Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Με αφορμή το πρόσφατο κύμα προσφύγων από την Συρία και τις αντιδράσεις απο την ΕΕ αναδημοσιεύουμε ένα σχετικό θέμα του  "Ε" που παραμένει διαχρονικό.

Πώς η Ε.Ε. εγκλωβίζει τους γείτονές της


Η «ευρωπαϊκή αντίληψη» για τον έλεγχο της μετανάστευσης: Οι μεταναστευτικοί φράκτες της Ευρώπης δίνονται εργολαβικά σε τρίτες χώρες

Των ALAIN MORICE και CLAIRE RODIER*

Τα εγκαίνια ενός δεύτερου κέντρου κράτησης στο Μενίλ-Αμελό, στα όρια του αεροδρομίου του Ρουασί, τα οποία ανακοινώθηκαν την τελευταία στιγμή, καταδεικνύουν την ακατάπαυστη επέκταση της μηχανής των απελάσεων - παράδοξη προτεραιότητα για μια χώρα σαν τη Γαλλία, που τα ταμεία της είναι «άδεια». Συντονισμένος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο έλεγχος των μεταναστών γίνεται αντικείμενο δοσοληψιών με τα γειτονικά κράτη, μετατοπίζοντας την επιτήρηση των συνόρων προς τον Νότο και την Ανατολή. Με το κόστος σε ανθρώπινες ζωές να αυξάνεται.
Η Ευρώπη άλλαξε τείχη. Πριν από είκοσι χρόνια, στο Βερολίνο, οι εκπρόσωποι των δημοκρατικών χωρών χαιρέτιζαν ομόφωνα την πτώση του Τείχους ως νίκη της ελευθερίας. «Οποιοσδήποτε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να εγκαταλείπει οποιαδήποτε χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του»: το άρθρο 13 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1948 μπορούσε επιτέλους να εφαρμοστεί. Σε ψήφισμα του 1991, το Συμβούλιο της Ευρώπης δήλωνε ικανοποιημένο επειδή «οι πολιτικές αλλαγές επιτρέπουν πλέον την ελεύθερη μετακίνηση σε ολόκληρη την Ευρώπη, κάτι που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση και την ανάπτυξη ελεύθερων κοινωνιών και ανθηρών πολιτισμών» (sic). Μια ελευθερία, τις επιπτώσεις της οποίας δεν θα αργούσαμε να φοβηθούμε. Κατ' αρχάς, θυμηθήκαμε πως «το δικαίωμα μετακίνησης, όπως προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις, δεν συνεπάγεται την ελευθερία εγκατάστασης σε μια άλλη χώρα». Ανησυχήσαμε, επίσης, για «τη θεαματική αύξηση του αριθμού των αιτούντων άσυλο στη Δυτική Ευρώπη και σε μερικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, οι οποίοι επιχειρούν να χρησιμοποιήσουν τη Συνθήκη της Γενεύης προκειμένου να παρακάμψουν τους μεταναστευτικούς περιορισμούς(1)».
Νέες συνοριακές γραμμές χαράσσονται με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κατά μήκος των οποίων άλλες οχυρώσεις, υπαρκτές ή εικονικές, πιο αδιαπέραστες, όμως, και πολύ θανατηφόρες, θα κάνουν την εμφάνισή τους στη στεριά ή θα οριοθετήσουν τις θάλασσες. Στα ανατολικά, η Ευρωπαϊκή Ενωση φρόντισε να παζαρέψει τη διεύρυνσή της με αντάλλαγμα τη δέσμευση των νέων μελών να επιτηρούν τα σύνορά τους. Κάθε ένα από αυτά οφείλει να κατασκευάσει το δικό του Τείχος του Βερολίνου. Στην περιφέρεια της Μεσογείου, η διάσκεψη κορυφής του Τάμπερε εκθειάζει ήδη από το 1999 μια «περιφερειακή συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών και των όμορων προς την Ενωση κρατών, με αντικείμενο τον αγώνα εναντίον του οργανωμένου εγκλήματος», το οποίο περιλαμβάνει «το εμπόριο ανθρώπινων όντων».

Σκληρή τιμωρία

Οι υποψήφιοι μετανάστες, οι οποίοι χαρακτηρίζονται πότε ως «λαθραίοι» και πότε ως «θύματα» και τιμωρούνται όπως και οι «λαθρέμποροι» παγκόσμιας εμβέλειας με το επιχείρημα ότι αλληλοβοηθούνται(2), στο εξής αποτελούν τον στόχο ενός δημόσιου λόγου που θα δικαιολογεί τον εναντίον τους πόλεμο με πρόσχημα την καλύτερη προστασία τους. Η Σύνοδος Κορυφής των αρχηγών κρατών στη Σεβίλη (Ιούνιος 2002) επικύρωσε τη μάχη εναντίον της παράνομης μετανάστευσης ως απόλυτη προτεραιότητα της Ενωσης στις διαπραγματεύσεις της με τους γείτονές της.
Ετσι, η Γηραιά Ηπειρος, θεωρώντας τον εαυτό της ανίκανο να ελέγξει τα σύνορά της, επιχειρεί μεθοδικά -περιφρονώντας τις υπάρχουσες διεθνείς συμφωνίες- να φορτώσει αυτό το επίπονο καθήκον στις χώρες προέλευσης ή διαμετακόμισης. Το Migreurop, ένα δίκτυο ερευνητών (βλ. το πλαίσιο «Πώς γνωρίζουμε;» στη σελ. 33), θα εκλαϊκεύσει τον όρο «outsourcing»(3) (κάτι σαν «υπεργολαβία»), τον οποίο δανείστηκε από τους οικονομολόγους για να χαρακτηρίσει αυτά τα εμπόδια στην προβλεπόμενη από τα διεθνή κείμενα ελευθερία της μετακίνησης.
Τα εξωτερικά σύνορα του Χώρου Σένγκεν (βλ. τους χάρτες) ενισχύονται πλέον από ένα δεύτερο περιτείχισμα, εξωτερικό, που απαιτεί τη συνεργασία τρίτων χωρών. Η «υπεργολαβία», κατ' ευφημισμόν βαπτισμένη από το πρόγραμμα της Χάγης του 2004(4) ως «εξωτερική διάσταση της πολιτικής μετανάστευσης και ασύλου», κουβαλά ολόκληρη ακολουθία από ιδεολογικές υπεκφυγές. Εκ των πραγμάτων, αφορά την ανάθεση του ελέγχου των συνόρων στα μη ευρωπαϊκά κράτη, στο πλαίσιο μιας σύμπραξης τόσο αδιαφανούς όσο και άδικης· όμως, οι ηγέτες των «27» είναι υποχρεωμένοι να παρουσιάσουν την υπόθεση ως «εναρμονισμένη διαχείριση της μεταναστευτικής ροής».
Η «υπεργολαβία» συνίσταται στην εγκατάσταση ενός ευέλικτου μηχανισμού που πάντοτε θα βρίσκεται λίγο πιο μακριά από τα σύνορα. Οι δύο κυριότερες μορφές της είναι η μετεγκατάσταση των σημείων ελέγχου και η επιφόρτιση τρίτων με το καθήκον της «μάχης κατά της παράνομης μετανάστευσης». Οι μεγάλοι χαμένοι: η άσκηση του δικαιώματος ασύλου, στο σεβασμό του οποίου, ωστόσο, έχουν δεσμευτεί όλες οι χώρες της Ενωσης με την επικύρωση της Συνθήκης της Γενεύης για τους πρόσφυγες, και το δικαίωμα του ατόμου να εγκαταλείψει «οποιαδήποτε χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της δικής του», που διακηρύσσεται σε πολλά διεθνή κείμενα.


Συγκράτηση στην πηγή

Από τη δεκαετία του 1990, η Ενωση άρχισε να αποστέλλει τεχνικούς συμβούλους, κυρίως προς τα υποψήφια κράτη-μέλη, με στόχο να συγκρατήσει τη μετανάστευση στην πηγή της. Ενα δίκτυο από «αξιωματούχους-συνδέσμους μετανάστευσης» θεσπίστηκε επίσημα το 2004, με αντικείμενο «να συμβάλει στην πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης και στη μάχη κατά αυτού του φαινομένου, στον επαναπατρισμό των παράνομων μεταναστών και στη διαχείριση της παράνομης μετανάστευσης». Ετσι, η μετανάστευση καταλήγει να χαρακτηρίζεται «παράνομη» πριν καν λάβει χώρα. Το κυριότερο καθήκον αυτών των συνδέσμων είναι να βοηθούν τις τοπικές αρχές να εξακριβώνουν στα αεροδρόμια την εγκυρότητα των ταξιδιωτικών εγγράφων, κάτι που μπορεί στην πράξη να τους οδηγήσει στο να εξευτελίσουν την εθνική κυριαρχία της χώρας προέλευσης.
Το 2001, με οδηγία της η Ενωση θέσπισε ένα σύστημα οικονομικών κυρώσεων για τους μεταφορείς που γίνονται υπαίτιοι για την προώθηση ατόμων με μη έγκυρο διαβατήριο ή βίζα. Με βάση αυτές, τις σκληρά αποτρεπτικές κυρώσεις -τα πρόστιμα μπορούν να φτάσουν τις 500.000 ευρώ, καθώς η επαναπροώθηση των ατόμων που συνελήφθησαν χρεώνεται στις εταιρείες- ένα προσωπικό χωρίς ειδική εκπαίδευση υποχρεώνεται να κάνει, πριν από την επιβίβαση, διαλογή στους επιβάτες. Αυτή η ιδιωτικοποίηση των ελέγχων μειώνει τη δουλειά που απαιτείται κατά την άφιξη για το «φιλτράρισμα» των επιβατών. Οι συνέπειές της είναι σοβαρές όταν αυτές οι αναχωρήσεις δικαιολογούνται από την ανάγκη προστασίας των αιτούντων άσυλο· διότι αν, κατ' αρχήν, οι αιτούντες άσυλο δεν έχουν το περιθώριο να αρνηθούν την ιδιαιτερότητα της κατάστασής τους ή την παρατυπία στη βίζα τους από τη στιγμή που θα φθάσουν στη χώρα υποδοχής, εντούτοις, θα έπρεπε να μπορούν να την προσεγγίσουν.
Κάπως έτσι, τον Αύγουστο του 2007, επτά τυνήσιοι ψαράδες κατηγορήθηκαν και φυλακίστηκαν από έναν ιταλό δικαστή για «βοήθεια στην παράνομη μετανάστευση» και τα σκάφη τους κατασχέθηκαν. Κι αυτό, επειδή έσωσαν από ναυάγιο μια βάρκα και μετέφεραν τους επιβάτες της στη Λαμπεντούζα της Σικελίας, το πιο κοντινό λιμάνι, ακριβώς όπως το προβλέπουν, ωστόσο, οι ναυτικοί κανονισμοί(5).
Το γραφείο της Ευρωπαϊκής Ενωσης που αποκαλείται Frontex είναι αυτό που, μετά το 2005, συντονίζει τις επιχειρήσεις θαλάσσιας αναχαίτισης μεταξύ των αφρικανικών ακτών και των Καναρίων Νήσων ή ακόμη και στα στενά της Σικελίας.
Ο Χοσέ Λουίς Θαπατέρο, ο ισπανός πρωθυπουργός, δήλωσε, στα τέλη του 2009, ιδιαίτερα ικανοποιημένος από τη μείωση κατά το ήμισυ των «παράνομων» αφίξεων από θαλάσσης στην Ισπανία.
Ωστόσο, όλα υποδεικνύουν πως η θνησιμότητα των επίδοξων μεταναστών, στη θάλασσα ή στην έρημο, δεν έχει μειωθεί (βλ. τους σχετικούς χάρτες). Αν η ενίσχυση των εμποδίων δεν αναχαιτίζει τις αναχωρήσεις, επιβάλλει την καταφυγή σε παρακαμπτήριες, πιο επικίνδυνες μεταναστευτικές διαδρομές.
Κανείς δεν γνωρίζει κάτω από ποιες συνθήκες λαμβάνει χώρα (ή δεν λαμβάνει), στο πλαίσιο των παρεμβάσεων της Frontex, η αναγνώριση των αιτούντων άσυλο, μια διάταξη κατ' αρχήν υποχρεωτική, σύμφωνα με τους ευρωπαϊκούς κανόνες πρόσβασης στο έδαφος των κρατών-μελών.
Πέρα από το γεγονός ότι πραγματοποιείται μακράν οποιουδήποτε δημοκρατικού κανονισμού, αυτή η εκτός συνόρων μεταφορά των ελέγχων, που σύμβολό της έχει γίνει η Frontex, επιτρέπει στις ευρωπαϊκές χώρες να αποφεύγουν τις ισχύουσες υποχρεώσεις εντός των συνόρων τους όπως απορρέουν από τις δεσμεύσεις τους σχετικά με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Η ανάθεση του ελέγχου των συνόρων σε τρίτους αποτελεί το πλαίσιο της «παγκόσμιας σύμπραξης με τις χώρες προέλευσης και διέλευσης», όπως επικυρώνεται από την ευρωπαϊκή συνθήκη περί ασύλου και μετανάστευσης που υπεγράφη μεταξύ των «27» το 2008, με πρωτοβουλία της Γαλλίας.


Κεντρική μάχη

Η χώρα ασκούσε τότε την προεδρία της Ενωσης και είχε αναγάγει τη μάχη κατά της «παράνομης μετανάστευσης» σε θέμα αιχμής. Στο όνομα της «συνέργειας μεταξύ της μετανάστευσης και της ανάπτυξης», το κείμενο αναθέτει το ρόλο του συνοριοφύλακα στις χώρες από τις οποίες προέρχονται και διέρχονται οι επίδοξοι μετανάστες καθ' οδόν προς την Ενωση. Ετσι, δεσμεύονται να περιφρουρούν εξ αποστάσεως τα ευρωπαϊκά σύνορα έναντι ανταλλαγμάτων, άλλοτε οικονομικών και άλλοτε πολιτικών.
Το «προηγμένο καθεστώς» που εξασφάλισε το Μαρόκο έναντι της Ενωσης, το 2008, ανταμείβει μια χώρα η οποία δεν εφείσθη προσπαθειών προκειμένου να παίξει το ρόλο που αναμένεται από αυτήν στη διαχείριση των μεταναστών.
Το φθινόπωρο του 2005, στην προσπάθειά τους να διαβούν τα «κιγκλιδώματα» που φράζουν τα ισπανομαροκινά σύνορα στη Θέουτα και τη Μελίγια(6), είκοσι άτομα από την Υποσαχάρια Αφρική βρήκαν το θάνατο από πτώση, πνιγμό ή από τις σφαίρες του μαροκινού στρατού. Η σφαγή αυτή και κατόπιν οι θανατηφόρες απελάσεις προς την έρημο κατά μήκος των αλγερινών συνόρων, τα οποία, ωστόσο, παρέμεναν κλειστά, έλαβαν ευρύτατη δημοσιότητα, καθώς η κυβέρνηση του Μαρόκου ανυπομονούσε να επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο.
Ο τύπος αναφέρθηκε πολύ λιγότερο στο δράμα που συνέβη στις 28 Απριλίου 2008 στα ανοιχτά της Αλ Χοσέιμα (στο βορειοανατολικό Μαρόκο): καμιά τριανταριά άνθρωποι, ανάμεσά τους και τέσσερα παιδιά, πνίγηκαν όταν, σύμφωνα με ταυτόσημες μαρτυρίες, οι δυνάμεις της τάξης άνοιξαν επίτηδες τρύπα στη φουσκωτή βάρκα που τους μετέφερε(7). Σε καμία ανεξάρτητη έρευνα δεν επιτράπηκε να ρίξει φως σε αυτό το γεγονός.
Οι συμφωνίες «επανεισόδου» που έχουν υπογραφεί με τις γειτονικές χώρες αποτελούν στοιχείο-κλειδί του μηχανισμού. Για να απελαθεί ένας αλλοδαπός που βρίσκεται παράτυπα σε ευρωπαϊκό έδαφος, πρέπει να τον αναγνωρίσει η χώρα καταγωγής του ή, πλέον, η χώρα την οποία διέσχισε τελευταία.

Ανεπιθύμητοι

Εχοντας συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι οι τρίτες χώρες δεν επιδεικνύουν κανένα ενδιαφέρον στο να υποδεχτούν πίσω τους υπηκόους τους - και ακόμη λιγότερο, τους μετανάστες που απλώς πέρασαν από εκείνες - τα ευρωπαϊκά κράτη επιδόθηκαν σε έναν κύκλο ατέρμονων δοσοληψιών, που η λογική τους επιφέρει καλπάζουσα διαφθορά και γενικευμένη οπισθοχώρηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, μεταξύ άλλων στη Σενεγάλη, στην Ουκρανία και σε κάποιες χώρες των Βαλκανίων(8).
Αμεσο θύμα αυτού του πολέμου που διεξάγεται από την Ενωση και τα κράτη-μέλη της εναντίον των υποψηφίων για εκτοπισμό, είναι το δικαίωμα του ασύλου. Εκείνοι που θα είχαν τις προϋποθέσεις να θεωρηθούν πρόσφυγες, στερούνται τη δυνατότητα να το ζητήσουν, καθώς έχουν απελαθεί ή κρατούνται στις «ουδέτερες χώρες» στις οποίες έχει ανατεθεί η προστασία του φρουρίου της Ευρώπης.
Στο όνομα ενός υποτιθέμενου «μοιράσματος του φορτίου», η Ενωση ισχυρίζεται ότι οι αιτούντες άσυλο που δεν θέλει πλέον να υποδέχεται, θα βρουν άσυλο κάτω από κανονικές συνθήκες στους συμμάχους τη συνεργασία των οποίων φρόντισε να εξαγοράσει.
Μάλιστα, στις χώρες που δεν διαθέτουν ούτε τη δυνατότητα υλικής υποστήριξης ούτε την πολιτική βούληση να ενσωματώσουν τους πρόσφυγες, λόγου χάρη σε εκείνες του Μαγκρέμπ(9), ενθαρρύνει τις ξενοφοβικές αντιδράσεις απέναντι σε έναν ανεπιθύμητο και εξαναγκασμένο σε επισφαλή διαβίωση πληθυσμό(10).
Η Ενωση υποστηρίζει, επίσης, την ανάπτυξη ενός πλήθους στρατοπέδων κράτησης -τα οποία και χρηματοδοτεί- όπως στην Ουκρανία μετά το 2004. Και πάλι, όμως, πρόκειται για μια χώρα που έχει υπογράψει τη Συνθήκη της Γενεύης για τους πρόσφυγες. Αυτό δεν ισχύει για τη Λιβύη, όπου η κακή μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους μετανάστες και τους πρόσφυγες είναι ευρέως καταγεγραμμένη(11).
Παρ' όλα αυτά, από τον Μάιο του 2009, η Ιταλία απωθεί τα σκάφη των λαθρομεταναστών προς τη ζώνη επιτήρησης των λιβυκών αρχών. Ετσι, παραβιάζει ταυτόχρονα το διεθνές ναυτικό δίκαιο και την αρχή της μη απέλασης, που απαγορεύει την αποπομπή ατόμων τα οποία θεωρείται ότι χρήζουν προστασίας(12).


Παραβίαση αρχών

Αυτές οι παραβιάσεις αρχών με τις οποίες δεσμεύεται η Ενωση σε ό,τι αφορά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, διαπράχθηκαν από ένα κράτος-μέλος χωρίς να προκληθεί καμία αντίδραση πέρα από την αναζήτηση λύσεων προκειμένου να του επιτραπεί να συνεχίσει να δρα κατά αυτό τον τρόπο. Τον Ιούλιο του 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε στη Λιβύη να δεσμευτεί σε μια «συνεργασία προκειμένου να επιτευχθεί κοινή και ισορροπημένη διαχείριση των μεταναστευτικών ρευμάτων», παρ' όλο που η Υπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) πρόσφερε τη μεσολάβησή της για μια «ανθρωπιστική διαχείριση» των κέντρων κράτησης.
Πέρα από το ζήτημα της παραβίασης των δικαιωμάτων των προσφύγων, η εκμετάλλευση της σύμπραξης με τρίτες χώρες εκ μέρους της Ενωσης απειλεί επικίνδυνα μια πρωταρχική ελευθερία: αυτή της εισόδου και εξόδου. Επηρεάζει, επίσης, τα μεταναστευτικά ρεύματα ανθρώπων που δεν επιθυμούν ιδιαιτέρως να βρεθούν στην Ευρώπη... Η έννοια της «συνανάπτυξης», η οποία μπορεί να φαίνεται ευγενής καθώς συνδέει μετανάστευση και ανάπτυξη, στην πραγματικότητα τίθεται στην υπηρεσία αυτής της οπισθοδρόμησης.
Διότι, εάν και επισήμως δεν συνιστούν παρά ένα κόσκινο για τους εισερχόμενους, τα προβλήματα που συνδέονται με την ασφάλεια των συνόρων κατέχουν κυρίαρχη θέση σε ένα παζάρι γεμάτο κορόιδα: το πλήθος των υπό θεώρηση μέτρων και των υποσχέσεων για χρηματοδοτήσεις αφορούν τη μάχη κατά της «παράνομης μετανάστευσης» - τουτέστιν, από την οπτική γωνία των χωρών προέλευσης, κατά της αποδημίας.
Τον Απρίλιο του 2010, ο πρόεδρος του Μάλι, αφουγκραζόμενος τους ομοεθνείς της διασποράς, διαφώνησε με «τις συστηματικές επαναπροωθήσεις προς τα σύνορα».

Επιβολή αποφάσεων

Ο λόγος περί συνανάπτυξης επιτρέπει να επιβληθούν μονόπλευρα ευρωπαϊκές αποφάσεις σε πληθυσμούς που ξαφνικά κρίνονται ικανοί να γίνουν «πρωταγωνιστές της ίδιας τους της ανάπτυξης» και ταυτόχρονα να διαδοθεί η ιδέα, στην Ευρώπη αλλά και στους τόπους αναχώρησης, πως η ανάπτυξη των χωρών προέλευσης θα εμποδίσει την παράνομη μετανάστευση. Διπλή πλάνη: η οικονομική απογείωση μιας χώρας, στην πραγματικότητα μάλλον ενισχύει την κινητικότητα των υπηκόων της· όσο για τη «βοήθεια», συνήθως υπεξαιρείται από τους ιθύνοντες. Πρόκειται, πάντως, για αποτελεσματική εξαπάτηση, καθώς, προκειμένου να σιγουρέψουν την εκτέλεση της αποστολής που τους έχει ανατεθεί, του «φιλτραρίσματος», οι χώρες αμπαρώνουν τα σύνορά τους και μετατρέπονται σε δεσμοφύλακες των ίδιων των ομοεθνών τους.
Αυτά είναι τα χειροπιαστά αποτελέσματα της συνεργασίας που έχει θεσπιστεί, λόγου χάρη, ανάμεσα στην Ισπανία και σε ορισμένους από τους εξ Αφρικής γείτονές της: στην Αλγερία και στο Μαρόκο, ο νόμος θεωρεί αδίκημα την παράνομη μετανάστευση, ενώ η Σενεγάλη την τιμωρεί εμπράκτως.
Οι λαοί δεν είναι τα κορόιδα αυτού του αντίστροφου αποκλεισμού. Ετσι το παρουσίαζε νηφάλια στον τίτλο της η σενεγαλέζικη εφημερίδα «Le Soleil» την παραμονή της ευρωαφρικανικής συνδιάσκεψης του Ραμπάτ, το 2006: η «υπεργολαβία» αυτή σημαίνει πως «η Ευρώπη κλείνει τα σύνορά μας».


(1) Συμπεράσματα της τέταρτης συνόδου των υπεύθυνων για θέματα μετανάστευσης ευρωπαίων υπουργών, Λουξεμβούργο, 1991.
(2) Βλ. τον φάκελο «Passeurs d'etrangers» («Λαθρέμποροι αλλοδαπών»), Plein Droit, no 84, Παρίσι, Μάρτιος 2010.

(3) Σ.τ.Μ.: Το «outsourcing» για μια επιχείρηση σημαίνει την ανάθεση μέρους της παραγωγής, των υπηρεσιών ή των δραστηριοτήτων της σε εξωτερικούς συνεργάτες. Ενα παράδειγμα είναι η ανάθεση της καθαριότητας σε εταιρείες καθαρισμού αντί σε μισθωτούς υπαλλήλους. Για τις ανάγκες του συγκεκριμένου κειμένου, ο πλησιέστερος όρος στα ελληνικά είναι «υπεργολαβία». Ο γαλλικός όρος είναι «externalisation» (κυριολεκτικά: «εξωτερίκευση»).
(4) Πενταετές πλάνο που καθορίζει τις προτεραιότητες της Ε.Ε.
(5) Διαβάστε: Philippe Rekacewicz, «Migrations, sauvetage en mer et droits humains» («Μεταναστεύσεις, θαλάσσια διάσωση και ανθρώπινα δικαιώματα»), Visions cartographiques, 27 Σεπτεμβρίου 2009, http://blog.mondediplo.net
(6) Migreurop (συντονισμός τόμου: Emmanuel Blanchard και Anne-Sophie Wender), Guerre aux migrants. Le livre noir de Ceuta et Melilla («Πόλεμος στους μετανάστες. Η μαύρη βίβλος της Θέουτα και της Μέλιγια»), Syllepse, Παρίσι, 2007.
(7) Loubna Bernichi, «La Marine royale enfoncee» («Η βύθιση του βασιλικού ναυτικού»), Maroc Hebdo International, Καζαμπλάνκα, 16 Μαΐου 2008.
(8) Claudia Charles, «Accords de readmission et respect des droits de l'homme dans les pays tiers» («Συμφωνίες επανεισόδου και σεβασμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε τρίτες χώρες»), ενημερωτικό σημείωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Σεπτέμβριος 2007. Βλ. επίσης: www.migreurop.org/article1348.htm(9) Σ.τ.Μ.: Αραβική ονομασία για τις ισλαμικές χώρες της βόρειας Αφρικής, πλην Αιγύπτου: Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη, Μαυριτανία και Δυτική Σαχάρα.
(10) Για το Μαρόκο διαβάστε: www.migreurop.org/article1395.html
(11) Associazione per gli Studi Giuridici sull'Immigrazione (ASGI, Σύλλογος για τις Νομικές Σπουδές πάνω στη Μετανάστευση), Μπολόνια, www.asgi.it
(12) Εκθεση για την Ιταλία της Επιτροπής για την πρόληψη βασανιστηρίων και απάνθρωπων ή ταπεινωτικών ποινών ή μεταχειρίσεων (CPT) του Συμβουλίου της Ευρώπης, 28 Απριλίου 2010.



* Αντιστοίχως, ανθρωπολόγος στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών) και νομικός στο GISTI (Ομιλος Πληροφόρησης και Υποστήριξης Μεταναστών), αντιπρόεδρος του δικτύου Migreurop.



Η... ιδέα του ψηφιακού τατουάζ: Στην Αϊόβα παίρνουν πολύ στα σοβαρά το πρόβλημα των λαθρομεταναστών.

Ο Πατ Μπερτρός, ένας γιατρός, υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών στις προκριματικές εκλογές για το Κογκρέσο των Ηνωμένων Πολιτειών, εισηγείται μια λύση: «Νομίζω πως πρέπει να τους συλλαμβάνουμε, να τους καταχωρίζουμε, να βεβαιωνόμαστε πως γνωρίζουμε πού βρίσκονται και τι κάνουν. Στην πραγματικότητα, είμαι υπέρ της άποψης να τους εμφυτεύουμε μικροτσίπ. Στον σκύλο μου μπορώ να βάλω τσιπάκι προκειμένου να τον ξαναβρώ. Γιατί να μην μπορώ να "τσιπάρω" έναν λαθρομετανάστη;» Για τον Ολιβιέ Ερτσέντ, καθηγητή πληροφορικής, που επισημαίνει αυτές τις προτάσεις στο ιστολόγιό του (1), είναι «μία από τις ελάχιστες φορές που χρησιμοποιείται σκόπιμα ο όρος "καταχώριση" για να περιγράψει μια φιλοδοξία η οποία ξεπερνά κατά πολύ την απλή "καταγραφή" (ήδη πολύ προχωρημένη) των ανθρώπινων όντων». Ωστόσο, με ή χωρίς τσιπάκι, ο άνθρωπος χωρίς χαρτιά -στα αγγλικά undocumented, ακαταχώριστος- είναι ήδη «καταχωρισμένος» από την αστυνομία. Προκειμένου να εφαρμόσουν τις πολιτικές της «επανεισόδου», οι ευρωπαϊκές αστυνομίες χρησιμοποιούν τη βιομετρική καταγραφή. Δημιουργημένο το 2003, το αρχείο Eurodac συσχετίζει «προσωπικά δεδομένα» με τα αποτυπώματα των δέκα δακτύλων και της παλάμης των αιτούντων άσυλο και των «παράνομων» ξένων υπηκόων. Για να αποφύγουν κάτι τέτοιο, κάποιοι μετανάστες ήδη καταφεύγουν στον αυτοακρωτηριασμό, αλλοιώνοντας τα ακροδάχτυλά τους με καυτό σίδερο ή με γυαλόχαρτο (2). Η ψηφιακή καταγραφή των ανθρώπων φτάνει μέχρι τη σάρκα τους.

(1) «"We should document them"» («"Θα πρέπει να τους καταχωρίζουμε"»), 2 Μαΐου 2010, http://affordance.typepad.com
(2) Jean-Marc Manach, «Les "doigts brules" de Calais» («Τα "καμένα δάχτυλα" του Καλέ»), La valise diplomatique, 25 Σεπτεμβρίου 2009, www.monde-diplomatique.fr


Πώς γνωρίζουμε;

Παρά το ότι αποτελεί επίσημη προτεραιότητα της Ενωσης, η μάχη κατά της λαθρομετανάστευσης δεν προσφέρει καθόλου επίσημα δεδομένα στη δημοσιότητα.
Προκειμένου να αποκτήσει κάποιος σαφή εικόνα του μηχανισμού αστυνομικής διαχείρισης των μεταναστών, πρέπει να στηριχτεί στα στοιχεία των κάτωθι μη κυβερνητικών οργανώσεων:

- United for Intercultural Action: Με έδρα το Αμστερνταμ, αυτό το δίκτυο αντιρατσιστικών οργανώσεων καταγράφει όλους τους θανάτους μεταναστών που επιχειρούν να διασχίσουν τα όρια του Χώρου Σένγκεν (www.unitedagainstracism.org).
- Migreurop: Αυτή η ομάδα έρευνας της μεταναστευτικής πολιτικής στην Ευρώπη καταρτίζει τον κατάλογο με τους χώρους εγκλεισμού των μεταναστών (www.migreurop.org).
Οι χάρτες σχεδιάστηκαν από τον ερευνητή Ολιβιέ Κλοσάρ, ο οποίος έχει γράψει το βιβλίο «Atlas des migrants en Europe. Geographie critique des politiques migratoires» («Ατλας των μεταναστών στην Ευρώπη. Κριτική γεωγραφία των μεταναστευτικών πολιτικών»), Armand Colin, Παρίσι, 2009). Οι χάρτες εμπλουτίστηκαν από τον Φιλίπ Ρεκασεβίτς.
Συμπληρωματικά κείμενα και χάρτες θα βρείτε στα γαλλικά, στον ιστότοπο της Monde Diplomatique (http://blog.mondediplo.net/777).

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Η Καινούρια διαθήκη του Σμου


Smou1Του Δημήτρη Αργασταρά



Είναι πραγματικά πολύ ελπιδοφόρο, μέσα στην σημερινή συνθήκη της μελαγχολίας και της κατάπτωσης, που μας περιβάλλει όλους σαν αναπόδραστη ομίχλη, να συναντάς βιβλία που αποπνέουν μια άλλη ποιότητα, έναν αέρα αισιοδοξίας και δημιουργικότητας διαφορετικό, βιβλία όπου ο συγγραφέας τους πετυχαίνει μια ευτυχή καλλιτεχνική ανάπλαση της πραγματικότητας και ταυτόχρονα προτείνει μια καινούρια ματιά πάνω σε αυτήν. Ως έναν τέτοιο βιβλίο είδα και το εξαιρετικό πρώτο μυθιστόρημα του Γιώργου Τυρίκου-Εργά ''Η καινούρια διαθήκη του Σμου''.
Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κάλυμνο, διδάκτορας λαογραφίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων όπου μελετά τις στοιχειωμένες ιστορίες (τα ‘‘γουλιάσματα’’ όπως είναι γνωστά στην λαϊκή παράδοση του νησιού του), έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί στα νησιά του ΝΑ Αιγαίου, ο Τυρίκος-Εργάς επινοεί ένα φανταστικό νησί, τον Σβίγγο, και το απομονωμένο από τον άλλο κόσμο ψαροχώρι του, το περίφημο Σμου. Παρόλο που το Σμου δεν διαφέρει πολύ από ένα τυπικό ψαροχώρι του Αιγαίου, με τους ψαράδες κατοίκους του και την απλή, τυποποιημένη καθημερινότητά τους, συνιστά ταυτόχρονα ένα μέρος όπου η λαϊκή μαγεία είναι πραγματική, ακόμη και θεσμοθετημένη, οι θρύλοι είναι ζωντανοί, τα ζώα έχουν την δική τους λαλιά και τον δικό τους χαρακτήρα. Έτσι, στο μυθιστόρημα αυτό, που στην ορολογία των ειδών κατατάσσεται στην λογοτεχνία του φανταστικού, η αφήγηση βυθίζεται στην περιοχή του μυθικού, πλάθοντας την ατμόσφαιρα μιας φανταστικής πολιτείας που ζει έξω από τα όρια του δεδομένου και του γνώριμου, με ταυτόχρονες όμως ρίζες στην διαχρονική πραγματικότητα της προφορικής παράδοσης όπου συναντούμε ονόματα και ήθη γνωστά της ελληνικής επαρχίας.
Αυτό που κινητοποιεί την υπόθεση είναι ένα συγκλονιστικό γεγονός: φαίνεται πως η αντίστροφη μέτρηση έχει ξεκινήσει, το Τέλος του Κόσμου επέρχεται, μια πελώρια σκάλα εμφανίζεται στον ουρανό, και Άγγελοι και Δαίμονες ξεχύνονται φτιάχνοντας τα δικά τους στρατόπεδα για την τελική αναμέτρηση. Τώρα ο καθένας θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και να δείξει πού ανήκει…
Τα πρόσωπα του έργου είναι πολλά. Καταρχήν, η πιο διάσημη ατραξιόν του Σμου, ο... παμφάγος γλάρος Ιωνάς, ένα πουλί με χαρακτήρα και ανθρώπινη λαλιά. Ο γλάρος Ιωνάς θα διακρίνει πρώτος τις κοσμοϊστορικές απειλητικές αλλαγές που θα αρχίσουν να συμβαίνουν στο νησί, και μαζί με τις περίφημες κουρούνες του Εμπορικού Συλλόγου Κουρούνων Κόλπου Καλαμοχέρας (πτηνά που επίσης ομιλούν και διαθέτουν έντονο... εμπορικό δαιμόνιο) θα επιχειρήσουν πρώτοι να αναγνωρίσουν την απειλή και να διαπιστώσουν τα τρωτά της σημεία (αφού οποιαδήποτε εμπορική συνδιαλλαγή μαζί της θα αποδειχθεί καταδικασμένη). Έπειτα, με πολύ ενδιαφέρον τρόπο σκιαγραφείται το πρόσωπο του Σεβάσμιου, που είναι ο επίσημος Μάγος του Σμου, κάτι σαν την πολιτική αρχή στο νησί, κατά βάθος όμως ένας γερο-κατεργάρης καλοπερασάκιας. Ο Σεβάσμιος θα πρέπει τώρα να δραστηριοποιηθεί για να δει τι συμβαίνει και όλα έρχονται άνω-κάτω στο νησί τους. Μαζί με τον στοχαστικό Επίσκοπο, που δεν εγκαταλείπει το μοναστήρι της Παναγιάς της Σαρανταποδαρούσας, και τον πολέμαρχο Χαρκούτσο, τον αρχηγό των ξεπεσμένων πια Δραγουμάνων του Νόμου, αποτελούν τις επίσημες αρχές του Σμου. Επίσης, ρόλο κεντρικής ηρωίδας κατέχει η Ισιδώρα, μια νεαρή έφηβη με ιδιαίτερες ικανότητες και ταλέντο στην μαγεία, που θα βρεθεί στο επίκεντρο της διαμάχης Αγγέλων και Δαιμόνων. Η Ισιδώρα θέλει να είναι ελεύθερη, μακριά από απαρχαιωμένες υπαγορεύσεις και δεσμεύσεις, ικανή να ορίζει μόνη της την μοίρα της, αλλά σύντομα θα διαπιστώσει πόσο πολύ δύσκολο μπορεί να είναι κάτι τέτοιο. Τους βασικούς χαρακτήρες πλαισιώνουν ακόμη αρκετοί άλλοι, ο παπα-Γιάννης, ο επιστάτης Νικόδημος, ο μετεωρολόγος Τραμουντάνης, η κυρά-Φουκάινα, ο Λάζαρος το Μουλάρι, ο μαστρο-Φίλιππας, ο Τυφλός Κίμωνας, κ.α.
Έτσι, στην ''Καινούρια Διαθήκη του Σμου'', μέσω μιας κεφάτης και οιστρηλατημένης φαντασίας, αναπλάθεται δημιουργικά η κοινότητα ενός μικρού ψαράδικου χωριού, με τους απλούς παραδοσιακούς τρόπους και τις παραξενιές του, και με την επιβλητική παρέλαση μιας πλειάδας από συμπαθητικές μορφές γερόντων, κυράδων, πολεμάρχων και παιδιών. Τα πρόσωπα του βιβλίου κινούνται ταυτόχρονα σε δύο αντίθετους κόσμους : στον κόσμο της καθημερινότητας και της πεζής εκδίπλωσης της ζωής, αλλά και στον κόσμο του απίθανου και του μαγικού. Και αυτό δίνει στον συγγραφέα την ευχέρεια να συνδυάσει το δραματικό με το ευτράπελο, το μυστηριακό με το χαριτωμένο, το βαθύ με το ελαφρύ, το μυθικό και το ψυχικό με το υλικό και το πραγματικό.
Αυτό που εντυπωσιάζει είναι πως ο Τυρίκος-Εργάς δείχνει να κατέχει τον τρόπο άλλοτε ν’ απεικονίζει ηρωικές διαθέσεις και καταστάσεις, άλλοτε να παίζει με το ανέμελο και το πρόσχαρο, και άλλοτε να δημιουργεί μια κατανυκτική υποβολή με προεκτάσεις στοχαστικές. Διαθέτει την ικανότητα να κινείται άνετα από την παιχνιδιάρικη διάθεση της φυγής προς την φαντασία ως την μυστική προέκταση της ζωής μπροστά στον θάνατο και την οριστική υποχώρηση της ηρεμίας μπροστά στην καταστροφή.
Όπως αναφέραμε, η ηθογραφική πλαισίωση της ιστορίας βασίζεται στην ζωή και στις παραδόσεις της ιδιαίτερης πατρίδας του συγγραφέα, έτσι ώστε η πραγματικότητα συμπλέκεται αξεδιάλυτα με τον θρύλο και η αλήθεια με το παραμύθι. Ο διάλογος είναι φυσικός, ζωντανός και άνετος, και όπου πρέπει στοχαστικός και εμπνευσμένος. Ο Τυρίκος-Εργάς αφηγείται την ιστορία του με κέφι, παρουσιάζει πολλά επιτυχημένα ευρήματα (πραγματικά μοιάζει να διαθέτει αμέτρητα στις αποσκευές του), και βρίσκει πολλές αφορμές για ειρωνεία και σαρκασμό.
Τελικά, με την χαριτωμένη διαγραφή των προσώπων, που γίνονται συμπαθητικά και ευχάριστα, τον έξυπνο και στοχαστικό διάλογο, και την ελεύθερη και απρόσκοπτη αφήγηση, η ''Καινούρια Διαθήκη του Σμου'' δίνει ένα ευτυχές αισθητικό αποτέλεσμα και αρκετές υποσχέσεις για το μέλλον ενός νέου και ταλαντούχου πεζογράφου.
SmouΗ Καινούρια διαθήκη του Σμου
Γιώργος Τυρίκος-Εργάς
εκδόσεις Πατάκης, 2011
σελ. 626




Αμπελώνες χωρίς ορίζοντα

kalliteraki250Του Αλέξη Ζήρα 
Φύλο, αρχέτυπα και ιστορία μεταξύ του 19ου και του 20ου αιώνα
Από τη σύγχρονη πεζογραφία μας, τουλάχιστον των τελευταίων τριάντα ετών, δεν έχουν λείψει τα μυθιστορήματα που συνδέουν την ιστορία της Κρήτης από το 1850 και έπειτα με θρύλους και θρυλικές μορφές του νησιού.
Και μια απλή παρατήρηση αρκεί, νομίζω, για να επιβεβαιώσει αυτό το γεγονός, της ισχυρής δηλαδή παρουσίας των τοπικών μύθων, συνυφασμένων με τις οικογενειακές παραδόσεις και τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα της νησιωτικής κοινωνίας. Άλλωστε, το θέμα της ηγεσίας και της οργανικής σχέσης της με το λαϊκό φαντασιακό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Κρήτη. Κοντά στη Μάρω Δούκα, τη Ρέα Γαλανάκη, την Ιωάννα Καρυστιάνη, τον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, έρχεται τώρα και η Ευτυχία Καλλιτεράκη, συνομήλική τους, κάτι που για μένα έχει τη σημασία του, να μπει σ’ αυτό τον κύκλο των ομόρριζων πεζογράφων που η κρητική τους καταγωγή, η μνήμη της γης και η μνήμη των ανθρώπων της, αποτελεί έναν από τους άξονες της δημιουργίας τους. Το βιβλίο της Αμπελώνες χωρίς ορίζοντα, παρ’ ότι δεν το λέει με τρόπο ρητό, είναι ένα βιβλίο προσωπικής γενεαλογίας που όμως ανοίγεται σε θέματα γενικότερα. Μια μυθοπλασία με υλικά της σπαράγματα αναμνήσεων μεταβιβασμένων από γενιά σε γενιά, μαρτυρίες, θρύλους και ανδραγαθήματα, τεκμήρια που διασώθηκαν σε ιστορικά αρχεία και βιβλία. Πράγμα που σημαίνει ότι η συγγραφέας δούλεψε ερευνητικά, προτού ζωντανέψει μυθιστορηματικά τον κόσμο της και ανατάμει το ψυχικό εκτόπισμά του.
Η ιστορία, με γιώτα κεφαλαίο, είναι πάντα υπαρκτή στο προσκήνιο του βιβλίου της Καλλιτεράκη, και φαίνεται να επηρεάζει πλαγίως πλην σαφώς τις τύχες και τις επιλογές όλων των προσώπων. Η χρονική όμως στιγμή που προσδιορίζει και την εικόνα της εποχής είναι η στροφή του 19ου προς τον 20ό αιώνα. Το διάστημα που ξεκινάει από τις συνεχείς εξεγέρσεις και τις αιματηρές συγκρούσεις με τους Τούρκους και φθάνει ως περίπου το 1915-1920, με την απόλυτη επικράτηση του Βενιζέλου στο τότε πανελλήνιο. Τις απαρχές της δημιουργίας μιας σχεδόν ιερής πολιτικής μορφής που δεν είναι άσχετη με τον τρόπο λειτουργίας του θεσμού της ηγεσίας στη λαϊκή φαντασία. Αλλά πέρα από αυτά, οι Αμπελώνες χωρίς ορίζοντα προβάλλουν ένα απολύτως μεταιχμιακό σημείο για την κοινωνία της Κρήτης: την κάπως καθυστερημένη μετάβαση από τον αγροτικό χαρακτήρα της στην εμπορική, αστικόμορφη τάξη. Και μαζί την αλλαγή των ηθών: τη ραγδαία εισαγωγή νέων τρόπων της ατομικής αξιολόγησης, τα «νέα τζάκια», τη μεταφορά του πλούτου, τις μιμήσεις των ξένων ηθών και, ασφαλώς, τη μοιραία υποχώρηση, δειλή στην αρχή, της αρχέγονης, ανδροκρατούμενης κοινωνίας της νήσου. Φαινόμενα που έχουν αντίκτυπο στην ανερχόμενη θέση της γυναίκας και προφανώς στην αποσύνθεση της δομής του παραδοσιακού σογιού, αναλλοίωτης επί αιώνες. Η Ρωξάνη και η Μερόπη, τα δυο βασικά γυναικεία πρόσωπα που με το όνομά τους τιτλοφορούνται τα δυο μέρη του μυθιστορήματος, από αυτή την πλευρά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ανεξάρτητα από το ότι η μια βγαίνει από μια πάμπτωχη αγροτική οικογένεια και η άλλη από ένα αστικό σπίτι, με τις νοοτροπίες τους, τους προβληματισμούς τους, και, ιδίως, με την επιθετική διεκδίκηση της ελευθερίας και της ερωτικής τους διαθεσιμότητας, δείχνουν στον αναγνώστη πολύ παραστατικά την αυγή των νέων καιρών. Την ανατολή του νέου εμποροβιομηχανικού, ατομικιστικού κόσμου σε περιφερειακή νησιωτική κοινωνία.

Πρωτεϊκές γυναικείες μορφές 

kalliteraki_efΤόπος στους Αμπελώνες είναι η πόλη αλλά και η περιοχή γύρω στα Χανιά. Σε όλο το μήκος της αφήγησης κατονομάζονται χωριά, τοποθεσίες και σημεία που εντείνουν την αληθοφάνεια της μυθοπλασίας της Καλλιτεράκη. Συνδετική μορφή ανάμεσα στις μεταξύ τους άγνωστες Ρωξάνη και Μερόπη, στα έντονα πάθη τους που εντέλει μένουν ανολοκλήρωτα, είναι ο Μάρκος, πλούσιος γαιοκτήμονας, εραστής της πρώτης και παρ’ ολίγο ανόσιος εραστής της δεύτερης, η οποία τυχαίνει να είναι και εγγονή του. Παρ΄ότι ο Μάρκος είναι διαρκώς παρών, νέος ή μεσήλικας, εξάπτοντας τα γυναικεία σώματα, τις φαντασιώσεις και τα όνειρα τους, ως χαρακτήρας του βιβλίου είναι ανεξέλικτος, έτσι ώστε την προσοχή μας να προσελκύουν περισσότερο οι εκ των πραγμάτων μεταβλητές και πρωτεϊκές γυναικείες μορφές. Δεν θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα ότι οιΑμπελώνες είναι ένα αφήγημα που εστιάζεται ως το τέλος στον γυναικείο ψυχισμό. Αναλύει, παρακολουθεί: δοκιμασίες, πάθη, αντιφάσεις, ανυψώσεις και καταβυθίσεις που συνδέονται με την ταυτότητα του φύλου και αναδεικνύουν την ενίοτε οδυνηρή αφύπνιση της θηλυκής αυτεξουσιότητας. Πρωταγωνίστριες, ουσιαστικά όσο και τυπικά είναι οι γυναικείες μορφές της Καλλιτεράκη. Αυτές συλλαμβάνουν έστω και βιωματικά το πνεύμα των νέων καιρών κι αυτές ανταποκρίνονται στις κλήσεις και στις προκλήσεις του. Αλλά, από μιαν άλλη πλευρά, αυτές παρόμοια υφίστανται την πίεση των ηθικών κανόνων, παλιών και νέων. Αυτές κυρίως, αγρότισσες ή αστές, νοσούν ψυχικά. Περιδινίζονται σ’ έναν ατέρμονα κύκλο καταθλίψεων, εμμονών, εμπαθειών, μανιών, φαντασιώσεων που η ιδιαίτερα παραστατική περιγραφή τους από τη συγγραφέα θέλει να μας δείξει πόσο η ψυχοσωματική κατάσταση είναι άμεσα εξαρτημένη από τους εκάστοτε ηθικούς κώδικες.
Ο Μάρκος, θα έλεγε κανείς ότι ο καταλυτικός του ρόλος στην αφήγηση περιορίζεται στα πάθη που προκαλεί, στην αισθησιακή έλξη που δημιουργεί, στην κάπως ζωώδη αρρενωπότητα η οποία κατακλύζει τα όνειρα της 17χρονης Ρωξάνης και μετά της έφηβης Μερόπης. Η παρουσία του είναι ο νόμος, ο διαχρονικός κανόνας˙ η διαρκής επιθυμία του να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, αμετακίνητα, υπό τον έλεγχό του. Ως προς την ανταπόκρισή του στις εξελίξεις που απαιτούν οι νέοι καιροί, τόσο ως νέος όσο και ως μεσήλικας, ο τρόπος που προσλαμβάνει τα πράγματα είναι στατικός, ριζωμένος στην αμετακίνητη όψη των κοινωνικών σχέσεων και των θεσμών, ανεπηρέαστος σχεδόν από το χρόνο. Το ίδιο και η συνείδησή του, είναι κλειστή. Υπερασπίζεται ως το τέλος του την κυριαρχία της γης, την εξουσία του Πύργου, του τσιφλικού του που χτίστηκε από τους Ενετούς και πέρασε έπειτα στους Τούρκους και στην οικογένειά του. Απέναντι στο στατικό αρσενικό πρότυπο, τα κυμαινόμενα συναισθήματα των γυναικών τις κάνουν πιο ζωντανές, πιο σάρκινες, πιο ενδιαφέρουσες ως επινοημένα πρόσωπα. Κι αυτό οπωσδήποτε δεν είναι τυχαίο. Είναι άμεσα συνδεδεμένο με τον προβληματισμό της ίδιας της συγγραφέως, με την έγνοια της να δείξει, χωρίς προγραμματικές απολυτότητες αρσενικού θηλυκού, τις κάθετες ψυχικές τομές στη συμπεριφορά, στις σκέψεις και στις ενέργειες ενός πλήθους γυναικείων μορφών. Όχι μόνο των δυο κεντρικών αλλά και αυτών που κινούνται στην περιμετρική της μυθοπλασίας.
«Ποιά είμαι;» αναρωτιέται η Ρωξάνη, η οποία έστω και με την στοιχειώδη ικανότητά της να βλέπει πέρα από τα όριά της, νομίζω ότι είναι ο πιο ολοκληρωμένος χαρακτήρας του μυθιστορήματος. «Είμαι εγώ, μόνη μου, μόνη μου», συνεχίζει. Και με τη γνώση αυτού του κορυφαίου συναισθήματος, της μοναξιάς, είναι προφανές ότι έχει βγει από τη μοιραία σχέση εξάρτησής της από τον κύκλο της φυσικής ζωής. Αντιδρά στο μοιραίο, άλογο πάθος όσο και στην μοιραία παθητικότητα του φύλου της. Και ως εύλογη συνέπεια, ως απάντηση στην αδιέξοδη σχέση της με τον Μάρκο έρχεται, μαζί με τη συνειδητοποίηση της ταυτότητάς της, η ανάγκη για φυγή: «Εκείνη την ημέρα έκανε για πρώτη φορά σκέψεις που άλλοτε δεν θα μπορούσε να διανοηθεί. Αυτόματα της πέρασε από το νου πως ήταν σχεδόν έτοιμη να προχωρήσει μόνη της χωρίς κανένα στο πλάι της. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πόσο μόνη της ήταν, με τις σκέψεις και τις αποφάσεις όλες δικές της, χωρίς τη βοήθεια κανενός». Μα και η νεώτερη και εύπορη Μερόπη, από μια παραπλήσια αν και ημιτελή διάθεση απόδρασης είναι κυριευμένη. Παρά τον υποτίθεται επιτυχημένο της γάμο. Περνάει λοιπόν μια παρατεταμένη κρίση και στην κορύφωσή της, στο μεταίχμιο του κοριτσίστικου ρομαντισμού και του γυναικείου πραγματισμού, προτού γίνει μητέρα και μεταμορφωθεί σε ρυθμιστή του οικογενειακού νόμου και της τάξης, προτού γίνει ένα είδος θηλυκού Μάρκου εντέλει, φαντάζεται μια υποθετική στιχομυθία με τον άντρα της : «Θέλω να φύγω [...] δε νιώθω μαζί σου ούτε πόνο ούτε χαρά [...] Μου λείπει η άλλη σκιά [...] μια άλλη σκιά που να μην είναι η δικιά σου».

kalliteraki   Αμπελώνες χωρίς ορίζοντα
   Ευτυχία Καλλιτεράκη
   Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2012
   σελ. 223








Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Από το φολκλόρ του εθνικισμού στο έθνικ 2004

folklor_paradosi Tου Πάρι Κωνσταντινίδη



Αν και ο (ηγεμονικός) εθνικισμός του 20ου αιώνα όπλισε ιδεολογικά ορισμένα αυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία άσκησαν εγκληματική πολιτική, οι απαρχές του είναι περισσότερο αντιηγεμονικές-απελευθερωτικές, παρά καταπιεστικές. Κατά τον 18ο αιώνα, όπως ο πολιτικός φιλελευθερισμός επεδίωκε κράτος δικαίου, κοινοβούλια και νόμους για να περιορίσουν και να ελέγξουν την αυθαίρετη εξουσία του μονάρχη με απώτερο στόχο τη δημοκρατία, έτσι και ο εθνικισμός αντιπαρέθετε το Έθνος ως νόμιμο πολιτικό υποκείμενο απέναντι στην απολυταρχική εξουσία.
Εκείνη την εποχή στις «Παρατηρήσεις για την κυβέρνηση της Πολωνίας» έγραφε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ ότι: «Δεν υπάρχουν πλέον σήμερα Γάλλοι, Γερμανοί, Ισπανοί ή ακόμη και Άγγλοι, ό,τι κι αν λένε· υπάρχουν μόνο Ευρωπαίοι. Όλοι έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια πάθη, τα ίδια έθιμα, γιατί κανείς δεν έλαβε εθνική διαπαιδαγώγηση από έναν συγκεκριμένο θεσμό»,* δείχνοντας το δρόμο για τη μεθοδική κατασκευή της εθνικής-λαϊκής «παράδοσης». Βέβαια, όταν ο Ρουσσώ αναφερόταν σε «Ευρωπαίους», είχε υπόψιν του την αριστοκρατία και τα ανώτερα στρώματα με τη διεθνοποιημένη, «γαλλική» κουλτούρα τους.
Γι αυτό και στην εποχή του ρομαντισμού, το 19ο αιώνα, ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ υπερασπιζόμενος τη γερμανική λαϊκή κουλτούρα, απέκλειε τη «γαλλίζουσα» αριστοκρατία του γερμανόφωνου χώρου από τον Λαό απονομιμοποιώντας την ηγεμονία της σε συμβολικό επίπεδο. Όπως παρατηρεί στο «Φολκλόρ και Παράδοση» ο Γιώργος Μανιάτης, οι σχέσεις εθνικισμού-ρομαντισμού είναι πολυδιάστατες. Από τη μία συνδέονται με τα ελευθεριακά και φιλελεύθερα χαρακτηριστικά των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, από την άλλη με τις συντηρητικές αντιλήψεις περί επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο «αυθεντικό» και «άφθαρτο» παρελθόν.
Μέσα από το πρίσμα ιδεολογιών της νεωτερικότητας, λοιπόν, γεννήθηκε το ενδιαφέρον για την εθνική ή λαϊκή «παράδοση». Δεν πρόκειται όμως για την παράδοση αυτήν καθαυτήν, αλλά για το φολκλόρ. Η βιωμένη παράδοση είναι «ζωντανή» και αενάως μεταβαλλόμενη, καθώς αναπροσαρμόζεται συνεχώς στις εκάστοτε ανάγκες και συνθήκες ζωής των φορέων της, δηλαδή των ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων ή κοινοτήτων που τη βιώνουν και την αναπαράγουν. Αντιθέτως η επίσημη «παράδοση» ως φολκλόρ, συλλέγει επιλεκτικά κάποια στοιχεία από την παράδοση και τα παρουσιάζει ως παράσταση, αποκομμένα από την κοινωνική τους λειτουργία. Εύστοχη είναι η διαπίστωση της Ελεονώρας Σκουτέρη, ότι «ορισμένες φορές, οι πολιτιστικές αναβιώσεις μοιάζει να αναπροσαρμόζονται στον κύκλο της τουριστικής πολιτικής και όχι στον κύκλο της αγροτικής παραγωγής».
Τις διαφορές μεταξύ φολκλόρ και παράδοσης δείχνει η Λητώ Φλωράκη, αναλύοντας την επιτέλεση ενός παραδοσιακού εθίμου από τους ίδιους τους κατοίκους του χωριού Γραμμενίτσας της Άρτας στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης και στην πλατεία του χωριού τους. Το «Γαϊτανάκι» ως βιωμένη παράδοση επιτελείται στο χωριό για τη διασκέδαση των κατοίκων του· τα όρια μεταξύ τελεστών και κοινού είναι ασαφή και μεταβαλλόμενα, ενώ η εξέλιξη του ανοιχτή και «απρόβλεπτη». Αντιθέτως στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής το «Γαϊτανάκι» δεν είναι βίωμα, αλλά παράσταση με συγκεκριμένη σκηνοθεσία και με σαφή διαχωρισμό κοινού-τελεστών, η οποία μάλιστα δεν τελέστηκε με τον σύγχρονο τρόπο, αλλά με βάση μία παλαιότερη «αυθεντική» μορφή της.
Ενώ ο νεωτερισμός αντιμετωπίζει την παράδοση ως φολκλόρ, ο μετανεωτερισμός την αντιμετωπίζει ως φολκλορισμό ή αλλιώς έθνικ. Και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για την ιδεολογική αντιμετώπιση της παράδοσης από τις αστικές, εθνικές και υπερεθνικές πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικές ελίτ. Και στις δύο περιπτώσεις η «αυθεντική», «γνήσια», «αγνή» παράδοση είναι κάτι το «εξωτικό», μακρυά από το «εδώ» των πολιτισμικά κυριάρχων. Στο φολκλόρ το ρόλο αυτό παίζει η εκάστοτε εγχώρια ύπαιθρος, ενώ στο έθνικ οι μη «δυτικοί» ή/και μη «αστικοί» πολιτισμοί. Η αντίληψη του εκάστοτε κέντρου για το «εξωτικό» είναι στατική, σαν το τελευταίο να μην μεταβάλλεται ποτέ, κι αυτό εξυπηρετεί την ανάγκη του πρώτου για μία σταθερά, ώστε να αυτοπροσδιορίζεται, σημειώνει η Μαρία Παπαπαύλου. Ο Παύλος Κάβουρας επισημαίνει ότι το φολκλόρ είναι ένας αυτοαναφορικός πολιτισμικός μονόλογος, ενώ το έθνικ της παγκοσμιοποίησης είναι ένα μόρφωμα με διαλογικό προσωπείο όπου η διαφορετικότητα εξουδετερώνεται και ομογενοποιείται επικυρώνοντας την ηγεμονία του ταξινομικού Εγώ των πολιτισμικά κυριάρχων.
Ωστόσο εκτός από τους έθνικ καλλιτέχνες που γίνονται ένα ακόμα αντικείμενο-προϊόν για το δυτικό υποκείμενο-αγοραστή, υπάρχουν κι αυτοί που γίνονται οι ίδιοι το υποκείμενο που κοιτά με τη δική του ματιά την παράδοσή του, για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους ανάγκες έκφρασης. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αποτελεί η μουσική Τσάλγκα (Chalga) στη Βουλγαρία, που αποτελεί μία μίξη των διαφορετικών και ετερόκλητων παραδοσιακών μουσικών πολιτισμών της Βουλγαρίας με τη δυτικότροπη μουσική. Η Τσάλγκα πήρε κεντρική θέση στη Βουλγαρία εκτοπίζοντας τον επίσημο μουσικό πολιτισμό του κομμουνιστικού καθεστώτος, το φολκλόρ και την κλασική μουσική, ενώ ταυτόχρονα αντέδρασε στο νεοεθνικισμό και στη δυτικότροπη παγκοσμιοποίηση των νεώτερων χρόνων. Η Τσάλγκα παρωδεί τη βουλγαρική καθημερινότητα, το ψέμα, τη διαφθορά και την αλλοτρίωση, χωρίς να έχει ιδεολογία. Περιγράφει απλώς το βίωμα. Αποτελεί εναλλακτική πολιτική έκφραση, αρνούμενη να έχει πολιτική σημασία. Δεν ασκεί κριτική στα πλαίσια της παραδοσιακής πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά αρνείται εξολοκλήρου τη λογική της. Στην Τσάλγκα, μουσική και πολιτική αποκτούν το δικό τους αυτόνομο νόημα, που διαφέρει από τις ταξινομικές κατηγορίες του δυτικού ορθολογισμού, σύμφωνα με τον Κάβουρα.
Στο «Φολκλόρ και παράδοση: Ζητήματα ανα-παράστασης και επιτέλεσης της μουσικής και του χορού» –μεταξύ άλλων- γίνεται επίσης λόγος για το «Λύκειο των Ελληνίδων» (Ρένα Λουτζάκη), το τραγούδι Ghana στη Μάλτα, του οποίου η καθιέρωση θυμίζει την εξέλιξη του ρεμπέτικου (Βασιλική Λαλιώτη), για τη σχέση φολκλόρ και έθνικ στην τούρκικη δισκογραφία (Σοφία Κομποτιάτη), και για το φολκλόρ και την παράδοση στην ελληνική τηλεόραση (Νίκος Πουλάκης). Τον συλλογικό τόμο κλείνει ο Παύλος Κάβουρας με μία ενδιαφέρουσα ανάλυση των τελετών έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα, όπου στοιχεία του φολκλόρ και του έθνικ αλληλοδιαπλέκονται. Πρόκειται ίσως για το σπουδαιότερο ελληνόφωνο συλλογικό έργο των τελευταίων χρόνων, για την πραγμάτευση του ζητήματος της σχέσης του φολκλόρ του εθνικισμού και του έθνικ της παγκοσμιοποίησης με την παράδοση.
* Για το απόσπασμα επιλέχθηκε η μετράφραση από το: Esteban Buch, «Beethoven: η ενάτη συμφωνία, Μια πολιτική ιστορία», μτφρ. Ελένη Αναστασάκη, Δαρδανός, Αθήνα 2003. σελ. 51.