Μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών. Kέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία.
Του Γιώργου Ρούσσου.
Η δουλειά όμως απαιτεί ποδήλατο και ο Ρίτσι δεν έχει πια, το έχει
δώσει ενέχυρο. Έτσι, θα πει ψέματα, θα πάρει τη δουλειά και μαζί μία
ωραία στολή. Μέχρι αύριο όμως θα πρέπει να βρει ένα ποδήλατο.
Η γυναίκα του φαίνεται να έχει τη λύση. Δίνει ενέχυρο τα σεντόνια
της προίκας της και το ποδήλατο επιστρέφει στην οικογένεια. Πριν
ξημερώσει οι ποδηλάτες - αφισοκολλητές ξεχύνονται στους δρόμους. Ανάμεσά
τους και ο ευτυχισμένος ακόμα Ρίτσι.
Την ώρα όμως που ανεβασμένος στη σκάλα του κολλά μια αφίσα που διαφημίζει την τελευταία ταινία της Ρίτα Χέιγουορθ, κάποιοι του κλέβουν το ποδήλατο. Η Ρίτα Χέιγουορθ κοιτά χαμογελαστή από τον τοίχο τον Ρίτσι να κυνηγά απεγνωσμένα τον κλέφτη...
Η επιβίωση της οικογένειας όμως εξαρτάται από το ποδήλατο. Έτσι,
την επόμενη μέρα αρχίζει η αναζήτηση. Ο θεατής σιγά σιγά αρχίζει να
συμπάσχει με τον Ρίτσι και με τον μικρό του γιο, ακολουθώντας τους στις
ατέρμονες περιπλανήσεις τους στους δρόμους της Ρώμης. Ταξιδεύουμε2 έτσι
στις υπαίθριες αγορές, στα συσσίτια της εκκλησίας και στις
φτωχογειτονιές, με οδηγό την ελπίδα.
Ένα κλασσικό αριστούργημα, όχι μόνο του Ιταλικού, αλλά και
του παγκόσμιου κινηματογράφου, για το οποίο ο μεγάλος Όρσον Γουέλς, είχε
δηλώσει χαρακτηριστικά: "Ο Ντε Σίκα κατάφερε κάτι αδιανόητο, εξαφάνισε
την κάμερα!".
Στον "Κλέφτη Ποδηλάτων" (Bicycle Thieves - Ladri di Biciclette), τα
κάδρα γεμίζουν από ρόδες, τιμόνια και κάθε είδους εξαρτήματα ποδηλάτου,
όλα εντείνοντας το δράμα του ήρωα μας.Παράλληλα το σχόλιο στη σκηνή με τη Ρίτα Χέιγουορθ για τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής και για τη σχέση του με την πραγματικότητα, είναι κάτι παραπάνω από σαφές.
Η εξαιρετική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, θεωρείται και δικαίως, ως
μία από τις κορυφαίες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Το φιλμ κέρδισε το ειδικό βραβείο Όσκαρ για καλύτερη ξένη ταινία 7 χρόνια πριν καθιερωθεί αυτή η κατηγορία!
Η ιστορία, μας μιλά για τον αγώνα των απλών ανθρώπων. Την
προσπάθεια για επιβίωση, την αδικία που βιώνουν, την αγωνία για την
επόμενη ημέρα, αλλά και τη στοργή, την αγάπη και την ανθρωπιά, που
περικλείει όλους τους καθημερινούς ανθρώπους, που προσπαθούν και
ελπίζουν, για ένα καλύτερο αύριο...
Σε μία μνημειώδης σκηνή, πατέρας και γιος κάθονται να φάνε σε ένα
εστιατόριο. Εκεί υπό τους ήχους της λαϊκής ορχήστρας και με το στομάχι
γεμάτο η αισιοδοξία επιστρέφει. Ο μικρός Μπρούνο πίνει κρασί. Μοιάζει να
έχει ενηλικιωθεί μέσα σε μία μόλις ημέρα. Ωστόσο, το όνειρο
διακόπτεται, όταν ξαναρχίζει η περιπλάνηση.
Ξαφνικά έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον κλέφτη. Ο Ρίτσι τον
πιάνει και τον πιέζει να του δώσει πίσω το ποδήλατο. Οι φτωχοί γείτονές
του, σπεύδουν να τον βοηθήσουν. Ο αστυνομικός που φτάνει κάνει έρευνα
στο σπίτι του κλέφτη ένα σπίτι πανομοιότυπο σχεδόν με εκείνο της
οικογένειας Ρίτσι. Δεν βρίσκει το ποδήλατο, μάρτυρες δεν υπάρχουν, τα
πάντα χάνονται. Πατέρας και γιος φεύγουν σχεδόν κυνηγημένοι από τη
γειτονιά.
Βαθιά απελπισμένος πια ο ήρωας μας, αποφασίζει να κλέψει ένα από τα
εκατοντάδες ποδήλατα που βρίσκονται γύρω του. Το δράμα κορυφώνεται.
Αρπάζει πράγματι ένα, όμως καθώς είναι άπειρος, συλλαμβάνεται αμέσως από
τους περαστικούς. Στη θέα του τρομοκρατημένου Μπρούνο ο ιδιοκτήτης θα
δείξει οίκτο προς τον κλέφτη, θα τον αφήσει ελεύθερο. Τότε ο ήρωας θα
ξεσπάσει σε ένα σπαρακτικό κλάμα και αγκαλιά με το γιο του θα γίνει και
πάλι ανώνυμος μέσα στο πλήθος των περαστικών...
Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο "Κλέφτης Ποδηλάτων" άλλαξε τη ροή της κινηματογραφικής τέχνης και δεν έχουν άδικο.
Ο φτωχός εργάτης Λαμπέρτο Ματζοράνι και οι άλλοι ερασιτέχνες ηθοποιοί
της ταινίας μεταξύ αυτών και ο δεκαεξάχρονος τότε Σέρτζιο Λεόνε, που
υποδυόταν ένα από τα παπαδοπαίδια στη σκηνή της καταιγίδας, δίδαξαν
στους ακριβοπληρωμένους σταρ της εποχής έναν νέον τρόπο προσέγγισης και
υποκριτικής.
Η ταινία "Κλέφτης Ποδηλάτων" (Bicycle Thieves - Ladri di Biciclette) αποτελεί ένα υπέροχο όσο και κλασσικό δείγμα του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Κατάφερε
να κερδίσει την συμπάθεια και την αγάπη χιλιάδων σινεφίλ ανά την
υφήλιο, να φτάσει μέχρι και τα Όσκαρ το 1949, όπου υπήρξε υποψήφια για
το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας ενώ μέχρι και σήμερα
συμπεριλαμβάνεται κάθε χρόνο στην λίστα με τις καλύτερες ταινίες όλων
των εποχών.
Πάνω απ’ όλα ωστόσο, η ταινία είναι η τρανή απόδειξη για το πώς
μπορεί κανείς να φτιάξει μία πραγματικά σπουδαία ταινία χωρίς την
βοήθεια ψηφιακών εφέ ή μπάτζετ εκατομμυρίων. Το φιλμ βασίζεται σε ένα
απλό σενάριο, από την ομώνυμη νουβέλα του Λουίτζι Μπαρτολίνι, που όμως
δεν μπορεί παρά να συγκινήσει τον θεατή.
Οι ερμηνείες αν και προέρχονται από ερασιτέχνες ηθοποιούς είναι
βγαλμένες από τη ζωή, όπως επιδιώκει άλλωστε ο νεορεαλισμός. Το
σημαντικότερο είναι ότι ο σκηνοθέτης, με την κάμερα του καταγράφει την
Ιταλία μετά τα συντρίμμια που άφησε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Μια Ιταλία γεμάτη ανασφάλειες και σκοτεινούς ανθρώπους που είναι έτοιμοι
με μια σπίθα να γίνουν φωτιά και να κατασπαράξουν ο ένας τον άλλον.
Βλέποντας την ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος της παρατηρούμε ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην μεταπολεμική Ιταλία και την μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Τα ίδια προβλήματα, οι ίδιες ανασφάλειες, τα αγωνιώδη βλέμματα και οι
ίδιοι καχύποπτοι άνθρωποι. Γι’ αυτό εξάλλου και πολλές ελληνικές
μετεμφυλιακές ταινίες δανείστηκαν στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό.
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα, με την συγκεκριμένη ταινία του, καταφέρνει να
μας συναρπάσει με την απλότητά του και ταυτόχρονα με το συναίσθημα που
βγάζει μέσα από την ιστορία που αφηγείται. Η μουσική υπόκρουση είναι
χαρακτηριστική και έχει μείνει στην ιστορία ως μία από τις καλύτερες και
πλέον συγκινητικές, στην ιστορία του σινεμά.
Βρισκόμαστε στο 1945. Ο καταστρεπτικός και ισοπεδωτικός Β’
Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει και η κινηματογραφική σχολή
εγκαταλείπει σταδιακά το φανταστικό, το εξωπραγματικό, το παραμορφωμένο
και ατομικό, για να περάσει σε πιο ρεαλιστικά πλαίσια.
Η Νέα αυτή Κινηματογραφική Σχολή έχει τη ρίζα της γέννησής της στην
Ιταλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε, μετά το 1945. Ο Κινηματογραφικός φακός
πλέον εγκαταλείπει το στούντιο και τις παραμορφώσεις του και
εγκαθίσταται μέσα στην πόλη και στο λεγόμενο αστικό περιβάλλον της.
Ο νεορεαλισμός έρχεται να εισαγάγει στον Κινηματογράφο την σκέψη για το κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι. Να βάλει τον θεατή στη θέση του πρωταγωνιστή και από εκεί, στην καρδιά της ιστορίας και του προβλήματος.
Η νέα αυτή τάση της εποχής, ήρθε να αντιπαρατεθεί στο κοσμικό μελό,
την αισθηματική κωμωδία, την θεαματική υπερπαραγωγή και όλες αυτές τις
ταινίες που χαρακτήριζαν την προηγούμενη περίοδο και που καμία νύξη δεν
περιείχαν για τα διογκωμένα κοινωνικά προβλήματα και τις αγωνίες του
απλού καθημερινού ανθρώπου.
Ο Βιτόριο ντε Σίκα, αλλά και ο Ρομπέρτο Ροσελλίνι υπήρξαν δύο
κλασσικοί εκφραστές και μέντορες του Ιταλικού Νεορεαλισμού. Τόσο ο
“Κλέφτης Ποδηλάτων” του πρώτου, όσο και το “Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη” του
δεύτερου, αποτελούν δύο αντιπροσωπευτικές ταινίες της σχολής αυτής.
Δεν είναι τυχαίο, ότι και στις δύο αυτές ταινίες, η πόλη
παρουσιάζεται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Η Ιταλία έχει μόλις βγει από τον
πόλεμο και τον φασισμό κατεστραμμένη, ενώ για ένα μικρό διάστημα
γνωρίζει τη γερμανική και αργότερα την συμμαχική κατοχή.
Η πόλη παρουσιάζεται στις ταινίες αυτές μισοκατεστραμμένη,
αποδομημένη, χωρίς τεχνητά φτιασίδια, όπως ακριβώς ήταν στην
πραγματικότητα. Παρόλα αυτά υπάρχει και μια αισιόδοξη χροιά.
Ο ουρανός της πόλης είναι πιο ανοιχτός έστω και αν στον ορίζοντα
παρεμβάλλονται τα μισογκρεμισμένα κτίρια. Οι δρόμοι της πόλης σφύζουν
από ζωή τουλάχιστον όταν επιτρέπεται η κυκλοφορία κι έστω κι αν οι
άνθρωποι που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι άνεργοι, η ελπίδα για ένα
καλύτερο αύριο καθρεφτίζεται μέσα από τα καθαρά βλέμματα τους...
Έτος: 1948 | Xώρα: Ιταλία | Διάρκεια: 93 λεπτά | Σκηνοθεσία: Vittorio De Sica | Σενάριο: Luigi Bartolini, Cesare Zavattini | Παίζουν: Lamberto Maggiorani, Enzo Staiola, Lianella Carell
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου