει, όµως, το λόγο τόσο δυνατά όπως η Μελίνα. Μου λείπει.
Ανατρέχουµε συνέχεια στο παρελθόν. Δεν έχουµε πουθενά να ακουµπήσουµε τα µάτια µας σήµερα;
Κάθε εποχή έχει τα πρόσωπά της. Επειδή, όµως, τα τελευταία χρόνια η τηλεόραση υποτίθεται ότι φωτίζει αυτό που υποτίθεται πως έχει αξία, έχουν διαλυθεί οι αξίες. Η αναγνωρισιµότητα απέκτησε µεγάλη αξία. Από πού κι ώς πού;
Πιστεύετε ότι κάτι θα αλλάξει;
Ε, ναι, θα αλλάξει µαζί µε την εποχή. Γι’ αυτό και όλοι τρέχουν προς το διαδίκτυο. Στο µέλλον, όποιος δεν πρωταγωνιστεί στο λάπτοπ, δεν θα είναι πουθενά.
The Revolution Will Not Be Televised (Η επανάσταση δεν θα µεταδοθεί τηλεοπτικά). Είναι τίτλος βιβλίου.
Πιστεύω ότι η επόµενη κυβέρνηση θα βγει από το διαδίκτυο.
Δεν καταλαβαίνω. Ραντεβού στο Facebook;
Όχι, πιστεύω ότι η εκλογή των κυβερνήσεων θα είναι το επόµενο βήµα του διαδικτύου. Μέσα από κει θα αλλάξουν σταδιακά τα εκλογικά συστήµατα. Η τηλεόραση δεν θα αφήσει ποτέ νέους πολιτικούς να διαµορφώσουν άποψη. Αποκλείεται. Είναι όλοι τους υποχρεωµένοι στο σύστηµα, άρα από πού θα βγει ο επόµενος πολιτικός λόγος; Νοµίζω ότι είναι η ώρα να δούµε την Ελλάδα που δεν της επιτρέπουν να φανεί. Δεν γίνεται να έχουµε µόνο την Ελλάδα που αποφάσισε η τηλεόραση. Έχουµε τηλεκόµµατα. Εγώ πιστεύω ότι αυτοί του ΛΑΟΣ, αν δεν εµφανισθούν για τρεις µήνες, θα χάσουν τα δύο τρίτα από τα ποσοστά τους. Δε λέω, µπορεί να περάσουν και δέκα πράγµατα της προκοπής στην τηλεόραση, αλλά είναι τόσο µεγάλος ο όγκος της διαστρέβλωσης, της παραποίησης, των κατευθυνόµενων ενεργειών, που έγινε µέσο εξουσίας από µαζικό µέσο.
Κι εσείς, όµως, στην τηλεόραση οφείλετε...
Ναι, κι εγώ στην τηλεόραση οφείλω, αλλά λόγω εµπορικότητας µε ανέχονται· και, επίσης, στους διαρκείς και συνεχιζόµενους πολέµους που µου γίνονται από διάφορα κέντρα, κρατώ στόµα κλειστό, ησυχία και πορεύοµαι. Δεν µπαίνω στη διαδικασία της απάντησης. Πάω παρακάτω. Μια και καλή θα απαντήσω µε το βιβλίο µου. Το 2011, που κλείνω 30 χρόνια από την πορεία µου στην Αθήνα, θα βγάλω ένα βιβλίο, όχι αυτοβιογραφικό, αλλά τις έντονες στιγµές, τις σκηνές που µε καθόρισαν. Πράγµατα που ήξερα, ψυχραιµίες που κρατούσα την ώρα που µάθαινα διάφορα, πώς έπρεπε να χειριστώ κάτι, γιατί, αποφάσεις, συναντήσεις και καλές και κακές µε ανθρώπους που δεν γνωρίζουν ότι γνωρίζω. Με τα χρόνια έµαθα να ακολουθώ µια κινέζικη σοφή παροιµία: Τι κάνει δώρο ο Θεός σε αυτούς που κάνουν υποµονή; Κι άλλη υποµονή. Ευχαριστώ για την υποµονή που µου χαρίζεται, από όποιον και να µου χαρίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου