
Φύλο, αρχέτυπα και ιστορία μεταξύ του 19ου και του 20ου αιώνα
Από τη σύγχρονη πεζογραφία μας,
τουλάχιστον των τελευταίων τριάντα ετών, δεν έχουν λείψει τα
μυθιστορήματα που συνδέουν την ιστορία της Κρήτης από το 1850 και έπειτα
με θρύλους και θρυλικές μορφές του νησιού.
Και μια απλή παρατήρηση αρκεί, νομίζω,
για να επιβεβαιώσει αυτό το γεγονός, της ισχυρής δηλαδή παρουσίας των
τοπικών μύθων, συνυφασμένων με τις οικογενειακές παραδόσεις και τον
προσωποκεντρικό χαρακτήρα της νησιωτικής κοινωνίας. Άλλωστε, το θέμα της
ηγεσίας και της οργανικής σχέσης της με το λαϊκό φαντασιακό έχει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Κρήτη. Κοντά στη Μάρω Δούκα, τη Ρέα Γαλανάκη,
την Ιωάννα Καρυστιάνη, τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, έρχεται τώρα και η
Ευτυχία Καλλιτεράκη, συνομήλική τους, κάτι που για μένα έχει τη σημασία
του, να μπει σ’ αυτό τον κύκλο των ομόρριζων πεζογράφων που η κρητική
τους καταγωγή, η μνήμη της γης και η μνήμη των ανθρώπων της, αποτελεί
έναν από τους άξονες της δημιουργίας τους. Το βιβλίο της Αμπελώνες χωρίς
ορίζοντα, παρ’ ότι δεν το λέει με τρόπο ρητό, είναι ένα βιβλίο
προσωπικής γενεαλογίας που όμως ανοίγεται σε θέματα γενικότερα. Μια
μυθοπλασία με υλικά της σπαράγματα αναμνήσεων μεταβιβασμένων από γενιά
σε γενιά, μαρτυρίες, θρύλους και ανδραγαθήματα, τεκμήρια που διασώθηκαν
σε ιστορικά αρχεία και βιβλία. Πράγμα που σημαίνει ότι η συγγραφέας
δούλεψε ερευνητικά, προτού ζωντανέψει μυθιστορηματικά τον κόσμο της και
ανατάμει το ψυχικό εκτόπισμά του.
Η ιστορία, με γιώτα κεφαλαίο, είναι
πάντα υπαρκτή στο προσκήνιο του βιβλίου της Καλλιτεράκη, και φαίνεται να
επηρεάζει πλαγίως πλην σαφώς τις τύχες και τις επιλογές όλων των
προσώπων. Η χρονική όμως στιγμή που προσδιορίζει και την εικόνα της
εποχής είναι η στροφή του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Το διάστημα που
ξεκινάει από τις συνεχείς εξεγέρσεις και τις αιματηρές συγκρούσεις με
τους Τούρκους και φθάνει ως περίπου το 1915-1920, με την απόλυτη
επικράτηση του Βενιζέλου στο τότε πανελλήνιο. Τις απαρχές της
δημιουργίας μιας σχεδόν ιερής πολιτικής μορφής που δεν είναι άσχετη με
τον τρόπο λειτουργίας του θεσμού της ηγεσίας στη λαϊκή φαντασία. Αλλά
πέρα από αυτά, οι Αμπελώνες χωρίς ορίζοντα προβάλλουν ένα απολύτως
μεταιχμιακό σημείο για την κοινωνία της Κρήτης: την κάπως καθυστερημένη
μετάβαση από τον αγροτικό χαρακτήρα της στην εμπορική, αστικόμορφη τάξη.
Και μαζί την αλλαγή των ηθών: τη ραγδαία εισαγωγή νέων τρόπων της
ατομικής αξιολόγησης, τα «νέα τζάκια», τη μεταφορά του πλούτου, τις
μιμήσεις των ξένων ηθών και, ασφαλώς, τη μοιραία υποχώρηση, δειλή στην
αρχή, της αρχέγονης, ανδροκρατούμενης κοινωνίας της νήσου. Φαινόμενα που
έχουν αντίκτυπο στην ανερχόμενη θέση της γυναίκας και προφανώς στην
αποσύνθεση της δομής του παραδοσιακού σογιού, αναλλοίωτης επί αιώνες. Η
Ρωξάνη και η Μερόπη, τα δυο βασικά γυναικεία πρόσωπα που με το όνομά
τους τιτλοφορούνται τα δυο μέρη του μυθιστορήματος, από αυτή την πλευρά
έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ανεξάρτητα από το ότι η μια βγαίνει
από μια πάμπτωχη αγροτική οικογένεια και η άλλη από ένα αστικό σπίτι, με
τις νοοτροπίες τους, τους προβληματισμούς τους, και, ιδίως, με την
επιθετική διεκδίκηση της ελευθερίας και της ερωτικής τους
διαθεσιμότητας, δείχνουν στον αναγνώστη πολύ παραστατικά την αυγή των
νέων καιρών. Την ανατολή του νέου εμποροβιομηχανικού, ατομικιστικού
κόσμου σε περιφερειακή νησιωτική κοινωνία.
Πρωτεϊκές γυναικείες μορφές

Ο Μάρκος, θα έλεγε κανείς ότι ο
καταλυτικός του ρόλος στην αφήγηση περιορίζεται στα πάθη που προκαλεί,
στην αισθησιακή έλξη που δημιουργεί, στην κάπως ζωώδη αρρενωπότητα η
οποία κατακλύζει τα όνειρα της 17χρονης Ρωξάνης και μετά της έφηβης
Μερόπης. Η παρουσία του είναι ο νόμος, ο διαχρονικός κανόνας˙ η διαρκής
επιθυμία του να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, αμετακίνητα, υπό τον
έλεγχό του. Ως προς την ανταπόκρισή του στις εξελίξεις που απαιτούν οι
νέοι καιροί, τόσο ως νέος όσο και ως μεσήλικας, ο τρόπος που
προσλαμβάνει τα πράγματα είναι στατικός, ριζωμένος στην αμετακίνητη όψη
των κοινωνικών σχέσεων και των θεσμών, ανεπηρέαστος σχεδόν από το χρόνο.
Το ίδιο και η συνείδησή του, είναι κλειστή. Υπερασπίζεται ως το τέλος
του την κυριαρχία της γης, την εξουσία του Πύργου, του τσιφλικού του που
χτίστηκε από τους Ενετούς και πέρασε έπειτα στους Τούρκους και στην
οικογένειά του. Απέναντι στο στατικό αρσενικό πρότυπο, τα κυμαινόμενα
συναισθήματα των γυναικών τις κάνουν πιο ζωντανές, πιο σάρκινες, πιο
ενδιαφέρουσες ως επινοημένα πρόσωπα. Κι αυτό οπωσδήποτε δεν είναι
τυχαίο. Είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον προβληματισμό της ίδιας της
συγγραφέως, με την έγνοια της να δείξει, χωρίς προγραμματικές
απολυτότητες αρσενικού θηλυκού, τις κάθετες ψυχικές τομές στη
συμπεριφορά, στις σκέψεις και στις ενέργειες ενός πλήθους γυναικείων
μορφών. Όχι μόνο των δυο κεντρικών αλλά και αυτών που κινούνται στην
περιμετρική της μυθοπλασίας.
«Ποιά είμαι;» αναρωτιέται η Ρωξάνη, η
οποία έστω και με την στοιχειώδη ικανότητά της να βλέπει πέρα από τα
όριά της, νομίζω ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας του
μυθιστορήματος. «Είμαι εγώ, μόνη μου, μόνη μου», συνεχίζει. Και με τη
γνώση αυτού του κορυφαίου συναισθήματος, της μοναξιάς, είναι προφανές
ότι έχει βγει από τη μοιραία σχέση εξάρτησής της από τον κύκλο της
φυσικής ζωής. Αντιδρά στο μοιραίο, άλογο πάθος όσο και στην μοιραία
παθητικότητα του φύλου της. Και ως εύλογη συνέπεια, ως απάντηση στην
αδιέξοδη σχέση της με τον Μάρκο έρχεται, μαζί με τη συνειδητοποίηση της
ταυτότητάς της, η ανάγκη για φυγή: «Εκείνη την ημέρα έκανε για πρώτη
φορά σκέψεις που άλλοτε δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Αυτόματα της
πέρασε από το νου πως ήταν σχεδόν έτοιμη να προχωρήσει μόνη της χωρίς
κανένα στο πλάι της. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο μόνη της ήταν,
με τις σκέψεις και τις αποφάσεις όλες δικές της, χωρίς τη βοήθεια
κανενός». Μα και η νεώτερη και εύπορη Μερόπη, από μια παραπλήσια αν και
ημιτελή διάθεση απόδρασης είναι κυριευμένη. Παρά τον υποτίθεται
επιτυχημένο της γάμο. Περνάει λοιπόν μια παρατεταμένη κρίση και στην
κορύφωσή της, στο μεταίχμιο του κοριτσίστικου ρομαντισμού και του
γυναικείου πραγματισμού, προτού γίνει μητέρα και μεταμορφωθεί σε
ρυθμιστή του οικογενειακού νόμου και της τάξης, προτού γίνει ένα είδος
θηλυκού Μάρκου εντέλει, φαντάζεται μια υποθετική στιχομυθία με τον άντρα
της : «Θέλω να φύγω [...] δε νιώθω μαζί σου ούτε πόνο ούτε χαρά [...]
Μου λείπει η άλλη σκιά [...] μια άλλη σκιά που να μην είναι η δικιά
σου».

Ευτυχία Καλλιτεράκη
Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012
σελ. 223
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου