Tου Πάρι Κωνσταντινίδη
Αν και ο (ηγεμονικός) εθνικισμός του
20ου αιώνα όπλισε ιδεολογικά ορισμένα αυταρχικά και ολοκληρωτικά
καθεστώτα, τα οποία άσκησαν εγκληματική πολιτική, οι απαρχές του είναι
περισσότερο αντιηγεμονικές-απελευθερωτικές, παρά καταπιεστικές. Κατά τον
18ο αιώνα, όπως ο πολιτικός φιλελευθερισμός επεδίωκε κράτος δικαίου,
κοινοβούλια και νόμους για να περιορίσουν και να ελέγξουν την αυθαίρετη
εξουσία του μονάρχη με απώτερο στόχο τη δημοκρατία, έτσι και ο
εθνικισμός αντιπαρέθετε το Έθνος ως νόμιμο πολιτικό υποκείμενο απέναντι
στην απολυταρχική εξουσία.
Εκείνη την εποχή στις «Παρατηρήσεις για
την κυβέρνηση της Πολωνίας» έγραφε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ότι: «Δεν υπάρχουν
πλέον σήμερα Γάλλοι, Γερμανοί, Ισπανοί ή ακόμη και Άγγλοι, ό,τι κι αν
λένε· υπάρχουν μόνο Ευρωπαίοι. Όλοι έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια πάθη,
τα ίδια έθιμα, γιατί κανείς δεν έλαβε εθνική διαπαιδαγώγηση από έναν
συγκεκριμένο θεσμό»,* δείχνοντας το δρόμο για τη μεθοδική κατασκευή της
εθνικής-λαϊκής «παράδοσης». Βέβαια, όταν ο Ρουσσώ αναφερόταν σε
«Ευρωπαίους», είχε υπόψιν του την αριστοκρατία και τα ανώτερα στρώματα
με τη διεθνοποιημένη, «γαλλική» κουλτούρα τους.
Γι αυτό και στην εποχή του ρομαντισμού,
το 19ο αιώνα, ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ υπερασπιζόμενος τη γερμανική
λαϊκή κουλτούρα, απέκλειε τη «γαλλίζουσα» αριστοκρατία του γερμανόφωνου
χώρου από τον Λαό απονομιμοποιώντας την ηγεμονία της σε συμβολικό
επίπεδο. Όπως παρατηρεί στο «Φολκλόρ και Παράδοση» ο Γιώργος Μανιάτης,
οι σχέσεις εθνικισμού-ρομαντισμού είναι πολυδιάστατες. Από τη μία
συνδέονται με τα ελευθεριακά και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά των
εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, από την άλλη με τις συντηρητικές
αντιλήψεις περί επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο «αυθεντικό» και
«άφθαρτο» παρελθόν.
Μέσα από το πρίσμα ιδεολογιών της
νεωτερικότητας, λοιπόν, γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την εθνική ή λαϊκή
«παράδοση». Δεν πρόκειται όμως για την παράδοση αυτήν καθαυτήν, αλλά για
το φολκλόρ. Η βιωμένη παράδοση είναι «ζωντανή» και αενάως
μεταβαλλόμενη, καθώς αναπροσαρμόζεται συνεχώς στις εκάστοτε ανάγκες και
συνθήκες ζωής των φορέων της, δηλαδή των ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων ή
κοινοτήτων που τη βιώνουν και την αναπαράγουν. Αντιθέτως η επίσημη
«παράδοση» ως φολκλόρ, συλλέγει επιλεκτικά κάποια στοιχεία από την
παράδοση και τα παρουσιάζει ως παράσταση, αποκομμένα από την κοινωνική
τους λειτουργία. Εύστοχη είναι η διαπίστωση της Ελεονώρας Σκουτέρη, ότι
«ορισμένες φορές, οι πολιτιστικές αναβιώσεις μοιάζει να
αναπροσαρμόζονται στον κύκλο της τουριστικής πολιτικής και όχι στον
κύκλο της αγροτικής παραγωγής».
Τις διαφορές μεταξύ φολκλόρ και
παράδοσης δείχνει η Λητώ Φλωράκη, αναλύοντας την επιτέλεση ενός
παραδοσιακού εθίμου από τους ίδιους τους κατοίκους του χωριού
Γραμμενίτσας της Άρτας στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στην πλατεία
του χωριού τους. Το «Γαϊτανάκι» ως βιωμένη παράδοση επιτελείται στο
χωριό για τη διασκέδαση των κατοίκων του· τα όρια μεταξύ τελεστών και
κοινού είναι ασαφή και μεταβαλλόμενα, ενώ η εξέλιξη του ανοιχτή και
«απρόβλεπτη». Αντιθέτως στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής το «Γαϊτανάκι»
δεν είναι βίωμα, αλλά παράσταση με συγκεκριμένη σκηνοθεσία και με σαφή
διαχωρισμό κοινού-τελεστών, η οποία μάλιστα δεν τελέστηκε με τον
σύγχρονο τρόπο, αλλά με βάση μία παλαιότερη «αυθεντική» μορφή της.
Ενώ ο νεωτερισμός αντιμετωπίζει την
παράδοση ως φολκλόρ, ο μετανεωτερισμός την αντιμετωπίζει ως φολκλορισμό ή
αλλιώς έθνικ. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την ιδεολογική
αντιμετώπιση της παράδοσης από τις αστικές, εθνικές και υπερεθνικές
πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές ελίτ. Και στις δύο περιπτώσεις η
«αυθεντική», «γνήσια», «αγνή» παράδοση είναι κάτι το «εξωτικό», μακρυά
από το «εδώ» των πολιτισμικά κυριάρχων. Στο φολκλόρ το ρόλο αυτό παίζει η
εκάστοτε εγχώρια ύπαιθρος, ενώ στο έθνικ οι μη «δυτικοί» ή/και μη
«αστικοί» πολιτισμοί. Η αντίληψη του εκάστοτε κέντρου για το «εξωτικό»
είναι στατική, σαν το τελευταίο να μην μεταβάλλεται ποτέ, κι αυτό
εξυπηρετεί την ανάγκη του πρώτου για μία σταθερά, ώστε να
αυτοπροσδιορίζεται, σημειώνει η Μαρία Παπαπαύλου. Ο Παύλος Κάβουρας
επισημαίνει ότι το φολκλόρ είναι ένας αυτοαναφορικός πολιτισμικός
μονόλογος, ενώ το έθνικ της παγκοσμιοποίησης είναι ένα μόρφωμα με
διαλογικό προσωπείο όπου η διαφορετικότητα εξουδετερώνεται και
ομογενοποιείται επικυρώνοντας την ηγεμονία του ταξινομικού Εγώ των
πολιτισμικά κυριάρχων.
Ωστόσο εκτός από τους έθνικ καλλιτέχνες
που γίνονται ένα ακόμα αντικείμενο-προϊόν για το δυτικό
υποκείμενο-αγοραστή, υπάρχουν κι αυτοί που γίνονται οι ίδιοι το
υποκείμενο που κοιτά με τη δική του ματιά την παράδοσή του, για να
εξυπηρετήσουν τις δικές τους ανάγκες έκφρασης. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα
αποτελεί η μουσική Τσάλγκα (Chalga) στη Βουλγαρία, που αποτελεί μία
μίξη των διαφορετικών και ετερόκλητων παραδοσιακών μουσικών πολιτισμών
της Βουλγαρίας με τη δυτικότροπη μουσική. Η Τσάλγκα πήρε κεντρική θέση
στη Βουλγαρία εκτοπίζοντας τον επίσημο μουσικό πολιτισμό του
κομμουνιστικού καθεστώτος, το φολκλόρ και την κλασική μουσική, ενώ
ταυτόχρονα αντέδρασε στο νεοεθνικισμό και στη δυτικότροπη
παγκοσμιοποίηση των νεώτερων χρόνων. Η Τσάλγκα παρωδεί τη βουλγαρική
καθημερινότητα, το ψέμα, τη διαφθορά και την αλλοτρίωση, χωρίς να έχει
ιδεολογία. Περιγράφει απλώς το βίωμα. Αποτελεί εναλλακτική πολιτική
έκφραση, αρνούμενη να έχει πολιτική σημασία. Δεν ασκεί κριτική στα
πλαίσια της παραδοσιακής πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά αρνείται
εξολοκλήρου τη λογική της. Στην Τσάλγκα, μουσική και πολιτική αποκτούν
το δικό τους αυτόνομο νόημα, που διαφέρει από τις ταξινομικές κατηγορίες
του δυτικού ορθολογισμού, σύμφωνα με τον Κάβουρα.
Στο «Φολκλόρ και παράδοση: Ζητήματα
ανα-παράστασης και επιτέλεσης της μουσικής και του χορού» –μεταξύ άλλων-
γίνεται επίσης λόγος για το «Λύκειο των Ελληνίδων» (Ρένα Λουτζάκη), το
τραγούδι Ghana στη Μάλτα, του οποίου η καθιέρωση θυμίζει την εξέλιξη του
ρεμπέτικου (Βασιλική Λαλιώτη), για τη σχέση φολκλόρ και έθνικ στην
τούρκικη δισκογραφία (Σοφία Κομποτιάτη), και για το φολκλόρ και την
παράδοση στην ελληνική τηλεόραση (Νίκος Πουλάκης). Τον συλλογικό τόμο
κλείνει ο Παύλος Κάβουρας με μία ενδιαφέρουσα ανάλυση των τελετών
έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, όπου
στοιχεία του φολκλόρ και του έθνικ αλληλοδιαπλέκονται. Πρόκειται ίσως
για το σπουδαιότερο ελληνόφωνο συλλογικό έργο των τελευταίων χρόνων, για
την πραγμάτευση του ζητήματος της σχέσης του φολκλόρ του εθνικισμού και
του έθνικ της παγκοσμιοποίησης με την παράδοση.
* Για το
απόσπασμα επιλέχθηκε η μετράφραση από το: Esteban Buch, «Beethoven: η
ενάτη συμφωνία, Μια πολιτική ιστορία», μτφρ. Ελένη Αναστασάκη, Δαρδανός,
Αθήνα 2003. σελ. 51.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου